Η λύρα της Κύπρου;

Κι όμως φίλε alk εδώ στη Ρόδο όλοι οι παλιοί βιολιστές πρώτα έπαιζαν λύρα και μετά έπιασαν το βιολί.

Αυτό το έκαναν για να μάθουν να “φτιάχνουν” το όργανο, όταν δεν ακούγεται καλά, χορδές είχαν εντερινες ακόμα και από πετονιά, για να μάθουν να κουρδιζουν. Αυτή τη μαρτυρία μου την είπε και ο Ηλίας Αναστασιάδης, λυράρης από την Όλυμπο Καρπάθου (για την πετονιά) όμως το άκουσα και από άλλους στη Ρόδο.

Ένα παράδειγμα, ο βιολιστής Κώστας Ισκας από το χωριό Κοσκινού Ρόδου, πρώτα έμαθε στη λύρα και μετά την έκλεισε σε ενα σεντούκι με παλιά πράγματα, ύστερα την έδωσε στον Ηλία Αναστασιάδη, ο οποίος την ταίριαξε καλά και παίζει με αυτή σε διάφορες εκδηλώσεις.

Η αλλαγή συνήθως γινόταν γιατί το βιολί έχει πιο “σίγουρα” πατήματα από τη λύρα, μα και οι λύρες ήταν τα παλιά όργανα και τότε ήταν μια εποχή που ο κόσμος εκλεινε τη παράδοση σε σεντούκια και καδους σκουπιδιών, ή τα εβγαζε τις απόκριες όπως συζητησαμε σε άλλο θέμα…

2 «Μου αρέσει»

Ίσως είχαν μικρότερες αξιώσεις από τη λύρα (και από τον λυράρη) σε σχέση με το βιολί. Εσύ Αλέξανδρε μιλάς από την εμπειρία της πολίτικης, που συμβαίνει να είναι επίσης όργανο αξιώσεων. Δε συνέβαινε το ίδιο με τις απλές ιδιοκατασκευασμένες λαϊκές λύρες.

Έχω ακούσει μερικές ηχογραφήσεις λύρας από νησιά που τελικά εξαφανίστηκε ή είναι ακόμη στα όρια της εξαφάνισης (Λήμνο, Ικαρία, Σαντορίνη κλπ.), και δεν υπήρχε καμία μέριμνα για λεπταίσθητες αποχρώσεις: ο σκοπός να αναγνωρίζεται, ο ρυθμός να είναι σταθερός, και τέλος. Βέβαια θα μου πεις, οι τελευταίοι επιζώντες μιας παράδοσης που ήδη είχε υποκατασταθεί ίσως να ήταν και φτωχοί παίχτες οι ίδιοι, μπορεί στην εποχή της ακμής της να παιζόταν σε ανώτερο επίπεδο, αλλά ακόμη και σε παλιά καρπάθικα (που στην Κάρπαθο και σήμερα η λύρα είναι το κυρίαρχο όργανο) πάλι αυτό το εντελώς βασικό παίξιμο έχω ακούσει.

Σήμερα στην Κάσο, την Κάρπαθο, την Κρήτη υπάρχει πολύ περισσότερη δεξιοτεχνία στη λύρα, άρα και πολύ μεγαλύτερο πεδίο να ξεχωρίσει το καλό, πλούσιο παίξιμο από το απλά σωστό (ή ενίοτε ούτε καν αυτό). Ακόμη κι έτσι όμως, τουλάχιστον στην Κάρπαθο που έχω ιδία πείρα, κι ο πιο αγγελικός λυράρης, με τις κρυφές μικρολεπτομέρειες, τις αποχρώσεις, την έκφραση, δε θα αξιολογηθεί τόσο γι’ αυτά του τα προσόντα όσο για άλλα: συνοπτικά, η τέχνη του είναι να διαχειρίζεται σωστά το γλέντι. Σχεδόν μια κοινωνική δεξιότητα μάλλον παρά καλλιτεχνική. (Βλ. και εδώ, υποσ. 235 και το σημείο από το οποίο «κρέμεται» η υποσημείωση.)

