τζουρομπαγλαμάδες: 109-110
ντουζένια: 264-270
Ευχαριστώ Άνθιμε. Θα τα ξανακοιτάξω να έχω ακριβέστερη εικόνα.
Επιστρέφοντας στον Γενίτσαρη και στα όργανά του, εδώ ο @John88 τον ξανανέβασε σ’ ένα άλλο παίξιμο. Αυτή τη φορά κρατάει έναν κανονικό τζουρά. Κανονικό για μας σήμερα εννοώ. Έχουμε καμιά μαρτυρία πώς το ονόμαζε ο ίδιος αυτό το όργανο;
Δε θα με εξέπληττε να το έλεγε μπουζούκι ή μπουζουκάκι ή κάτι παρόμοιο, καθώς συχνά σε παλιές φωτογραφίες βλέπουμε μπουζούκια τόσο μικρότερα από τα σημερινά ώστε να έρχονται μάλλον προς τζουρά, χωρίς όμως οι παλιοί να τα θεωρούν διαφορετικό όργανο αλλά κανονικά μπουζούκια.
Όλα αυτά για να δω αν στέκει η υπόθεσή μου ότι
Ότι δηλαδή η ίδια η έννοια «τζουράς» είναι πρόσφατη, χωρίς κανένα αντίσοιχο στους παλιούς, και ότι άρα η λέξη «τζουράς» σήμαινε άλλο πράγμα απ’ ό,τι σήμερα…
Ο Γενίτσαρης πώς τραγουδάει έτσι το “Στα Τρίκαλα στα δυο στενά”; Τι ακριβώς συμβαίνει; Το τραγούδι του Τσιτσάνη δεν είναι αυτό.
Ο Τσιτσάνης έφτιαξε δικό του τραγούδι, με στίχους όπως εκείνος τους ήθελε και μελωδία όπως εκείνος την σκέφτηκε. Αυτό που τραγουδάει ο Γενίτσαρης (και το είχε παρουσιάσει και ο Φέρρης σε κάποιαν παραγωγή του για την τηλεόραση) είναι λαϊκή μελωδία, κλασικό «μουρμούρικο» με θέμα τη δολοφονία του Σαρκαφλιά, που προϋπήρχε. Δεν ένοιωσε ο Τσιτσάνης (και καλά έκανε, βεβαίως) την ανάγκη να ακολουθήσει ακριβώς τη μελωδία ή την στιχουργική του ήδη τότε υπάρχοντος σχετικού μουρμούρικου.
Επομένως, τα μουρμούρικα δεν έχουν επώνυμο δημιουργό, αν καταλαβαίνω καλά;
Βέβαια, τα μουρμούρικα είναι, κατά κάποιον τρόπο, συνέχεια των μεθόδων τις οποίες ακολουθούσε το δημοτικό τραγούδι, που και εκείνο (με ελαχιστότατες εξαιρέσεις) δεν έχει επώνυμους δημιουργούς.
Δεν συγχεω την τζουρα του καπνισματος με κατι στο μυαλο μου.
Ο Αλεξανδρης ο οργανοποιος λεει τζούρα ως το πολυ μικρο μπαγλαμαδακι σαν αυτα πανω κατω των φυλακων. Μαλιστα εχει κατασκευασει καποιες και τυγχανει να εχω την τζουρα του στην κατοχη μου αυτη την περιοδο.
Ο Πετροπουλος αν θυμαμαι καλα στο αγιο χασισακι εχει μια ζωγραφια με απεικονισεις οργανων (αρκετα καλες) και εχει και τις κατηγοριες μπαγλαμαδακι, τζουρα-της φυλακης κλπ κλπ. Και ειναι ενας ορος που εχω ξανακουσει. Μπορει να ειναι φθορα ή λαθος χρηση, αλλα δεν μπερδευα καμια τζουρα του καπνισματος!
