ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ - Τίνος είναι το ρεμπέτικο - ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΙΟΥΣΗΣ

Άγη, στο (αναλυτικό και επεξηγηματικό) 19 #,
παρατηρώ πως συμφωνείς και εσύ πως οι μεταβαλλόμενοι σταδιακά κοινωνικοί όροι συμπαρέσυραν (όπως ήταν, άλλωστε, αναμενόμενο) και το ρεμπέτικο τραγούδι.

θεωρώ μάλιστα ότι δεν εκφράζει κάτι διαφορετικό ο Νίκος μιλώντας για “αποδοχή και θεραπεία” ως απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε “Τίνος είναι το ρεμπέτικο” ούτε ότι αυτή η απάντηση ακυρώνει ή αναιρεί το ερώτημα αυτό:

Ριζικές κοινωνικές αλλαγές έσπασαν τα όποια στεγανά υπήρξαν στην κοινωνική διαστρωμάτωση της εποχής αυτής, φέρνοντας κοντά ευρύτερες κοινωνικές ομάδες οι οποίες και εκφράστηκαν μέσω του νέου αυτού μουσικού είδους που αργότερα πήρε την ονομασία “ρεμπέτικο”
(“αποδοχή και θεραπεία” αυτού του είδους, λοιπόν, όπως λιτά εξέφρασε ο Νίκος)

Αυτή ακριβώς η “αποδοχή και θεραπεία” ήταν απαραίτητη εξάλλου για την επανατροφοδότηση του ρεμπέτικου, την αλληλεπίδραση μεταξύ δημιουργού και κοινού, χωρίς την οποία δεν θα επιβίωνε το ρεμπέτικο ως μουσικό είδος,
όπως και κανένα μουσικό είδος δεν επιβιώνει χωρίς αυτήν ακριβώς την επανατροφοδότηση. (1)

(1) Πόσο παίδευε π.χ. ο Μάρκος το στίχο, στο αυτί και στα στόμα των θαμώνων ή πόσο δοκίμαζε τη μουσική του στα πόδια ενός καλού χορευτή και ανάλογα προχωρούσε σε τροποποιήσεις.
Άλλωστε, δεν θα είχε καν δισκογραφηθεί το ρεμπέτικο, αν δεν ήταν σίγουρες για την αποδοχή του οι δισκογραφικές οι οποίες στο κέρδος πρωτίστως στόχευαν!

Άγη, ας τα βάλουμε τα πράγματα σε κάποια όσο γίνεται πιό κοινή βάση, για να μπορέσουμε να δούμε πού καλύπτει ο ένας τον άλλον, πού όχι και κυρίως, τι εννοούμε.

[FONT=Times New Roman][SIZE=3]Λες

και καταλαβαίνω ότι εννοείς “ποιός (ποιοί εν πάσει περιπτώσει) το ‘έφτιαξαν’ το ρεμπέτικο, ή έστω το προχώρησαν πιό πέρα από εκεί που βρισκόταν τις πρώτες δύο, χοντρικά, δεκαετίες του 20ού αιώνα”. Εγώ, αντίθετα, όταν είπα “το ρεμπέτικο ανήκει σε εκείνους που το θεραπεύουν” εννοούσα όχι το “ποιός το γέννησε” αλλά ποιός το αποδέχτηκε και το στήριξε. Αν, λοιπόν, θεωρήσουμε το Μάρκο (υπήρξαν βέβαια και πολλοί άλλοι αλλά ας κρατήσουμε αυτόν “συμβολικά”) γεννήτορα του πειραιώτικου ρεμπέτικου, θα ξαναπώ και επιμένω πως χωρίς την αποδοχή του κοινού, που υπήρξε σαρωτική, ό τι και να είχε κάνει ο Μάρκος και η παρέα του θα είχε απλούστατα παραμεληθεί και σήμερα θα ήταν ξεχασμένο. Ο ίδιος ο Μάρκος αναγνωρίζει σαφέστατα τη σημασία που είχε η συμπεριφορά του κοινού στη Ανάσταση: “Δηλαδή, ήταν η πρώτη φορά που έγινε αυτό στον Πειραιά με τη λαϊκή ορχήστρα. Ήταν για πρώτη φορά, έ; Μεγάλη δουλειά. (η υπογράμμιση δική μου)”. Και δεν ήταν εκεί ο Όμηρος, η Σαπφώ και ο Αισχύλος, ούτε μουσουργοί και στιχουργοί, ούτε καθηγητές πανεπιστημίου, φιλόλογοι, μουσικολόγοι ή συγγραφείς. Ήταν “πολλοί από διάφορα μέρη, δηλαδή από την Αθήνα κι απ’ όλες τις συνοικίες, από τις επαρχίες, και εκαθόντουσαν και εγλεντούσαν”. Ο λαός, δηλαδή. Ολόκληρος όμως ο λαός, εντάξει; Και έχει σημασία η υπογράμμιση, ξέρεις τώρα…[/SIZE][/FONT]

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 23:50 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 22:53 —

Ναι, την ώρα που έγραφα, δεν είχα δει το #21 της Ελένης. Είναι χαρακτηριστικό και πολύ σημαντικό αυτό που επισημαίνει, και εξηγεί με την υποσημείωση (1), ότι τις εποχές που ζούσε το ρεμπέτικο (και οι δημιουργοί του, φυσικά), το κοινό που το αποδέχτηκε συνέβαλε ουσιαστικά και στην ανάδραση που λειτούργησε μεταξύ δημιουργού και αποδέκτη.

Έχουμε ένα μουσικό είδος, εν προκειμένω το ρεμπέτικο, το οποίο αποτελεί μορφή έκφρασης μιας ορισμένης κοινωνικής κατηγορίας (και συγκεκριμένα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων: προλεταριακών - λαϊκών, των κοινωνικών στρωμάτων του μαχαλά όπως έχουμε ξαναδεί, δηλαδή μιας εξαιρετικά πολυάριθμης ανθρώπινης μάζας), που στους κόλπους της γεννιόνται δημιουργοί και κοινό, όπου στη ζωή αυτής της κοινωνικής κατηγορίας επιτελεί μια ορισμένη λειτουργία, και που, με δυο λέξεις, της ανήκει.

