Ο "έμπορας" (τί είδους έμπορας;)

Ο έμπορος (τι είδους έμπορος…; )

Ανασύρω εδώ ένα τραγούδι παραπεταμένο αλλά, κατά τη γνώμη μου, πολύ σημαντικό, και γιά το περιεχόμενο των στίχων του.

Είναι η ”Μαργαρίτα” (1937) του Σ. Χρυσίνη, παιγμένη απ΄τα ασημένια του δάχτυλα και τραγουδισμένη από τη Μεγάλη Ρίτα Αμπατζή που απλώς, ερμηνεύει. Χωρίς χαιρετισμούς, χωρίς τίποτα. Σεμνά κι απέριττα.
Βρίσκω πως το τραγούδι είναι σημαντικό γιατί,

α. είναι ίσως το μοναδικό με καθαρά ειρωνικούς στίχους. Ρίχνει μπηχτές προς όλες τις κατευθύνσεις.

β. αν οι στίχοι είναι γραμένοι από αντρικό χέρι, μπράβο του! Υποψιάζομαι όμως ότι είναι γυναικείος δάκτυλος, ο οποίος, βέβαια, δεν αναφέρεται. Την έφαγε το σκοτάδι…

γ. Βρίσκω ότι η ”έξυπνη”, επαναλαμβανόμενη και απλή μελωδία του θα μπορούσε να είχε γραφτεί στις μέρες μας, δίχως να ξενίζει. Ίσως αυτό να είναι και μιά απάντηση στο ερώτημα που τίθεται συχνά, αν μπορούν να γραφτούν ρεμπέτικα τραγούδια σήμερα.

δ. Αν ο ”έμπορας” που αναφέρεται δεν είναι απ΄τους πλανόδιους που πουλούσαν είδη προικός και οικιακής χρήσης, αλλά ”περιτύλιγμα” γιά να μη πει νταβατζής, ρίχνει και μιά σπόντα στο θέμα της πορνείας, ένα θέμα ταμπού που δε συζητιέται ποτέ και πουθενά…

Τοτραγούδιυπάρχειπεντακάθαροστοalbum τουCharles Howard, Rembetika after Censorship 1937-1947 , GREEK MUSIC FROM THE UNDERGROUND, cd 4.

Όσες/οι δε τό΄χετε ακούσει, πηγαίντε στο elkibra - Rebetiko - WOMEN AND REBETISSES (με τον τροπο του Κ.Λ.)

Η Μαργαρίτα

  Η καημέν΄η Μαργαρίτα να ξεφύγει δεν μπορεί,

πως επάτησε στην πίτα, μοναχή της τα μπορεί.(πατάω την πίτα = την πατάω, δε πετυχαίνω σε κάτι(:wink:
Την επάντρεψ΄η μαμά της με τον πρώην έμπορά της
και της έχει στ΄όνομά της προίκα απείραχτη, γερή.

Έχει μιά καλή παράγκα, μα δεν θέλει να το πει,
εκατόν πενήντα φράγκα έδωσε γιά τη σκεπή.
Έχει όλα τα προικιά της π΄απορεί όποιος τα δει,
ένα τρύπιο μαξιλάρι και μιά κούνια γιά παιδί.

Στον περίπατο την βγάζει να ζηλεύ΄η γειτονιά
και τα ρούχα που της βάζει, δε τα βάζει άλλη καμιά.
Τη βοήθησε η τύχη κι είναι σ΄όλα τυχερή,
πέντε φράγκα έχ΄η πήχυ το φουστάνι που φορεί.

Κι έτσι τώρα η Μαργαρίτα έχει όλα τα καλά.
Πάτησε γερά στην πίτα κι έχει και λεφτά πολλά.
Μ΄ένα δίφραγκο γυρίζει, πότ΄εδώ και πότ΄εκεί,
με πενήντα δράμια ρύζι την περνάει την Κυριακή.

