Γιαλένιος είσαι μαστραπάς

O στίχος πρωτίστως απευθύνεται σε γυναίκα,
έχει ερωτική αιχμή (υπονοούμενο), και θέλει να πεί κάποιος στη λεγάμενη, ότι “πας με όποιον σου γιαλίσει το μάτι”.
Ρήγας Αποστόλης
Ρέθυμνο, 3-3-2000.
Υ.Γ. Ο Φουσταλιέρης γεννήθηκε και πέθανε στο Ρέθυμνο.

Ευχαριστώ γιά τις εξηγήσες σας.

Αλλά ο ίδιος αυτός ο στίχος τι σημαίνει στο τραγούδι του Φουσταλιέρη:

“Τα βάσανα μου χαίρομαι τις πίκρες μου γλεντίζω
κι αν περιμένω εγώ χαρές θαρώ δεν τσι γνωρίζω.
Τα βάσανα με τρέφουνε και οι καιμοί με ζούνε
μα εγω ζωή δεν καρτερό στον κίνδυνο απου μαι.
Γαλένιος είσαι μαστραπάς… ;”

Εχει σημαντική σχέση με τους πρώτους στίχους; Αν δεν έχει: από πού είναι;

Στο βιβλίο “Ρήμες και παλιά τραγούδια της Μήλου” του Ζαφείρη Βάου βρήκα το στίχο σαν “τσάκισμα” (σελ. 72), αλλά έχω την ενδύπωση ότι είναι ένα “γύρισμα”, πώς το έλεγε ο Πετρόπουλος στα “Ρεμπέτικα τραγούδια” του (σελ. 37 § 69), δηλ. ένα “άσχετο στοίχο που παρεμβάλλεται”.

Αν υπάρχει, πιά είναι η διαφορά ανάμεςα τσάκισμα και γύρισμα;

χαιρετίσματα

Ανέτα

Το “γυαλένιος είσαι…” μάλλον είναι πρόσθετος άσχετος στίχος. Το χρησιμοποιεί αν δεν κάνω λάθος για ρεφρέν. Είναι συχνό φαινόμενο στις παλιές ηχογραφήσεις. Οι λόγοι είναι κάμποσοι.
Καταρχήν, τα παλιά τραγούδια ο λαϊκός ερμηνευτής τα κατέγραφε “ακουστικά”, όπως δηλαδή μεταφέρονταν στο χρόνο από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά. Ακούς λοιπόν ένα τετράστιχο. Δεν μπορείς να το τραγουδήσεις έτσι μικρό όπως είναι σε διάρκεια. Δεν μπορείς δηλαδή να πεις ένα τραγούδι π.χ. 30 δευτερολέπτων. Ετσι του “κολλάς” καναδυό τετράστιχα ακόμα, είτε δικής σου δημιουργίας είτε επίσης παλιά από άλλο τραγούδι.
Αλλη περίπτωση -λιγότερο συχνή- είναι τα παλιά χασικλίδικα. Εκεί ο μουσικός έβγαζε ένα-δυο στιχάκια άσχετα για να “πατήσει” απάνω το ταξίμι του. Οπως το καταπληκτικό σουρεαλιστικό:
“Ενα σκουλήκι ψόφιο
να το σκοτώσω δεν μπορώ
να φύγω δε μ’ αφήνει”
.

Ενας ακόμη λόγος -συχνότατη περίπτωση- είναι η συμπλήρωση της διάρκειας του δίσκου. Οι παλιοί 78ρηδες δίσκοι έβγαζαν περίπου τρία λεπτά. Οταν το τραγούδι ήταν μικρότερο, τότε ο μουσικός (συχνά με την υπόδειξη του παραγωγού) τσοντάριζε ένα τετράστιχο για να “γεμίσει” το δισκάκι. Ενα πολύ ωραίο παράδειγμα εντελώς άσχετου στίχου είναι το “Μες στου Συγγρού τη φυλακή”, όπου το τελευταίο τετράστιχο λέει:
“Εχασα τη μανδύα μου
απ’την απροσεξία μου
κυρ’ Αστυνόμε μη βαράς
δε φταίω εγώ ο φουκαράς”
.