Όταν με τον καιρό χάρη σε μια σειρά κοινωνικούς παράγοντες το μουσικό αυτό είδος το οικειοποιείται “ολόκληρος ο λαός” κι ακόμα παραπέρα το οικειοποιούνται και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα που δεν εντάσσονται στην έννοια “λαός” (γιατί πχ δεν πάνε με το λεωφορείο, ή γιατί δεν ανήκουν κοινωνικά στους πληβείους - ελληνιστί στην πλέμπα), και μάλιστα αυτά τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα γίνονται για οικονομικούς λόγους και η κύρια “πελατεία” του είδους σε μια από τις λειτουργικές του μορφές (κέντρα διασκέδασης κλπ), τότε έχει έρθει ή έρχεται γρήγορα η στιγμή όπου αυτό το μουσικό είδος έχει χάσει τα κοινωνικά χαρακτηριστικά τα συνυφασμένα με ό,τι το όριζαν σαν είδος, και πια χάνει τη σημασία του και το ερώτημα σε ποιον ανήκει, ή τουλάχιστον μετατρέπεται σε ερώτημα διαφορετικό από ό,τι προηγουμένως.

Φυσικά το είδος εξακολουθεί να υπάρχει και να συνεχίζει τη ζωή του σαν καλλιτεχνική μορφή, σαν όχημα σημασιών που η μορφή αυτή θα τις κουβαλάει πάντα μέσα της ως συσσωρευμένο ιστορικό φορτίο (με την ζώσα έννοια του “ιστορικού” κι όχι με αυτή του απολιθώματος, και που χάρη σε αυτό το φορτιο θα εξακολουθεί να ανήκει εκεί που ανήκε κι όχι εκεί που έγινε απλώς οικειοποιήσιμο “άκουσμα”), και βέβαια σαν τέτοια μορφή ενοποιείται με άλλες, γινεται τμήμα της εθνικής και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά πάντως δεν είναι το πια ίδιο πράγμα που σημαίνεται με το ίδιο όνομα. Εξακολουθούμε να λέμε “ρεμπέτικο” εννοώντας μια διακριτή μουσική φόρμα (με όλο το ιστορικό της φορτίο ξαναλέω) αλλά πάντως είναι κατά τη γνώμη μου πραγματική ειδοποιός διαφορά αυτή που χωρίζει το “είδος” ως μουσική φόρμα από το είδος σαν πολιτισμική λειτουργία στους κόλπους των κοινωνικών στρωμάτων που το έκλειναν μέσα τους κι αποτελούσε μέρος της ζωής τους όντας δικό τους.

Ίσως λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο, η διαφωνία οφείλεται στο ότι με το ερώτημα μπορούν να εννοηθούν στην πραγματικότητα όχι ένα αλλά δυο ερωτήματα.

Ένα μόνο σημείο θα σχολιάσω: το ρεμπέτικο δεν ξεκίνησε ως η μουσική έκφραση “μιάς εξαιρετικά πολυάριθμης ανθρώπινης μάζας”, Άγη, πάντα φυσικά κατά τη δική μου άποψη.Ο Μάρκος, αν συνεχίσουμε να τον προβάλλουμε συμβολικά, περιθώριο ήταν και όχι προλετάριος. Το “προλεταριακό τμήμα” της προσωπικότητάς του, εν πάσει περιπτώσει, δεν υπήρξε εκείνο που παρήγαγε τη μουσική:
Μα εγώ δεν είμαι ποιητής, τραγούδια να ταιριάζω
και μου τα φέρνει ο αργιλές και τα κατασκευάζω”,
μην το ξεχνάμε. Λυπάμαι που απογοητεύω κάποιους, αλλά η κοινωνική κατηγορία των προλετάριων δεν παρήγαγε μουσική. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, και το έκανε, παρά τις επιθυμίες ορισμένων (μιλάω για την προπολεμική εποχή, αλλά και αμέσως μετά τον 2ο παγκόσμιο) ήταν να στηρίξει τη μουσική που παρήγαγε ο (συμβολικός) Μάρκος.

Τα τραγούδια “μου τα φέρνει ο αργιλές”, λέει ο στίχος του Μάρκου, και άρα την μουσική του την παρήγαγε το “περιθωριακό τμήμα” της προσωπικότητάς του, ενώ για να πειστούμε ότι ήταν προλετάριος και ότι η μουσική του ήταν συνυφασμένη με αυτό θα έπρεπε να λέει: “μου τα φέρνει η συνείδησή μου η καθορισμένη από τους κοινωνικούς όρους ύπαρξης της ατομικής μου προλεταριακής ταξικής θέσης”. Ή έστω ότι “του τα φέρνει” ας πούμε το κρασί, αλλά πάντως όχι ο αργιλές. Ή και τότε θα λέγαμε: δεν είναι προλετάριος, είναι μπεκρής;

Όπως και να ‘χει εγώ γι’ αυτό ακριβώς έγραψα στο #17 ό,τι έγραψα, για αντιλήψεις και στερεότυπα σημερινά και υποκειμενικά με τα οποία επιχειρούμε να αντιμετωπίσουμε κοινωνικούς όρους άλλων ιστορικών περιόδων, που ακόμα και τότε ήταν για την επικρατούσα “αστική” κοινή γνώμη terra incognita. Εξ ου και η όλη γραφικότητα που αποπνέουν τα (σχεδον εθνογραφικά: η ζωή των ιθαγενών της Κρεμμυδαρούς) ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής, τα οποία λχ στη “βραχνή και σπηλαιώδη” φωνή του Μάρκου θα “αναγνώριζαν” (και θα πρόσφεραν σχεδόν σκανδαλοθηρικά - “ηδονοβλεπτικά” στο αναγνωστικό τους κοινό) το πρότυπο του “μάγκα” και του “χασικλή”, κι ούτε στιγμή δεν θα διανοούνταν ότι είναι απλώς η φωνή κάποιου που έχει μαρτυρήσει μεσα από τα φύλλα της καρδιάς γιατί από μικρός έτρεχε να βρει ένα κομμάτι ψωμί αρκετό ως την επόμενη μέρα.

