Την υπογραφή τη δική μου δεν τη βάζει κανείς καλύτερα από εμένα και ας είστε γραφολόγοι ή έχετε βγάλει οκτώ πανεπιστήμια, διδακτορικά κλπ, κλπ, σχολές καλών τεχνών, σχολές, βοϊδοσχολές κλπ, κλπ. Θέλω να πω ότι τα τραγούδια που είπε ο Καζαντζίδης δεν τα λέει καλύτερα από τον Καζαντζίδη ούτε ο Νούρος ούτε ο Κάβουρας ούτε και ο Νταλγκάς (και το αντίστροφο). Ο Καζαντζίδης ήταν σπουδαίος τραγουδιστής και είπε τραγούδια πονεμένα, με νταλγκά, μαγκιά, παράπονο. Τα τραγούδια του ξεκινήματος του τα είπε υπέροχα και “προσπέρασε” γρήγορα τον Τσαουσάκη που εμιμείτο αρχικά. “Βαλίτσες”, “Μάτωσε, μάτωσε”, “Έμαθα να μην κλαίω πια”, “Ξεσπάει η μπόρα”, “Κατάστρεψες τα νιάτα μου”. Ο Παπαϊωάννου δεν ήταν κορόϊδο, ανέδειξε τον νέο αυτό τραγουδιστή και διέβλεψε σ’αυτόν το ύφος που ζητούσε για να ντύσει τα τραγούδια του: αντρικό, μπουζουξίδικο, μάγκικο αλλά και με πόνο! Σαν τον ίδιο!!! Δεν έκανε ο Νταλγκάς για αυτά, ούτε ο Νούρος. Δεν είναι φασολάδα αυτά τα πράγματα, τόσο μπάσα, τόσα πρίμα, λίγο μανέ, λίγο τσαλκάντζα και βρήκαμε τον νικητή. Διότι δεν υπάρχει νικητής και ηττημένος. Ο Καζαντζίδης ήταν ανυπέρβλητος σε όσα είπε και ταυτίστηκε με τις ανησυχίες και τα προβλήματα του λαού γι’ αυτό αγαπήθηκε τόσο πολύ. Ούτε δημιούργημα ήταν, ούτε στερείτο προσόντων. Πέραν αυτών, και τα πιο “μοντέρνα” του τραγούδια όπως πχ “το ρομάντζο” και το “Ψιλοβρέχει” του Μητσάκη έχουν ουσία. Ενδεικτικό είναι ότι όλοι οι μεγάλοι συνθέτες του μπουζουκιού τον εμπιστεύθηκαν, όπως οι Χιώτης, Μητσάκης, Παπαϊωάννου, Τσιτσάνης. Ρεμπέτες, λαϊκοί, έντεχνοι, άτεχνοι, μεγάλοι, μικροί, Θεοδωράκηδες, Χατζιδάκηδες, ο Λοϊζος κ.α. Πάντα όταν ακούω το “Σκαλί το τελευταίο” του Μπακάλη τρελαίνομαι, αρρωσταίνω, μου τη δίνει ο μπαγάσας στο “δόξα πατρί” και με στέλνει στην Εντατική. Όταν θέλω να τη βρω με κάτι βαθειά λαϊκό του '50 και μετά, δεν μπορώ να παραβλέψω τον Καζαντζίδη. Ούτε να τον μειώσω μπορώ, επειδή μπορεί να υπάρχουν και 4-5 τραγούδια με κάποια υπερβολή που δεν μπορώ να παρακολουθήσω. Όταν ανοίγεις το βιβλίο της ιστορίας του λαϊκού τραγουδιού και μπαίνεις στο κεφάλαιο μπουζούκι με τους σελιδοδείκτες Χιώτη, Μητσάκη, Παπαϊωάννου, Τσιτσάνη, Ζαμπέτα και αγνοήσεις τον Καζαντζίδη, έχεις χάσει τεράστιο κομμάτι, ώστε το υπόλοιπο κεφάλαιο να είναι προδήλως λειψό και χωλό.