Λόγω της διάρκειας των δίσκων έχει καθιερωθεί κάτι που στο παρελθόν θα θεωρούσαν επιεικώς ηλίθιο. Η διάρκεια του δίσκου να είναι γύρω στα τρία λεπτά. Τα παλιά τραγούδια σίγουρα δεν είναι έτσι. Δεν ήταν δηλαδή υποχρεωτικό ο διασκεδαστής - μουσικός - τραγουδιστής να πει σε μία ώρα δεκαπέντε τραγούδια. Κάλλιστα θα μπορούσε να δύο. Υπάρχουν πολλά παλιά τραγούδια που οι στίχοι τους ξεπερνούν τους εκατό. Μιλάμε δηλαδή …τραγούδι και ώρα! Οι Κρητικοί για παράδειγμα τραγουδούν ακόμη μαντινάδες με …ατελείωτους στίχους και καλά κάνουν.
Λίγοι σύγχρονοι συνθέτες “παρέβησαν” αυτό τον “κανόνα των τριών λεπτών”. Οι Pink Floyd, ο Σαββόπουλος (κύρια στον “Μπάλλο”) και λίγοι άλλοι που αποτελούν εξαίρεση.

Τώρα για το άλλο που ρωτάς (τσάκισμα ή γύρισμα) με προδιαθέτεις να πω πάλι κάτι και μετά να βγει κανας Λαμπρόπουλος και πει ότι λέω κακίες.
Ακου λοιπόν την ταπεινή μου άποψη:
Με τη λίγη πρακτική μουσική γνώση που έχω (έτσι κι αλλιώς μόνο τέτια έχω) δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει σ’ συτή την περίπτωση “γύρισμα”. Εγώ ξέρω το κινηματογραφικό γύρισμα, το γύρισμα της φούστας, το γύρισμα απ’ το ψάρεμα και άλλα …τέτια γυρίσματα. Αλλά αυτός ο τύπος που αναφέρεις (όπως και άλλοι τέτοιοι τύποι-να μην τους αδικήσουμε) είχε μέσα στ’ άλλα και την “τάση” να δίνει όνόματα σε κάποια πράγματα, που είτε είχαν ήδη άλλη ονομασία αλλά δεν του άρεσε είτε δεν είχαν ανάγκη καν από ξεχωριστή ονομασία αφού δεν υπήρχε λόγος να ξεχωρίσουν. Να μην αρχίσω τώρα να λέω για τα “μουρμούρικα” (άκου κει …μουρμούρικα). Δεν ξέρω αν έγινα κατανοητός. Τέλος πάντων. Εχει ο καιρός …γυρίσματα.

Γεια χαρά!

Θέλω να προσθέσω κάτι για τα “τσακίσματα”: πιστεύω πως χρησιμοποιούνται για να δώσουν μια “ανάσα” στο τραγούδι. Παρατηρούμε ότι συνήθως τα τσακίσματα έχουν άλλον αριθμό συλλαβών (συνήθως μικρότερο) από τους στίχους του υπόλοιπου τραγουδιού και σύντομη εκφορά χωρίς πολλά μελίσματα. Δίνουν λοιπόν μια ποικιλία και μια “ζωντάνια” στο τραγούδι. Το περιεχόμενο τοων στίχων των τσακισμάτων μπορεί να είναι άσχετο με το υπόλοιπο τραγούδι. Ωστόσο συνήθως πρόκειται για ιδιαίτερα προσεγμένους και αξιόλογους στίχους.
Ανέτα μήπως είσαι από την Μήλο; Εαν ναι, θα ήθελα να επικοινωνήσουμε γιατί ασχολούμαι με την μουσική των Κυκλάδων.

Συγνώμη που ξεθάβω αρχαίο θέμα…έχω μπλεχτεί λιγάκι
ειδα το θέμα με την κατασκευή λαούτου και το βιντεάκι πολύ ωραίο. Στο τέλος ο Τσιαμούλης τραγουδάει κάτι απο την Κρήτη νομίζω, το οποίο έχει σχεδόν την μουσική απο “Τα βάσανα μου χαίρομαι” που τραγουδάει ο Φουσταλιέρης άλλα οι στοίχοι είναι διαφορετικοί…εκτός απο τον τελευταίο…

