Καλησπέρα σας!
Οι συνειδητές επιλογές του καθενός θεωρώ ότι πρέπει να γίνονται σεβαστές. Όποιος επιλέξει ότι θέλει να παίζει σαν τον Α ή Β είναι δικαίωμά του. Βέβαια, θα μπορούσε να πει κανείς “δεν έχει νόημα να προσπαθείς να γίνεις Βαμβακάρης, γιατί από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι”. Δε θα συμφωνούσα υποχρεωτικά με αυτό: ακολούθα το πρότυπό σου, και όταν φτάσεις σε κάποιο επίπεδο και βγεις και παίξεις θα δεις από την ανταπόκριση των άλλων αν έχει ή δεν έχει νόημα. (Προσωπικά μου αρέσει να ακούω σήμερα μερικά παλιά πράγματα, όπως π.χ. κάποιον που έχει αφομοιώσει πιστά -αλλά και με κατανόηση- το παίξιμο του Βαμβακάρη: είναι μεν αναχρονιστικό, αλλά η πρόοδος θα γίνει ούτως ή άλλως, δεν κινδυνεύουμε να μείνουμε στάσιμοι στην προπολεμική μουσική, οπότε ας υπάρχουν και καναδυό που μας την θυμίζουν, έτσι για να παίρνουμε “μαγιά”, να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι).
Αυτό που δεν είναι θεμιτό είναι η μη συνειδητή μίμηση προτύπων. Νομίζω ότι σ’ αυτό αναφέρεται η Πελαγία. Δε θα γίνω Ιορδάνης με το να αντιγράψω νότα-νότα ένα σόλο του Ιορδάνη, γιατί εκεί έχω θέσει στον εαυτό μου λάθος πρότυπο. Ο Ιορδάνης δεν ταυτίζεται με το συγκεκριμένο σόλο. Αυτό που τον έκανε Ιορδάνη ήταν η ικανότητα να το συνθέσει (ή να το αυτοσχεδιάσει), η τεχνική δεξιότητα που του επέτρεπε να κάνει τις τάδε και τάδε πεννιές που τόσο θαύμασα, και η αισθητική που τον οδήγησε να επιλέγει σε κάθε νότα το ένα ή το άλλο τεχνικό κόλπο. Αντιγράφοντας την εκτέλεσή του παραγράφω τα δύο από αυτά τα τρία και κρατάω μόνο τη δεξιοτεχνία.
Συνεπώς τίθεται ζήτημα “ανάγνωσης” της μουσικής που θαυμάζουμε και ζηλεύουμε. Οι ηχογραφήσεις του κάθε μουσικού είναι η κορυφή του παγόβουνου, είναι ελάχιστα δείγματα του τι ήταν αυτός ο μουσικός και τι μπορούσε / επέλεγε να κάνει. Και ο μεν Ιορδάνης, πες, είναι πρόσφατος, πολλοί τον έχουν δει ζωντανά, υπάρχουν βίντεό του. Έχουμε αρκετά δείγματα του τι ήταν. Προκειμένου όμως για παλιούς, τα δείγματα είναι μικρότερα. Οι μουσικοί της εποχής των 78 στροφών, για λόγους που έχουν συζητηθεί και είναι -πιστεύω- ευρύτερα γνωστοί, κατέθεσαν ένα πραγματικά υπαινικτικό δείγμα της μουσικής τους προσωπικότητας. Ο Βαμβακάρης, τεχνικά δεν έπαιζε δύσκολα πράγματα. Μπορεί κανείς να παίξει τις πεννιές του χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Αυτό όμως θα τον κάνει Βαμβακάρη; Όχι βέβαια.
Τώρα θα μου πεις, δηλαδή πρέπει να γίνω Βαμβακάρης για να παίξω; Πρέπει να μεταφερθώ στον προπολεμικό Πειραιά και να γίνω virtual φτωχαδάκι-μάγκας της εποχής; Αυτό είναι παλαβό. Όχι, δε χρειάζεται να γίνει αυτό. Απλώς, ας μην πηδήξω κατευθείαν στο τελικό αποτέλεσμα και προσπαθήσω να το αντιγράψω, ας μπω λίγο στη διαδικασία να σκεφτώ: “Από ποιο σύνολο δυνατοτήτων επέλεγε ο Βαμβακάρης για να κάνει αυτό το αποτέλεσμα;” Ο ίδιος δε θα έπαιζε βέβαια κάθε φορά τη Φραγκοσυριανή π.χ. ολόιδια όπως την έχει ηχογραφήσει. Όμως κάποια πράγματα, όπως την τάδε πενιά, γενικώς τα συνηθίζει. Κάποια άλλα δεν τα κάνει ποτέ. Το τάδε σημείο του τραγουδιού έχει ένα νοητό μουσικό σκελετό που στην πραγμάτωσή του κάθε φορά τον ψιλοαυτοσχεδιάζει, ενώ το δείνα σημείο είναι σταθερό. Αυτά πρέπει να βρω: όχι τι έκανε ο Μάρκος τη μέρα που μπήκε στο στούντιο και ηχογράφησε, αλλά τι θα έκανε τις υπόλοιπες μέρες.
