Η κιθάρα του Στέλιου Χρυσίνη

Βρήκα ένα κείμενο στο facebook και το μεταφέρω εδώ.

" Κιθάρα του Στέλιου Χρυσίνη 🎶 Ένας σημαντικός συνθέτης.

📍 “Στις αρχές της δεκαετίας του 50, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της Columbia και της His Master Voice. Ανέδειξε πολλούς τραγουδιστές της εποχής. Ανάμεσά τους τον σπουδαιότερο ίσως για πολλούς τραγουδιστή της Ελλάδας, Στέλιο Καζαντζίδη, που υπήρξε και δάσκαλος του. Ο ίδιος έλεγε πως τα μυστικά του τραγουδιού τα οφείλει στο Χρυσίνη… Από τα χέρια του Χρυσίνη πέρασε όλο το λαϊκό τραγούδι της εποχής. Πολλοί καταξιωμένοι συνθέτες, πήγαιναν σε αυτόν για να ακούσει τα τραγούδια τους. Εκείνος, με το εξαιρετικό μουσικό αυτί που διέθετε, τα διόρθωνε και τα τελειοποιούσε. Πολλά αριστουργήματα που σήμερα ακούμε δε θάταν τα ίδια δίχως τη δική του παρέμβαση!..”

📷📰**Φωτογραφία / κείμενο απο Μάνος Ζερβός

‘Παράπονο το έχω που δεν έκατσες να σου μάθω κιθάρα’, μου λέει καμιά φορά ο πατέρας μου… ‘Απ’ ότι φαίνεται θα με θάψουνε με αυτή…’. Του απαντώ ‘Άμα μου κάνεις εσύ μαθήματα κιθάρας, θα σου κάνω εγώ γυμναστική… Δέχεσαι;’. Δε δέχεται, βαριέται… Έτσι κι εγώ. Δεν τόχω. Θέλω να πω πως άμα ήταν να μάθω, θα το είχα αρχίσει μόνος και έπειτα ο δάσκαλος θα με βοηθούσε να προχωρήσω, γιατί, όπως συνηθίζω να λέω, ‘ο αληθινος καλλιτέχνης αρχίζει αυτοδίδακτος και τελειώνει αυτοδίδακτος…’.

Κάθομαι συχνά μόνος τα βράδια του Χειμώνα στην Ιεράπετρα μπροστά στο τζάκι, με τη ρόμπα μου, διαβάζω, καπνίζω την πίπα μου και ακούω δίσκους βινυλίου. Συνθέτης δυο τριών αγαπημένων μου κομματιών είναι ο Στέλιος Χρυσίνης, ένας σημαντικός, μα ξεχασμένος από την ιστορία συνθέτης. Η κιθάρα που έχω στην κατοχή μου, ανήκε κάποτε σε αυτόν. Καμιά φορά την πιάνω στα χέρια μου και προσπαθώ να την κουρδίσω. Αδύνατο, γιατί δυστυχώς είναι σκεβρωμένη από τα χρόνια. Προσπαθώ να παίξω, μα δε γνωρίζω, απλά χαϊδεύω τις χορδές της. Με συγκίνηση σκέφτομαι πως ο άνθρωπος αυτός ήξερε να παίζει και να συνθέτει τραγούδια ενώ ήταν τυφλός! Και δεν έπαιζε μόνο κιθάρα. Έπαιζε βιολί, πιάνο, μπουζούκι, μπαγλαμά, μαντολίνο, λαούτο και μαντόλα! Από τα δώδεκα του χρόνια μαζί με τον επίσης τυφλό αδελφό του, τον Παναγιώτη, έπαιζε μουσική υπόκρουση στις τότε βωβές ταινίες… Για ένα διάστημα έπαιζε στα καμπαρέ της Τρούμπας και το 1934 ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι στην ‘Κολούμπια’ με τίτλο ‘Χτες το βράδυ στον τεκέ μας’, ένα τραγούδι ‘χασικλίδικο’, το οποίο τραγούδησε ο Στέλιος Περπινιάδης. Στις αρχές της δεκαετίας του 50, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της ‘Κολούμπια’ και της ‘Χιζ Μάστερς Βόις’. Ανέδειξε πολλούς τραγουδιστές της εποχής. Ανάμεσά τους τον σπουδαιότερο ίσως για πολλούς τραγουδιστή της Ελλάδας, Στέλιο Καζαντζίδη, που υπήρξε και δάσκαλος του. Ο ίδιος έλεγε πως τα μυστικά του τραγουδιού τα οφείλει στο Χρυσίνη… Από τα χέρια του Χρυσίνη πέρασε όλο το λαϊκό τραγούδι της εποχής. Πολλοί καταξιωμένοι συνθέτες, πήγαιναν σε αυτόν για να ακούσει τα τραγούδια τους. Εκείνος, με το εξαιρετικό μουσικό αυτί που διέθετε, τα διόρθωνε και τα τελειοποιούσε. Πολλά αριστουργήματα που σήμερα ακούμε δε θάταν τα ίδια δίχως τη δική του παρέμβαση!

Συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους τραγουδιστές του ρεμπέτικου, μα δεν θέλω να αναφέρω λίστα με ονόματα, γιατί ο σκοπός μου δεν είναι εγκυκλοπαιδικός και ακόμα κι αν ανέφερα θα ήταν βέβαιο πως πολλούς θα παρέλειπα…

Έγραψε πολλά τραγούδια, ρεμπέτικα, λαϊκά και δημοτικά, τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Παρόλα αυτά, για τους περισσότερους, είναι γνωστός μόνο σαν άκουσμα κι όχι σαν όνομα… Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιθωριοποιήθηκε, όπως δυστυχώς συνέβη με πολλούς σπουδαίους δημιουργούς, δυστυχώς, εδώ στην Ελλάδα. Νέοι δημιουργοί και ερμηνευτές εισέβαλαν στη δισκογραφία και οι παλιότεροι παραγκωνίστηκαν. Η βαθιά απογοήτευση οδήγησε το Χρυσίνη στο ποτό και στο φαγητό, με αποτέλεσμα να πεθάνει το 1970, πριν κλείσει τα 54 του χρόνια…

Τώρα, πώς βρέθηκε η κιθάρα του Χρυσίνη στα χέρια μου…

Ο πατέρας μου ξεκίνησε από τα φοιτητικά του χρόνια να παίζει κιθάρα. Τα κατάφερνε καλά, μα πάντα ήταν τελειομανής και ήθελε να γίνει ακόμη καλύτερος. Όταν διορίστηκε, το 1987, γνώρισε στη Φορτέτσα τον Τάσο το Γκαρμάτη, που διατηρούσε ταβέρνα. Ο Τάσος ήταν επαγγελματίας στην κιθάρα και συχνά έπαιζε τα βράδια.

Η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε μεγάλη εκτίμηση και φιλία. Ο Τάσος έδειξε στον πατέρα μου πολλά από τα μυστικά της κιθάρας. Πήγαινα κι εγώ μικρό παιδί στην ταβέρνα με τους γονείς μου. Θυμάμαι την αυλή και τη μουριά, θυμάμαι το χώρο μέσα, τους τοίχους στολισμένους με μουσικά όργανα και ποτά. Στην κουζίνα, πάνω ψηλά την πρόχειρη χειρόγραφη φράση ‘κι αυτό θα περάσει’. Και πράγματι ό, τι κι αν είχες το ξεχνούσες σαν άκουγες τον Τάσο να παίζει, όταν δεν είχε να εξυπηρετήσει πελάτες… Πολλά από τα ρεμπέτικα τραγούδια που γνωρίζω τα θυμάμαι από τον Τάσο που έπαιζε με τον πατέρα μου…

Ο Τάσος δυστυχώς το 1996 αρρώστησε και παράτησε την ταβέρνα. Ο πατέρας μου μού είχε πει πως του χάρισε την κιθάρα, που ανήκε στο Στέλιο Χρυσίνη μα λεπτομέρειες δεν ήξερα…

Προχθές που καθόμουν στο καφενείο με τον πατέρα μου τον ρώτησα ξανά σχετικά με την κιθάρα και εκείνος μου είπε

  • Και γιατί δε ρωτάς τον ίδιο τον Τάσο; Ξέρεις πόσες φορές μου έχει πει, όταν τον συναντώ στο δρόμο, ‘έλα στο σπίτι να κάτσουμε και να παίξουμε κιθάρα σαν τον καλό παλιό καιρό;’. Μα δεν πήγα ποτέ… Βέβαια έχω κάποια χρόνια να τον δω…

  • Να πάμε μπαμπά… είπα εγώ.