Οι στοίχοι του Φουσταλιέρη είναι
Τα βάσανά μου χαίρομαι, τις πίκρες μου γλεντίζω
κι αν περιμένω εγώ χαρές θαρρώ δε τσι γνωρίζω…
Τα βάσανα με θρέφουνε και οι καημοί με ζούνε,
μα εγώ ζωή δε καρτερώ στον κίνδυνο (κάτι…δεν καταλαβαίνω)
Γιαλένιος είσαι μαστραπάς, και όποιονε δεις τον αγαπάς

Ο Τσιαμούλης λέει
Πολλές χαρές έχει η ζωή μα δε μοιράζει δίκια
Μοιάζει με κύμα που πετά σωρούς σωρούς τα φύκια
Γιαλένιος είσαι μαστραπάς, και όποιονε δεις τον αγαπάς

και το παίζει με στεριανό λαούτο…Ολα πολύ όμορφα αλλα ξέρει κανείς πως προέκυψαν οι στοίχοι (του Τσιαμούλη) και γιατί μοιράζονται την ίδια μελωδία με του Φουσταλιέρη;
Τα περι μαστραπά εξηγούνται απο πάνω…
αυτό που τραγουδάει ο Τσιαμούλης είναι γνωστό ως τραγούδι ή ήταν κατι αυτοσχέδιο που έτσι του βγήκε;

Έχει γίνει και παλαιότερα αναφορά σε άλλο θέμα, ότι είναι συνήθες φαινόμενο τα κρητικά τραγούδια να εκτελούνται με άλλους στίχους (μαντινάδες), δίνοντας πολλές φορές μιά άλλη όψη στη μελωδία.
Το συγκεκριμένο τραγούδι (χαλεπιανός μανές), αν συμπεριλάβουμε και τις νεότερες εκτελέσεις, το συναντάμε με δέκα ίσως και περισσότερες διαφορετικές μαντινάδες (η υπογραφή μου για παράδειγμα είναι μία από τις εκτελέσεις με τον Θανάση Σκορδαλό).

Σωστή η τοποθέτηση του Ρε μινόρε που, μάλιστα, επεκτείνεται σε όλον τον ελληνόφωνο χώρο, αλλά και σε μη ελληνόφωνους πληθυσμούς της ευρύτερης περιοχής μας. Τα ίδια ισχύουν, σε γενικές γραμμές, και για τα γυρίσματα και τσακίσματα κατά την εκφορά των τραγουδιών. Η παράθεση, όμως, σειράς γνωστών αδέσποτων δίστιχων που δεν ταιριάζουν όλα νοηματικά μεταξύ τους είναι περισσότερο συνηθισμένη στα Μικρασιατικά παράλια και κατ’ επέκτασιν, και στο (νότιο, κυρίως) Αιγαίο και την Κρήτη, ενώ σε “στεριανές” περιοχές τα τραγούδια συνήθως έχουν συγκεκριμένο θέμα από το οποίο δεν αποκλίνουν. Εξαίρεση μπορούν εδώ να κάνουν οι “συμφυρμοί” δύο ξεχωριστών αφηγήσεων που εμπλέκονται η μία με την άλλη.

Γιατί όμως, να μην είναι σχετικοί οι στίχοι που ακολουθούνε τα παραπάνω τραγούδια και ενώ στο πρώτο ποστ, οι στίχοι να αναφέρονται σε άδικη γυναίκα, ενώ στα άλλα ποστ, στην άδικη ζωή ?? Ούτοσιάλλος κάτι τέτοιο υποδηλώνει το γυάλινος, κάποιο τρόπο και ιδιότητες επιλεκτικότητας, τα οποία ο στιχουργός θεωρεί ως άδικα.
Ακόμη και να μην ήτανε μαστραπάς, ώστε γέμιζε κάθε φορά με διαφορετικό περιεχόμενο, το γυάλινος φτάνει και περισσεύει, μιας και η διαφάνεια του γυαλιού, έχει και αυτή την ίδια ιδιότητα. Όσοι βέβαια έχετε μελετήσει το ρεμπέτικο, κάτι ξέρετε παραπάνω, απλώς ρίχνω και εγώ τη γνώμη μου.

Ακούστε αυτό που μάλλον ξέρετε:
Ντολμαδάκια γυαλατζί.
Ο γυαλένιος είναι ο ψεύτικος.
Και βέβαια ο μαστραπάς είναι η κανάτα (απο γυαλί) που κερνά τους πάντες.
Σηκωνει βέβαια μπόλικη ανάλυση για όποιον θέλει.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 15:44 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 15:38 —

Το έχει βγάλει σε δίσκο ο Σκορδαλός το 70 περίπου. Με τον ίδιο σκοπό το λέει και ο Σκουλάς σε δίσκο με επιμέλεια Σίμωνα Καρά αργότερα. Νομίζω “Σκοποί και τραγούδια της Κρήτης”.

