Η τροπική προσέγγιση της μουσικής του ρεμπέτικου - Ημερίδα του ρεμπέτικου φόρουμ

ευχαριστώ όλους και από εδώ, και εις άλλα με υγεία!
κατ’αρχήν να συγχαρώ τον μπάμπη για την εξαιρετική εισαγωγή του. η επιλογή των μαρτυριών, η ιστορική ακρίβεια και η σωστή ανάλυση (μουσική και κοινωνική) με τις καίριες παρατηρήσεις, ήταν υποδειγματική.

ο ευγένιος βούλγαρης, βαθύς γνώστης της ανατολικής μουσικής, έκανε μια πολύπλευρη και ολοζώντανη περιγραφή της τροπικής μουσικής, κάτι που ήταν αναγκαίο μιας και υπάρχει μια σύγχυση σχετικά με τον όρο “τροπικότητα”. σχετικά με τους δρόμους, τους χαρακτήρισε ως “κλίμακες αναφοράς”, που απαιτούν ακούσματα και γνώση του ρεπερτορίου για να χρησιμοποιηθούν. υποστήριξε επίσης πως με το συγκερασμένο παίξιμο του μπουζουκιού, χάνεται η αμεσότητα και η σχέση με την ανατολή, αλλά δεν αναιρείται η τροπικότητα.
ήταν μια εισήγηση με πολλή τροφή για σκέψη, που με βρίσκει σύμφωνο σε πολλές παρατηρήσεις -όπως πχ να δούμε πιο ευρέως την μουσική του ρεμπέτικου, ως μέρος της παράδοσης της ανατολικής μεσογείου. θεωρώ πως παρέμεινε στα μακάμια ως εργαλείο ερμηνείας του ρεμπέτικου, ορίζοντάς το ως το μικρασιάτικο κυρίως, αλλά και το προπολεμικό περαιώτικο (προ λογοκρισίας υποθέτω).

ο σπύρος γκούμας μπόλιασε την άμεση εμπειρική γνώση των λαϊκών μουσικών με την μελέτη των μακαμιών. έτσι, παρουσίασε μια πλήρη καταγραφή των δρόμων, επεξηγημένους βάσει της καταγωγής τους, με διορθωμένα ονόματα και εναρμονισμένους με συγχορδίες. εξάντλησε τον δρόμο ραστ, με αναφορές σε κομμάτια και παίζοντας χαρακτηριστικά αποσπάσματα, καλύπτοντας μια περίοδο από το 1930 ως το 1950.

ο δημήτρης μυστακίδης διατήρησε μια πιο δυτική αφετηρία, επικεντρώνοντας περισσότερο στην κιθαριστική συνοδεία και σε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα. ανέλυσε με κατανοητό τρόπο (παρτιτούρα και ηχητικά παραδείγματα) τους διαφορετικούς τρόπους εναρμόνισης και συνοδείας μιας μελωδίας, και έδωσε κάποιες βασικές αρχές για την ερμηνεία των δρόμων.
πολύ σημαντική ήταν η επισήμανσή του “η γνώση φέρνει συνείδηση”, και η παραίνεσή του να καταγραφούν και από άλλους οι γνώσεις και οι απόψεις. τάχθηκε υπέρ ενός κοινού κώδικα, υπό την αιγίδα του κράτους, για την ερμηνεία της μουσικής πράξης -χωρίς όμως αυτή να αλλάξει. ήταν μια τοποθέτηση από την σκοπιά ενός έμπειρου και ενεργού μουσικού.

δυστυχώς στην κουβέντα που ακολούθησε, η παρέμβασή μου δεν ήταν ξεκάθαρη (λόγω ποσότητας πληροφορίας και άγχους). θα προσπαθήσω εδώ να καταγράψω πιο αναλυτικά την άποψή μου.
η εκδήλωση είχε τρεις εισηγητές, ο καθένας είχε να προσφέρει μια οπτική. ο βούλγαρης την πιο ανατολική, ο μυστακίδης την πιο δυτική, εν τέλει ο γκούμας την πιο προσαρμοσμένη στο ρεμπέτικο. θεωρώ πώς χρειάζεται η πλήρης (ή έστω επαρκής) γνώση των μακάμ για την καλύτερη κατανόηση, παράλληλα με τις βασικές γνώσεις της δυτικής θεωρίας και αρμονίας. για κάποιον όμως που θέλει απλά “να μάθει τους δρόμους”, σωστά και μεθοδικά όμως, θεωρώ πως η προσέγγιση του γκούμα είναι η πιο ενδεδειγμένη.
κάτι αντίστοιχο είχα προσπαθήσει να κάνω στο κείμενο για τους δρόμους που είχα ανεβάσει στο φόρουμ, αγνοώντας τότε την δουλειά του γκούμα. επιφυλάσσομαι να το βελτιώσω με τα νέα δεδομένα.

η ερμηνεία του ρεμπέτικου αποκλειστικά με βάση τα μακάμ θεωρώ πως περιορίζεται ρεπερτοριακά στο μικρασιάτικο τραγούδι και στα αδέσποτα, πριν γίνει η μίξη με την δυτική αρμονία και γενικότερη επιρροή. επίσης εισέρχεται σε μια υπερανάλυση που ίσως να μην υπήρχε παρά μόνο στον τούντα και στον παπάζογλου (τσαούς κλπ). ήδη ο σκαρβέλης και ο περιστέρης είχαν νεωτεριστικές τάσεις, και οι πειραιώτες απλές μελωδίες. δεν συζητάμε καν για μετά τον πόλεμο, όπου πλέον είχε παγιωθεί η αντίληψη των δρόμων ως κλίμακες, με την ανάλογη αλλαγή στο ύφος.
από την άλλη, η ανάλυση με δυτική αφετηρία, αν και πιο εύκολη στην αρχή λόγω των αναφορών που έχουμε οι περισσότεροι από μας, έχει τα όριά της και κάποιες φορές οδηγεί σε λάθος ερμηνείες. τέτοιες είναι η αγνόηση των διαφορετικών βάσεων των δρόμων (ως τρόπων), καθώς και διάφορα λάθη στην ανάλυση των 4/5χόρδων.
θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα σε κάποια τέτοια που εντόπισα στην εισήγηση του μυστακίδη. κατ’αρχήν η πρωτοκαθεδρία της συγχορδίας, και κατά πόσον επηρρεάζει την μελωδία. νομίζω πως αυτό σπάνια γίνεται στο ρεμπέτικο, περισσότερο σε μεταπολεμικές συνθέσεις -αλλά και πάλι κάνοντας μια ιδιοφυή μίξη αυτών των δύο. επίσης κάποια λάθη όπως η αναφορά στον προσαγωγέα ως 7η βαθμίδα και όχι ως υποτονική (πχ ραστ-ουσάκ και χιτζάζ-νικρίζ), καθώς και ο ορισμός της ντιμινουίτας ως βασικής συγχορδίας στο 5χ νικρίζ.

εν τέλει, και για να απαντήσω σε κάποιους επικριτές της εκδήλωσης, οι σημερινοί παίχτες χρειαζόμαστε την θεωρία για να αναπληρώσουμε την έλλειψη εμπειριών και ακουσμάτων. αν κάποιος τα έχει αυτά, μια χαρά θα παίξει και εμπειρικά. αλλά η γνώση δεν αποκλείει το μεράκι, ίσα-ίσα που το μεράκι κάποια στιγμή θα μας οδηγήσει στην αναζήτηση της γνώσης.

1 «Μου αρέσει»