Επιβίωση του ρεμπέτικου

Ενα ερωτημα που με εχει απασχολησει ειναι πώς επιβιωσε και επικρατησε το ρεμπετικο με αυτη την πολεμικη - για την οποια μιλαμε πολλες φορες - σε βαρος του;;

Υπηρξε πραγματι και σε μεγαλη εκταση αυτη η πολεμικη εναντιον του απο την επισημη πολιτεια;

Επαιξε ρολο στην επικρατηση του αργοτερα η αποδοχη του ρεμπετικου απο σημαντικους ανθρωπους,
π.χ. τον Χατζιδακι ,
γενικα η στροφη ενος σημαντικου μερους της νομενκλατουρας της εποχης υπερ του ρεμπετικου;

Ανδρέα, το θέμα που θέτεις είναι πολύπλοκο και δεν είναι εύκολο να σχολιαστεί μεταξύ τυρού και αχλαδίου, όπως κάνουμε εδώ. Πολύ πολύ σύντομα:

Το ρεμπέτικο ανδρώθηκε γιατί δεν πήρε χαμπάρι την εις βάρος του πολεμική. Ελάχιστοι οπαδοί του διάβαζαν εφημερίδες κλπ. ενώ οι ενεργητικοί συντελεστές του περίπου έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν. Όταν στην πολεμική μπήκε και η επίσημη πολιτεία (λογοκρισία λόγου και μουσικής) τότε γρήγορα τα πράγματα αποσαφηνίστηκαν: ο Παπάζογλου απεσύρθη, αλλά ήταν σχεδόν ο μόνος. Οι άλλοι απλά υπέκυψαν, λίγοι (Τσιτσάνης κυρίως) υπερθεμάτισαν και οι νεοεισερχόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να αποδεχτούν τους όρους του παιχνιδιού, αλλά η δυναμική του είδους ήταν τόσο μεγάλη που βρήκε τρόπους να φτιάξει τα αριστουργήματά της έστω και μέσα από το περιορισμένο πλέον πλαίσιο που της απέμεινε. Μερικές φορές μάλιστα, βρέθηκαν και τρόποι να παρακαμφθεί έστω και έμμεσα η λογοκρισία. Χατζηδάκις και νομενκλατούρα εμφανίστηκαν όταν το ρεμπέτικο έπνεε πλέον τα λοίσθια, οδεύαμε ήδη πλησίστιοι προς το λεγόμενο λαϊκό.

Το ρεμπέτικο δεν υπήρξε σε καμιά περίπτωση “επιλογή” του πολιτιστικού μηχανισμού ή κάποιου οικονομικού ή καλλιτεχνικού επιτελείου
(τουλάχιστον αρχικά, αργότερα έπεσαν επάνω του ψάχνοντας οικονομικά οφέλη).

Ήταν το αποτέλεσμα ενός πολύ ευρύτερου (από τα πλαίσια λειτουργίας του πολιτιστικού μηχανισμού) συσχετισμού στο πολιτιστικό επίπεδο - ενός συσχετισμού που καθορίστηκε στο συνολικό κοινωνικό επίπεδο με την εκβιομηχάνιση και εγκατάλειψη της υπαίθρου, με το αδιέξοδο στις σχέσεις πολίτη και κράτους, με την ανεργία και τη μιζέρια κλπ.
Μια νέα, σκληρή, πραγματικότητα που εξέφρασε το αστικό λαϊκό τραγούδι συσπειρώνοντας τις λαϊκές τάξεις.
Έτσι και επιβίωσε και εγκαθιδρύθηκε στο “εθνικό σύστημα τραγουδιού” κυρίως τις δυο δεκαετίες μετά τον πόλεμο, εξελισσόμενο σε λαϊκό, επιβάλλοντας τις “φίρμες” και δημιουργώντας ρεκόρ στις πωλήσεις δίσκων.