Φιλε ΚΕΠΕΜ, τα μουρμουρικα ανηκουν στη ανωνυμη δημιουργια, αλλα μεσω της φθορας του χρονου και του θανατου των τελευταιων αυθεντικων συνεχιστων, εχουμε τα δειγματα με την προσωπικη πινελια της επωνυμης δημιουργιας. Αλλα σαν τραγουδια δεν μπορουμε να ξερουμε απο που κρατει η σκουφια τους. Ειναι τραγουδια της μικροπαρεας και της μοναξιας. Του δωματιου. Εχουν ριζες απο κλεφτικο και δημοτικο, κυριως στο στιχο και παιζονται σχεδον ολα ζεμπεκικο. Η αυθεντικη τους εικονα κατα την αποψη μου, ειναι βολικα κουρδισματα που βολευουν καποιες μελωδιες και στιχο στο λεπτο αποτι τραγουδι ειχαν σταυτια τους και στο μυαλο τους οι συμμετεχοντες. Χαρακτηριστικο τραγουδι του Μπατη, σουχει λαχει. Πεταει και το μου παρηγγειλε το αηδονι.
Ο Σακαφλιας που παιζει ο γενιτσαρης ειναι η αρχικη μελωδια που παιζαν οι μαγκες απλα το εχει εμπλουτισει πολυ ο γενιτσαρης που ηταν δεξιοτεχνης στα ντουζενια με συνηχισμους και τετοια.
Ολα εικασιες ειναι παντως…
Θέμα διατύπωσης.
Σήμερα που εκτός από τα τραγούδια της δισκογραφίας (που πολλές φορές είναι παραλλαγές το ένα του άλλου) έχουμε πρόσβαση και σε βιντεάκια Κηρομύτη ή Μουφλουζέλη, σε ακυκλοφόρητες εγγραφές σαν αυτές του Σταύρου κλπ., είναι αρκετά εφικτό να ξεχωρίσουμε τι είναι πινελιά του κάθε συγκεκριμένου ερμηνευτή και τι είναι σταθερό στο τραγούδι.
Η προσωπική πινελιά πάντα και αναπόφευκτα υπάρχει. Κι αν ζούσαμε την εποχή που αυτό το είδος άκμαζε, και ακούγαμε κάθε μέρα μουρμούρικα στην παρέα από αυθεντικούς γνώστες, ο καθένας θα το έλεγε έτσι όπως το λέει ο ίδιος, αφού σταθερή τυποποιημένη μορφή δεν υπήρχε (γιατί αν υπήρχε δε θα 'ταν μουρμούρικα!).
Και αν δεν το έλεγε ένας αλλά ολόκληρη παρέα, και πάλι, τη στιγμή που ο καθένας παίρνει τον λόγο κάνει την προσωπική του παρέμβαση.
Πλέον όμως σήμερα είναι πλήρως γνωστοί οι τρόποι και οι κώδικες με τους οποίους ένα τραγούδι που δεν έχει συγκεκριμένη μορφή υλοποιείται κάθε φορά που παίζεται και έτσι αποκτά τη μορφή που το είπε μια παρέα χτες το βράδυ, την άλλη μορφή που το είπε μια άλλη παρέα σήμερα το πρωί, και, ανάμεσα σ’ όλες αυτές, και τη μορφή που το ηχογράφησε κάποιος στον δίσκο.
Όσο για την τζούρα:
Οκέι, δεν τα μπερδεύεις, αλλά αυτό που περιγράφεις εμένα μου φαίνεται σαν να τα μπερδεύει ο Αλεξανδρής, και μάλλον σαν να τα μπέρδεψε αρχικά ο Πετρόπουλος και να συμπαρέσυρε και όσους τον διάβασαν.
Γιατί επιμένω; Επειδή:
α) έχουμε μια λέξη, «η τζούρα», που όλες οι υπόλοιπες χρήσεις της δεν έχουν καμία σχέση με μικρό όργανο
β) έχουμε μια άλλη λέξη, «ο τζουράς», διαφορετικής ετυμολογίας, που όλες οι υπόλοιπες χρήσεις της δηλώνουν ακριβώς αυτό, το μικρό όργανο.
