Ο Ζαμπέτας μιλάει για το μπουζούκι

Όσο γιά τους τουλουμπατζήδες (tulumbagi) είναι οι πυροσβέστες της Πόλης κυρίως. Νομίζω πως σημαίνει “αντλειοφορεύς”. Ήταν συνήθως Τούρκοι, περιθωριακά στοιχεία, που πιάναν δουλειά κάθε που είχε πυρκαγιά, ως “εθελοντές”, να βγάλουν και κάποιο χαρτζηλίκι. Υπάρχει μιά καταπληκτική περιγραφή στη σειρά εκπομπών του Σπύρου Παπαϊωάννου γιά το ρεμπέτικο τραγούδι.

Μπασι-βουζούκος είναι ο “κάπος”, δηλαδή ο αρχηγός του άτακτου μισθοφορικού λόχου. Επίσης περιθωριακά (συνήθως) άτομα.

Τι ωραία έκπληξη σήμερα το πρωί! Είμαι εντυπωσιασμένη. Μου έδωσες μεγάλη χαρά, Κώσστα. Ευχαριστώ πολύ επίσης για τις χρήρσιμες εξηγήσεις, τα πάντα είναι τόσο ενδιαφέρον.

Εξ ου και η έκφραση: «Έβρεξε με το τουλούμι» ή «το ΄ριχνε με το τουλούμι» για να περιγράψει την πολύ δυνατή, καταρρακτώδη βροχή.

(Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/ην paradoxologos 18 Ιούλιος, 2005)

Μην τα μπερδεύουμε! Άλλο τουλούμι (tulum) = προβιά και κατ’ επέκτασιν ασκός, σακκί κλπ. και άλλο τουλούμπα (tulumba) = τρόμπα εξ ής και τουλουμπατζής = πράγματι πυροσβέστης (χειριστής αντλίας) όπως σωστά λέει ο Φέρρης.

Η τουλούμπα (tulumba) = τρόμπα, δεν ήταν στην αρχική της μορφή ένας ξύλινος μηχανισμός που τραβούσε το τουλούμι (τουλούμ) = ασκό με το νερό από τα πηγάδια;

(ΝΠ)
Δεν νομίζω, Παραδοξολόγε. Πουθενά δεν έχω δή ή ακούσει για τέτοιο μηχανισμό αλλά και σαν μηχανικός δεν μπορώ να σκεφτώ να δουλεύει κάτι τέτοιο αποδοτικά. Πως θα γεμίσει το τουλούμι μέσα στο πηγάδι, με remote control δεν γίνεται. Ο μόνος παρόμοιος μηχανισμός που ξέρω (και τον έχω προλάβει να δουλεύει) είναι μία διάταξη όπου σε ένα είδος τραμπάλας με σχετικά μεγάλο κοντάρι κρέμεται στο κοντό άκρο ένα αντίβαρο και στο άλλο ένα σχοινί με έναν κουβά στην άκρη. έτσι γλυτώνεις πολύ βάρος κατά το σήκωμα του γεμάτου κουβά. Όχι όμως τουλούμι.

Αρκετά είπαμε, εγώ δεν θα συνεχίσω.

