Η Σμυρναίικη μουσική σχολή και τα άτοπα μαρξιστικά εργαλεία ερμηνείας

Κύριε Νίκο νόμιζα πως γνωρίζατε ήδη πως τα ερμηνευτικά “εργαλεία” των Μαρξιστών, δεν είναι να τα παίρνει κανείς πολύ στα σοβαρά! Νομίζω πως η αξία τους ως εργαλείων θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτήν ενός στομωμένου νυχοκόπτη. Υπάρχουν χρησιμότερα “εργαλεία”.

Ουσιαστικά, φίλε Περικλή, έχω ήδη απαντήσει (#7 παραπάνω). Ας διευκρινίσω πάντως, ότι τα οποιαδήποτε εργαλεία των οποιωνδήποτε, τα προορισμένα να ερμηνεύσουν τη στάση της παλαιότερης αριστεράς απέναντι στο ρεμπέτικο, δεν τα γνωρίζω και δεν έχω την παραμικρή πρεμούρα να τα γνωρίσω. Το ρεμπέτικο, εμένα μου αρέσει.

1 «Μου αρέσει»

Κάπου θυμάμαι να είχα διαβάσει για έναν ελασίτη που κατέβηκε από το βουνό στην Αθήνα και παρατήρησε ότι οι εκεί συναγωνιστές «δεν ήταν σαν κι εμάς, αυτοί ήταν μάγκες». Κι ο Θεοδωράκης αναφέρει κάπου ένα περιστατικό όταν ήταν εξόριστος στην αρχή του εμφυλίου και τραγούδησαν κάποιο ρεμπέτικο, και ένας στρατηγός του ΕΛΑΣ τους έκανε παρατήρηση: εμείς είμαστε αγωνιστές, δεν είμαστε χασικλήδες.

Συμπέρασμα, ο καθένας άκουε και τραγουδούσε ότι γούσταρε, και προσπαθούσε να δικαιολογήσει τα γούστα του: μου αρέσει άρα είναι μουσική του λαού, δε μου αρέσει άρα είναι λούμπεν κλπ.

2 «Μου αρέσει»

Είναι από το διήγημα του Δημήτρη Χατζή “Μικρό σχόλιο για την Ιφιγένεια εν Αυλίδι” από τη συλλογή “Σπουδές”, και ο συγγραφέας αποδίδει την αφήγηση σ’ έναν “βουνίσιο” ΕΛΑΣίτη, που από τον “κόσμο τον δικό του, τον πατροπαράδοτο”, βρέθηκε και πολέμησε το Δεκέμβρη του ‘44 στην Αθήνα: "Σ’ αυτή την ομάδα που προσκολλήθηκε οι περισσότεροι είταν παλιόπαιδα, δε μοιάζαν μ’ αυτούς του βουνού, μάγκες είταν".
Αυτή η πολιτισμική διαφορά, που παίζει το δικό της ρόλο στην “πρόσληψη” του λαϊκού τραγουδιού, μού είναι γνωστή κι από τη μάνα μου, αν επιτρέπεται, που κι η ίδια, όπως μου διηγιόταν, ήρθε γύρω στο 47 στην Αθήνα από τον δικό της πατροπαράδοτο ορεινό-αγροτικό κόσμο και πρωτάκουσε τα λαϊκά τραγούδια από τις εργάτριες που τα τραγουδούσαν στην Πειραϊκή-Πατραϊκή, όπου είχε πιάσει δουλειά, και της φαίνονταν τόσο ξένα από τα ήθη που έφερνε μαζί της από την ιδιαίτερη πατρίδα της: “γυναίκα φίνα, ντερμπεντέρισσα, που τους άντρες τους μπεγλέρισα” κλπ, καταλαβαίνετε.