Γι’ αυτό επίσης δανείστηκα την παράλληλη διαδρομή της τζαζ, όπου μέσα από κάποιες αυτοβιογραφίες που έτυχε να διαβάσω βλέπω πόσο τυπικές είναι οι ζωές αυτών των καλλιτεχνών που μάθανε τη λαϊκή τους μουσική άλλος σφουγγαρίζοντας σκάλες σε “πλούσια σπίτια”, άλλος κουβαλώντας κάρβουνα ή δουλεύοντας στα σφαγεία, βιώνοντας όπως κι όλοι οι συνομίληκοί τους στη γειτονιά και τη συνοικία τα ίδια προβλήματα γύρω από την επιβίωση, τους ίδιους πειρασμούς “εύκολου χρήματος” (“συνοικία το όνειρο”, σα να λέμε), τις ίδιες διεξόδους “φυγής” από (ή απότομης προσγείωσης στην) σκληρή πραγματικότητα, τα ίδια ζοριλίκια, όντας ατομικά μέλη μιας παρόμοιας πολυάριθμης άκληρης - προλεταριακής τάξης στις “παρυφές” των αστικών κέντρων, είτε στη Νέα Ορλεάνη και το Χάρλεμ είτε στην Κοκκινιά και στη Δραπετσώνα.

[SIZE=3](Ο Μάρκος)

άρα λέει:

[/SIZE]
Άγη, ξέρεις πολλούς προλετάριους του μεσοπολέμου στην Ελλάδα, που να έγραψαν τραγούδια;

Ελάσσων παρέμβαση:

Νομίζω ότι εκείνο τον καιρό η χασισοποσία δεν ήταν κάτι τόσο περιθωριακό όσο σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι και επιτρεπόταν (μέχρι που απαγορεύτηκε), και μιλούσαν ελεύθερα γι’ αυτήν, π.χ. στα τραγούδια (μέχρι που κι αυτό απαγορεύτηκε). Δεν ισχυρίζομαι ότι ο καθένας από οποιαδήποτε κοινωνική τάξη θα πάταγε ένα ναργιλέ σε οποιαδήποτε κοινωνική περίσταση χωρίς κανείς να παίξει ένα βλέφαρο, αλλά δεν ήταν και κάτι τόσο στιγματισμένο όσο αργότερα.

Μ’ αυτό το δεδομένο, «τα τραγούδια μού τα φέρνει ο ναργιλές» είναι κατά τη γνώμη μου εναλλακτική διατύπωση για το «τα τραγούδια μου τα φέρνει η έμπνευση / η μούσα / το μπουζούκι», όπως έλεγα και σε μιαν άλλη συζήτηση αυτές τις μέρες - δηλαδή γενικά «τα τραγούδια δεν τα βγάζω εγώ, εγώ απλώς είμαι η φωνή που τα φέρνει από εκεί που γεννήθηκαν προς εσάς που τ’ ακούτε». Το ότι διαλέγει να μιλήσει για το ναργιλέ είναι απλώς επειδή ο ίδιος έπινε χασίσι και μάλιστα έπαιζε και μουσική στους τεκέδες. Ακριβώς όπως άλλοι πίνουν και τραγουδάνε στην ταβέρνα ή στην οποιαδήποτε περίσταση κρασοκατάνυξης.

Ποιοι το πίνουν το κρασί; Αφενός όλοι, αφετέρου ειδικότερα οι μερακλήδες. Ο μερακλής μπορεί κάποια στιγμή και να μεθύσει και να τον κουβαλάνε και να γίνει σαν αυτούς που βλέπουμε στις τοιχογραφίες των πλακιώτικων ταβερνείων, τους εύθυμους κοιλαράδες μπεκρήδες. Δεν είναι αλκοολικοί, δηλαδή στιγματισμένοι. Είναι “ωραίοι τύποι”. (Άλλο αν τεχνικά ήταν και αλκοολικοί και τελειωμένοι - δεν τους έβλεπαν όμως κατ’ ανάγκην έτσι. Κάποιες φορές ίσως, όχι όμως πάντα.)

Κάπως έτσι και με το χασίσι (τότε), νομίζω.

Πέραν αυτού, το #26 του Νίκου πρέπει να προσεχτεί.

ε, όχι και χαμένη! θεωρώ πως αυτή η αποστροφή είναι υπερβολική και άστοχη. η δύναμη των τραγουδιών αυτών είναι η έκφραση του μάρκου και κάθε μάρκου, που πήγαζε από τους ίδιους αλλά και από τον περίγυρό τους. από κει και πέρα η πορεία των τραγουδιών (αλλά και των δημιουργών) είναι ένα άλλο ζήτημα -μεγάλο και σημαντικό βέβαια.

το πειραιώτικο ρεμπέτικο είναι η κατ’εξοχήν μουσική των προλετάριων. τί ήταν δηλαδή ο μάρκος, ο δελιάς, ο μπάτης, ο στράτος, ο μπαγιαντέρας, ο γενίτσαρης, ο βραχνάς; μαζί με όλους αυτούς που παίζανε αλλά δεν δισκογραφήσανε (οι παλιοί μπουζουξήδες που μνημονεύει πχ ο μάρκος), αλλά και αυτοί που φύγανε μετανάστες στην αμερική (κατσαρός, δούσας κλπ), καθώς και αυτοί που συνεχίζουν το ίδιο νήμα ακόμα και σήμερα (και μπορεί να μην ξέρουν καν περί φόρουμ). άλλοι πιο λούμπεν και άλλοι λιγότερο -το αν στην πορεία κάποιοι βγάλανε λεφτά από τη μουσική, ή αν επιζητήσανε την ευρύτερη αναγνώριση, δεν αλλάζει την αρχική άνθιση του ρεμπέτικου: εξέφρασε την καθημερινότητα του λιμανιού και της πόλης, από την εργασία και τον έρωτα μέχρι τα πιώματα και την φυλακή. η οποία καθημερινότητα αφορούσε πραγματικά μεγάλη μάζα, δεν υπήρχε ευρεία μικροαστική τάξη ακόμα.
είναι εντελώς σαφής και διαχωρισμένη η θεματολογία αλλά και η παραγωγή του ελαφρού της εποχής (και κάθε εποχής), καθώς και το κοινό του ρεμπέτικου μετέπειτα (από όταν μπήκε στα πάλκα), από την δημιουργία του ρεμπέτικου. είναι σαν να ακούμε τις πρώτες εκτελέσεις και μετά τις επανεκτελέσεις του '60 ή του σήμερα. με βάση ποιές θα κρίνουμε το ρεμπέτικο;

Νομίζω ότι και εσύ, τελικά, συμφωνείς, Νίκο, πως χωρίς αυτό τον περίγυρο τίποτε δεν θα είχε γίνει.

Κατά τα άλλα.