(Παραδοξολόγος)
Νίκο ρώτησα ένα φίλο Τούρκο πριν λίγο και μου είπε πως αυτή την τραμπάλα που περιγράφεις (με κουβά ή τουλούμι στην μια άκρη και αντίβαρο στην άλλη)την ονομάζουν tulumba και την συναντάς ακόμα και σήμερα. Tulumbaci ονομάζεται ο χειριστής της παραδοσιακής tulumba, της χειροκίνητης τρόμπας, της μηχανοκίνητης τρόμπας, ο πυροσβέστης αλλά και ο πωλητής του γνωστού γλυκού.
Επίσης is tulumu σημαίνει φόρμα εργασίας.
Τώρα μεταφορικά σημαίνει αυτό που υποθέτει η Μάρθα. Τον άεργο, τον άνθρωπο του δρόμου, τον Kavgaci (καυγατζή) , τον περιθωριακό γενικότερα που κάνει δουλειές του ποδαριού (kulhani).
Αυτοί οι τουλουμπατζήδες (εποχιακοί πυροσβέστες) που έβγαζαν το χαρτζηλίκι τους, παζάρευαν συχνά με τους ιδιοκτήτες γιά την αμοιβή τους πριν αναλάβουν δράση. Συνήθως ζητούσαν ένα μέρος από την πραγμάτεια που ΘΑ έσωζαν. Φυσικά καταλαβαίνει κανείς πως πολλές φορές έσβηναν φωτιές που οι ίδιοι είχαν προκαλέσει. Tulumcu ονομάζεται αυτός που φτιάχνει ή πουλάει τυρί (μυζήθρα, από το τουλούμι που χρησιμοποιούσε).
Γιά την περιγραφή ανθρώπων του περιθωρίου (μεταφορικά) συναντάμε και τους χαρακτηρισμούς davulcu, zurnaci (νταουλιέρης, παίχτης ζουρνά) που τις θεωρούσαν ασχολίες ανθρώπων που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτ΄άλλο.

(ΝΠ)
Παραδοξολόγε είπα δεν θα συνεχίσω αλλά αφού μου απευθύνεσαι προσωπικά. . . φαίνεται λοιπόν πως την κατασκευή αυτή στα πηγάδια την θεωρούν αντλία, τρόμπα και αυτήν. Η προβιομηχανική κοινωνία, που λέμε, στην οποία δεν χρειάζονταν is tulumu, το τυρί δεν χρειαζόταν ψυγείο αφού βρισκόταν μέσα σε tulum, διατηρώντας έτσι τους μύκητές του ώστε να μη μουχλιάζει, για το χορό δεν χρειαζόταν CD αφού υπήρχαν davulcu, zurnaci και tulumcu (τσαμπουνιέρης, γκαϊντατζής) και γενικώς, όλα tamam, που λέει και το τουρκικό σήριαλ.

Έχω ζήσει με πρόσφυγες από την Μ. Ασία και έχω γνωρίσει αρκετούς με το επώνυμο Γκαϊντατζής αλλά
ποτέ δεν το είχα συνδέσει με τον παίχτη της γκαϊντας!

φοβερο το διαβασα ενω παριστανα την φωνη του ζαμπεταρα… θεος…

Τώρα αυτό, ρε Οχτάχορδε, που κολλάει;

Όλα τα κουρεία κάπως έτσι ήταν τότε, το λέει και ο Μηλιαρέσης στα απομνημονεύματα του:

Στην προπολεμική Αθήνα η κρεμαστή κιθάρα στον τοίχο αποτελούσε τον απαραίτητο διάκοσμο της ταβέρνας και του κουρείου.

Και αναφέρεται συγκεκριμένα στο κουρείο του Βασίλη Αλεξίου, στην οδό Αγίου Μάρκου, όπου ήταν τακτικός φιλοξενούμενος κιθαρίστας στην Κατοχή.

Παρ’ όλα αυτά, πολύ ενδιαφέρον το εναρκτήριο κείμενο. Έχω ξανακούσει (από τον Κουρούση ίσως;) γι’ αυτούς τους «ελαφρούς» μπουζουξήδες, αλλά γενικά ελάχιστος λόγος γίνεται γι’ αυτούς.

Μία διόρθωση στον ίδιο τον Ζαμπέτα:

Ψαλιδόκωλος σημαίνει αυτός που φοράει φράκο (το σακκάκι με τη μακριά διπλή ουρά - εξαιρετικά εύγλωττος χαρακτηρισμός). Μπορεί, αφού το λέει ο Ζαμπέτας, η έννοια να είχε γενικώς επεκταθεί σ’ όλους τους ντιστεγκέδες, τα μοδάτα ξενομανή πλουσιόπαιδα, αλλά δεν ήταν «γι’ αυτό» που τους έλεγαν έτσι.