Κυριε Λαδοπουλε …

δια την ιστοριαν , που λεμε , θα μου επιτρεψετε μια διορθωση στους στιχους …

πως επατητε την πιτα , μοναχη της “τ` απορει” (1η στροφη , 2ος στιχος) … και

και “τα λουσα” που της βαζει , δε τα βαζει αλλη καμμια (3η στροφη , 2ος στιχος)

τωρα η γνωμη μου , προκειται για πικρο ειρωνικο πονημα με σατυρα , σαρκασμο
σκωπτικοτητα και ολα αυτα τα στοιχεια , που δινουν την εικονα της εποχης …
ο εμπορος προσωπικα , δεν μου φερνει σα νταβατζης , αλλα οπως πολυ σωστα
γραψατε κατι σε πλανωδιο …
μορφη τραγικη η Μαργαριτα , κατι που συνεβαινε εκεινα τα χρονια της ανεχειας
“την επαντρεψε η μαμα της , με τον πρωην εμπορα της” , προφανως για να ξεφυγει
απο την μιζερια και παλι η μανα εδω , αποφασιζει για την τυχη της κορης …
ο << πρωην >> εμπορας της , γινεται ο << νυν >> συζυγος … Πορκα μιζερια !!!
αναβαθμιζεται η Μαργαριτα , μεχρι στην παραγκα με 15ο φραγκα , φτιαχνει την σκεπη …
και παλι πεφτουμε , με την προικα που πηρε απο το πατρικο της = 1 τρυπιο μαξιλαρι
και μια κουνια για παιδι …
… << την βοηθησε η τυχη κι ειναι σ` ολα τυχερη >> = δυο φορες οι λεξεις “τυχη”
και “τυχερη” , αλλα για πια τυχη μιλαμε ??? για το ξεπουλημα της νεας στον γερο
προφανως εμπορα = σχημα οξυμωρο …
και τελος το αποκορυφωμα οτι την Κυριακη την βγαζει με 50 δραμια ρυζι !!!

βλεπε την συναλλαγη και το ξεπουλημα των συναισθηματων , προκειμενου
να σωθει ΟΛΗ η φαμιλια = κατευθυνομενος γαμος …

(στον Ελληνικο κινηματογραφο , αναλογη περιπτωση , η ταινια “ΤΗΣ ΚΑΚΟΜΟΙΡΑΣ”
οπου ο θρυλικος Ζηκος = Κωστας ΧηΧρηστος , δινει ρεστα) …

Δύο «διορθώσεις», όπως τα ακούω εγώ:

Πώς επάτησε στην πίτα, μοναχή της απορεί, και

και τα λούσα που της βάζει, δε τα βάζει άλλη καμιά.

(δεν είχα δεί την παρέμβαση της Πελαγίας πριν καταχωρήσω τη δική μου)

Στο τελευταίο τετράστιχο υπάρχει και μια πιθανή εξήγηση για την έκφραση της «πίτας»), διαφορετική από εκείνη του Κώστα:

Πάτησε γερά στην πίτα κι έχει και λεφτά πολλά.

Η συχνότατη και μερικές φορές έντονη δυσκολία που έχουμε, σήμερα, να «εξηγήσουμε» σειρά ολόκληρη «μάγκικων» εκφράσεων του μεσοπολέμου, τείνω να πιστέψω πως σε δύο τινά οφείλεται: ή η εξέλιξη της γλώσσας μας ήταν ραγδαιοτάτη, τις τελευταίες πέντε - δέκα δεκαετίες ή, η «κλίκα» των τραγουδοποιών δημιουργούσε εκφράσεις καινούργιες, που άλλες πέρασαν στη γλώσσα και άλλες δεν το κατάφεραν. Η δεύτερη εξήγηση μου φαίνεται πιθανότερη.

Η ειρωνεία του τραγουδιού είναι πραγματικά σχεδόν απίστευτη, στο ρεαλισμό της. Μπράβο του Κώστα που το επισήμανε. Μόνο «Τα κορίτσια» του Σαββόπουλου διαθέτουν κάτι ανάλογο, και ας έβαλε εκεί η λογοκρισία το χεράκι της:

Όταν κόπηκε η φράση «τη μαμά τους τη ρωτάνε κάθε μήνα μια φορά» (κάθε τόσο, λέει ο δίσκος), ο Σαββόπουλος ενοχλημένος προσπάθησε να μεταπείσει τον αρμόδιο υπάλληλο. Μπροστά στην ανένδοτη στάση του σηκώθηκε, με το παλτό του που δεν είχε βγάλει και φορώντας νευριασμένα τη ρεπούμπλικά του, είπε: -Τι να σας πώ, κύριε Λογοκρίτα, δεν είσαστε Μάνα και δεν μπορείτε να καταλάβετε τον πόνο μου!

Ευχαριστώ και τους δυό σας.