  • Προλετάριος ήταν και ο Μάρκος, με την έννοια που έχει ο όρος αυτός: μεροκαματιάρης άνθρωπος, όπως και όλο το συνάφι της (αρχικά) πειραιώτικης παρέας.
    Εκτός αν με το “προλετάριος” εννοούμε “λούμπεν” ή στο πιο κομψό “υπο-προλεταριάτο”, έννοιες με τις οποίες δεν συμφωνώ.

  • Συμφωνώ και εγώ πως το “τα τραγούδια μού τα φέρνει ο ναργιλές” είναι απλά και μόνο μια σχηματική διατύπωση και τίποτε περισσότερο.
    Δεν τον έκανε ο ναργιλές ποιητή ούτε συνθέτη, γιατί αν ήταν έτσι, οι χασισοπότες θα έφεραν αυτομάτως και τη σφραγίδα του μεγάλου δημιουργού.

  • Βεβαίως και η χασισοποτία μέχρι και το '36 ήταν είτε νόμιμη είτε ημι-νόμιμη στη χώρα μας και ο χρήστης δεν κατατασσόταν σε κανένα κοινωνικό περιθώριο, μόνο και μόνο εξ αιτίας της χρήσης που έκανε.

  • Μπορεί οι δημιουργοί του ρεμπέτικου να μη διέθεταν αυτό που ονομάζουμε “ταξική συνείδηση”, συν τω χρόνω όμως - - αφενός λόγω της ταξικής και πολιτισμικής όσμωσης που ααναπτύχθηκε στην κοινωνική διαστρωμάτωση της εποχής - - και αφετέρου λόγω μιας εσωτερικής “αυτοκάθαρσης” του ρεμπέτικου από τους ίδιους τους δημιουργούς του,
    το ρεμπέτικο τραγούδι μετεξελίχτηκε σε ένα εμφανώς κοινωνιολογικό τραγούδι, που όχι μόνο αφηγείται το μοναχικό πόνο και τον καημό, αλλά παράγει και τις πρώτες γενικότερες αναφορές στην εργασία, στον κάματο, στον εργάτη, κ.λπ., επηρεασμένο, όπως ήταν φυσικό από τα νέα δεδομένα της εποχής (κοινωνικοί αγώνες, πολιτικές διεργασίες κ.λπ.)

Βεβαίως και δεν μπορούμε, Περικλή, να συγκρίνουμε το πλήθος των σημερινών χασισοποτών με εκείνο της εποχής που πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία το πειραιώτικο ρεμπέτικο. Όχι όμως να φτάσουμε και στο σημείο να υποθέσουμε ότι κάθε δεύτερος, άντε κάθε τρίτος προλετάριος σύχναζε στους τεκέδες, θα ήταν αυτοί περισσότεροι απ’ τις ταβέρνες. Γιαυτό επιμένω ότι η μούσα του Μάρκου ήταν ο ναργιλές. Και όταν ο Μάρκος ηχογραφούσε τους συγκεκριμένους στίχους, είχε πλέον απόλυτη συνείδηση ότι είναι τραγουδοποιός και αυτός είναι που γεννάει τα τραγούδια.

Όποιος έχει καπνίσει χασίς ξέρει πάρα πολύ καλά ότι πρόκειται για διεγερτική ουσία που ευασθητοποιεί τον εγκέφαλο, σε αντίθεση με τα ναρκωτικά που καταστέλλουν τη δράση του. Με το αλκοόλ δεν συμβαίνει αυτό, επομένως όχι, ενώ αποδεδειγμένα γράφονταν τραγούδια στον τεκέ την ώρα της χασισοποτείας, η πιθανότητα να έρθουν στο μυαλό ενός θαμώνα στίχοι ή μουσική, την ώρα που πίνει το κρασί του, δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνην οποιασδήποτε άλλης ώρας της ημέρας.

Νικόλα, αν τα τραγούδια των Μάρκων δεν είχαν δύναμη, θα είχε συμβεί αυτό που παραθέτεις, θα είχαν πάει χαμένα. Ακριβώς επειδή είχαν δύναμη, και μάλιστα τεράστια, επέδρασαν στην κοινωνία και είχαμε μάλιστα και τις πασίγνωστες αναδράσεις όπου ο Μάρκος “δοκίμαζε” τα τραγούδια του στις διάφορες ταβέρνες και κατέγραφε στο μυαλό του, ποιά άρεσαν περισσότερο και ποιά λιγότερο. Χωρίς αυτή την ανάδραση, που σε μερικές περιπτώσεις ανέδειξε ένα τραγούδι πριν ο δημιουργός του πάει στο στούντιο για ηχοληψία (περίπτωση Παπαϊωάννου, “σουρωμένος θα ΄ρθω πάλι”), τα τραγούδια ή δεν θα είχαν γίνει καν γνωστά ή θα είχαν ξεχαστεί πολύ γρήγορα.

Ρωτάς, “τί ήταν δηλαδή ο μάρκος, ο δελιάς, ο μπάτης, ο στράτος, ο μπαγιαντέρας, ο γενίτσαρης, ο βραχνάς; μαζί με όλους αυτούς που παίζανε αλλά δεν δισκογραφήσανε (οι παλιοί μπουζουξήδες που μνημονεύει πχ ο μάρκος), αλλά και αυτοί που φύγανε μετανάστες στην αμερική (κατσαρός, δούσας κλπ), καθώς και αυτοί που συνεχίζουν το ίδιο νήμα ακόμα και σήμερα”. Προλετάριοι ήταν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ναί. Αλλά, πόσοι ήταν; μιά εξαιρετικά πολυάριθμη ανθρώπινη μάζα; Όχι, βέβαια. Η πολυάριθμη μάζα ήταν εκείνη που άκουσε και στήριξε όλους αυτούς. Οι δημιουργοί ήταν ελάχιστοι, σε σχέση με τη μάζα, έτσι είναι πάντα.

Ελένη μου, και πάλι προηγήθηκες! Όμως συμφωνώ μαζί σου σε όλα, εκτός βέβαια από εκείνα που σχολίασα με διαφορετικό από εσένα τρόπο.

Οι πλατειές μάζες (hoi polloi) που “αγκάλιασαν” το ρεμπέτικο, “αγκάλιασαν”, εξίσου, και το ελαφρό της εποχής εκείνης και ας είχε διαχωρισμένη θεματολογία.