Το καθαρά αισθητικό πεδίο της μουσικής, της μουσικής ως ακροάματος (πέρα από τη μουσική ως διαδικασία)-, νομίζω ότι το διηύρυναν τα «νέα» όργανα, στην περίπτωσή μας το βιολί, που άλλωστε κατασκευάζεται από ειδικευμένους τεχνίτες με ρητούς κανόνες που έχουν διαμορφωθεί από μια μακραίωνη οργανωμένη παράδοση, κι όχι, όπως η παλιά λύρα και άλλα παρόμοια όργανα, εμπειρικά μ’ ένα σκεπάρνι από όποιον θέλει να καλύψει την ανάγκη να έχει ένα όργανο για να παίζει. Όπου διατηρήθηκαν οι λύρες και τα άλλα απλούστερα όργανα, μπήκαν κι αυτά στο τρένο των νέων διευρυμένων αισθητικών αναζητήσεων, αυτό όμως είναι πρόσφατο. Αυτή τουλάχιστον την εντύπωση έχω.

5 «Μου αρέσει»

Τα μουσικά γονιδια του ΛΣ είναι από Ross Daly μάλλον. Μια πρόσφατη συνέντευξη του μιλά από μόνη της.

Οι Κρητικοί ασχολούνται περισσότερο με την παραδοσιακή μουσική απ ’ ό,τι εμείς στην Κύπρο. Πώς το εξηγείτε; Η διαφορά μας είναι ότι είμαστε μακριά από τον μητροπολιτικό κορμό, με αποτέλεσμα να μην μετέχουμε στο κοινό γίγνεσθαι της μουσικής. Αν και είμαστε Έλληνες, στη μουσική είμαστε ξεκομμένοι, ενώ στη λογοτεχνία και σε άλλες τέχνες είχαμε πιο άμεσες επιρροές. Περισσότερες επιδράσεις είχαμε από τη Μικρά Ασία και τους Τούρκους που ήρθαν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Δεν μετείχαμε ποτέ της νησιώτικης μουσικής, της στεριανής ή της Ηπείρου, πριν έρθει το ραδιόφωνο στην Κύπρο. Τα τελευταία χρόνια, με τις υποτροφίες που παίρνουν τα παιδιά στις μουσικές σχολές της Ελλάδας, όταν γυρίζουν στην Κύπρο, ασχολούνται με παραδοσιακή μουσική με τον ελληνικό τρόπο.

4 «Μου αρέσει»

Είναι λόγικό τώρα αυτό; Σάματις οι Κρητικοί παίζουν όλη μέρα ηπειρώτικα και νησιώτικα; Παίζουν κρητικά, και σε ποσότητες που δε νομίζω να βρίσκονται αλλού στην Ελλάδα (πολλοί μουσικοί, ατελείωτη νέα παραγωγή με πολλά επιμέρους ρεύματα, άπειρα μουσικά ηβέντ κλπ.), κι αυτό όχι βέβαια επειδή δεν είναι ξεκομμένοι από την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά απεναντίας επειδή η Κρήτη είναι ένα μεγάλο, αύταρκες νησί, μακριά από τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα, βασικά την Αθήνα (δηλαδή όπως ακριβώς και η Κύπρος!), και, κατά συνέπεια, αρκετά εσωστρεφές.

Όσο για τις επιδράσεις, είναι τελείως άλλο θέμα. Και στην Κρήτη και οπουδήποτε στην Ελλάδα η τοπική μουσική έχει δεχτεί ποικίλες επιδράσεις, αλλά τι σχέση έχει αυτό με το αν ασχολούνται σήμερα λίγο ή πολύ;

Ρε φίλε Νίκο, μας λες να ακούσουμε τους πειραματισμούς του League και δε μας λες να ακούσουμε τις ηχογραφήσεις του James Notopoulos από το 1953; Αμαρτία που το θεό ρε κουμπάρε

Αξίζει να αναφερθεί ότι και του Νοτόπουλου τις ηχογραφήσεις στον Παναγιώτη Λυγκ τις οφείλουμε.

Ίσως έχω ξαναπεί την ιστορία;

Μετά τον θάνατο του Νοτόπουλου to 1967, η χήρα του δώρισε στο παν/μιο του Χάρβαρντ μια τεράστια συλλογή από μπομπίνες με καταγραφές κυρίως παραδοσιακής μουσικής (αλλά και αφηγήσεων -ίσως ως δειγμάτων διαλεκτικής ομιλίας;-, εκκλησιαστικής μουσικής, κλπ.) που είχε κάνει ο μακαρίτης σε ένα σωρό περιοχές της Ελλάδας και στην Κύπρο. Σήμερα κάποιο πολύ μικρό ποσοστό αυτών των καταγραφών υπάρχει εκδεδομένο σε δίσκους, αλλά δεν ξέρω αν αυτές οι κυκλοφορίες έγιναν ζώντος του Νοτόπουλου ή μετά.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι ίδιες οι μπομπίνες στοιβάχτηκαν σε κάποια αποθήκη του Χάρβαρντ, ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα υλικά πάσης φύσεως, κάθε πιθανής υλικής μορφής, σχετιζόμενα με κάθε είδους δραστηριότητα του ανθρώπινου πνεύματος και με κάθε χώρα, λαό και εποχή. Δηλαδή ως άλλος ένας κόκκος μέσα στην άμμο της θαλάσσης.