Μόνο που να, κι αυτή η μικρή βιωματική αφήγηση μας οδηγεί ξανά στα “μαρξιστικά εργαλεία” που ερμηνεύουν την πραγματικότητα ιστορικά και ταξικά, και που χρησιμεύουν στο μαρξισμό για να ερμηνεύσει και να αποτιμήσει και τη δική του ακόμα ιστορική διαδρομή.
Εδώ φαίνεται η πολιτισμική διαφορά ανάμεσα σε πόλη και ύπαιθρο. Αλλού μπορεί ν’ ανακαλύψει κανείς την πολιτισμική διαφορά ανάμεσα στην “αστική παιδεία” ενός μέρους της μαρξιστικής διανόησης και στον “αυθόρμητο” πολιτισμό των λαϊκών - εργατικών στρωμάτων και τάξεων: Ο ίδιος ο Ένγκελς διηγιόταν για την πρώτη του συνάντηση με επαναστάτες εργάτες, στον “χοντροκομμένο” κομμουνισμό των οποίων ο ίδιος αντέτασσε τη “νεανική φιλοσοφική του οίηση”, μιλάμε βέβαια για το 1830-1840, αλλά δε νομίζω πως βγαίνω από το θέμα.
Κάπου αλλού, επίσης, μπορούμε να ανακαλύψουμε τη διαφορά ανάμεσα στις πολιτισμικές “αξίες” της αριστεράς των εξοριών και των φυλακών από την πρώτη στιγμή της πολιτικής και κομματικής παρουσίας της στην Ελλάδα και σε μια σειρά αυθόρμητες λαϊκές - κοινωνικές αντιλήψεις που απηχεί το ρεμπέτικο τραγούδι και μάλιστα σε χρόνο πραγματικό και όχι σε χρόνο “αναβίωσης” όπως σήμερα. Φυσικά κακό πράγμα η μηχανιστική γενίκευση, αλλά να πάντως που και σήμερα ερχόμαστε, πού και πού, να συζητάμε για το “όταν με βλέπεις και περνώ”, το “γιαγκίνι με μαυράκι κι ηρωίνη”, ακόμα και για τα “νέα της Αλεξάνδρας”, πολλές φορές και με μια κάποια αντιστροφή των - κατά τα καθιερωμένα παραδεδεγμένων - ανοχών.

Όσο, ειδικότερα, για την αριστερά και τη θέση της, δεν μπορεί εν προκειμένω να της αποδοθεί μια ενιαία στάση, είναι γνωστή η αντιπαράθεση των διαφορετικών απόψεων στη σχετική συζήτηση από τις στήλες του Ριζοσπάστη στα 1946 (ή 47;), όπως γνωστή είναι η επανεμφάνιση μιας παρόμοιας ιδεολογικής αντιπαράθεσης για την ενορχήστρωση (με μπουζούκια) από το Θεοδωράκη του Επιτάφιου του Ρίτσου, και άλλες παρόμοιες αντιπαραθέσεις μέχρι και σχετικά πρόσφατα (ό,τι έχουμε ζήσει το θεωρούμε “σχετικά πρόσφατο”), που με κάπως διαφορετικούς όρους (πχ ελληνικό - ξενόφερτο κλπ) άγγιξε και τη ροκ μουσική: Επίσης βιωματικά “ομολογώ” την αρνητική απέναντι στη ροκ μουσική αντίληψη που συνάντησα εντασσόμενος στην ΚΝΕ το 1978. Ωστόσο 10 χρόνια αργότερα, συμβολικά κατά κάποιον τρόπο, έπαιζαν στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ οι “10 years after”.