λίγα απλά πράγματα, μήπως γίνω πιο κατανοητός: νομίζω είναι αρκετά κοντά το προλεταριάτο στο λούμπεν προλεταριάτο, και πολλές φορές τα ίδια πρόσωπα, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως. και καλός οικογενειάρχης, και πότης, και εργάτης, και στην παρανομία. μην το συγκρίνετε με την μικροαστικοποιημένη σήμερα εργατική τάξη.
αντίθετα, υπήρχε μεγάλη απόσταση από την “καλή κοινωνία” με τα ελαφρά της τραγουδάκια, και άργησε η επαφή μέσω των ολοένα και πιο κυριλέ πάλκων της εποχής. γιατί πρέπει δηλαδή να τους χαριστεί το ρεμπέτικο, επειδή αργότερα παίρνανε τις τζούρες τους από την “ελκυστική” ζωή των από κάτω τους;
και κάτι ακόμα, υπήρχαν ένα σωρό άνθρωποι που γρατζουνούσαν ένα όργανο, από αυτούς κάποιοι μπήκαν στο στούντιο και διασώθηκαν στη μνήμη μας. όμως εκφράσανε ένα ολόκληρο ρεύμα που υπήρχε, εξάλλου τότε περισσότεροι άνθρωποι τραγουδούσανε ή παίζανε κάποιο όργανο.
ελπίζω να ήμουν σαφής, όπως είναι σαφές ότι το ραπ είναι γέννημα των γκέττο των μαύρων, και όπως είναι σαφές ότι κανένας ρεμπέτης δεν έμενε στην εκάλη.

υγ: μόλις είδα το μήνυμά σου, γιάννη. όντως στα πάλκα παίζανε απ’όλα, με το αντίστοιχο κοινό από κάτω. δεν ξέρω αν το κάνανε στις παρέες της πχ η τετράδα. αλλά από τους παλιούς μπουζουξήδες έχω την εντύπωση ότι μόνο ο μανέτας έπαιζε ελαφρά. ο κατσαρός ήταν άλλη περίπτωση, one man show στο αμέρικα. και τα πανηγύρια της σίφνου (που ίσως να έχεις στο μυαλό σου) πάλι ήταν δευτερογενές το κοινό. μην ξεχνάμε ότι οι ελαφροί ήταν λάβροι κατά του ρεμπέτικου, ίσως όχι τόσο για την “ανηθικότητά” του, αλλά γιατί τους έριχνε στις πωλήσεις δίσκων.

Νίκο, δεν αναφέρομαι μόνο στα κέντρα αλλά και στις πλάκες που πουλιόσαντε. Δεν έχω βέβαια στοιχεία πωλήσεων αλλά υπήρξε μεγάλη κυκλοφορία και ελαφρών τραγουδιών εκείνης της εποχής (πιο πολύ εστιάζομαι στην προπολεμική περίοδο). Η όποια διαμάχη ήταν μεταξύ των δημιουργών και των μελετητών τους. Τον κόσμο δεν μου φαίνεται ότι τον πολυένοιαζε. Δε νομίζω ότι υπήρχε διχασμός μεταξύ, ας πούμε, ρεμπετο-λατρών και ελαφρο-λατρών όπως υπήρξε η διαίρεση μεταξύ “καρεκλάδων” και “ροκάδων” στα ένδοξα έιτις (εγώ ήμανε ροκάς).

Αμ κι εγώ ήμανε, αλλά στα ένδοξα σίξτις. (δεν υπήρχαν καρεκλάδες τότε…)

Δεν μπάινω στον κόπο να βάλω παραθέματα, νομίζω ότι η κουβέντα πάει και χωρίς αυτά.

Το χασίς, λοιπόν, όπως συγκλίνουν όλα όσα γνωρίζω, ήταν πάντοτε συνήθεια τουλάχιστον ημιπαράνομη (ή ημινόμιμη ανάλογα με το μισογεμάτο ή μισοάδειο μπουκάλι), αλλά άσχετα κι από την ύπαρξη νόμου που να ασχολείται μαζί του ήταν συνήθεια “κρυφή”, κλειστού κύκλου (εδώ μπορεί κανείς να πει “περιθωριακή”), ακόμη κι αν δεν απαγορευόταν δεν ήταν κάτι που θα το έκανε κανείς όπως κάθε τι άλλο που τυγχάνει γενικής κοινωνικής αποδοχής. Και βέβαια μιλάμε για χρόνια όπου ακόμα δεν είχε εισβάλει ο καταναλωτισμός και το λαίφστάιλ, όπου πλέον η νομιμότητα συνεπάγεται εμπορευματοποίηση και βιομηχανική εμπορευματική παραγωγή και κατανάλωση (χωρίς δυστυχως κάτι τέτοιο να το αποκλείει και η παρανομία αλλά εν πάσι όχι στον ίδιο βαθμό), αλλά έστω αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Το ενδιαφέρον στο θέμα μας είναι λοιπόν ότι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το χασίις “περιθωριακή” συνήθεια ανθρώπων που δεν είναι κατ’ ανάγκη “περιθωριακοί” επειδή την έχουν. Για να γίνει κατανοητό, μπορεί σήμερα κάποιος να είναι ευυπόληπτο στέλεχος πολυεθνικής και ταυτόχρονα να είναι κοκαϊνομανής: η συνήθειά του αυτή είναι περιθωριακή, ο ίδιος όμως δεν είναι καθόλου περιθωριακός βάσει της κοινωνικής του θέσης και του κοινωνικού του ρόλου. Το ίδιο όμως ισχύει και για “τον μάστορα τον ξυλουργό” στο τραγούδι του Μάρκου. Και ούτε θα μπορούσαμε επίσης να βγάλουμε από αυτό, το αντιστραμμένο συμπέρασμα ότι επομένως 1 ή 2 στα 3 στελέχη των πολυεθνικών είναι κοκαϊνομανείς.