Το “τ΄απορεί” (που μάλλον έτσι λέει), μ΄έβγαλε απ΄την απορία, τι στο καλό εννοεί.
Την εξήγηση “πατάω την ΄πίτα” τη βρήκα στον Κριαρά που δε τον πολυεμπιστεύομαι γιά τέτοια. Ο Μπαμπινιώτης πως το εξηγεί;
Το “ρούχα” αντί γιά το σωστό “λούσα”, μου ξέφυγε στην ακρόαση.
Εξακολουθώ να έχω υποψίες γιά τον “έμπορα”. Οι στίχοι φαίνονται να είναι γραμένοι από άτομο που τα κατάφερνε με τη γλώσσα και, αν είναι έτσι, εκείνο το “πρώην”, ίσως δεν είναι απλά “παραγέμισμα” ελλείψει άλλης κατάλληλης λέξης.

Κώστα εγώ δε βλέπω να υπονοεί κάτι άλλο απο αυτό που λέει πολύ καθαρά.
Ως συνήθως οι μαμάδες της εποχής έσπρωχναν τα κοριτσάκια σε γάμους
μετά πλουσίων ραμολιμέντων…εδώ φαίνεται την πάτησαν γιατί ο εμπορευάμενος
ήταν τσιφούτης κι’έτσι δεν άλλαξε τίποτα στη ζωή τους.Η Πελαγία το έθεσε σωστά.

Πρωην εμπορας της = σωστο … (προφανως πλανοδιος) = μανα και κορη ψωνιζαν
απο δαυτον …

Νυν συζυγος = αναβαθμιση = κατορθωμα για την γειτονια , “πηρε λεει τον εμπορα”
να ξεφυγει απο την μιζερια = πουληθηκε κοινως , απο την μανα της …

για “νταβατζης” , το βλεπω χλωμο …

Ακριβώς,μόνο που η αναβάθμηση δεν έγινε αφού παρέμεινε στην παραγκα,
στο τσιτάκι και στο ρύζι.

1 «Μου αρέσει»

Θα συμφωνήσω κι εγώ πως δεν πρέπει να υπονοεί στη “Μαργαρίτα” τίποτε περισσότερο από έναν πλανόδιο έμπορο.

Θα προσθέσω επίσης πως τραγούδια με ειρωνικά και σκωπτικά σχόλια - πολύ πιο έντονα από τη “Μαργαρίτα” έχουμε αρκετά.
Πρόχειρα, τουλάχιστον:
“Μικρός αρραβωνιάστηκα”
“Στου Λινάρδου την ταβέρνα”
“Του Κυριάκου το γαϊδούρι”
“Ο Μάρκος υπουργός”
“Σου 'χει λάχει” με τον Μπάτη … και πολλά άλλα ακόμα.

[Χώρια βέβαια τα πλακατζίδικα πειράγματα μεταξύ τους, ηχογραφημένα μάλιστα:

  • Γεια σου Μάρκο μου Καρούζο!
  • Γεια σου Ρούκουνα Κεπούρα!]
1 «Μου αρέσει»

Όταν έλεγα, Ελένη μου, παραπάνω ότι η ειρωνεία της «Μαργαρίτας» είναι σχεδόν απίστευτη στον ρεαλισμό της, εννοούσα την κοινωνιολογική της διάσταση, μπροστά στην οποία ειρωνείες τύπου Μικρός αρραβωνιάστηκα ή Στου Λινάρδου την ταβέρνα κλπ. φαντάζουν αθώες. Αυτή, όπως και η Πελαγία σημείωσε, σπάει κόκκαλα. Το ίδιο και «Τα κορίτσια» του Σαββόπουλου. Βεβαίως, και «Ο Μάρκος υπουργός» σπάει κόκκαλα αλλά υστερεί σε ρεαλισμό.

Μετά τις επισημάνσεις Πελαγίας και Ν. Πολίτη για μένα το τραγούδι είναι ξεκάθαρο!

Είναι σκληρά σκωπτικό για την Μαργαρίτα και την μαμά της. Η φράση “πάτησε στην πίτα” δεν έχει την σημερινή έννοια “την πάτησα” αλλά την ανάκτηση κυριαρχίας επί του χρήματος (πίτα). “Κονόμησε” δηλαδή και απορεί πώς τα κατάφερε! Πουθενά δεν βλέπω συμπόνοια για την Μαργαρίτα που είναι κορόϊδο από την αρχή μέχρι το τέλος με λεπτομερείς περιγραφές των “κερδών”… Από την παράγκα, τα προικιά, τα λούσα που καμμιά δεν θα καταδέχονταν, το λειψό φαγητό.