Επιλογή του ρεμπέτικου ανάμεσα σε άλλα επίσης προσφερόμενα είδη δεν υπήρξε, γιατί η πολιτική των εταιριών δεν ήταν έτσι κουρδισμένη, ακόμα. Προτάθηκε, είναι η λέξη που θα χρησιμοποιούσα και αφέθηκε το αγοραστικό κοινό να αποφασίσει, όπως συνέβαινε από καταβολής δισκογραφίας. Αργότερα βεβαίως το μάρκετινγ εξελίχτηκε και, ήδη πολύ πριν από τις μέρες μας άρχισαν πλέον όχι να προτείνονται αλλά να επιβάλλονται τραγούδια. Όμως, ακόμα και η στιγμή της γένεσης του (πειραιώτικου) ρεμπέτικου, η τόλμη δηλαδή του Μάτσα να προωθήσει τον Μάρκο, αποκλειστικό σκοπό το οικονομικό όφελος είχε, τίποτα άλλο δεν τους ενδιέφερε. Κανείς τους δεν κάθησε να αναλύσει συσχετισμούς σε πολιτιστικό επίπεδο, εγκαταλείψεις υπαίθρου και άλλα, πράσινα για αυτούς, άλογα. Η εκπληκτική όμως δυναμική του συνδυασμού καλλιτεχνών / κοινού ήταν το αποκλειστικό κλειδί για την επικράτηση του είδους, δεδομένου βεβαίως του πλαισίου, της εκβιομηχάνησης και όλων των άλλων που αναφέρει η Ελένη.

Τώρα που το ξανασκέφτηκα, ο Χατζιδάκις και η πολιτιστική ελίτ το μόνο στο οποίο επέδρασαν είναι η εισαγωγή της μόδας του «αρχοντορεμπέτικου», όταν άρχισαν δειλά δειλά να εμφανίζονται «ανφάν γκατέ κυρίες» στα τραπέζια κάτω από τους γλόμπους των Τζιτζιφιών.

Νίκο, δεν έγινε ακριβώς έτσι η εξέλιξη.
Ήδη, γιά να το συζητάει σοβαρά ο Ριζοσπάστης από το 46, σημαίνει πως υπήρχε θέμα.
Ο Χατζηδάκις με τη διάλεξή του, δεν αποπροσανατόλισε, αφού πριν απ’ αυτόν δεν είχε γίνει τίποτα.
Μην ξεχνάς ότι την ίδια εποχή ο Τσαρούχης αποκαλύπτει τον Θεόφιλο.
Ο Χατζηδάκις στην πραγματικότητα ήταν εχθρός του αρχοντορεμπέτικου, κι αυτό φάνηκε στους καυγάδες του με τους “ελαφρούς”.
Η μόδα που λανσαρίστηκε μετά τη διάλεξη, αφού οι παλιοί εξαφανίζονταν ένας-ένας από την πιάτσα, ήταν ο Δασκαλάκης στο Πικέρμι με τον Χάρο.
Στη συνέχεια, σ’ αντίθεση με τα Τουρκογύφτικα κ.λ., την μόδα την τράβηξε όλη πάνω του ο Ζαμπέτας.

Η έννοια του “αρχοντορεμπέτικου”, νομίζω, είναι ακόμα μιά παρεξήγηση. Το “Τραμ το τελευταίο”, εντάξει, είναι μία αστική μίμηση, αλλά πόσες άλλες τέτοιες δεν είχαν γίνει πολύ πριν (Δική μου είναι η Ελλάς, κ.λ.) Κι από την άλλη, πως να πεις “αρχοντορεμπέτικο” τα “Νέα της Αλεξάνδρας”; Κι όμως τάχει γράψει ο Κώστας Γιαννίδης.

Κώστα, μάλλον αναφέρεσαι στη δεύτερη, μικρή παράγραφό μου:

Βεβαίως και υπήρχε θέμα, αλλά εκεί βρήτε τα ιδιωτικώς με τον Άρη. Μην παραβλέπουμε πάντως πως το θέμα δεν το συζήτησε με άρθρα, παρουσιάσεις κλπ. ο Ριζοσπάστης, δημοσίευση επιστολών τριών αναγνωστών του ήταν.