Δεν είναι δύσκολο να μπερδευτεί κανείς.
“…Όσο πόλη μπορεί να θεωρηθεί η Αθήνα του 1830-1870…”. Καλό και αυτό!
Να σε πληροφορήσω πως η Αθήνα μεταξύ 1795 και 1821 ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Παλαιάς Ελλάδος με πληθυσμό γύρω στις 20.000 ψυχές*, όμως οι Αθηνιώτες όπως άλλωστε όλοι σχεδόν οι Ρουμελιώτες πλήρωσαν πολύ βαρύ φόρο αίματος. Το 28% σχεδόν του πληθυσμού της Αθήνας σκοτώθηκε κατά τις εχθροπραξίες 1821~1828**, ενώ ένα ποσοστό γύρω στο 22% την εγκατέλειψε για την Σαλαμίνα και την Αίγινα. Σίγουρα η Αθήνα δεν ήταν μεγαλούπολη, όπως ήταν η Θεσσαλονίκη και η Κωνσταντινούπολη και σίγουρα ελάχιστοι την επέλεγαν για να πάνε να μείνουν σε αυτήν (πέρα από τις διοικητικές δυσκολίες που περιείχε κάτι τέτοιο)***, παρ’ όλα αυτά ήταν μία αξιόλογη πόλη, αφού θα πρέπει να σκεφτείς με τα τότε μέτρα και σταθμά. Ήτοι η αναγωγή ενός οικισμού του 1821 σε σύγχρονους αριθμούς (2011) απαιτεί τον πολλαπλασιασμό του με τον συντελεστή 5,3 και ενός οικισμού του 1835 σε σύγχρονους αριθμούς (2011) απαιτεί τον πολλαπλασιασμό του με τον συντελεστή 6,6. Αυτό σημαίνει πως η Αθήνα του 1821 είχε πληθυσμό, με τα σύγχρονα Ελληνικά δεδομένα, ισοδύναμο με106.000 ψυχές. Είναι δηλαδή σαν να μου λες πως η σημερινή Λάρισα είναι χωριό.
Αλλά ας πάμε στην πληροφορία που θέλω να σας δώσω, που πάει προφορικώς από πάππου προς πάππου στην οικογένειά μου με κίνδυνο να χαθεί, διότι είναι μόδα να σαι Μετανάστης αλλά ντεμοντέ να σαι Ντόπιος.
Μετά την απελευθέρωση το Ελληνικό κράτος τίμησε τον ηρωισμό των Αθηνιωτών με τους εξής τρόπους:
Πάνω από 2000 Αθηνιώτες, Χειμώνα του 1833~1834, εκδιώχτηκαν από τις πατρογονικές τους οικίες, με άγνωστη κατεύθυνση και χωρίς καμία αποζημίωση, διότι είτε τα σπίτια τους εμπόδιζαν στην χάραξη νέων δρόμων, είτε διότι αυτά ήταν πάνω σε διακριτές αρχαιότητες. Μέσα σε αυτές τις οικογένειες και η δική μου η οποία έκανε πάνω από αιώνα για να βρει μόνιμη κατοικία.
Δεν τιμήθηκε ουδείς οπλαρχηγός Αθηνιώτης. Δια του λόγου το αληθές τα ονόματα Ζαχαρίτσας, Ρουμπέσης, Εγγελής είναι παντελώς άγνωστα στους Νεοέλληνες. Ενώ περιοχές που έδωσαν ελάχιστους νεκρούς, αλλά ήταν πρώτοι στην πένα (και στην τρεχάλα), τιμήθηκαν ως πρόμαχοι των απελευθερωτών (σκεφτείτε το μόνοι σας ποιοι ήταν αυτοί).