Η εποχή εξαιρετικά σκληρή με στόχο την επιβίωση, δεν είχε την πολυτέλεια των συναισθηματισμών κατοπινών πλουσιώτερων περιόδων. Απλά “σπάγανε πλάκα” όταν κάποιος δεν τα κατάφερνε, παρ’ ότι νόμιζε ότι είχε βρεί τον εύκολο δρόμο και πιθανόν κορδώνονταν στους υπόλοιπους μέχρι να αποδειχθεί το λάθος του, που φυσικά συνοδεύονταν και από την κατάλληλη καζούρα…

1 «Μου αρέσει»

Όχι Γρηγόρη, όχι για τη Μαργαρίτα. Αυτή, η καημένη, «να ξεφύγει δεν μπορεί». Είναι δέσμια των κοινωνικών συνθηκών και δεν έχει τη δύναμη να τις αντιπαλέψει, λίγες μόνο γυναίκες της εποχής της (αλλά και της σημερινής…) το κατάφεραν. Η συμπόνια βγαίνει αυτόματα μέσω της ειρωνείας: ειρωνευόμενος ο / η στιχουργός (ο Χρυσίνης αναφέρεται στο δίσκο) κοροϊδεύει τα παθήματα της ίδιας και της μάνας της, αλλά δεν θεωρεί κορόϊδο τη Μαργαρίτα. Ούτε και χαιρεκακεί που «δεν τα κατάφερε». Για τη μάνα της, η χαιρεκακία.

1 «Μου αρέσει»

Μια άλλη άποψη για τη «Μαργαρίτα» του Χρυσίνη:
http://www.enet.gr/online/online_text/c=113,dt=08.10.2008,id=94697296
Εδώ ταιριάζει το “περί ορέξεως…”

Με δεδομένη την (πραγματικά ανούσια, σε σύγκριση με το «απόψιν τα μισάνυκτα) μελωδία της «Μαργαρίτας», εύκολα μπορώ να καταλάβω την παγίδα στην οποία έπεσε ο Παπαδάκης (και εγώ): δεν πρόσεξε την αξία των στίχων.

Ελπίζω να μη με παρεξηγήσετε αν συμφωνήσω με το αρθράκι του Παπαδάκη, στο κομμάτι που αφορά την αξία της “Μαργαρίτας” του Χρυσίνη.

Άλλωστε, “περί ορέξεως, Καρβέλας…” (το έχουμε ξαναπεί).

Αν θέλουμε να αναφερθούμε σε στίχους με σκληρό ρεαλισμό και κοινωνιολογική διάσταση τεράστια, μπορούμε κάλλιστα να μιλήσουμε π.χ. για το
“Ματσάκια πεντοχίλιαρα”, του Μάρκου, διαχρονικότατο, με ισχύ παντοτινή.

Απλά, η “Μαργαρίτα” σατιρίζει τη μανία των γονιών, κυρίως των μανάδων, για “αποκατάσταση” των κοριτσιών τους, προσπάθεια που γινόταν μπούμερανγκ εναντίον τους μερικές φορές.

Δεν το καταλαβαίνω απολύτως το τραγούδι.

Η Μαργαρίτα ήταν φτωχιά. Τη δώσαν σε επίσης φτωχό; Π.χ. η παράγκα που έσταζε η στέγη ήταν δικιά του ή προίκα της; Ή σε τσιγκούνη;

Διότι αν μεν είναι τσιγκούνης, τότε το τραγούδι (όπως και τόσα άλλα τραγούδια) απλώς καταγγέλλει το έθιμο των προξενιών που καταδικάζουν τα κορίτσια. Αν είναι μπατίρης κι ο γαμπρός, τότε το πράγμα αλλάζει. Συνήθως οι γάμοι μεταξύ μπατίρηδων περιγράφονται ρομαντικά (δεν έχουμε τίποτα αλλά έχουμε την περηφάνεια μας, θα την παλέψουμε με σκληρή δουλειά και αγάπη, κλπ.). Αλλά εδώ δεν έχουμε αυτή την περίπτωση, παρά μάλλον ένα κορίτσι που το ξεπούλησαν στις εκπτώσεις στον μόνο που θα την έπαιρνε. Γιατί; Μάλλον γιατί θα είχε απωλέσει την τιμή της. Ποιος άλλος λόγος μπορεί να υπάρχει που μάλιστα να μην κατονομάζεται κιόλας;

Ο πρώην έμπορας με αφήνει σε απορία. Κυριολεκτικός έμπορας (πλανόδιος); Μα δε νομίζω οι άνθρωποι να έλεγαν ποτέ «ψωνίζω από αυτόν, είναι ο έμποράς μου - ψώνιζα παλιά από αυτόν, είναι ο πρώην έμποράς μου». Σήμερα λέμε «ο γιατρός μου, ο δικηγόρος μου», και παλιότερα έλεγαν «ο ράφτης μου», αλλά αυτή η διατύπωση δε νομίζω να γενικεύεται για όλα τα επαγγέλματα στα οποία είμαστε πελάτες. Νταβατζής; Κι εδώ, το «έμπορας» με παραξενεύει σαν έκφραση. Σήμερα λέμε εμπόριο λευκής σαρκός, αλλά το έλεγαν και τότε; Οι λαϊκοί άνθρωποι κιόλας; Δε μοιάζει με ό,τι έχω ακούσει.