Σαράντα+ χρόνια αργότερα, δηλαδή πριν 3 χρόνια νομίζω, ο Παναγιώτης, επίκουρος ήδη (ή κάτι τέτοιο) της Εθνομουσικολογίας στο Χάρβαρντ, παρατήρησε την ύπαρξη των μπομπινών και ρώτησε:
-Τι είναι αυτά;
Του είπαν.
-Και γιατί δεν τα κάνουμε κάτι;
-Δεν έχουν πάρει ακόμα τη σειρά τους, δε βλέπεις τι γίνεται εδωπέρα;
-Και πότε θα είναι η σειρά τους;
-Όποτε ενδιαφερθεί κάποιος.
-Ενδιαφέρομαι εγώ.
-Be my guest λοιπόν.

Οπότε ο Παναγιώτης, σε πρώτη φάση, άκουσε τις εκατοντάδες ώρες ήχου, τις ψηφιοποίησε, τις αντιπαρέβαλε με διάφορες σημειώσεις του Νοτόπουλου ώστε να βγουν τα στοιχεία κάθε ηχογράφησης (τίτλος, συμμετέχοντες, τόπος-χρόνος ηχογράφησης κλπ.). Άρχισε να διαμορφώνεται η ιδέα όχι τόσο μιας έκδοσης όσο ενός σάιτ όπου θα ανέβαιναν για να είναι προσβάσιμα στον καθένα.

Εντωμεταξύ κάποιο καλοκαίρι ο Παναγιώτης ήρθε διακοπές στην Κρήτη. Εκεί ανέλαβε και πραγματοποίησε το θεάρεστο έργο να εντοπίσει τους απογόνους όσων συμμετείχαν στις κρητικές ηχογραφήσεις (οι οποίες είναι από μόνες τους μια τεράστια συλλογή), ή και τους ίδιους τους συμμετέχοντες αν ζούσαν, ή στη χειρότερη κάποιον από τον πολιτιστικό του κάθε χωριού, και να τους δώσει τις ηχογραφήσεις, με τον ρητό όρο εκ μέρους του παν/μίου ότι μπορούν να τις κάνουν ό,τι θέλουν, να τις δημοσιεύσουν, να τις αναρτήσουν, να τις μοιράσουν (αρκεί βέβαια να μην τις εμπορευτούν). Επίσης τα μοίρασε και σε όποιον άλλο ενδιαφερόταν, όχι μόνο τα κρητικά, ακόμη και ολόκληρη τη συλλογή, και κάπως έτσι έφτασαν και στα χέρια του ανεβάστορα του παραπάνω βιντέου.

Μετά δεν ξέρω τι άλλο έγινε, γιατί στο μεταξύ ο Παναγιώτης μετοίκησε στην άλλη άκρη των ΗΠΑ και πλέον είναι σε άλλο παν/μιο. Ακούω ότι το πρότζεκτ για αξιοποίηση των ηχογραφήσεων δεν έχει εγκαταλειφθεί, ο Παναγιώτης συνεχίζει να διατηρεί εμπλοκή, αλλά περισσότερα δεν ξέρω.


Οι ηχογραφήσεις της Κύπρου:

Κατ’ αρχήν, ε΄ναι σημαντικό ότι πραγματοποιήθηκαν πριν την εισβολή. Είναι λοιπόν από όλο το νησί, άρα και από μέρη που σήμερα είναι κατεχόμενα. Κι αυτές είναι πολύ μεγάλος όγκος.

