Η γυναίκα στο ρεμπέτικο

Ναι, τέλος πάντων. Όταν βλέπουμε καλό χορευτή τον καταλαβαίνουμε επειδή απλούστατα τον καταλαβαίνουμε, όχι επειδή βάζουμε τικ σε κουτάκια όπως «έτρεμε η γης; Ναι - Όχι».

Οπότε, στο προηγούμενο μήνυμά μου, όπου «να τρέμει η γης» διορθώστε «χόρευε έτσι όπως είναι το ζεϊμπέκικο και, επιπλέον, καλά».

Ναι. Και ας προσθέσουμε και κάτι ακόμα, αν μου επιτρέπετε, που θα ικανοποιήσει τη δική μου, προσωπική θεώρηση:

« …χόρευε έτσι όπως είναι το ζεϊμπέκικο και, επιπλέον, καλά, και μετρημένα, χωρίς ακροβατισμούς.»

1 «Μου αρέσει»

Ακριβώς !!! Ο καθένας χορεύει όπως το αισθάνεται ομως χωρίς να «εξευτελίζει» τον χορό το οποίο βέβαια ειναι υποκειμενικό για τον καθένα.

Ναι Δημήτρη μου, συμφωνώ. Αυτό που ήθελα να τονίσω ήταν ότι δεν

, απλά πρέπει, όπως κι εσύ ο ίδιος επισημαίνεις,

2 «Μου αρέσει»

Συμφωνώ ίσως να μην το έθεσα και εγώ απόλυτα σωστά . Βέβαια εξαρτάται και το κομμάτι . Νομίζω αλλιώς κανεις χορεύει το άγαλμα αλλιώς το βαθειά στη θάλασσα θα πέσω .

To αγαλμα σόρυ, δεν τυχαίνει να το ξέρω…

(αλλά μη στείλεις λίνκ, δεν χρειάζεται…)

ο πάππος είχε ένα άγαλμα μικρός, αλλά του ψόφησε…

Μα, δεν ψοφούν τ’ αγάλματα…

Πάντως απ ότι θυμάμαι από την συνέντευξη της Νταίζης Σταυροπούλου, (βέβαια μπορεί να κάνω λάθος), ο Καρυδάκιας της μάθαινε ζειμπέκικο σπίτι και εκεί στην πρόβα χόρευε τα τραγούδια του Δελιά, γιατί όταν βγαίνανε έπρεπε να κοιτάει μόνο μπροστά, για να μην γίνει παρεξήγηση στα μαγαζιά που πηγαίνανε. Πολύ αργότερα σηκώθηκε και χόρεψε σαν πελάτισσα. Επίσης δεν τραγούδησε ποτέ σε πάλκο γιατί το θεωρούσανε άσχημο για μια γυναίκα. Και επίσης αν θυμάμαι καλά σταμάτησε να τραγουδάει γιατί της το ζήτησε ο άντρας της. Και αυτό δηλώνει πολλά για την θέση της γυναίκας. Αν σκεφτείς ότι μια φτασμένη τραγουδίστρια όπως η Σταυροπούλου σταμάτησε μια πετυχημένη καριέρα επειδή το ήθελε ο άντρας της.
Συμπλήρωση: Κάτι που θεωρώ ότι δεν ήταν τυχαίο πάντως είναι ότι οι δύο πρώτες και η Εσκενάζυ και η Αμπατζή ήταν η μία Εβραία και η άλλη Μικρασιάτισσα. Οι παλαιοελλαδίτες το βλέπανε διαφορετικά το θέμα.

1 «Μου αρέσει»

Μια ιστορία:

Πριν 8-9 χρόνια, στο σχολείο που δούλευα τότε στην Αθήνα, είχα στήσει μια μαθητική χορωδία. Σε κάποια εκδήλωση που ετοιμάζαμε, είχαμε εξωτερική συμμετοχή μια φίλη μου ακορντεονίστρια. Η φίλη αυτή είχε πολύ μεγάλη εμπειρία από χορωδίες και βοηθούσε στις πρόβες (αυτή όντως ήξερε, ενώ εγώ το έκανα απλώς ως ο μονόφθαλμος μες στους τυφλούς, γιατί το σχολείο -ένα ΕΠΑΛ- ήταν μια πολιτιστική έρημος).