Σε κάθε περίπτωση νομίζω ότι το τραγούδι εξωτερικά μεν χλευάζει, αλλά στην πραγματικότητα λυπάται τη Μαργαρίτα και κατηγορεί τη μαμά (και κατ’ επέκταση την κοινωνία που τα ανέχεται). Δεν είναι σκληρό προς τη Μαργαρίτα. Απλώς σκληροί ήταν τότε οι τρόποι που διατύπωναν τα αισθήματά τους οι άνθρωποι.

Εγώ το αντιλαμβάνομαι ως εξής:

Η μαμά της την πάντρεψε τη Μαργαρίτα με έναν έμπορα που της τα παρέχει όλα (με βάση τη δική του λογική). Της έχει σπίτι με σκεπή, προικιά πολλά , πολλά λεφτά . Αλλά παρόλα αυτή η Μαργαρίτα είναι “καημένη” γιατί παντρεύτηκε από συνοικέσιο έναν τσιγκούνη έμπορα που θεωρεί σπίτι μια παράγκα με σκεπή, προίκα ένα τρύπιο μαξιλάρι και μια κούνια, ακριβό το ύφασμα όταν κάνει 5 φράγκα ο πήχης κι ενώ ο έμπορας μπορεί να έχει πολλά λεφτά εκείνη περνάει τη Κυριακή με μόλις 50 δράμια (γύρω στα 85 γραμμάρια) ρύζι.

Ίσως πάλι το αντιλαμβάνομαι λάθος! :sweat_smile:

1 «Μου αρέσει»

Να ένα από τα σημεία που με μπερδεύουν:

Το τρύπιο μαξιλάρι είναι προίκα. Είναι της Μαργαρίτας, από το πατρικό της, όχι του αντρός της. Αν της το παρείχε εκείνος, τότε όλο σου το σκεπτικό Αλέξανδρε θα έστεκε πλήρως.

Αλαλούμ…. Θέλεις τη δική μου άποψη, Περικλή; Τον πίεζαν μήνες, κάτι να δώσει για ηχογράφηση και αυτός. Δεν έβρισκε κάτι κατάλληλο για τη δεύτερη πλευρά του δίσκου, οι πιέσεις μεγάλωναν, κάτι βρήκε και σκέφτηκε «καλό, κακό, πάμε να τελειώνουμε». Ο Σέμσης θα σκέφτηκε περίπου τα ίδια, φυσικά δεν θα διάβασε το στόρι όπως εμείς, τί τον έκοφτε άλλωστε! Ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη μπακατέλα που ηχογραφείται…. Έτσι κι αλλιώς, η «πρώτη» πλευρά του δίσκου πρέπει να είναι η άλλη, το «Μάνα μου διώξε τους γιατρούς», πιο πιασιάρικο σίγουρα, και ανατυπώθηκε και στην Αμερική, η Μαργαρίτα τίποτα.

Το τραγούδι είναι σίγουρα ειρωνικό, απλά εγώ το αντιλαμβάνομαι ως εξής. Η Μαργαρίτα είναι μια κοπέλα από την φτωχογειτονιά που μεγαλοπιάνεται επειδή παντρεύτηκε “έμπορα”. Στις βόλτες της είναι ξιπασμένη με τα λούσα και τα λοιπά αλλά η γειτονιά ξέρει ότι δεν είχε κατά την κοινή έκφραση “βρακί να βάλει στον κώλο της”. Ενδιαφέρεται να δειχτεί στην γειτονιά ενώ “με πενήντα δράμια ρύζι την περνάει την Κυριακή”. "“Έχει μια καλή παράγκα μα δεν θέλει να το δει”, εκείνη μπορεί να πιστεύει ότι μένει σε παλάτι αλλά, με μόνο “εκατόν πενήντα φράγκα έφτιαξε την σκεπή”.
Το τραγούδι την δουλεύει κανονικά και άγρια αφού ακόμα και τον έμπορα δεν τον “τύλιξε” μόνη της αλλά τα βόλεψε η μάνα της.

1 «Μου αρέσει»