Άλλο γυαλί, άλλο γιαλαντζί.

Eγω παλι πιστευω πως ειναι λιγο τραβηγμενα τα περι κενου περιεχομενου γυναικας…απλα ειναι επαινος για την ομορφια της…εκεινη την εποχη ολοι χρησιμοποιουσαν χωματινους,πηλινους μαστραπαδες οποτε ο γυαλινος ηταν σημαδι ομορφιας,αξιας πλουτου…οσο για το δευτερο ημιστιχιο …το σωστο θα ηταν ‘’ κι οποιος σε δει σε αγαπα ( που το εχω συναντησει σε καποιο τραγουδι) απλα για λογους ομοιοκαταληξιας αλλαξε…

Σαφέστατα, Νίκο και ευχαριστώ: Υαλος (αρχ). Ενας γρήγορος λανθασμένος συνειρμός μου.

Παίζεις λάφτα; Δηλαδή τί μουσική;

Ωραία η μαντινάδα σου.
Μπορώ να κατανοήσω την αποψή σου στο «κι οποιο κιαν δεις τον αγαπάς».
Αν βέβαια λάβομε υπόψιν τη φύση της γυναίκας που είναι να αγαπιέται παρά να αγαπά τότε στην ουσία εννοεί ατό που λες «κι οποιος σε δει σε αγαπα».

Μικρασιάτικα, σμυρναίικα και παραδοσιακά εν γένει. Όχι “λόγια” πολίτικη μουσική.

Τι έγινε ρε παιδιά; Χάθηκαν κάποια μηνύματα;

Όχι Περικλή. Μεταφέρθηκαν εδώ σε νέα συζήτηση.

Αλλά το «εδώ», χάθηκε…

Πάντως, μέσα σε 20+ ολόκληρα χρόνια, το τί σημαίνει ο στίχος
Γυαλένιος είσαι μαστραπάς, κι όποιον κι αν δείς, τον αγαπάς
δεν φαίνεται να το διατυπώσαμε με κάποια σαφήνεια.

Μαστραπάς είναι βεβαίως ένα σκεύος με χερούλι, για κέρασμα υγρών. Αυτό που λέμε και κανάτα. Σε παλαιότερες εποχές, κανάτες και μαστραπάδες ήταν από πηλό, σπανιότατα από ξύλο, σιγά σιγά άρχισαν να αντικαθίστανται από γυαλί. Η διαφορά: στον γυάλινο μαστραπά μπορείς να δεις τί περιέχει, δηλαδή νερό, κρασί λευκό ή κρασί μαύρο, δεν νομίζω στον μαστραπά να έβαζαν τσίπουρο, ούζο, λάδι ή άλλο υγρό. Στον πήλινο, δεν μπορείς να μαντέψεις το περιεχόμενο, πρέπει να το δοκιμάσεις πρώτα στο ποτήρι σου. Έτσι λοιπόν, θα αποτολμήσω την παρακάτω προσέγγιση:

«Αμ, σε ξέρουμε εσένα, όσο και να θέλεις να μας κρυφτείς, ξέρουμε τί κουμάσι είσαι, φαίνεσαι. Μας πουλάς αθωότητα, μπας και μας ρίξεις και σε διαλέξουμε για σύζυγο, αλλά δεν θα τα καταφέρεις».

Το βρήκα το «εδώ», είχε πάει εκεί:

Το επίθετο γυαλένιος είτε αναφέρεται σε μαστραπά, είτε σε πύργο, άλογο, μάτι κ.λπ.
είτε σε γυαλένιο / γυάλινο κόσμο έχει κυριολεκτικά την έννοια αυτού που καταστρέφεται εύκολα, του ευμετάβολου, του ασταθούς.

Εδώ, ως χαρακτηρισμός προσώπου, με μεταφορική έννοια, μάλλον προσδίδει τη χροιά της αναξιοπιστίας, της έλλειψης φερεγγυότητας, της αστάθειας.

Ας δούμε και αυτή την προσέγγιση.