Δεν μπάινω στον κόπο να βάλω παραθέματα, νομίζω ότι η κουβέντα πάει και χωρίς αυτά.
Το χασίς, λοιπόν, όπως συγκλίνουν όλα όσα γνωρίζω, ήταν πάντοτε συνήθεια τουλάχιστον ημιπαράνομη (ή ημινόμιμη ανάλογα με το μισογεμάτο ή μισοάδειο μπουκάλι), αλλά άσχετα κι από την ύπαρξη νόμου που να ασχολείται μαζί του ήταν συνήθεια “κρυφή”, κλειστού κύκλου (εδώ μπορεί κανείς να πει “περιθωριακή”), ακόμη κι αν δεν απαγορευόταν δεν ήταν κάτι που θα το έκανε κανείς όπως κάθε τι άλλο που τυγχάνει γενικής κοινωνικής αποδοχής. Και βέβαια μιλάμε για χρόνια όπου ακόμα δεν είχε εισβάλει ο καταναλωτισμός και το λαίφστάιλ, όπου πλέον η νομιμότητα συνεπάγεται εμπορευματοποίηση και βιομηχανική εμπορευματική παραγωγή και κατανάλωση (χωρίς δυστυχως κάτι τέτοιο να το αποκλείει και η παρανομία αλλά εν πάσι όχι στον ίδιο βαθμό), αλλά έστω αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Το ενδιαφέρον στο θέμα μας είναι λοιπόν ότι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το χασίις “περιθωριακή” συνήθεια ανθρώπων που δεν είναι κατ’ ανάγκη “περιθωριακοί” επειδή την έχουν. Για να γίνει κατανοητό, μπορεί σήμερα κάποιος να είναι ευυπόληπτο στέλεχος πολυεθνικής και ταυτόχρονα να είναι κοκαϊνομανής: η συνήθειά του αυτή είναι περιθωριακή, ο ίδιος όμως δεν είναι καθόλου περιθωριακός βάσει της κοινωνικής του θέσης και του κοινωνικού του ρόλου. Το ίδιο όμως ισχύει και για “τον μάστορα τον ξυλουργό” στο τραγούδι του Μάρκου. Και ούτε θα μπορούσαμε επίσης να βγάλουμε από αυτό, το αντιστραμμένο συμπέρασμα ότι επομένως 1 ή 2 στα 3 στελέχη των πολυεθνικών είναι κοκαϊνομανείς.
Λοιπόν ας αφήσουμε το στέλεχος του παραδείγματός μας να αυτοκαταστρέφεται και ας γυρίσουμε πάλι στο θέμα μας.
Για μένα είναι ξεκάθαρο, ότι ο στίχος “μου τα φέρνει ο αργιλές” (τα τραγούδια) δεν είναι ικανός να προσδιορίσει την κοινωνική θέση του Μάρκου (που είπαμε τον παίρνουμε συμβολικά) και να απαντήσει στο ερώτημα: προλεταριάτο ή “περιθώριο”;
Αν τώρα για να ερμηνεύσουμε το στίχο πρέπει να ασχοληθούμε και με το πώς επενεργεί το χασίς, μάλλον θα μπλέξουμε: Τραγούδια αριστουργήματα μπορούν να γραφτούν και χάρη, τάχα, στο κρασί, και χάρη στο χασίς τάχα, και δήθεν χάρη στην ηρωίνη, και φυσικά και χωρίς δίχως τίποτα από όλα αυτά.
Εγώ είμαι καπνιστής και πριν από κάθε μεγάλη μου συναρπαστική πνευματική εγρήγορση ανάβω τσιγάρο, αλλά ο σκέτος καπνός δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιες αυταπάτες (“μου το έφερε ο παπαστράτος”).
Τώρα σχετικά με το χασίς, από όσο ξέρω, άλλοι όταν καπνίζουν τους φαίνονται όλα αστεία, άλλοι αποκτούν μια υπεράνω πάντων πνευματική στάση, άλλοι παρανοούν, άλλοι εμφανίζουν μια κουλ πλευρά του χαρακτήρα τους, κι άλλοι όπως ο Μάρκος (σε ορισμένα του τραγούδια τουλάχιστον) βυθίζονται στον εαυτό τους έως σημείου να αισθανθούν το άγγιγμα του θανάτου (σαν μύγα που κάθησε στο γάλα μας και ακτινοβολεί απελπισία, θα έλεγε ο σύγχρονος ποιητής), και τι πιο φυσικό από εκεί και πέρα η κατάσταση της ενόρασης να δώσει και στιχουργικούς κάρπους σε κάποιον που αυτό που αναζητά από τον εαυτό του δεν είναι παρά στίχοι που να ταιριάζουν με τα πάθη του και τους πόθους του. (Αντίθετα, όσοι η μαστούρα τούς προκαλεί νευρικό γέλιο καλύτερα να αναζητούν τους στίχους τους ξενέρωτοι).
Κατά τα άλλα, τέλος, νομίζω πως ούτε η ποσοτική αναλογία τραγουδοποιών ανά προλεταριακό πληθυσμό μπορεί να αναιρέσει τον κοινωνικό χαρακτήρα του είδους: Προλεταριακό, και θα συμπληρώσω: με προκαπιταλιστικές εργατικές - αστικές (χωροταξικά) λαϊκές ρίζες. .
Με την ίδια λογική (αν μπαίναμε σε λογική ποσοστώσεων) θα έπρεπε να πούμε ότι και το δημοτικό δεν είναι τραγούδι των αγροτοποιμενικών πληθυσμών της υπαίθρου, γιατί πόσοι μουσικοί υπήρχαν σε κάθε χωριό; Ζήτημα να 'ταν δυο ή ένας. Άσε που αρκετοί από τους περιπλανώμενους ήταν και γύφτοι.
Και φυσικά δεν υποβαθμίζω σε καμιά περίπτωση την αποδοχή. Άλλωστε γι’ αυτό
[li] και το τραγούδι του 50 και του 60 δικαιούται να λέγεται λαϊκό (παρόλο που δεν γεννιόταν στο μαχαλά όπως το ρεμπέτικο), όπως επίσης κι ο Επιτάφιος, η Ρωμιοσύνη και το Άξιον Εστί, το Σαββατόβραδο κι η Δραπετσώνα κά.[/li].
.
[*] αλλά όχι μόνο γι’ αυτό, και κάποτε ενδεχομένως και χωρίς αυτό