Είναι μια λέξη που νόμιζα ότι ήταν επινόηση του Καζαντζάκη, και στα κείμενα του θυμάμαι να χρησιμοποιείται γενικά για τους παντελονάδες (γιατί οι πραγματικοί άντρες φορούν βράκα :wink: )

Χμ…

Βλέπω ότι ειδικά στην Κρήτη φαίνεται να είχε όντως αυτή τη σημασία. Γενικότερα όμως δε νομίζω, και πάντως δεν είναι του Καζαντζάκη η λέξη.

Η σημασία του φρακοφόρου επιβεβαιώνεται από διάφορα ευρήματα του Γκουγκλ, αλλά σε κανονικό λεξικό (όσα έχω) δε βρίσκω ολωσδιόλου τη λέξη.

Πάντως είτε γενικώς με στενά (φράγκικα, δηλ. παντελόνια αντί βράκας ή φουστανέλας) είτε ειδικότερα με φράκο, το κυρίως νόημα είναι υποτιμητικό, αυτό που βασικά εννοεί κι ο Ζαμπέτας.

Όσους αλλάξανε ενδυμασία (που συνοδευόταν καθώς φαίνεται και από αλλαγή νοοτροπίας…) και φορέσανε «φράγκικα», «στενά», «ψαλιδοκέρια», «δικράνια», τους αποκαλούσαν υποτιμητικά κατά κύριο λόγο «ψαλιδοκέρια».

Βρίσκω τον όρο να ξεκινάει μάλλον γύρω στα 1820, και του κάνει χρήση στις Σάτυρές του ο Α. Σούτσος («Αυτοί ’νε οι σκυλόφραγκοι και τα ψαλιδοκέρια», Σάτυρα Τρίτη, 1826)

Όσο για το «ψαλιδόκωλος» το βλέπω και στον Πρεβελάκη («Ο Κρητικός», 1948: «Ο λαός που ίσαμε χτες τους ήξερε με τα σαλβάρια, τους είπε ψαλιδόκωλους, κορδοκωλάδες, ψαλιδοκέρια και άλλα τέτοια») και βέβαια στον Καζαντζάκη.

Ως προς τα Λεξικά, λημματογραφείται π.χ. στο Μεγάλο Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας (Μαλλιάρης 1984):
https://books.google.gr/books?id=HFHnAAAAMAAJ&q="ψαλιδόκωλος"&dq="ψαλιδόκωλος"&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwjLgrnmxMbyAhV4SfEDHQQSBIwQ6AEwCHoECAgQAg

1 «Μου αρέσει»

Tη λέξη τη χρησιμοποιούσαμε κατά κόρον στα γυμνασιακά μας χρόνια, ήταν της μόδας. Λέγαμε μεταξύ μας ότι δημιουργήθηκε για τους καθωσπρέπει αστούς γενικά, που φορούσαν κουστούμι και γραβάτα και πραγματικά, όλοι οι αστοί κυκλοφορούσαν κουστουμαρισμένοι. Το σακάκι έχει πάντα μια κοψιά πίσω, στο ύψος περίπου των οπισθίων.

Να σημειωθεί πάντως ότι στο (δημόσιο) γυμνάσιο που φοίτησα, όλοι μα όλοι οι πατεράδες μας ήταν ψαλιδόκωλοι.

Οι «γιάπηδες με τζην» εμφανίστηκαν απ’ το ογδόντα και μετα :slight_smile:

Επιβεβαιώνει τα γραφόμενα της Ξεπαπαδάκου για την ελληνική μουσική σαλονιού, ότι σε αντίθεση με την ευρωπαική που περιλάμβανε σοβαρή μουσική δωματίου, ή δεξιοτεχνικά «σοβαρά» σόλα π.χ. Σοπέν,

1 «Μου αρέσει»