  • Ε θα σε πάρω να πάμε μια μέρα…

Αλλά αν βάλω στο μυαλό κάτι πρέπει να το κάνω.

Ήθελα το συντομότερο δυνατό να πάω…

Πόσες φορές σκέφτηκα να επισκεφτώ ανθρώπους που συμπαθώ και δεν πήγα – αναφέρομαι κυρίως σε ανθρώπους από το παρελθόν και μάλιστα ώριμους σε ηλικία. Και κάποιες φορές εκείνοι μου πρότειναν να καθίσω μαζί τους ή να τους επισκεφτώ και δε δέχτηκα για λόγους ασήμαντους… Δεν πήγα, δε δέχτηκα γιατί πίστευα τη στιγμή εκείνη πως θα είχα την επιλογή να το κάνω όποτε ήθελα. Τους θεωρούσα δεδομένους. Προσπαθώ να αλλάξω τη νοοτροπία αυτή, οι άνθρωποι δεν είναι δεδομένοι, δε θα είναι εδώ για πάντα. Πρέπει, όταν έχουμε την ευκαιρία να τους δούμε, να τους βλέπουμε. Γιατί μπορεί να μην έχουμε άλλη ευκαιρία, μπορεί ένα πρωί να ακούσουμε πως δε βρίσκονται πια κοντά μας. Και τότε θα τους εκτιμήσουμε ακόμα περισσότερο, μα θα είναι αργά…

Ο πατέρας το ίδιο απόγευμα μου τηλεφώνησε για να πάμε να βρούμε τον Τάσο. Είχε το τηλέφωνο του, μα δεν ίσχυε πια. Τηλεφώνησε στον καφετζή της γειτονιάς και εκείνος του πε πως το σπίτι του Τάσου είχε φως…

Όταν φτάσαμε είχε σκοτεινιάσει. Το πράσινο Ντάτσουν του 1978 ήταν στο γκαράζ, όπως τον καιρό που πηγαίναμε. Φτάσαμε στην παλιά, βαριά σιδερένια καγκελόπορτα, το μόνο που έμεινε ίδιο. Η ταβέρνα ήταν πια σπίτι, η μουριά δεν υπήρχε πια και πολύ λυπήθηκα…

Κτυπήσαμε πολλές φορές. Άργησαν να απαντήσουν. Σκέφτηκα πια πως ο Τάσος θα έχει περάσει τα ογδόντα και δε θα μπορούσε να κινηθεί γρήγορα. Σε λίγο μας άνοιξε η γυναίκα του και πολύ χάρηκε που πήγαμε.

‘Ξέρεις δάσκαλε, είπε του πατέρα μου, πόσο συχνά έχουμε την κουβέντα σας;’

Γι’ αυτό δεν πρέπει να κλεινόμαστε στο σπίτι. Να στεναχωριόμαστε και να μεμψιμοιρούμε. Να σκεφτόμαστε μίζερα, να παραπονιόμαστε πως κανείς δε νοιάζεται για μας. Αν δεν έρχεται κάποιος σε μας, ας πάμε εμείς σε αυτόν!

Η κυρία Παρή μας έβαλε να πιούμε μια ρακί μέχρι να ξυπνήσει ο Τάσος. Είχε εγχειριστεί πρόσφατα στην καρδιά και δεν ήταν και τόσο καλά…

Σε λίγο ήρθε και αφού μας υποδέχτηκε με έναν εγκάρδιο χαιρετισμό, κάθισε δίπλα μου και άρχισε από μόνος του να μιλά για τη μουσική και για το παρελθόν.