Περιλαμβάνουν χονδρικά τα εξής:

-Ηχογραφήσεις με βιολί και λαούτο, οργανικά, στο γνωστό κυπριακό στυλ (σαν αυτήν στο βίντεο) όπου κάθε τόπος φαίνεται να έχει ένα αυστηρά συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Γενικά ηχογραφήσεις πολύ υψηλού επιπέδου.
-Τραγούδια με βιολί και λαούτο, κυρίως του γάμου. Επίσης υψηλού επιπέδου. Μερικές είναι άκρως εντυπωσιακές, καθώς φαίνεται ότι στα έθιμα για τα διάοφρα στάδια του γάμου περιλαμβανόταν το τραγούδισμα ολόκληρων τεράστιων παραλογών, που δεν τις έχω ξανακούσει ποτέ σε πλήρη διάρκεια (20, 30 λεπτά…) και πλήρη εκτέλεση (τραγούδι, αντιφωνίες, όργανα) και, επιπλέον, καλοπαιγμένες!
-Ρίμες ποιητάρικες. Σκέτο τραγούδι, από τους ίδιους τους ποιητές. Όλες σ’ έναν στάνταρ σκοπό. Ως επί το πλείστον σχοινοτενέστατες και μάλλον βαρετές, χωρίς ποιητική αξία, αν και βέβαια μεγάλου ενδιαφέροντος για τη μελέτη του ίδιου του φαινομένου. Ανάμεσά τους και κάποια παλιά δημοτικά τραγούδια, που κι αυτά είναι λίγο κουραστικά (οι κυπριακές, ειδικά, εκδοχές των μεγάλων τραγουδιών είναι ακόμη μεγαλύτερες) αλλά, αντίθετα προς τις περισσότερες ρίμες, είναι αξιολογότατα και κυρίως σπανιότατα τεκμήρια, απλώς δύσκολα προσεγγίσιμα.
-Σκοποί τραγουδιστοί, κυρίως χωρίς όργανα και σπανιότερα με όργανα: τσιαττιστά, παινέματα του γάμου, κάποια ερωτικά κλπ. Τα τσιαττιστά είναι μακράν τα πιο εντυπωσιακά, γιατί ενώ ο Νοτόπουλος έβρισκε δύο για τους οποίους είχε πληροφορίες ότι είναι καλοί μονομάχοι και τους έβαζε να αναμετρηθούν μπροστά στο μαγνητόφωνο (δηλαδή συνθήκες από τις οποίες δεν περιμένεις και πολλά), οι τύποι έχουν μια ετοιμότητα αυτοσχεδιασμού πραγματικά απίστευτη. Σε ρυθμό ελάχιστα βραδύτερο από της απλής ομιλίας, λένε ό,τι θέλουν να πουν ταιριάζοντάς το σε στιχάκι. Είναι εξωπραγματικό, είναι μετά βεβαιότητος πραγματικός αυτοσχεδιασμός και όχι στημένο (το καταλαβαίνεις ακούγοντας), και μ’ έκανε να καταλάβω πραγματικά τι είναι τα τσιαττιστά. Είδα δηλαδή -αφότου τα άκουσα- τι έγραφα σε παλιότερες συζητήσεις εδώ στο φόρουμ, τότε με την Ουνέσκο, και κατάλαβα πόσο πολύ δεν είχα καταλάβει τότε…
-Κάποια με πιθκιαύλι, έτσι κι έτσι.
-Κάποιες ρίμες όχι τραγουδισμένες αλλά απαγγελμένες από τους ποιητάρηδες που τις έφτιαξαν, κάποιες αφηγήσεις παραμυθιών, και μερικά ακόμη στο περιθώριο του κυρίως αντικειμένου.

Ασφαλώς ούτε ίχνος λύρας, ταμπουρά ή τσαμπούνας. Ούτε τταμπουτσά έχει (δε θα 'τυχε; ποιος ξέρει…), και ούτε και ζουρνά-νταούλι (που είναι των Τουρκοκυπρίων μόνο και των Μαρωνιτών).

Άκρως αποκαλυπτική καταγραφή. Εννόησα ένα πράγμα που άλλες εκδόσεις, π.χ. του Ανωγειανάκη, είχαν αποτύχει να μου το φανερώσουν:

Ότι η οργανική μουσική και το τραγούδι ήταν στην Κύπρο ξεχωριστά πράγματα. Υπάρχουν βέβαια κάποια σημεία όπου οι δύο χώροι τέμνονται, αλλά βασικά όταν κάποιος τραγουδάει δεν πρόκειται για μουσικό γεγονός αλλά για γεγονός λόγου. Σημασία έχει τι θα πει, όχι πώς θα το τραγουδήσει. Έχει ικανότατους αυτοσχεδιαστές διστίχων, ποιητάρηδες για ρίμες, και μνήμονες παλιών τραγουδιών, που δεν έχουν κανένα φωνητικό προσόν, δεν ενδιαφέρονται στο ελάχιστο να κρατάνε ρυθμό και κλίμακα, μερικές φορές ξεκινάνε πριν από τα όργανα (τις λίγες φορές που έχει και όργανα) και ούτε που τους περνάει από το μυαλό να βγουν στον ίδιο τόνο, γενικά δεν υφίστανται μουσικά κριτήρια. Κι οι ίδιες οι συνθέσεις είναι αφενός υποτυπώδεις (ο φυσικός ρυθμός της ομιλίας + δυο-τρεις νότες ίσα για να μην είναι απαγγελία), αφετέρου ελάχιστες, μία για κάθε δουλειά (μία για ρίμες, μία για τσιαττιστά κλπ.), χωρίς μέριμνα για μουσική ποικιλία. Από την άλλη, όταν παίζουν τα όργανα είναι για χορό, κι εκεί ο ρυθμός δε φεύγει τρίχα. Ούτε καλαμπορτζιές στη δοξαριά ούτε τίποτα, όλα αλφάδι. Οπότε αυτό που καταλαβαίνω εγώ είναι ότι το τραγούδι δε θεωρείται μουσική, θεωρείται λόγος. Και ότι είχαν ενσωματώσει τον έμμετρο και εμμελή λόγο μέσα στις υπόλοιπες πτυχές του λόγου τους.

Συγκλονιστικά πράγματα…

3 «Μου αρέσει»

Πέπε καταρχάς ευχαριστώ, είσαι ένας χείμαρρος πληροφοριών που για μένα έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Με λίγο ψάξιμο βλέπω αυτό το δίσκο από το 1959 που ο Νοτόπουλος θα ήταν ακόμα ζωντανός.
https://folkways-media.si.edu/liner_notes/folkways/FW04468.pdf
'Οπως βλέπεις ήταν ομηριστής, και προσπαθούσε να καταλάβει πως σχηματίζεται ένα έπος μέσα από την προφορική παράδοση, μελετώντας το τι γινόταν στην Κύπρο, την Κρήτη κλπ την εποχή του, νομίζω τον αναφέρει ο Γιαγκουλλής στη μελέτη του για τους ποιητάρηδες. Αυτό ίσως να εξηγεί το ότι επικεντρώνεται σε αφηγηματικά τραγούδια οπότε όπως λες κι εσύ σχεδόν δεν υπάρχει μελωδία, είναι μια μορφή απαγγελίας.

Για το συμπέρασμα σου θα παρατηρήσω ότι οι δυο χώροι δεν είναι κατ’ανάγκη η οργανική μουσική και το τραγούδι, αλλά η επαγγελματική μουσική και η ερασιτεχνική μουσική. Το πιθκιαύλι ας πούμε είναι ερασιτεχνικό όργανο, οπότε και οι παίχτες του δεν φτάνουν το επίπεδο των βιολάρηδων, δε θα πληρώσω ένα βοσκό να παίξει πιθκιαύλι στο γάμο της κόρης μου! Το τραγούδι μερικές φορές εντάσσεται στο πλαίσιο της επαγγελματικής μουσικής, π.χ. στους καρτζιλαμάδες παρεμβάλλεται ο χορός της τραουθκιάς δηλαδή αυτοσχεδιαζόμενα τσιαττιστά από τους χορευτές ή και τους οργανοπαίχτες, αλλά και άλλες χορευτικές μελωδίες έχουν στίχους, π.χ. η σούστα: Να πα να πεις της μάνας σου να κάμει τζι άλλην κόρη κλπ. Αλλά πολλά από τα τραγούδια σαν ρεπερτόριο ανήκουν στην ερασιτεχνική μουσική και παραδοσιακά η εκτέλεση ήταν α καπέλλα. Οπότε ο Σίκκης, ο Τερλικκάς, ο Αλκίνοος και λοιποί που τα τραγουδούν όλα με βιολί και λαούτο παντρεύουν τα δυο είδη για το σημερινο ακροατήριο.

Κι εγώ από την ανάποδη σε κάποια φάση συνειδητοποίησα για τους στεριανούς χορούς ότι ‘αυτοί χορεύουν τραγούδια, όχι οργανικές μελωδίες!’, και το κλαρίνο παίζει μεν εισαγωγές σόλο, αλλά ο χορός και το τραγούδι είναι πολύ πιο στενά δεμένα από ότι στην Κύπρο.