Εκλάπησαν απ’ το Ελληνικό δημόσιο σχεδόν όλα τα κτήματα των Αθηνιωτών είτε χαρακτηρίζοντάς τα αυτά ως νομές, είτε με άλλα δόλια μέσα, χωρίς να λάβουν καμία απολύτως αποζημίωση.
Η γλώσσα τους θεωρήθηκε εντελώς χωριάτικη κυρίως λόγω του έντονου τσιτακισμού της και ας ήταν έως τότε η καθαρότερη Ελληνική γλώσσα μαζί με τα Μανιάτικα, τα Κουμέικα τα Αιγινίτικα, τα Αμπελακιώτικα και τα Στεφανιώτικα Κορινθίας (στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία θα την βρείτε ως Old Athenian an Maniot Language). Η γλώσσα αυτή χάθηκε με τους τελευταίους ομιλούντες να πεθαίνουν κατά την κατοχή της Αθήνας από τους Γερμανούς.
Οι Αθηνιώτες εξαθλιώθηκαν πλήρως και έγιναν ο πρώτος εργατικός πληθυσμός της χώρας.
Οι φυλακές γέμισαν με ανυπότακτους Αθηνιώτες όπου τάχθηκαν εναντίον της κρατικής αρχής. Και κάπου εκεί από τους ανυπότακτους Αθηνιώτες ξεκινάνε τα «μουρμούρικα».
Οι ξένοι (Φερτοί) άρχισαν να καταφθάνουν στην Αθήνα δειλά – δειλά από το 1834 και ύστερα. Οι ξένοι αυτοί χωρίζονταν σε 3 κάστες οι οποίοι ήταν οι εξής:
- Οι Πλούσιοι Έλληνες του εξωτερικού (κυρίως από Κωνσταντινούπολη, Μολδοβλαχία, χώρες τις κεντρική Ευρώπης, Επτάνησα και Βλάχοι)
- Οι Λοιποί Παλαιοελλαδίτες (κυρίως Πελοποννήσιοι)
- Οι Βαυαροί
Ο κάθε ένας απ’ αυτούς αποκαλούσε τον κάθε ένα με ένα δικό του όνομα (εξώνυμο), κάποια εξ αυτών ήταν κανονικά και κάποια είχαν σκωπτικό χαρακτήρα. Δεν θα αναλωθώ σε αυτά, θα σας πω μόνον πως οι Πλούσιοι Έλληνες του εξωτερικού αποκαλούσαν τους Αθηνιώτες σκωπτικώς «Γκαγκαρέους», «Φουστανελάδες», και «Γιουρούκους» (λόγω του έκνομου και αδάμαστου χαρακτήρα τους). Ενώ οι Λοιποί Έλληνες αποκαλούσαν τους Αθηνιώτες σκωπτικώς «Γκαγκάρους», «Φουστανελάδες», «Ψειροποδιάδες» (ονομασία όπου χρησιμοποιούσαν γενικώς για όλους τους Ρουμελιώτες) και «Μουρμούρηδες» (γιατί πέραν από την απαρχαιωμένη τους γλώσσα που δεν την καταλάβαιναν οι περισσότεροι λοιποί έλληνες και τις τρομερές της παραφθορές τα τραγούδια τους που ανέπτυξαν στις φυλακές που κλείστηκαν μαζικώς ήταν υπό την επήρεια του χασίς πράγμα όπου επηρέαζε τον τρόπο ομιλίας τους.
Εν κατακλείδι τα Μουρμούρικα γεννήθηκαν στην Αθήνα και ήταν ο πόνος των Μουρμούρηδων (Αθηνιωτών) για την πλήρη εξαθλίωση όπου τους οδήγησε ο ένοπλος αγώνας τους εναντίων των Τούρκων και η καταπάτηση των δικαιωμάτων τους πρωτίστως από τους Μπουρτζόβλαχους (βλ. Φερτοί Νο1) και τους Καράβλαχους (βλ. Φερτοί Νο2) και δευτερευόντως από τους Μπαυαρέζους (βλ. Φερτοί Νο3).