Υπήρχε λοιπόν μια μαθήτρια που είχα παρατηρήσει ότι είχε ξεχωριστή φωνή. Δεν ήξερε ντιπ για ντιπ να τραγουδάει, ήταν όμως καλλίφωνη. (Από τις περιπτώσεις που λέγαμε ότι το φάλτσο ακούγεται περισσότερο.) Ήδη από πρόβες άλλων εκδηλώσεων είχα προσπαθήσει να τη βοηθήσω κάπωςνα μάθει τη φωνή της, κι επίσης να της δώσω κι ένα βήμα να δείξει το (έστω ανεκμετάλλευτο) χάρισμά της, πράγμα που της έκανε πολύ καλό, γιατί ήταν ένα κορίτσι παραπεταμένο από τις παρέες, ασχημούτσικο, από θεόφτωχη οικογένεια κλπ., γενικά ένας αδύνατος κρίκος μέσα στη σχολική κοινωνία. Οπότε, μετά από ένα-δυο σόλα σε μια σχολική εκδήλωση, κάπως ανέβηκε στα μάτια και των αλλωνών και τα ίδια τα δικά της. Και κάποια στιγμή άρχισε να μιλάει και για κάποιον γκόμενο, εξωσχολικό.

Τη φωνή της λοιπόν την παρατήρησε κι η φίλη μου, όταν αρχίσαμε μαζί πρόβες. Μετά, κατ’ ιδίαν, με ρώτησε για τη μαθήτρια, και της είπα την περίπτωση. Στην επόμενη πρόβα τής έκανε μια απίστευτη πρόταση, μια ευκαιρία που δεν ξανατυχαίνει δεύτερη φορά: να έρθει δωρεάν σε μια χορωδία όπου δούλευε η ίδια, η οποία ήταν από τις καλύτερες πανελληνίως και πανάκριβη, αλλά σε ειδικές περιπτώσεις δεχόταν και κάποιους με κάτι σαν κατ’ εξαίρεσιν υποτροφία (τέλος πάντων τζάμπα). Σκέψου το και μας λες, ευχαριστώ θα το σκεφτώ και θα σας πω.

Αφού πέρασαν μερικές μέρες και δεν είπε τίποτε, τη ρώτησα εγώ: τη σκέφτηκες την πρόταση; Δε θα πάω, μου λέει. Δε θέλει ο φίλος μου.

Δεν περίμενα ν’ ακούσω κάτι τέτοιο. Όχι, της λέω, μάλλον δεν έχεις καταλάβει για τι πράγμα μιλάμε. Είναι πολύ καλή χορωδία, είναι πολύ τιμητική πρόταση, και είναι πολύ καλή περίπτωση γιατί εκεί στ’ αλήθεια θα μάθεις όλα αυτά που δεν μπορώ να σου δείξω εγώ και δεν έχεις κανέναν άλλο να σ’ τα δείξει. Είναι η ευκαιρία της ζωής σου. Είναι ύβρις να την κλωτσήσεις.

Δεν πήγε.

3 «Μου αρέσει»

Περικλή ξέρω και εγώ αντίστοιχες περιπτώσεις όχι με χορωδία και φωνή αλλά με σχολές που ούτε καν δηλώθηκαν για να μην χάσουνε τον γκόμενο ή την γκόμενα.
Άλλη αυτή η περίπτωση όμως και άλλο το να έχεις κάτι χειροπιαστό στα χέρια σου και να είσαι αναγνωρισμένη, -ος, όπως ήταν η Σταυροπούλου. Που στο φινάλε αν ήθελε θα μπορούσε να ζήσει και από την δουλειά της μόνο, χωρίς να έχει ανάγκη κανέναν.
Δεκτό ότι ο έρωτας τυφλώνει, αλλά στην περίπτωσή της νομίζω ότι ήταν περισσότερο το κλίμα της εποχής για τις σχέσεις άντρα γυναίκας. Χώρια που δεν ήταν και καμιά πρωτόβγαλτη.

1 «Μου αρέσει»

Ναι, δε λέω, αλλά και άλλες εποχές της Σταυροπούλου. Εδώ μιλάμε για πριν ούτε δέκα χρόνια - για σήμερα ουσιαστικά.

Κι ύστερα, η σχολή έχει και τον ξενιτεμό. Εδώ απλώς ο τύπος δεν ήθελε, πάει και τελείωσε! (Εκτός αν ήταν πρόσχημα …ξέρω κι εγώ; Όλα συμβαίνουν, αλλά ακόμα και να σκεφτεί κανείς τέτοιο πρόσχημα;)

2 «Μου αρέσει»

Δεν πιστεύω ότι ήταν πρόσχημα γιατί το έχω ζήσει αυτό το παράδειγμα πολύ κοντά μου με δικό μου άνθρωπο. Και όταν έφτασε η ώρα να κοιτάξει πίσω του, σε εκείνη την επιλογή στάθηκε και βλαστήμησε.
Θα είχε ενδιαφέρον να την δεις τώρα την κοπέλα και να την ρωτήσεις για την επιλογή της, και αν πιστεύει ότι έκανε την καλύτερη.
Ο δικός μου άνθρωπος το μετάνιωσε.