Το 1953 είναι μέν πριν την εισβολή (και το πιο μικρής εμβέλειας εθνικό ξεκαθάρισμα του 58 και του 64) αλλά δεν είναι προ-νεωτερική ουτοπία. Έχουμε ήδη σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών από τα χωριά και τον αγροτικό τρόπο ζωής προς τις πόλεις αλλά και τα μεταλλεία, και την εργατιά από την αρχή του 20ου αιώνα, μετανάστευση παλιότερα προς την Αίγυπτο και μετά προς την Αγγλία, συμμετοχή στους παγκόσμιους πολέμους σαν μουλάρηδες στο μακεδονικό μέτωπο στον πρώτο, και με τον κυπριακό σύνταγμα στο δεύτερο κλπ.

Αυτά και συγνώμη για το σεντόνι :grinning:

!!!
Λοιπόν, αυτό δεν το ήξερα. Απίστευτη πληροφορία! Πραγματικά φωτίζει τα πράγματα. Παρόλο που και σε καθαρά μουσικό επίπεδο η συλλογή στο σύνολό της είναι πολύ πλούσια, που σημαίνει ότι καμία μορφή μουσικής δραστηριότητας δεν τη θεωρούσε εκτός των ενδιαφερόντων του, είναι γεγονός ότι:
-από την Κύπρο έχει όλα αυτά που είπαμε με τους ποιητάρηδες
-από την Κρήτη έχει επίσης πάρα πολλές καταγραφές από ρίμες, κυρίως σχετικές με τον Β’ Πόλεμο (αλλά και μία, λ.χ., για την αρπαγή της Τασούλας!)
-έχει επίσης πολλά ριζίτικα, που είναι παλιά αφηγηματικά τραγούδια και, κάποτε κατ’ εξαίρεσιν, και καινούργια (πάλι για τον Πόλεμο), καθώς και κάμποσο Ερωτόκριτο και Δασκαλογιάννη
-από παντού όπου υπάρχει παράδοση στο δίστιχο, δηλαδή (από τα μέρη που καλύπτει η έρευνα) κυρίως Κρήτη, Κύπρο, Νάξο και Ποντίους, έχει πολλά
-από κεντρική Ελλάδα έχει άπειρα κλέφτικα τραγούδια. Τα κλέφτικα είναι μεν μουσικώς πολύ πιο ολοκληρωμένοι σκοποί, αλλά είναι πολύ λίγοι. Τον πιο βασικό σκοπό μπορεί να τον έχει ηχογραφημένο και είκοσι φορές χωρίς υπερβολή (αν δε βάζω και λίγες), κάθε φορά με άλλο κείμενο. Και ενίοτε πάλι δεν είναι παλιά κλέφτικα αλλά νεότερα του Πολέμου με την ίδια τεχνοτροπία.

Επίσης, αυτός ο προσανατολισμός του Νοτόπουλου εξηγεί γιατί συμπεριλήφθηκαν απαγγελίες και παραμύθια.

Ευχαριστώ em cγια το φυλλάδιο. Θα κάτσω τώρα να το ρουφήξω.

Εδώ υπάρχουν στοιχεία για τον Νοτόπουλο (που δεν τον ήξερα!) και θα κάτσω να τα διαβάσω. Θέλω να δώ μήπως πήγε και κατά Σερβία μεριά…

Τα διάβασα, ευτυχώς δεν ήταν πολλά. Όχι, δεν πήγε στην Γιουγκοσλαβία, αλλά ήξερε πολύ καλά τί έτρεχε εκεί. Και να που εγώ, τουλάχιστο, δεν το ήξερα, αλλά τα επικά ποιήματα της περιοχής της πρώην Γουγκοσλαβίας μάλλον επιχωριάζουν, λέει, σε Βοσνία – Ερζεγοβίνη, όχι στη Σερβία.

Επίσης συναρπαστικά. Μα τι γίνεται! Έχω πάθει την πλάκα μου σήμερα, ευχαριστώ κύριοι!

Ναι, δεν το εννοούσα ως προνεωτερική ουτοπία, απλώς υπογράμμισα ότι οι άνθρωποι που τώρα είναι πρόσφυγες ή αγνοούμενοι ήταν τότε στα χωριά τους, τα οποία ζούσαν κανονικά ως ενεργές κοινότητες στη φυσική τους γεωγραφική θέση.