Κάτι που παρατήρησα στο αρχικό κείμενο του νήματος, είναι ότι η προσέγγιση του Δαμιανάκου (όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στο κείμενο αυτό), αποτελεί μια “συμμετρικά” αντίστροφη όψη ορισμένων παλιότερων αρνητικών προσεγγίσεων του ρεμπέτικου (“λούμπεν” κλπ), μόνο που στον Δαμιανάκο η ίδια αυτή προσέγγιση αποπνέει ένα κάποιο “θετικό” άρωμα, πράγμα που μάλλον απηχεί όχι “μαρξισμό” αλλά μια κάποια δυτικοευρωπαϊκή άρνηση του μαρξισμού η οποία, σχηματικά μιλώντας, “καταργούσε” την εργατική τάξη και στη θέση της ως τάξης επαναστατικής έβαζε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα μεταξύ των οποίων και το “υποπρολεταριάτο”, το “περιθώριο” κλπ.
Θα συμφωνήσω με το κείμενο στην απόρριψη του “υποπρολεταριακού” χαρακτηρισμού για το ρεμπέτικο τραγούδι ή για τη σμυρναίικη σχολή, στην οποία αναφέρεται, όχι όμως με τους λόγους της απόρριψης που επικαλείται το κείμενο, ούτε βέβαια και με την απόρριψη των “μαρξιστικών εγαλείων”: Δεν υπάρχει μαρξισμός εξ αποκαλύψεως ούτε αυτόματη σχέση ανάμεσα στα “εργαλεία” και τα πορίσματα του μαρξισμού, όπως λέω και παραπάνω υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επιδρούν στις αντιλήψεις και συχνά παράγοντες που αντιπαρατίθενται μεταξύ τους, όμως κι η ίδια η σκέψη, ιδιαίτερα η συλλογική, δεν είναι στατική, αλλά προχωρά συνεχώς στο εγχείρημά της να ερμηνεύσει, να γνωρίσει όσο πιο πιστά γίνεται την κίνηση της πραγματικότητας.

Το θέμα, εν προκειμένω, με αυτή την προσέγγιση είναι ότι απομονώνει κάποια επιμέρους χαρακτηριστικά, τα αποσπάει από τη γενική πραγματικότητα και τα αναγορεύει σε τέτοια (σε γενική πραγματικότητα). Από την άλλη, ούτε η κοινωνική θέση των δημιουργών μπορεί να δώσει ασφαλή συμπεράσματα για το “περιεχόμενο”, την προέλευση και την απήχηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ιδίως από τη στιγμή που μιλάμε για μια εποχή μετάβασης της μουσικής παραγωγής από την παραδοσιακή προφορικότητα στη δισκογραφική βιομηχανία και στην αντίστοιχη εμπορευματοποίηση που μπορεί να κάνει πλούσιο έναν δημιουργό όσο περισσότερο απήχηση έχουν τα τραγούδια του στους φτωχούς, χωρίς αυτό να τον κάνει και “υποκριτή”: είναι κάτι που (τελείως μαρξιστικά!) πηγάζει αντικειμενικά από τους όρους της παραγωγής (με τραγούδια για τη φτώχεια και την ξενιτιά ρετιρέ παίρνω στην Κηφισιά).
Από μια τέτοια τάση γενίκευσης επιμέρους πλευρών δεν ξεφεύγει και το αρχικό κείμενο του νήματος, όχι μόνο όταν αναζητά τις απαντήσεις του στις συνθήκες κατοικίας του Τούντα κλπ, αλλά κι όταν κάνει πχ λόγο ότι «ο αέρας της γειτονιάς τους μύριζε χασίσι», ενώ είναι με πολλούς τρόπους γνωστό ότι ανεξάρτητα από «νομιμότητα» ή «παρανομία» το χασίσι ποτέ δεν ήταν «συνήθεια της γειτονιάς», λες και οι δεκάδες χιλιάδες κόσμος που έτρεχαν για την επιβίωση ζούσαν μέσα σε κάποιο νέφος από χασίς.