Λοιπόν ας αφήσουμε το στέλεχος του παραδείγματός μας να αυτοκαταστρέφεται και ας γυρίσουμε πάλι στο θέμα μας.
Για μένα είναι ξεκάθαρο, ότι ο στίχος “μου τα φέρνει ο αργιλές” (τα τραγούδια) δεν είναι ικανός να προσδιορίσει την κοινωνική θέση του Μάρκου (που είπαμε τον παίρνουμε συμβολικά) και να απαντήσει στο ερώτημα: προλεταριάτο ή “περιθώριο”;
Αν τώρα για να ερμηνεύσουμε το στίχο πρέπει να ασχοληθούμε και με το πώς επενεργεί το χασίς, μάλλον θα μπλέξουμε: Τραγούδια αριστουργήματα μπορούν να γραφτούν και χάρη, τάχα, στο κρασί, και χάρη στο χασίς τάχα, και δήθεν χάρη στην ηρωίνη, και φυσικά και χωρίς δίχως τίποτα από όλα αυτά.
Εγώ είμαι καπνιστής και πριν από κάθε μεγάλη μου συναρπαστική πνευματική εγρήγορση ανάβω τσιγάρο, αλλά ο σκέτος καπνός δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιες αυταπάτες (“μου το έφερε ο παπαστράτος”).
Τώρα σχετικά με το χασίς, από όσο ξέρω, άλλοι όταν καπνίζουν τους φαίνονται όλα αστεία, άλλοι αποκτούν μια υπεράνω πάντων πνευματική στάση, άλλοι παρανοούν, άλλοι εμφανίζουν μια κουλ πλευρά του χαρακτήρα τους, κι άλλοι όπως ο Μάρκος (σε ορισμένα του τραγούδια τουλάχιστον) βυθίζονται στον εαυτό τους έως σημείου να αισθανθούν το άγγιγμα του θανάτου (σαν μύγα που κάθησε στο γάλα μας και ακτινοβολεί απελπισία, θα έλεγε ο σύγχρονος ποιητής), και τι πιο φυσικό από εκεί και πέρα η κατάσταση της ενόρασης να δώσει και στιχουργικούς κάρπους σε κάποιον που αυτό που αναζητά από τον εαυτό του δεν είναι παρά στίχοι που να ταιριάζουν με τα πάθη του και τους πόθους του. (Αντίθετα, όσοι η μαστούρα τούς προκαλεί νευρικό γέλιο καλύτερα να αναζητούν τους στίχους τους ξενέρωτοι).

Κατά τα άλλα, τέλος, νομίζω πως ούτε η ποσοτική αναλογία τραγουδοποιών ανά προλεταριακό πληθυσμό μπορεί να αναιρέσει τον κοινωνικό χαρακτήρα του είδους: Προλεταριακό, και θα συμπληρώσω: με προκαπιταλιστικές εργατικές - αστικές (χωροταξικά) λαϊκές ρίζες. .
Με την ίδια λογική (αν μπαίναμε σε λογική ποσοστώσεων) θα έπρεπε να πούμε ότι και το δημοτικό δεν είναι τραγούδι των αγροτοποιμενικών πληθυσμών της υπαίθρου, γιατί πόσοι μουσικοί υπήρχαν σε κάθε χωριό; Ζήτημα να 'ταν δυο ή ένας. Άσε που αρκετοί από τους περιπλανώμενους ήταν και γύφτοι.

Και φυσικά δεν υποβαθμίζω σε καμιά περίπτωση την αποδοχή. Άλλωστε γι’ αυτό
[li] και το τραγούδι του 50 και του 60 δικαιούται να λέγεται λαϊκό (παρόλο που δεν γεννιόταν στο μαχαλά όπως το ρεμπέτικο), όπως επίσης κι ο Επιτάφιος, η Ρωμιοσύνη και το Άξιον Εστί, το Σαββατόβραδο κι η Δραπετσώνα κά.[/li].
.
[*] αλλά όχι μόνο γι’ αυτό, και κάποτε ενδεχομένως και χωρίς αυτό

Άγη μου, θέλεις το ρεμπέτικο προλεταριακό, και μάλιστα με προκαπιταλιστικές εργατικές – αστικές λαϊκές ρίζες. Εγώ το θέλω, απλά, αστικό λαϊκό. Ε, δεν θα χαλάσουμε και τις καρδιές μας!

Όχι πολύ στεγανά διαχωρισμένη. Είχε και κάτι τραγούδια του τύπου “το βαλς του χασικλή”, “το ταγκό του κοκαϊνοπότη”, αν αναφερόμαστε στη συγκεκριμένη υποπερίπτωση της θεματολογίας. Τα υπόλοιπα, κρασί, έρωτας, φτωχολογιά κλπ., εννοείται ότι ήταν κοινά. Φυλακίσια ελαφρά δεν έχω υπόψη μου να υπήρχαν ομολογώ…

Βέβαια αυτά τα τραγούδια δεν τα ξέρουμε σήμερα. Δεν επιβίωσαν, ούτε καν αναβίωσαν μέσω ΥΤ όπως πολλά τέως πανάγνωστα αντίστοιχα ρεμπέτικα ή ελαφρά άλλων θεμάτων. Κάτι πρέπει να λέει αυτό. Πιθανώς να ήταν τραγούδια χωρίς ουσία, που να μη συγκίνησαν, ίσως μάλιστα απλές απομιμήσεις των ρεμπέτικων. Αλλά μη συνεχίσω, αφού μπορεί και να γίνομαι άδικος: ούτε εγώ ξέρω έστω και ένα τέτοιο ώστε να το κρίνω, απλώς τα έχω δει σε ανατυπώσεις από παρτιτούρες.

Κατ’ αρχήν, ειδικά μεταξύ των βοσκών αυτοί που παίζουν έστω και στοιχειωδώς κάποιο όργανο ήταν πάρα πολλοί. Μπορεί όχι κλαρίνο/βολί/λαούτο/ντέφι, αλλά και μια φλογέρα ήταν αρκετή. Στα νησιά έχω προσωπικά συγκεντρώσει αρκετές μαρτυρίες σημερινών ηλικιωμένων ότι στα νιάτα τους βοσκός χωρίς τσαμπούνα ήταν μάλλον εξαίρεση.

Αλλά πέρα από αυτό, το δημοτικό τραγούδι δεν εξαρτάται από τους μουσικούς. Διαδόθηκε και διατηρήθηκε (και δημιουργήθηκε κιόλας) από κοινωνίες όπου οι άνθρωποι τραγουδούσαν συνέχεια, στο περπάτημα, στη βάρκα, στη βοσκή, στη δουλειά, στην ξεκούραση. Υπάρχουν αναφορές περιηγητών 19ου αιώνα και πίσω που είχαν αγανακτήσει με την αφόρητη συνήθεια των Ελλήνων να τραγουδάνε όλη την ώρα.

