Ερώτηση για τη λέξη: Αλάνι

Δεν ξέρω αν γράφω στο σωστό νήμα ή αν έχει συζητηθεί το θέμα.Παρακαλώ διαγράψτε-μετακινήστε αν όχι.
Παρατηρώ πως η λέξη Αλάνι-Αλάνης κλπ παρουσιάζεται με 2 σημασίες
1 Είτε αυτός που τριγυρνάει άσκοπα

2 Είτε ο άνθρωπος της πιάτσας που συνήθως υπονοείται πως είναι και ντόμπρος και ίσως και λίγο νταής.

Αναρωτιέμαι αν έχει συμβεί λίγο χαλασμένο τηλέφωνο.
Η πρώτη σημασία δείχνει να κολλάει
Η δεύτερη …ΜΗΠΩΣ είναι παράφραση του Aslanım, κυριολεκτικά : Λιοντάρι μου
Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος φέρεται με τιμιότητα και θάρρος.

Παραθέτω την μέχρι στιγμής ερμηνεία του “αλάνης” από το ρεμπέτικο γλωσσάρι για πληρότητα:

2 «Μου αρέσει»

Ευχαριστώ
Ακριβώς το
Είμαι Αλάνι μάνας γιος
Μου φαίνεται δύσκολο να εννοεί πως είναι αργόσχολος και χωρίς τρόπους :slightly_smiling_face:
Μήπως πρόκειται για 2 λέξεις με διαφορετική σημασία;
Alan + Aslan?

Το ασλάνι δεν είναι άγνωστη λέξη στα ελληνικά. Δε νομίζω να το μπέρδευαν.

Πιο πολύ φαντάζομαι ότι οι δρόμοι, οι αλάνες, το να είσαι στη γύρα, θεωρείται συνώνυμο της μαγκιάς, είτε αυτή αντιμετωπίζεται θετικά είτε αρνητικά. Μες στο σπίτι σου δεν είσαι μάγκας, ούτε όλη μέρα πίσω από τον πάγκο κάποιου καταστήματος.

1 «Μου αρέσει»

Γραμματικά πάντως το Aslanım είναι πιο κοντά
Είτε ως
(ben) aslanım είμαι λιοντάρι
Ή
(benim) aslanım λιοντάρι μου

Το είμαι αλάνι-αλάνης κλπ δεν υπάρχει. Υπάρχει το alan το οποίο μπορεί να σημαίνει και χωράφι-αγροτεμάχιο…

Ναι. Νομίζω ότι η σειρά έχει ως εξής:

  • από το alan=«ανοιχτός χώρος, αγροτεμάχιο κλπ.» παράγεται το ελληνικό αλάνα (ουσιαστικό, θηλυκό) που σημαίνει περίπου το ίδιο
  • φεύγουμε από τα τούρκικα. Εντός της ελληνικής πλέον, από την αλάνα παράγεται το αλανιάρης, αλανιάρα, αλανιάρικο (επίθετο με 3 γένη)
  • ο αλανιάρης συντέμνεται και γίνεται αλάνης (στο θηλυκό όμως όχι, γιατί η λέξη αλάνα υπάρχει ήδη και σημαίνει το οικόπεδο, δεν πάει για χαρακτηρισμό ανθρώπου, άρα το επίθετο γίνεται ουσιαστικό, αρσενικό μόνο!)
  • από τον αλάνη βγαίνει το επίθετο αλάνικος -η -ο και το ουδέτερο ουσιαστικό αλάνι

.

1 «Μου αρέσει»

Το καταλαβαίνω αυτό
Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πως η κότα η αλανιάρα και ο μάγκας ο "μανας γιος στην τρίχα ο ζόρικος κλπ " ο αλανιάρης χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για αντίθετες σημασίες.
Αλάνα= άδειος χώρος… πόσο πια πρέπει να μεταλλαχθει αυτή η λέξη για να χει και τις 2 σημασίες ταυτόχρονα;

Γιατί, η αλητεία δεν έχει και καλή και κακή σημασία; Άμα γυρνάς στους δρόμους, για κάποιους είσαι ύποπτο και αντικοινωνικό στοιχείο, για άλλους είσαι ο ψημένος, ο αμάσητος, ο γεμάτος εμπειρίες από την αληθινή ζωή «εκεί έξω».