Με τίποτα δεν είπα πως ο Χατζηδάκις αποπροσανατόλισε, κι ας ήταν «εχθρός» του αρχοντορεμπέτικου. Αυτό που ήθελα να πώ είναι πως η παρέμβασή του δεν επηρρέασε την παραγωγή ή το ύφος των ρεμπέτικων παρά μόνο στο θέμα των κυριών (και κυρίων, φυσικά) που ανέφερα (δες και «ξεκινούν από το Κολωνάκι» που ούτε αυτό είναι αρχοντορεμπέτικο). Ο Δασκαλάκης εμφανίστηκε πολύ μεταγενέστερα από τη διάλεξη, για τον Ζαμπέτα φυσικά συμφωνώ.

Γιατί να είναι παρεξήγηση η έννοια του αρχοντορεμπέτικου; Υπήρξε μια σειρά ολόκληρη κομματιών, κομμένων και ραμμένων στα γούστα της «αριστοκρατίας» που ανακάλυψε τα μπουζούκια μετά τη διάλεξη (χαρακτηριστικό το Άλα, άνοιξε κιʼ άλλη μπουκάλα). Φυσικά, σε αυτά δεν περιλαμβάνονται τα νέα της Αλεξάνδρας (ο Κωνσταντινίδης δεν ανήκει στην ομάδα των «αρχοντορεμπετών») αλλά ούτε π.χ. και «η κυρά» που στολίζεται. Αυτά, όπως και το «δική μου είναι η Ελλάς» και άλλα, μιμούνται απλά το ρεμπέτικο, χωρίς να καθιερώνουν είδος.

Και θέμα γύρω από το ρεμπέτικο είχε προκύψει και συζήτηση και έντονη αντιπαράθεση απόψεων είχε γίνει σχετικά μ΄ αυτό στα έντυπα της εποχής («Ριζοσπάστης», «Επιθεώρηση Τέχνης», «Αυγή», «Θέατρο» και σε πολλά ακόμα).

Η συζήτηση είχε να κάνει με την προσπάθεια αναζήτησης μιας ελληνικότητας αλλά και μιας συλλογικής ταυτότητας, η οποία επιτέλους όφειλε να ξεφύγει από τους αρχαίους ημών προγόνους και να στρεφόταν και προς τους νεότερους δημιουργούς.
Μια αναζήτηση που είχε αρχίσει λίγο παλιότερα με τη γενιά του ΄30, η οποία είχε «ανακαλύψει» και το Θεόφιλο και το Μακρυγιάννη και είχε υμνήσει αρκετά το δημοτικό τραγούδι, του οποίου και η ελληνικότητα και η γενικότερη αξία ήταν αναμφισβήτητες.

Δεν ίσχυσε το ίδιο όμως και για το ρεμπέτικο, το οποίο κατηγορήθηκε από την ιντελιγκέντσια της εποχής (με μερικές φωτεινές εξαιρέσεις ) ως ξενόφερτο και καθαρά ανατολίτικο, του «υπόκοσμου», των «περιθωριακών» κλπ.
Ήταν οι ίδιες οι λαϊκές τάξεις μέσα από τις νέες διαμορφωμένες κοινωνικές συνθήκες που το ανέδειξαν ωθώντας και τις δισκογραφικές προς αυτό για λόγους προφανείς.
Έχω την εντύπωση πως γενικά και πλην ελάχιστων εξαιρέσεων η ιντελιγκέντσια της εποχής, παρά τις διαλέξεις και τοποθετήσεις επώνυμων υπέρ του ρεμπέτικου, ποτέ δεν το αποδέχτηκε στην αυθεντικότητά του: χρειάστηκε να περάσει από έναν «εξωραϊσμό» επώνυμου συνθέτη, να του προσθέσουν φρου-φρου κι αρώματα που το αλλοίωσαν δραματικά, για να το ακούσει, όχι για να το αποδεχτεί.

Οι αλλαγές στις συνθήκες ζωής και περισσότερο αυτό το κλίμα που είχε δημιουργηθεί οδήγησαν στο αρχοντορεμπέτικο, βεβαίως πιο αρεστό στους κοσμικούς και στις κυρίες τους.
Γι΄αυτό το είδος τραγουδιού και για τους χώρους διασκέδασης που δημιουργήθηκαν για να καλύψουν αυτές τις ανάγκες, είχαν λιγότερους ενδοιασμούς, ίσως και καθόλου.