Το άλλο, αν η διάκριση είναι μεταξύ μουσικής και λόγου (με το τραγούδι να εντάσσεται στον λόγο και όχι στη μουσική) ή μεταξύ επαγγελματικής και ερασιτεχνικής μουσικής, είναι τεράστια συζήτηση…

Ο Κουροστάτης, ο γιουτουμπίστας που ανέβασε την ηχογράφηση, έχει ανεβάσει επίσης από την ίδια σειρά ηχογραφήσεων και τα εξής:
https://www.youtube.com/watch?v=nLKh4Mb8F2Y, https://www.youtube.com/watch?v=6aQFVkMXNeA, https://www.youtube.com/watch?v=CouWw3bNio0, https://www.youtube.com/watch?v=WHyvnAsQdcE.

(τα βάζω έτσι, σκέτα λινκ, και γιατί δεν ξέρω πόσο πολλούς ενδοαφέρουν πέρα από τον emc, οπότε μην παραγεμίζουμε τη σελίδα, και γιατί έτσι κι αλλιώς δεν ανοίγουν από εδώ, μόνο από το ΥΤ.)


Edit: Όχι μόνο αυτά, στο κανάλι του τώρα βρίσκω και πολλά ακόμη. Μάλλον έχει ανεβάσει το σύνολο των κυπριακών καταγραφών, άλλα όπως ήταν σε μισάωρα τρακ των πολλών τραγουδιών και άλλα χωρισμένα ένα-ένα.

4 «Μου αρέσει»

μπράβο σε όλους σας, τέτοιο υλικό καλό είναι να είναι προσβάσιμο και “αναζητήσιμο” στο ίντερνετ.

2 «Μου αρέσει»

Μετά από λίγο καιρό, πληροφορήθηκα οτι ο Νοτόπουλος πέρασε και από τη Ρόδο και τη Χάλκη. Ζήτησα τις ηχογραφήσεις και ελπίζω να τις παραλάβω. Με ψιλο-δυσαρεσκεια όμως, είδα ότι παίζει ο Κουλιανός στα περισσότερα Ροδίτικα.

Μη παρεξηγηθώ όμως, ο Κουλιανός ήταν ο παιχταράς της εποχής και ακόμα και τώρα κάποιοι τον έχουν σαν πρότυπο, και είναι πρότυπο για τους βιολιστές της εξελικτικής πορείας του οργάνου. Όμως δεν ήταν και ο πιο αυθεντικός στον ήχο, ασχέτως που έχουμε ηχογραφήσεις του από παλιά, μπορούμε να ακούσουμε τον βιρτουόζικο ήχο του, μα όχι τον ήχο του χωριού, αυτό που καίει εμένα τουλάχιστον προσωπικά, όπως οι ηχογραφήσεις της Ακαδημίας Αθηνών, με Ροδίτικη λύρα.

Πάντως όπως και να έχει, μέχρι να τα πιάσω στα χέρια μου ελπίζω να βγει κάτι θετικό :slightly_smiling_face:

Πέρα από αυτό, βρήκα ένα αρχείο excel με όλες τις ηχογραφήσεις του, και από πού:
Notopoulos-master-spreadsheet.xlsx (97,1 KB)

Μάλιστα διαβάζω, ότι οι ηχογραφήσεις έγιναν στην Αθήνα, και αμφιβάλλω αν έστω και ένα τραγούδι είναι Ροδίτικο από αυτά που διαβάζω. Πόσο κρίμα…

1 «Μου αρέσει»

Δε νομίζω ότι πέρασε αυτοπροσώπως από τα νησιά. Έχει τρία σετ ηχογραφήσεις, που τουλάχιστον τα δύο (ίσως και τα τρία) είναι από εκπομπές του ραδιοφώνου:
α) Κουλιανός με σαντούρι και λαούτο κι έναν τραγουδιστή. Παίζουν 6-7 σκοπούς «των Δωδεκανήσων», έναν από Κάλυμνο, έναν από Νίσυρο κ.ο.κ. Μερικές είναι απίστευτα ωραίες, αλλά άλλο αυτό και άλλο το αυθεντικό χρώμα που γυρεύεις.
β) Δυο κυρίες από Χάλκη τραγουδούν ακαπέλα τον σκοπό της Αυγής και τον Καλαερφίστικο, αντιφωνικά. Αυτό έχει ενδιαφέρον.
γ) Ο Κουλιανός ξανά, συνοδεύει (μόνος του με το βιολί!) μια γυναικεία και μια αντρική ομάδα τραγουδιστών, που λένε τραγούδια της πόλης της Ρόδου. Κι αυτό έχει ενδιαφέρον, άλλου τύπου: η αστική εκδοχή των παραδοσιακών σκοπών του νησιού. Πρίμα-σεγκόντα, φωνητικές κορώνες, ένα Γαϊτανάκι (γαϊτάνιν έχω στον μπλεχτή) διαφορετικό από το γνωστό αλλά αναγνωρίσιμο ως παραλλαγή του, κλπ.

