Αξίζει να αναφερθεί ότι και του Νοτόπουλου τις ηχογραφήσεις στον Παναγιώτη Λυγκ τις οφείλουμε.
Ίσως έχω ξαναπεί την ιστορία;
Μετά τον θάνατο του Νοτόπουλου to 1967, η χήρα του δώρισε στο παν/μιο του Χάρβαρντ μια τεράστια συλλογή από μπομπίνες με καταγραφές κυρίως παραδοσιακής μουσικής (αλλά και αφηγήσεων -ίσως ως δειγμάτων διαλεκτικής ομιλίας;-, εκκλησιαστικής μουσικής, κλπ.) που είχε κάνει ο μακαρίτης σε ένα σωρό περιοχές της Ελλάδας και στην Κύπρο. Σήμερα κάποιο πολύ μικρό ποσοστό αυτών των καταγραφών υπάρχει εκδεδομένο σε δίσκους, αλλά δεν ξέρω αν αυτές οι κυκλοφορίες έγιναν ζώντος του Νοτόπουλου ή μετά.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι ίδιες οι μπομπίνες στοιβάχτηκαν σε κάποια αποθήκη του Χάρβαρντ, ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα υλικά πάσης φύσεως, κάθε πιθανής υλικής μορφής, σχετιζόμενα με κάθε είδους δραστηριότητα του ανθρώπινου πνεύματος και με κάθε χώρα, λαό και εποχή. Δηλαδή ως άλλος ένας κόκκος μέσα στην άμμο της θαλάσσης.
Σαράντα+ χρόνια αργότερα, δηλαδή πριν 3 χρόνια νομίζω, ο Παναγιώτης, επίκουρος ήδη (ή κάτι τέτοιο) της Εθνομουσικολογίας στο Χάρβαρντ, παρατήρησε την ύπαρξη των μπομπινών και ρώτησε:
-Τι είναι αυτά;
Του είπαν.
-Και γιατί δεν τα κάνουμε κάτι;
-Δεν έχουν πάρει ακόμα τη σειρά τους, δε βλέπεις τι γίνεται εδωπέρα;
-Και πότε θα είναι η σειρά τους;
-Όποτε ενδιαφερθεί κάποιος.
-Ενδιαφέρομαι εγώ.
-Be my guest λοιπόν.
Οπότε ο Παναγιώτης, σε πρώτη φάση, άκουσε τις εκατοντάδες ώρες ήχου, τις ψηφιοποίησε, τις αντιπαρέβαλε με διάφορες σημειώσεις του Νοτόπουλου ώστε να βγουν τα στοιχεία κάθε ηχογράφησης (τίτλος, συμμετέχοντες, τόπος-χρόνος ηχογράφησης κλπ.). Άρχισε να διαμορφώνεται η ιδέα όχι τόσο μιας έκδοσης όσο ενός σάιτ όπου θα ανέβαιναν για να είναι προσβάσιμα στον καθένα.
Εντωμεταξύ κάποιο καλοκαίρι ο Παναγιώτης ήρθε διακοπές στην Κρήτη. Εκεί ανέλαβε και πραγματοποίησε το θεάρεστο έργο να εντοπίσει τους απογόνους όσων συμμετείχαν στις κρητικές ηχογραφήσεις (οι οποίες είναι από μόνες τους μια τεράστια συλλογή), ή και τους ίδιους τους συμμετέχοντες αν ζούσαν, ή στη χειρότερη κάποιον από τον πολιτιστικό του κάθε χωριού, και να τους δώσει τις ηχογραφήσεις, με τον ρητό όρο εκ μέρους του παν/μίου ότι μπορούν να τις κάνουν ό,τι θέλουν, να τις δημοσιεύσουν, να τις αναρτήσουν, να τις μοιράσουν (αρκεί βέβαια να μην τις εμπορευτούν). Επίσης τα μοίρασε και σε όποιον άλλο ενδιαφερόταν, όχι μόνο τα κρητικά, ακόμη και ολόκληρη τη συλλογή, και κάπως έτσι έφτασαν και στα χέρια του ανεβάστορα του παραπάνω βιντέου.
Μετά δεν ξέρω τι άλλο έγινε, γιατί στο μεταξύ ο Παναγιώτης μετοίκησε στην άλλη άκρη των ΗΠΑ και πλέον είναι σε άλλο παν/μιο. Ακούω ότι το πρότζεκτ για αξιοποίηση των ηχογραφήσεων δεν έχει εγκαταλειφθεί, ο Παναγιώτης συνεχίζει να διατηρεί εμπλοκή, αλλά περισσότερα δεν ξέρω.
Οι ηχογραφήσεις της Κύπρου:
Κατ’ αρχήν, ε΄ναι σημαντικό ότι πραγματοποιήθηκαν πριν την εισβολή. Είναι λοιπόν από όλο το νησί, άρα και από μέρη που σήμερα είναι κατεχόμενα. Κι αυτές είναι πολύ μεγάλος όγκος.
Περιλαμβάνουν χονδρικά τα εξής:
-Ηχογραφήσεις με βιολί και λαούτο, οργανικά, στο γνωστό κυπριακό στυλ (σαν αυτήν στο βίντεο) όπου κάθε τόπος φαίνεται να έχει ένα αυστηρά συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Γενικά ηχογραφήσεις πολύ υψηλού επιπέδου.