Το θέμα είναι επίσης, ότι όταν μιλάμε για τις δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες των προσφυγικών πληθυσμών στις τότε εξωτερικές παρυφές της Αθήνας και του Πειραιά, μιλάμε για έναν αντίστοιχο σε μέγεθος απότομα προλεταριοποιημένο πληθυσμό, που έχασε ό,τι είχε και δεν είχε στις πατρίδες του, και βρέθηκε συσσωρευμένος στις προσφυγικές συνοικίες με μόνο διαθέσιμο μέσο παραγωγής τα χέρια του, για να αποτελέσει στη συνέχεια (κι από την πρώτη στιγμή) την “τροφή” ενός νέου κύκλου καπιταλιστικής βιομηχανικής ανάπτυξης, που χωρίς την ύπαρξη αυτής της σε βαθμό “εργατικού υπερπληθυσμού” προλεταριοποιημένης μάζας θα ήταν αδύνατη.
Αυτή η πραγματική ιστορική (και κοινωνική-ταξική) αφετηρία μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αποτελέσει και την αφετηριακή προσέγγιση του λαϊκού τραγουδιού μετά το '22, εντάσσοντας σε αυτήν ως δική της πλευρά κάθε τι το επιμέρους, και χωρίς να παραγνωρίζεται κάθε προγενέστερο συστατικό του λαϊκού τραγουδιού, χωρίς επίσης να παραγνωρίζονται οι διαφοροποιήσεις της κοινωνικής διαστρωμάτωσης όλου αυτού του κόσμου, εντοπίζοντας επίσης τον πολλαπλό ρόλο της βιομηχανίας από τη μετάβαση της προφορικότητας στη δισκογραφία, γενικά εντοπίζοντας όλα τα πολλαπλά μεταβατικά ιστορικά στοιχεία της εποχής.

6 «Μου αρέσει»

Με το Δαμιανάκο μπορείς να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις. (Προσωπικά διαφωνώ σε αρκετά). Δεν μπορείς όμως να χαρακτηρίσεις τα μαρξιστικά εργαλεία στο σύνολό τους βάση του βιβλίου του.
Για τον Κουνάδη τι να πει κανείς. Έχει ισχυριστεί πολλά στα γραπτά του. Και για πολλά από αυτά ακόμα περιμένουμε πηγές ότι ειπώθηκαν πραγματικά. (Δεν είναι ευαγγέλιο ο Κουνάδης).
Η τρίτη πηγή που αναφέρεις, είναι πάλι ένα δικό σου κείμενο που έχει αναρτηθεί και εδώ στο φόρουμ, το οποίο βρίθει από ανακρίβειες και προσωπικές υποθέσεις που τις παρουσιάζεις ως γεγονότα και όταν ερωτήθηκες έκανες τον γερμανό. (Υποκλίνομαι).
Και σε αυτό το κείμενο, κάνεις αυτό που κατηγορείς την αριστερά ότι έκανε. Γενικεύεις μηχανιστικά προσπαθώντας να βγάλεις το συμπέρασμα που βολεύει την “αλήθεια” που έχεις στο μυαλό σου…

1 «Μου αρέσει»

Βλαδίμηρε αγόρι μου… Το ΚΚΕ και η αριστερά γενικότερα δεν ήταν ποτέ εχθρική προς το ρεμπέτικο. Το αντίθετο. Όλοι οι μεγάλοι ρεμπέτες κουμουνιστες η τουλάχιστον αριστεροί ήταν, Μπέλλου, Γενίτσαρης, Τσιτσάνης, Μπαγιαντέρας και ο Βαμβακάρης αν και θαυμαστής του βασιλιά είχε φίλο αριστερές τάσεις.

Χωρίς να θέλω να σου χαλάσω την όποια ιδεά απλά θα σε παροτρύνω να διαβάσεις (εάν έχεις μπόλικο χρόνο) τα θέματα με τίτλο “Αριστερά και ρεμπέτικο”. Έχει χυθεί μπόλικο ηλεκτρονικό μελάνι εδώ μέσα. Θα δεις αρκετές απόψεις και οπτικές επί του θέματος.

4 «Μου αρέσει»

Δεν έχω πρόβλημα με το να ανταλλάσσουμε ιδέες, πρόβλημα έχω όταν κάποιος (όχι κάποιος από το φόρουμ γενικά λέω) βγαίνει και λέει βλακείες χωρίς να έχει διαβάσει. Φχαριστω πάντως για την παρότρυνση.

Το διάβασα το άρθρο και έχω να πω ότι ενώ μπορεί το ΚΚΕ τότε να είχε λάθος στάση, σήμερα έχει αποδεχτεί πλήρως το ρεμπέτικο (ακόμα και τα χασικλιδικα) και έχει διοργανώσει και ρεμπέτικα γλέντια.