*: Λέγοντας Αθήνα εννοούμε την χώρα με τα χωριά που διαφεντεύει η Αθηνιώτικη γερουσία. Ήτοι την περιοχή από την σημερινή Γλυφάδα (πιο κάτω από εκεί διαφέντευε η Γερουσία του Κορωπίου) έως και το σημερινό Ίλιον (πιο πάνω από εκεί διαφέντευαν οι Γερουσίες των Μαρουσιωτών, Κηβισσεωτών, Μενιδιατών, Λιοσωτών, Χαλανδριωτών και Κουκουβαουνιωτών) και από τα όρη Αιγάλεω (πέρα από εκεί διαφέντευε η γερουσία των Λεψινιωτών) έως και Υμηττό (πέρα από εκεί διαφέντευε η γερουσία των Λιοπεσιωτών).
**: Την ίδια εποχή οι Μωρεάτες έχασαν το 13% του πληθυσμού τους και οι Νησιώτες μόλις το 0,12%, ενώ οι Λοιποί Ρουμελιώτες έχασαν περίπου το 30%(!) του πληθυσμού τους με πρώτους κατά πάσα πιθανότητα τους Αιτωλούς, δεύτερους τους Φωκιδιώτες και τρίτους τους Αττικιώτες. Βλ. Μανσόλας «Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος 1821~1867».
***: Απόδειξη τα Αθηνιώτικα επώνυμα όπου δείχνουν γεωγραφικό προσδιορισμό είναι πολύ λιγότερα σε σχέση με άλλες πόλεις.
Στην ηχρογράφηση του Γκέρλιτς η μελωδία πατάει στο χιτζάζ; Έκανα μια δοκιμή να το βγάλω ακουστικά στο περίπου και εκεί το ακούω να μοιάζει αρκετά.
μακαμ χιτζασκιαρ. σε ελευθερη μεταφραση… διπλο χιτζαζ
Πάνω στα πολύ ενδιαφέροντα που γράφονται εδώ, θα ήθελα να προσθέσω οτι την παλαιότητα ή μη ενός είδους μπορεί να την υποθέσει κανείς και από τη θεματολογία και το στυλ. Τα ρεμπέτικα τραγούδια και ιδίως τα ηχογραφημένα “μουρμούρικα” (από κάτω από τις ντομάτες κλπ) βγάζουν μια μεγάλη “σιγουριά” για την ταυτότητα αυτού που τα έχει γράψει. Αυτός δείχνει να ανήκει σε μιά κοινωνική ομάδα η οποία δεν είναι αποδεκτή και δεν δείχνει να ενοχλείται από αυτό. Σε γενικές γραμμές, αυτό είναι κάτι “μοντέρνο” στον κόσμο. Από το 19ο αιώνα και πίσω οι “φτωχοί” δεν είχαν γενικά νοοτροπία “έτσι είμαστε άμα σου αρέσει”, ίσχυε το ακριβώς αντίθετο. Ο “αποδεκτός τρόπος ζωής” ήταν ένας, αυτός του πλουσίου και καθένας τον κατάφερνε λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με τον οβολό του. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στο ντύσιμο. Τα εργατικά/αγροτικά ρούχα δεν είναι αποδεκτά έξω από τους χώρους εργασίας. (Τζιν, φόρμες κλπ). Στις αρχές του 20ου αιώνα έχουμε δειλά-δειλά καθαρά εργατικές ενδυματικές επιλογές (όπως η τραγιάσκα) που στέλνουν ένα μήνυμα του τύπου “δεν ντρέπομαι που είμαι εργάτης”. Αντίστοιχα όταν τραγουδάς λαικά δίστιχα που διαφημίζουν τη φτωχική-περιθωριακή ζωή σου, σε αντίθεση με το να τραγουδάς εύπεπτα μεγαλοαστικά τραγούδια της Μπελ Εποκ με θέμα αιώνιες αγάπες και λουλούδια, δείχνεις οτι έχεις αυτογνωσία και αυτοπεποίθηση. Με βάση τα παραπάνω δεν θα περίμενα η παράδοση των “μουρμουρικων” να πηγαίνει πολύ πίσω στον 19ο αιώνα. Υποθετικά εντελώς θα έλεγα 1840 το πολύ.