-Τραγούδια με βιολί και λαούτο, κυρίως του γάμου. Επίσης υψηλού επιπέδου. Μερικές είναι άκρως εντυπωσιακές, καθώς φαίνεται ότι στα έθιμα για τα διάοφρα στάδια του γάμου περιλαμβανόταν το τραγούδισμα ολόκληρων τεράστιων παραλογών, που δεν τις έχω ξανακούσει ποτέ σε πλήρη διάρκεια (20, 30 λεπτά…) και πλήρη εκτέλεση (τραγούδι, αντιφωνίες, όργανα) και, επιπλέον, καλοπαιγμένες!
-Ρίμες ποιητάρικες. Σκέτο τραγούδι, από τους ίδιους τους ποιητές. Όλες σ’ έναν στάνταρ σκοπό. Ως επί το πλείστον σχοινοτενέστατες και μάλλον βαρετές, χωρίς ποιητική αξία, αν και βέβαια μεγάλου ενδιαφέροντος για τη μελέτη του ίδιου του φαινομένου. Ανάμεσά τους και κάποια παλιά δημοτικά τραγούδια, που κι αυτά είναι λίγο κουραστικά (οι κυπριακές, ειδικά, εκδοχές των μεγάλων τραγουδιών είναι ακόμη μεγαλύτερες) αλλά, αντίθετα προς τις περισσότερες ρίμες, είναι αξιολογότατα και κυρίως σπανιότατα τεκμήρια, απλώς δύσκολα προσεγγίσιμα.
-Σκοποί τραγουδιστοί, κυρίως χωρίς όργανα και σπανιότερα με όργανα: τσιαττιστά, παινέματα του γάμου, κάποια ερωτικά κλπ. Τα τσιαττιστά είναι μακράν τα πιο εντυπωσιακά, γιατί ενώ ο Νοτόπουλος έβρισκε δύο για τους οποίους είχε πληροφορίες ότι είναι καλοί μονομάχοι και τους έβαζε να αναμετρηθούν μπροστά στο μαγνητόφωνο (δηλαδή συνθήκες από τις οποίες δεν περιμένεις και πολλά), οι τύποι έχουν μια ετοιμότητα αυτοσχεδιασμού πραγματικά απίστευτη. Σε ρυθμό ελάχιστα βραδύτερο από της απλής ομιλίας, λένε ό,τι θέλουν να πουν ταιριάζοντάς το σε στιχάκι. Είναι εξωπραγματικό, είναι μετά βεβαιότητος πραγματικός αυτοσχεδιασμός και όχι στημένο (το καταλαβαίνεις ακούγοντας), και μ’ έκανε να καταλάβω πραγματικά τι είναι τα τσιαττιστά. Είδα δηλαδή -αφότου τα άκουσα- τι έγραφα σε παλιότερες συζητήσεις εδώ στο φόρουμ, τότε με την Ουνέσκο, και κατάλαβα πόσο πολύ δεν είχα καταλάβει τότε…
-Κάποια με πιθκιαύλι, έτσι κι έτσι.
-Κάποιες ρίμες όχι τραγουδισμένες αλλά απαγγελμένες από τους ποιητάρηδες που τις έφτιαξαν, κάποιες αφηγήσεις παραμυθιών, και μερικά ακόμη στο περιθώριο του κυρίως αντικειμένου.
Ασφαλώς ούτε ίχνος λύρας, ταμπουρά ή τσαμπούνας. Ούτε τταμπουτσά έχει (δε θα 'τυχε; ποιος ξέρει…), και ούτε και ζουρνά-νταούλι (που είναι των Τουρκοκυπρίων μόνο και των Μαρωνιτών).
Άκρως αποκαλυπτική καταγραφή. Εννόησα ένα πράγμα που άλλες εκδόσεις, π.χ. του Ανωγειανάκη, είχαν αποτύχει να μου το φανερώσουν:
Ότι η οργανική μουσική και το τραγούδι ήταν στην Κύπρο ξεχωριστά πράγματα. Υπάρχουν βέβαια κάποια σημεία όπου οι δύο χώροι τέμνονται, αλλά βασικά όταν κάποιος τραγουδάει δεν πρόκειται για μουσικό γεγονός αλλά για γεγονός λόγου. Σημασία έχει τι θα πει, όχι πώς θα το τραγουδήσει. Έχει ικανότατους αυτοσχεδιαστές διστίχων, ποιητάρηδες για ρίμες, και μνήμονες παλιών τραγουδιών, που δεν έχουν κανένα φωνητικό προσόν, δεν ενδιαφέρονται στο ελάχιστο να κρατάνε ρυθμό και κλίμακα, μερικές φορές ξεκινάνε πριν από τα όργανα (τις λίγες φορές που έχει και όργανα) και ούτε που τους περνάει από το μυαλό να βγουν στον ίδιο τόνο, γενικά δεν υφίστανται μουσικά κριτήρια. Κι οι ίδιες οι συνθέσεις είναι αφενός υποτυπώδεις (ο φυσικός ρυθμός της ομιλίας + δυο-τρεις νότες ίσα για να μην είναι απαγγελία), αφετέρου ελάχιστες, μία για κάθε δουλειά (μία για ρίμες, μία για τσιαττιστά κλπ.), χωρίς μέριμνα για μουσική ποικιλία. Από την άλλη, όταν παίζουν τα όργανα είναι για χορό, κι εκεί ο ρυθμός δε φεύγει τρίχα. Ούτε καλαμπορτζιές στη δοξαριά ούτε τίποτα, όλα αλφάδι. Οπότε αυτό που καταλαβαίνω εγώ είναι ότι το τραγούδι δε θεωρείται μουσική, θεωρείται λόγος. Και ότι είχαν ενσωματώσει τον έμμετρο και εμμελή λόγο μέσα στις υπόλοιπες πτυχές του λόγου τους.
Συγκλονιστικά πράγματα…