Αυτή η συνήθεια πρέπει να παρέμεινε μέχρι και σχετικά πρόσφατες εποχές. Διορθώστε με αν με απατά η μνήμη μου, αλλά ο Παπαϊωάννου δε γράφει κάπου στα απομνμημονεύματά του ότι τη Φαληριώτισσα έφτασε να την τραγουδάει όλος ο κόσμος και τελικά ο ίδιος αποφάσισε να τη δισκογραφήσει; Τι σημαίνει “όλος ο κόσμος”: φαντάζομαι, ότι γίνονταν σερενάτες σχεδόν κάθε βράδυ και σε πολλές από αυτές επιλεγόταν το συγκεκριμένο τραγούδι.

Ακόμη κι ο πιο “σύγχρονος” Ζαμπέτας είχε πει ένα απόφθεγμα του τύπου «λαϊκός μπορείς να λογιέσαι όταν περνάς από την οικοδομή και ακούς να τραγουδάνε το τραγούδι που έγραψες». Δεν είπε «να το ακούν στο τρανζιστοράκι» αλλά «να το τραγουδάνε». Απλώς, ο Ζαμπέτας μάλλον εννοούσε αφού δισκογραφηθεί.

Μα Νίκο κι εγώ νομίζω ότι αστικό λαϊκό είναι ο όρος που ακριβολογεί.

Μπορούμε επομένως στο “τίνος;” να πούμε: των αστικών λαϊκών στρωμάτων της τάδε περιόδου κλπ κλπ κλπ.

Απλά η επιμονή μου από το #17 κι ύστερα σχετίζεται με το ότι στην περίοδο που μας ενδιαφέρει ο προλεταριακός πληθυσμός είχε ήδη αποκτήσει σημαντικό ειδικό βάρος στην αστική λαϊκή διαστρωμάτωση.
Η παραδοχή αυτού του γεγονότος δεν συγκαλύπτει τις “περιθωριακές” και άλλες “αποκλίνουσες” μορφές της κοινωνικής ζωής. Αντίθετα ο χαρακτηρισμός “περιθωριακό που ευτυχώς συναντά ευρεία αποδοχή και έτσι γίνεται λαϊκό” συγκαλύπτει κάτι το πολύ σημαντικό, δηλαδή τον έντονο καθορισμό του πολιτισμικού καρπού που λέγεται “ρεμπέτικο” από τους όρους ζωής του προλεταριάτου.

Προκαπιταλιστικές εργατικές λαϊκές ρίζες, έγραψα, δηλαδή επιβιώσεις του πολιτισμού των αστικών συντεχνιών: αυτή η συντεχνιακή οργάνωση με τους κανόνες της είναι το κέντρο του αστικού λαϊκού πολιτισμού της προκαπιταλιστικής εποχής, και στην περίοδο που μας ενδιαφέρει παραμερίζει οριστικά από το ιστορικό προσκήνιο.
Στο οποίο ιστορικό προσκήνιο μπαίνει την ίδια ώρα ορμητικά η προλεταριακή μάζα με τους δικούς της κοινωνικούς - πολιτισμικούς όρους ζωής.
Είναι λοιπόν μια μεταβατική εποχή και το ρεμπέτικο στο μεταίχμιο αυτής της μετάβασης.

Κατά τη γνώμη μου. Και σίγουρα δε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας.
Απλά έχει σημασία και για το παρόν να προσεγγίζουμε αντικειμενικά κάποιες έννοιες (πχ προλεταριάτο), διότι αν ο αριθμός των 1,5 εκατομμυρίων ανέργων κι άλλών τόσων υποαπασχολούμενων κλπ τείνει να μονιμοποιηθεί, τότε ενδέχεται να αρχίσει η κουβέντα για περιθωριακούς και για περιθωριοποιημένους ενώ πρόκειται απλά για μια πολυάριθμη προλεταριακή μάζα “πλεονάζουσα” ως προς τις ανάγκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: δείγμα όχι της πρώιμης φάσης του όπως την περίοδο που εξετάζουμε αλλά της εξάντλησής των κοινωνικών δυνατοτήτων του κλπ κλπ - μπαίνω σε άλλο θέμα τώρα και κάνω παύση.

Δέν εχω διαβάσει το βιβλίο,ούτε και το εχω σκοπό.Γιατί δέν είναι ,ούτε καμιά αυτοβιογραφία κάποιου,ούτε θα εχει τίποτα καινούγιες πληροφορίες γιά πρόσωπα,καί γεγονότα εκείνης τής εποχής.
Τώρα αν ο τίτλος λέει…Τίνος είναι το ρεμπέτικο…δέν με πειράζει καθόλου,γιατί δέν κολλάω στο συντακτικό,ούτε τα βάζω αυτά τα πράγματα στήν ζυγαριά γιά να τα κρίνω.Ετσι το σκέφτηκε αυτός πού το εγραψε,καταλαβαίνω γιά πιό πράγμα θα αναφέρεται το βιβλίο…καί αυτό μού φτάνει…
Διαβάζοντας ομως τα σχόλια πού εχουν γίνει,εκεί πού κόλλησε το μάτι μου,είναι στίς λέξεις…περιθώριο…προλετάριος…!!!
Καί οτι εχω τήν αίσθηση,οτι ακόμα προσπαθούμε να δώσουμε εξήγηση,το τί είναι το Ρεμπέτικο,το πώς ξεκίνησε,καί πιοί είναι οι δημιουργοί του!!
Τι εστί ρεμπέτικο τραγούδι…
Από πού να ξεκινήσει κανείς να γράφει γιά αυτό το θέμα…εδώ εχουν γραφτεί βιβλία…ακόμα γράφονται…ακόμα μαλώνουν οι ειδικοί και οι επιστήμονες τού είδους…
…Τραγούδια φτιαγμένα από απλούς ανθρώπους…και απευθυνόμενα σε απλούς …λαϊκούς ανθρώπους…γιατί μόνο αυτοί μπορούσαν καί μπορούν να καταλάβουν αυτήν τήν γλώσσα…
Οι στίχοι…η μουσική…οι χοροί…το Μπουζούκι…τραγούδια πού πολλά από αυτά ηταν φτιαγμένα στούς τεκέδες…τραγούδια πού οταν τα ακουγες,σού ερχονταν η μυρωδιά τού χασίς στήν μύτη…τραγούδια πού δέν ταίριαζαν στα κλισσέ τής τότε καλής κοινωνίας τής Αθήνας…
Τό λιμάνι…εβραζε…μάγκες…κουτσαβάκια…παρανομία…φόνοι…πουτάνες…νταβατζήδες…χιλιάδες από πρόσφυγες πού κοίταγαν να βρούν ψωμί να φάνε…οι πόλεμοι από τίς διάφορες κλίκες…Κρητικοί…Μανιάτες…και ολα αυτά με τήν συνωδία αυτών τών τραγουδιών.Ο ηχος τους εβγαινε από τούς τεκέδες…από τίς φτωχοταβέρνες…στίς σπηλιές πού εβρισκαν τήν ησυχία τους οι μάγκες…Τραγούδια τού περιθωρίου…