2 «Μου αρέσει»

πολύ στεναχωριέμαι με αυτές τις ιστορίες που γράφετε, σκέφτομαι και αντίστοιχες που συμβαίνουν γύρω μας. έχουμε πολύ δρόμο όπως λέγαμε και πριν…

υγ: @nikos_politis αυτή ήταν η απάντηση του πάππου όταν κάποιος του ζήτησε το άγαλμα. υπάρχει και μια αντίστοιχη του βλάχου για το όμορφο αμάξι.

4 «Μου αρέσει»

Έχω κι εγώ, πάντως, ανάλογο περιστατικό, όπως σίγουρα κι εσύ πολλά: Μύκονος, αρχές ΄70, με Μάρκο, Μπάτη, Δελιά κλπ. Ρωτάει κάποια στιγμή μια κοπέλα – Το δελφινάκι (δελφίνι δελφινάκι, πάμε πιο γρήγορα, ντέ…), το ξέρετε; Με το (ευγενικό!) «όχι» που εισέπραξε, σχεδόν παρεξηγηθήκαμε με την παρέα της, ενώ εγώ ήμουν πραγματικά ειλικρινέστατος. Δεν το είχα ακούσει συνειδητά το τραγούδι ποτέ, να ξέρω και ότι έτσι λέγεται, λόγια κλπ. Φυσικά για να “το περάσω”, ούτε λόγος, αλλά δεν θα μπορούσα ούτε έτσι λίγο να προσπαθήσω.

2 «Μου αρέσει»

-Το «Με παράσυρε το ρέμα» το παίζετε;
-Ναι αμέ! Για πάρτη σου: Με τη φετινή πλημμύρα…

4 «Μου αρέσει»

η Ροζα τραγουδησε με τον Μπατη?

Όχι. Όμως συνυπήρξαν στο στούντιο, όταν ο Μπάτης ηχογράφησε ένα κομμάτι που το ονομάσανε “Ταξίμι Αθηναϊκό (!!) και ζεϊμπέκικο”. Φαίνεται πως η Ρόζα περίμενε τη σειρά της να ηχογραφήσει και, στο μεταξύ, κάθησε να ακούσει το Μπάτη και την παρέα του. Όπως έυκολα θα συμπεράνει κάποιος ακούγοντας την ηχογράφηση, ο Μπάτης φαίνεται ότι κάτι λίγο το παράκανε, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για το στρες της ηχοληψίας με τον πασίγνωστο στους μάγκες της εποχής τρόπο. Άρχισε λοιπόν το ταξιμάκι του, χρησιμοποιώντας βέβαια όχι περισσότερες από 4 άντε 5 νότες, που ολοκληρώθηκε σε περίπου μισό λεπτό με μία παύση. Έλα όμως που από τη μαστούρα του δεν μπορούσε να παίξει τίποτε άλλο! Ξανά μανά λοιπόν οι 4 νότες, για επιπλέον μισό σχεδόν λεπτό. Έχω την εντύπωση ότι στο μεταξύ χρονικό διάστημα, Ρόζα και Ανέστος ήταν σε συνεννόηση μέσω ματιών, οπότε στο 3.06 παρεμβαίνει αποφασιστικά η Ρόζα με την προτροπή «Γειά σου Μπάτη μου! Δε μας το γυρίζεις σε καν΄να ζεϊμπεκάκι, αδερφέ μου;». Και, το ίδιο αποφασιστικά, ο Δελιάς μπαίνει με ένα οργανικό ζεϊμπέκικο γνωστό και ωραιότατο, αγνοώντας τις απεγνωσμένες ασυντόνιστες πενιές του Μπάτη που, γρήγορα κατάλαβε…

4 «Μου αρέσει»

Καλά, μιλάμε, ποιος ξέρει Νίκο τι σου 'χει κάνει αυτό το Ταξίμι το Αθηναίικο και του κρατάς τέτοιο ινάτι!

Τεχνικά πάντως δεν είναι ακριβής η περιγραφή σου. Οι νότες είναι πολύ παραπάνω από 4-5, και μέχρι το σημείο του πραξικοπηματικού κοψίματος του ταξιμιού δεν ακούγεται περισσότερη επανάληψη απ’ όσο είναι λογικό και συνηθισμένο να υπάρχει σε κάθε ταξίμι. Δηλαδή, συγκεκριμένα: ξαναρχίζει ίδια και ποτέ δε θα μάθουμε πού σκόπευε να καταλήξει.

Απλά, Περικλή μου, έχω ακούσει συναρπαστικότερα ταξίμια. Κι ας είναι και οχτώ, ή και δώδεκα οι νότες ή κι ακόμα πιο πολλές…