Ναι το είδα ,ότι ο τόπος ηχογράφησης είναι η Αθήνα.

Στο κομμάτι αστικής μουσικής, θα διαφωνήσω. Δεν υπήρχε αστική μουσική γιατί δεν υπήρχε η πόλη. Η Ρόδος (πόλη) μέχρι το 1912 αποτελούνταν από τη παλιά πόλη (όπου έμεναν μόνο Τούρκοι), τα Μαράσια (μικρή συνοικία- σαν χωριό) και η Μητρόπολη (μικρή συνοικία)

Οι Έλληνες ζούσαν στην εξοχή, όλα τα χωριά εκτός μερικών 2-3 ήταν ελληνικά.
Αργότερα που φτιάχτηκε η πόλη, κατοίκησαν πολλοί Ροδίτες, αλλά και πολλοί Ολυμπιτες και Συμιακοί, Μικρασιάτες, Καστελοριζιοί και Καλύμνιοι.

Δημιουργήθηκε η έννοια “πόλη” αλλά, οι καταγραφές που έχουμε δείχνουν χορούς και έθιμα της Ευρώπης, όπως Απόκριες υπό των ήχων του σαξοφώνου.

Όταν πρωτοσυσταθηκε το Λύκειο Ελληνίδων Ρόδου, οι κύριες της πόλης τραγουδούσαν κάποια “δήθεν” παραδοσιακά όπως το “Πέρα στους πέρα κάμπους” και το “Γαϊτανάκι” παραλαγμένο. Και ο Κουλιανός σε αυτό το κύκλο ανήκε.

Μια ιστορία που μου είπε η μάνα μου:
Πριν από μια παράσταση σε ένα στρατόπεδο με το συγκρότημα Νέλλης Δημογλου, ζήτησαν από τον Κουλιανό να παίξει κάτι μέχρι να ξεκινήσουν, και τους έπαιξε τα “Κύματα του Δουνάβεως”.

Η πόλη της Ρόδου και οι μουσικοί της, υπονόμευαν έντονα τη παραδοσιακή μουσική που έπαιζαν οι “χωριάτες”.

Λάθος, ο ίδιος ο Κουλιανός τραγουδάει. Και σαντούρι είναι ο Τάσος Διακογιώργης! Είναι ο γνωστός, ή συνωνυμία; Ροδίτης ήταν; (Τον λαουτιέρη τον λένε Μανώλη Πολίτη.)

Στο εξέλ λέει τόπο «Αθήνα», αλλα΄νομίζω ότι το παίξιμο έλαβε χώρα στη Ρόδο. Ίσως Αθήνα ήταν ο Νοτόπουλος όταν το έγραψε από το ραδιόφωνο.

Εν πάση περιπτώσει, δεν ανήκουν στο σώμα των καταγραφών του Νοτόπουλου από την επιτόπιά του έρευνα. Απλώς τα πέτυχε στο ράδιο και τα 'γραψε κι αυτά για να τα έχει.

Ο Διακογιωργης παίζει, καταγόταν από τα Μαρίτσα Ρόδου.

1 «Μου αρέσει»

Αυτά πάλι τι είναι;

Οι ηχογραφήσεις της Ακαδημίας πρέπει να είναι όση η άμμος της θαλάσσης, αλλά οι μόνες που έχω υπόψη μου να κυκλοφόρησαν είναι μια μικρή δειγματοληψία στο γνωστό βιβλίο Σπυριδάκη-Περιστέρη που έχω παραπέμψει πολλές φορές (πέντε 45άρια ένθετα στην αρχική έκδοση και δύο σιντί σήμερα), μεταξύ των οποίων ένα όντως εντυπωσιακό δεκάλεπτο Παραξύπνημα από τη Ρόδο, αλλά όχι με λύρα.