Έχω ακούσει μουσικούς που ξεσηκώνουν ακριβώς τα λάθη των ηχογραφήσεων, τις ρυθμικές παραξενιές του Κατσαρού, τη σειρά των στίχων στα μουρμούρικα, τα “άλα” και “ώπα” και “γεια σου Ανέστο Μαύρη Γάτα”. Αυτό δεν έχει νόημα. Μπορείς να αντιγράφεις τον Κατσαρό, αλλά γιατί να αντιγράφεις το δίσκο του Κατσαρού; Ή, κι αν δεχτούμε ότι είναι δικαίωμα του καθενός να το κάνει (δις ιζ ε φρι κάντρι), πάντως δε συνιστά αυθεντική εκτέλεση. Η αυθεντική εκτέλεση, ιδίως προκειμένου για παλιά τραγούδια, προ της εποχής που το πάλκο και ο δίσκος κυριάρχησαν, έγκειται στη διαρκή αναδημιουργία του τραγουδιού. Ο επίδοξος “αυθεντικός” ερμηνευτής λοιπόν καλείται να ανιχνεύσει τους κώδικες και τους κανόνες βάσει των οποίων οι τότε μουσικοί αναδημιουργούσαν τα τραγούδια.
Στο σημείο αυτό όμως κάπου αναπόφευκτα θα υπεισέλθει και η δική του προσωπικότητα. Όσο κι αν έχω εμβαθύνει στον Κατσαρό ή στον Βαμβακάρη, δεν παύω να είμαι ένας σημερινός άνθρωπος που έχει ακούσει και ό,τι υπήρξε από τότε μέχρι σήμερα και κουβαλάει κι άλλες επιρροές. Αυτό οφείλω να το αναγνωρίσω στον εαυτό μου, να μην το καταπνίξω. Διότι αφενός είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να το καταπνίξω, αφετέρου πάλι, αν το σεβαστώ και του δώσω λίγο τόπο να εκδηλωθεί, το παίξιμό μου θα είναι πιο ζωντανό, πιο αληθινό, με τίμημα μια κάποια απόκλιση από την “αυθεντικότητα” που έτσι κι αλλιώς θα ήταν αναπόφευκτη.
Τέλος, ας αναφέρω και μια ακόμη σκέψη μου που δεν αφορά πλέον το ρεμπέτικο. Στα δημοτικά τραγούδια, που τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο ξαναανακαλύπτονται και εκτιμώνται, υπάρχουν ορισμένα που τα έβγαλαν στο φως η Σαμίου, οι Δυνάμεις του Αιγαίου, ο Ρος Ντέλιλι, η Σαββίνα Γιαννάτου, η Φριντζήλα κλπ… Τραγούδια δηλαδή που τα ξέρουμε μέσω προσωπικών ερμηνειών κάποιων συνειδητών διασκευαστών. Αν εμένα μου αρέσουν οι ερμηνείες τους, μπορώ φυσικά να τις παίξω. Οφείλω όμως να ξεχωρίσω (να προσπαθήσω έστω) τι στην εκτέλεση της Σαμίου ή του Γράψα συνιστά στοιχείο του ίδιου του τραγουδιού και τι είναι στοιχείο της προσωπικής τους ερμηνείας. Αν στηριχτώ εξολοκλήρου στην εκτέλεση του Γράψα τότε δεν παίζω παραδοσιακά, παίζω Γράψα. Καλό κι αυτό και επιτρεπτό: τόσοι παίζουν Σαββόπουλο, γιατί να μην παίξουν και Γράψα κάποιοι; Αρκεί να το συνειδητοποιούν οι ίδιοι, να μην παραπλανώνται και να μη παραπλανούν και το ακροατήριό τους.