Ξεκίνησε να μιλά για τις αρχές της δεκαετίας του ΄50, όπου παιδί δεκαπέντε ετών στην Καισαριανή, σύχναζε στο κουρείο του Νίκου Μεϊμάρη. Ο Μεϊμάρης είχε κρεμασμένα μπουζούκια και κιθάρες. Όταν πήγαινε ο Τάσος ή άλλα παιδιά που ήξεραν να παίζουν τους έδινε κάποιο όργανο! Έτσι το κουρείο έγινε τόπος συνάντησης μουσικών. Απέναντι διατηρούσε τσαγκάρικο ο Πάνος Γαβαλάς! Ο Τάσος πήγαινε για ένα διάστημα και τον βοηθούσε στο μαγαζί. Ο Γαβαλάς συνήθιζε να τραγουδά ενώ δούλευε. Πήγε στο Μεϊμάρη και του είπε για τον καλλίφωνο τσαγκάρη. Εκείνος τον προσκάλεσε στο τσαγκάρικο. Έτσι οι δυο, μετέπειτα σημαντικοί μουσικοί, γνωρίστηκαν. Ο Τάσος έπαιζε μαζί τους, αρχικά στα πανηγύρια… Ανέφερε επίσης πως έπαιξε μαζί τους στη ‘Γαρδένια’, στου Ζωγράφου και με τον Κόκοτα. Ήταν να φύγει με το πλοίο ‘Βασίλισσα Φρειδερίκη’ για Αμερική, να παίξει στην ορχήστρα του πλοίου με το Μουζάκη, αλλά λόγω ατυχήματος δε μπόρεσε να πάει…

  • Ωραία και ενδιαφέροντα όλα αυτά, του είπα, μα θέλω να μου πείτε γι’ αυτό…

Του έδειξα τη φωτογραφία με εμένα που κρατώ την κιθάρα του Χρυσίνη στο κινητό. Εκείνος αμέσως την αναγνώρισε και συγκινήθηκε.

  • Πώς γνωρίσατε το Χρυσίνη; ρώτησα

  • Από τον αδελφό μου, που πήγαινε στα μπουζούκια και τον άκουγε. Γνωρίστηκαν και του μίλησε για μένα. Ο Χρυσίνης προθυμοποιήθηκε να μου δείξει κιθάρα. Πήγαινα στο σπίτι του, στην Κυψέλη. Εκείνος μου έκανε μάθημα κι εγώ τον βοηθούσα στις μεταφορές του γιατί ήτανε τυφλός, όπως ξέρεις. Και να τον έβλεπες να περνά τις χορδές! Που δε μπορούσαν καλά καλά αυτοί που έβλεπαν!

Είχε ένα σπίτι… δε θα το ξεχάσω όσα χρόνια κι αν περάσουν. Είχε μια αυλή με δέντρα και καναρίνια σε κλουβιά, που κελαηδούσαν και ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά. Συνήθιζε να κάθεται επάνω στο πηγάδι με την κιθάρα του και να παίζει. Θυμάμαι μια μέρα που πήγα να τον πάρω, για να τον συνοδέψω στο Περιστέρι… Χτύπησα το κουδούνι να μπω μέσα. Μη μπαίνεις! μου φώναξε η γυναίκα του… Τον βλέπω στο πηγάδι, ως συνήθως, με την κιθάρα. Καθόταν εκεί κι έβγαζε μουσική από τη φωνή των καναρινιών! Από τα πουλιά έβρισκε τον τόνο… Δηλαδή να τρελαίνεσαι! Τι άνθρωπος ήταν… Δε μπορώ να το συλλάβω…’

  • Απίστευτο… ‘Έκλεβε’ τα πουλιά! είπα.

  • Ναι. Κι έβγαζε τις εισαγωγές για τα τραγούδια του…

  • Κι έπειτα παίξατε μαζί;

  • Όχι ποτέ δεν έπαιξα μαζί του. Παραήταν σπουδαίος κι εγώ αρχάριος…

  • Συνεχίσατε να βλέπετε το Χρυσίνη;

  • Τον έβλεπα κάποιες φορές και όπως σου είπα τον βοηθούσα καμιά φορά στις μετακινήσεις του…

  • Κι έπειτα;

  • Μετά κάναμε με άλλους δυο μουσικούς το ‘Τρίο Μπραζίλ’… Το ΄58 κατέβηκα στην Κρήτη και δε συνέχισα με τα μαγαζιά. Βέβαια έπαιξα ξανά σε συναυλίες με το Μουζάκη και με το Μπιθικώτση. Αργότερα έπαιζα εδώ, στο Λιμενικό Περίπτερο. Δούλευα εισπράκτορας στα λεωφορεία και αργότερα άνοιξα την ταβέρνα…

Και τελικά την κιθάρα πώς την αποκτήσατε;

  • Στην ταβέρνα μου, μετά το ΄80, ήρθε κάποιος από την Αθήνα με την παρέα του. Γνωριστήκαμε και του είπα για μένα. Μου είπε πως ο πατέρας του είχε καφενείο, κάπου στην Αθήνα στο κέντρο. Εκεί σύχναζε ο Χρυσίνης τα τελευταία χρόνια του. Είχε αφήσει την κιθάρα του και όποτε πήγαινε έπαιζε. Το καφενείο θα κατεδαφιζόταν σύντομα. Μου λέει ‘θα σου φέρω μια κιθάρα του Χρυσίνη’. Την πήρε και μου την έφερε. Την είδα και κόντεψα να λιποθυμήσω… Ήταν η αγαπημένη του κιθάρα… Με αυτή με έμαθε να παίζω!