Κωνσταντίνε τελείως φιλικά σε ρεμπέτικο γλέντι μπορεί να πετύχεις και τον Άδωνι η τον Κασιδιάρη, αυτό τι σημαίνει ?

Ενδιαφέρουσα η άποψη της σύγκρισης του ΚΚΕ, με τον Άδωνη και τον ναζιστή.
Όπως και να χει, όποιος θέλει να έχει άποψη σε πραγματικό χρόνο για το ρεμπέτικο και το ΚΚΕ,
ας διαβάσει το βιβλίο του Στέφανου Λουκά, “Ανιχνεύοντας το Ρεμπέτικο”.
Αποσαφηνίζει πολλά πράγματα σε σχέση με το ΚΚΕ και το ρεμπέτικο. Από την άλλη έχει ως μια από τις πηγές του και αυτό εδώ το φόρουμ και ειδικά τις συζητήσεις περί αριστεράς και ρεμπέτικου.

3 «Μου αρέσει»

347A520680EFA3BEB4696E16AD491DFF

2 «Μου αρέσει»

Λουκά μην τσιμπας, τα έχουμε πει και από κοντά άλλωστε εμεις…
Αλλά όποιος παίζει ρεμπέτικα η κάνει τέτοια γλέντια δεν σημαίνει κάτι για την προσωπικότητα του η τις πολιτικές του επιλογές.
Αυτό είναι το point.
Ειδικά στα σχόλια του Κωνσταντίνου που μπήκε με φόρα

Και χαμήλωσε στροφες στην πορεία

Τελείως φιλικά.

1 «Μου αρέσει»

βρε σεις πριν 2 μηνες περίπου, μπηκε ενα νεο μελος που ελεγε “ειμαι 17 ετων κτλ”
που ειναι αυτο το ποστ δεν το βλεπω!
σβήστηκε?
ηθελα να το συγκρίνω με τα τωρινά ερωτήματα…

1 «Μου αρέσει»

Στροφές χαμήλωσα γιατί διάβασα το άλλο ποστ και εμπλούτισα γνώσεις. Πάντως στο δεύτερο που έκανες κουοτ δίκιο έχω, το ΚΚΕ σήμερα το έχει αποδεχτεί το ρεμπέτικο, και όχι μόνο επειδή διοργάνωνει ρεμπέτικα γλέντια.

Λίγο δύσκολο να πηγαίνουν ακροδεξιοί σε ρεμπέτικα γλέντια.

Προσπαθώ να σου εξηγήσω πως δεν χρειάζονται δηλώσεις τύπου

Ειδικά όταν μεσα σε 5 λεπτά έχει αναιρεθεί η δήλωση σου με τεκμήρια.

Φυσικά θα πεις τις απόψεις σου και θα μοιραστείς τις γνώσεις σου, αλλά ποιος ο λόγος για statements ?

Και συνεχίζεις με άλλη δήλωση

Ακροδεξιοί πάνε παντού σαν τους αριστερούς, επίσης το ίδιο οι βιαστές και οι δολοφόνοι… Αλλιώς θα βγαίναμε με ένα μπουζούκι στους δρόμους και όποιος δεν άνοιγε το παράθυρο του σπιτιού του θα ξέραμε τι είναι…

Και στα λέω εγώ που πιθανολογω πως έχω τις λιγότερες γνώσεις από τους περισσότερους ειδικά τους δεινόσαυρους που κυκλοφορούν εδώ μέσα… Και δεν το γράφω να το παίξω ταπεινός… Το εννοώ…

Οπότε θα σου πρότεινα να χαλαρώσεις, να αφαιρεις σιγά σιγά το “ποτέ” και να το αντικαθιστας με το “ίσως” μιας και φαντάζομαι είσαι αρκετά νεαρός με πολύ υλικό μπροστά σου προς μελέτη.

6 «Μου αρέσει»
1 «Μου αρέσει»

Όπα αυτό που κολλάει με το συγκεκριμένο θέμα?

Κολλάει στην #28 ανάρτηση.