Αυτός που ΔΕ μεγάλωσε σε σαλόνια αλλά στα αλώνια είναι αλανιάρης.
Άρα είτε κότα αλανιάρα (ελευθέρας βοσκής, όχι βιομηχανικής παραγωγής) είτε αλανιάρης/α άνδρας/γυναίκα (μεγαλωμένος/η στους δρόμους) έχουν τις ίδιες “ταπεινές καταβολές” :wink:

Ειδικά την κότα την αλανιάρα νομίζω ότι τη λέμε και λίγο χιουμοριστικά. Πρόκειται για χαρακτηρισμό ανθρώπου, γυναίκας συγκεκριμένα (με ό,τι +/- πρόσημο νομίζει ο καθένας), που αυστηρά λογικά δεν πάει σε κότα. Το να παραβιάζουμε αυτή τη λογική είναι κλασικό αργκοτικό χιούμορ.

Υπάρχει και ο αλανιάρης κόκορας :wink:

Έχεις ακούσει ποτέ όμως για αλανιάρικο γουρούνι;

(οκ … μάλλον ξέφυγα :sweat_smile:)

Αυτο που προσπαθώ να πω είναι οτι το Aslanım δεν έχει μόνο τη σημασία του ζώου αλλά υπάρχει ως έκφραση.
Αν κάποιος φερθει δίκαια έντιμα και ειλικρινά , θα του πούνε: ευχαριστώ , Aslanım!
Το οποίο σε context
“είμαι αλάνης μανας γιος,μάγκας σωστός στην τρίχα”
Δείχνει να εκφράζει τις ίδιες αξίες.
Υπέθεσα πως η έκφραση μπορεί με κάποιο αντιδάνειο να υπάρχει στη γλώσσα μας.

Ή μήπως …αλωνιάρης…;

Υπάρχει όμως και το κομμάτι του Μάρκου το ‘‘Αλάνα πειραιώτισσα’’, πιθανώς η λέξη να είχε κάποια, μικρή μεν, χρήση σε αυτούς τους κύκλους.

1 «Μου αρέσει»

Από το alan προκύπτει το «αλάνι», ενώ από το aslan προκύπτει το «ασλάνι».
Το «ασλάνι» είναι από μακρού χρόνου πολιτογραφημένο στα ελληνικά:
http://repository.academyofathens.gr/document/126341.pdf

Και σε Λεξικά της Πιάτσας το βρίσκουμε το «ασλάνι»:
https://books.google.gr/books?id=WuYJAQAAIAAJ&q="ασλάνι"&dq="ασλάνι"&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwiQvKWZ1fPuAhVjhosKHdVYDHE4MhDoATAIegQICBAC

Και ο Δαγκίτσης:
Ασλάνι: λιοντάρι/θηρίο/άντρας γερός, ατρόμητος, τολμηρός

2 «Μου αρέσει»

To καταλαβαίνω
Η ερωτηση παραμένει:
Μήπως αντί για αλάνι κάποιοι εννοούν ασλάνι;

Υποθέτω ότι την προσφώνηση «ασλάνι» την επιφυλάσσει κάποιος να την απευθύνει σε έναν «ψυχωμένο», σε ένα κατά κυριολεξία και «αμιγές» παλληκάρι.

Ενώ το «αλάνι» έχει μέσα στις συνδηλώσεις του περισσότερο αλητομποέμικη κατάσταση και όχι νέτη σκέτη παλληκαροσύνη:

http://repository.academyofathens.gr/document/200295.pdf

http://repository.academyofathens.gr/document/29287.pdf

2 «Μου αρέσει»

Ναι, σωστά. Το παίρνω πίσω λοιπόν…

Η απάντηση, Αλέξανδρέ μου, τί άλλο θα μπορούσε να ήταν παρά «Όχι.»; Άλλο, εντελώς άλλο, αλάνι και άλλο ασλάνι, όπως επαρκώς, νομίζω, εξηγήθηκε μέχρι τώρα.

2 «Μου αρέσει»

Είναι πιθανό να προτιμήθηκε ο τύπος «Αλάνα Πειραιώτισσα» για την ετικέτα του δίσκου, από το «Αλάνισσα Πειραιώτισσα» που ευφωνικά δεν είναι και η καλύτερη επιλογή.