Το περιθώριο…ολα αυτά πού δέν ταίριαζαν στην κοσμική Αθήνα…εκεί πού οι κυρίες φορούσαν καπέλλο και ομπρέλλα γιά τόν ηλιο…καί πού ακούγανε κιθάρες και καντάδες…
Το περιθώριο…η φτώχεια…οι παράγκες…τα νερά από τίς μπουγάδες να τρέχουν μέσα στα αυλάκια…η παρανομία…οι μάγκες…ο ξερός ηχος του μπουζουκιού…η φωνές αυτών πού τραγουδούσαν.Οι φωνές οι φαγωμένες από το προυσαλιό…
Με τρείς νότες εφταχναν τραγούδια οι μάγκες…Τόσο απλά ηταν να φτιάξεις ενα τραγούδι …Τόσο απλά πού είναι δύσκολο σήμερα να το καταλάβουν πολλοί ,καί γιά αυτό δέν μπορούν να φτιάξουν ενα τέτοιο τραγούδι…τής ιδιας χροιάς…
Οι ιδιοι τα εγραφαν…επαιζαν…τραγουδούσαν…μίλαγαν γιά την ζωή τους…
…Είναι η ζωή πού εκαναν τότες οι περισσότεροι απο ολα αυτά τα μεγαθήρια,οι χαρακτήρες τους,τα λόγια και οι στίχοι πού εβαζαν μέσα στα τραγούδια…Η ΑΛΗΘΕΙΑ πού εκρυβαν μέσα τους ολα αυτά…αυτές οι πενιές …οι απλές…οι μαγκικες…χωρίς φρού φρού και τρεξίματα…Ολα αυτά μαζί κάνουν τήν μεγάλη διαφορά…Ολα αυτά κάνουν να διαφέρουν αυτά τα τραγούδια απο αλλα…

Ανθρωποι αγράμματοι…τολμηροί…τά εφτιαχναν γιά τήν πάρτη τους ,αλλά ηξεραν οτι μιλούν καί στίς καρδιές τού κόσμου…ολοι μίλαγαν τήν ιδια γλώσσα τότες…Ο αγώνας γιά τήν επιβίωση…
…Ζειμπέκικα…χασάπικα…Βαριά τραγούδια…Σε μιά εποχή πού μιά στραβή ματιά σού στοίχιζε την ζωή…μιά εποχή πού οταν κυκλοφόραγες βράδυ,ησουν με το ενα πόδι στόν τάφο…
Τότες δεν ελεγε ο ενας τον αλλον ρεμπέτη…Ολοι μίλαγαν γιά Λαϊκό τραγούδι.Τραγούδια γιά τόν λαό…τήν φτωχολογιά…οι περισσότεροι είχαν πληγές μέσα τους…Κάποτε αρχισαν να το ονομάζουν ρεμπέτικο…Γιατί κάπου επρεπε να το ξεχωρίσουν από τα μεταγενέστερο λαϊκο τραγούδι.

Το ρεμπέτικο δέν είναι θεωρία…δέν χρειάζεται να εχεις διαβάσει βιβλία γιά να το καταλάβεις…
Πρέπει να εχεις βιώματα…να νοιώσεις τι λένε οι στίχοι…να νοιώσεις οτι θέλεις να σηκωθείς να χορέψεις…μόνος…εσύ γιά σένα μόνο…χωρίς φιγούρες και αρκουδοπηδήματα…χωρίς τούς δικούς σου γύρω γύρω να χτυπάνε παλαμάκια ,να ανοίγουν σαμπάνιες για να μήν νοιώθεις μόνος…
Μετά αλλαξε η ηχος…πολλά οργανα…ηλεκτρικά…ορχήστρες…Αλλαξαν τα τραγούδια…αλλαξε ο ηχος του μπουζουκιού…τετράχορδα…πιό γρήγοροι ρυθμοί…ρούμπες…συρτά…Αλλαξε σιγά σιγά η κοινωνία…ηρθαν οι λεφτάδες…ηρθαν οι κώλοι στα μαγαζιά πού με τα λεφτά τους πλάκωναν τίς παραγγελίες…χάθηκε η απλότητα…
Στήν ερώτηση αν σήμερα γράφονται τέτοια τραγούδια…
Κι ομως υπάρχουν και σήμερα αυτοί πού είναι της ιδιας πάστας ανθρωποι…πού τολμούν να γράφουν και δέν τούς νοιάζει…Γράφουν στα ιδια ακούσματα τραγούδια…τα νοιώθουν…κάνουν κατάθεση ψυχής…Απλά λόγια…μπεσαλίδικα…δωρικό παίξιμο στο οργανο…νταλγκάς…
Αυτό είναι το Ρεμπέτικο γιά μένα,καί αν δέν εχει κάτσει καλά η μία λέξη,η,η αλλη σέ αυτά πού εγραψα,δέν είμαι ούτε λόγιος,ούτε ποιητής…

Πάντα με καλή καρδιά…
( Καί συγνώμη πού εγραψα τόσα πολλά…)

Με την άδειά σου Κώτσο, μια παρεμβολή:

ακόμα δεν κατανόησαν ορισμένοι τί είναι ρεμπέτικο (ρε εδώ ούτε άκουσαν τα τραγούδια καλά-καλά!), αγωνιούν να μάθουν και να μας μεταφέρουν…τίνος είναι!

Δεν υπάρχουν τέτοιοι, ούτε υφίσταται «επιστήμη της ρεμπετολογίας», πρόκειται περί ποζεριάς κι απάτης! Άλλωστε, στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις: «μουσικός», «ερευνητής», «αρθρογράφος», «σκαπανέας», «ευεργέτης», «πρωθηγέτης», και πάει λέγοντας…η λίστα με τις περγαμηνές και τα παράσημα δεν έχει τέλος!