Εντάξει… Άλλο τόσο υποθετικά, κάποιος άλλος θα έλεγε (π.χ.) «1800 το πολύ» ή «1899 το πολύ» ή ό,τι άλλο θεωρεί λογικό. Σε τί θα βοηθήσει την έρευνα μια τέτοιας προσέγγισης αναζήτηση;
Ότι είναι δέκα χρόνια και κάτι από την αρχή μιας νέας εποχής: το 1840 η Επανάσταση έχει λήξει, το ελληνικό κράτος έχει ιδρυθεί, η Αθήνα έχει γίνει πρωτεύουσα, και οι σχετικές κοινωνικές ζυμώσεις είναι σε εξέλιξη…
Εεε, Περικλή μου, δίκιο έχεις θεωρητικά, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση υπεισέρχεται και η ρήση «πάρ’ τ’ αβγό και κούρεφ’ το!», σε ό,τι τουλάχιστο αφορά την ακρίβεια του χρονολογικού προσδιορισμού…
Πράγματι, η παρατήρηση δεν είναι ακριβής. Είναι περισσότερο μια επισήμανση για να αποφύγουμε τους αναχρονισμούς, την τάση δηλαδή που έχουμε να βλέπουμε το παρελθόν με σύγχρονη σκοπιά.
Παρατηρώντας τους στίχους του Ρεμπέτικου και διαβάζωντας για την εποχή, σε παγκόσμιο επίπεδο, βλέπει κανείς οτι δεν είναι καθόλου τυχαίο που γράφτηκαν αυτά τα πράγματα αυτή την εποχή. Το Ρεμπέτικο, όπως και κάθε γνήσιο καλλιτεχνικό ρεύμα, είναι πλήρως ενταγμένο στην εποχή του.
Π.χ. το 19ο αιώνα δεν θα μπορούσε να έχει γραφτεί “η Λιλή η σκανδαλιάρα” του Τούντα, θα μπορούσε όμως άνετα να έχει γραφτεί (από στίχο τουλάχιστον) στη Γερμανία της Βαϊμάρης. Δεν μπορώ με τίποτα να φανταστώ τον Καραϊσκάκη ή τους Σουλιώτες να τραγουδάνε “μουρμούρικα”. Όσο πηγαίνουμε πιο κοντά στην επανάσταση, υπήρχε μεγαλύτερο αντι-Οθωμανικό μένος και διάθεση κάθαρσης του Οθωμανικού στοιχείου από τον πολιτισμό μας. Κάτι το οποίο κάποιοι το εκμεταλλεύτηκαν για να περάσουν τις ιδέες τους. (βλέπε “Μεγάλη ιδέα”). Η κρίση όμως που δημιουργήθηκε στην περιοχή λόγω της διχοτόμησης της ενιαίας οικονομικής ζώνης της ανατολικής Μεσογείου και των συνεχόμενων πολέμων με επιστέγασμα την οικονομική κρίση του '29 οδήγησε το πιο φτωχό κομμάτι του πληθυσμού, σε αμφισβήτηση της κατάστασής του, έως και σε νοσταλγία της εποχής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (βλέπε τους στίχους του “Τσερκέ”). Αυτή ακριβώς την αμφισβήτηση της έννοιας της Ελλάδας ως μέρος της “Δύσης” είναι που πολεμούσαν οι νόμοι του Μεταξά στρεφόμενοι ενάντια στα Ανατολίτικα πολιτισμικά στοιχεία. Μερικές φορές, αρκεί κανείς να κουμπώσει κομμάτια μεταξύ τους για να φτιάξει μια εικόνα και αυτό είναι πιο σημαντικό από μια “στεγνή” ημερομηνία.