  • Και αν είχε τόση αξία για σας πώς και τη χαρίσατε στον πατέρα μου;

  • Ο πατέρας σου ήταν πολύ καλός φίλος και ο καλύτερος απ’ όσους με είχαν συνοδέψει στην κιθάρα. Επίσης έπαιζε με τα δάκτυλα κι όχι με πένα, όπως κι ο Χρυσίνης. Η κιθάρα είχε μεγάλη αξία για μένα, μα είπα να του τη χαρίσω. Αν δίνεις αξία σε ένα άνθρωπο και θέλεις να του κάνεις ένα δώρο πρέπει να του δώσεις κάτι που για σένα έχει αξία. Αξία πολύ μεγαλύτερη από τα χρήματα που κοστίζει ένα δώρο. Κάτι που για σένα κοστίζει περισσότερο από όλα τα λεφτά του κόσμου… Εσύ θα χάριζες σε ένα καλό σου φίλο έναν πίνακα; Έναν πίνακα που δε θα ήθελες να αποχωριστείς

  • Δεν έχω φίλους αλλά αν είχα… Δεν ξέρω… απάντησα σκεπτικός.

-Τάσο θα μας παίξεις ένα τραγούδι και να φύγουμε να σ’ αφήσουμε να ξεκουραστείς;

  • Γιώργο δε μπορώ πια. Το χέρι μου το αριστερό, το δάκτυλο δε λειτουργεί καλά. Ίσως το εγχειρίσω…

Ο πατέρας μού έκανε νόημα και μου ψιθύρισε με τρόπο.

  • Μανόλη… Πολύ τον κουράσαμε τον Τάσο. Να πηγαίνουμε…

Σηκωθήκαμε. Ο πατέρας τότε ρώτησε τον Τάσο

  • Και δε μου λες; Μήπως θυμάσαι τι μου ζήτησες για να μου δώσεις την κιθάρα;

  • Ε βέβαια, Σου ζήτησα να μου αγοράσεις καινούριες χορδές για τη δική μου κιθάρα!

Ο πατέρας έτοιμος να δακρύσει τον αγκάλιασε και τον φίλησε.

Εγώ έβαλα το παλτό μου και πήγα να φύγω. Ο Τάσος άνοιξε και μου έδειξε ένα χοντρό ντοσιέ με χαρτιά. Ήταν γεμάτο τραγούδια δικά του!

  • Κάποια μέρα, μου είπε, θα μπορέσω να παίξω ξανά και θα τα ηχογραφήσω. Και θα σου χαρίσω το δίσκο. Αν δε μπορέσω εγώ θα τα ηχογραφήσουν τα εγγόνια μου που εγώ τα έμαθα να παίζουν…

Αυτή ήταν η σύντομη ιστορία της κιθάρας του Στέλιου Χρυσίνη και του Τάσου Γκαρμάτη. Να ξέρετε πως πολλές φορές τα αστέρια που λάμπουν λιγότερο από άλλα, όπως το Στέλιο Χρυσίνη, μπορεί να είναι μεγαλύτερα από άλλα που λάμπουν περισσότερο. Ίσως γιατί κάποιοι δεν τα αφήνουν να λάμψουν γιατί δεν τους βολεύει…

Υπάρχουν και αστέρια που έλαμψαν σε ένα μικρό μέρος, σαν τον Τάσο. Στην ταβέρνα του σύχναζαν πολλοί, αξιόλογοι άνθρωποι του Ηρακλείου. Κρίμα που δεν έμεινε στην Αθήνα να γίνει ‘μεγάλος’. ‘Μεγάλος’ με την έννοια του ‘γνωστός’ γιατί για εμάς ο Τάσος ήταν και είναι μεγάλος…

Πηγή: Redirecting...

4 «Μου αρέσει»