Για καναδυό έτσι νομίζω, αλλά στα πιο πολλά δεν προλαβαίνω να καταλάβω τι γίνεται, χώρια που δεν τα ξέρω όλα αυτά τα μακάμια. Για το Σαμπάχ πάντως (εδώ «Σεμπά»), ναι.
Εντωμεταξύ, στην περιγραφή του ΥΤ διαβάζουμε:
…ποὺ περιέχει τὰ ἀραβοπερσικὰ μακάμια μὲ τὴν τάξη ποὺ διδάσκονται
Πάντως δεν είναι από τα τραγούδια που θα σου κόλλαγαν στο μυαλό…
Μάλλον θα εννοεί σ’ όλο τον δίσκο. Γιατί εδώ ούτε ο Ντομπρίδης παίζει γκάιντα, ούτε ο Ταμπούρης ζουρνά (τι δουλειά θα είχαν!), ούτε τόσες φωνές εναλλάσσονται. Η γυναίκα θα είναι προφανώς η Μάτα Κατσούλη, αφού δεν αναφέρεται άλλη, και ο άντρας πρέπει να είναι ο Κωνσταντινόπουλος.
Μετακίνησα τα μηνύματα που αφορμώνται από το σαμπαή (#408) σε νέο νήμα. Προσπάθησα να προξενήσω το μικρότερο δυνατό μπάχαλο τόσο στο παλιό νήμα (το παρόν) όσο και στο καινούργιο, αλλά η αλήθεια είναι ότι είχε μηνύματα που αναφέρονται ταυτόχρονα και στο σαμπαή και σε άλλα ζητήματα…
Σε ρεπορτάζ της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ το καλοκαίρι του 1961 με τίτλο «Τα ρεμπέτικα τραγούδια στο Τάρπον Σπρινγκς», παρουσιάζεται ένα «πειραγμένο» ρεμπέτικο που τραγουδούν οι εκεί σφουγγαράδες.
Το τραγούδι είναι ενδιαφέρουσα παραλλαγή του γνωστού τραγουδιού του Μητσάκη «Ο ναύτης» (1948) και είναι το παρακάτω:
Ένα καΐκι από το Τάρπον
για τα σφουγγάρια αναχωρεί
κι ένας Καλύμνιος που είναι μέσα
αναστενάζει και τη στεριά θωρεί
… Ο καπετάνιος πάει και του λέει
τι συλλογιέσαι κι ανησυχείς;
πως έχεις δίκιο καταλαβαίνω
μαγάνια* τέτοια περάσαμε κι εμείς
…
Καλύμνιοι, Λέριοι κι Αστροπαλίτες
Κασοταράδες και Συμιακοί
έτσ’ είμαστε όλοι οι σφουγγαράδες
εις το Αιγαίο και την Αμερική
*μαγάνια: μου έκανε «κλικ» αυτή η λέξη που πρώτη φορά τη συναντώ. Βλέπω στην ΠΑΝΔΩΡΑ του 1862 ότι πρέπει να σημαίνει κάτι σαν «βρωμοδουλειά» και προέρχεται από την ιταλική λέξη magagna. Διερευνώντας τις σημασίες και τα συνώνυμα αυτής της λέξης, βρίσκω μεταξύ άλλων ότι σημαίνει και «συμφορά», «δυστυχία», «ενόχληση» κλπ, οπότε συνάγω ότι πρέπει να σημαίνει κάτι ανάλογο με τη λέξη του Μητσάκη στο τραγούδι-πρότυπο, δηλ. «φουρτούνες» (τέτοιες περάσαμε κι εμείς)
“ζωσμένος στο μαγγάνι”… έκφραση που χρησιμοποιούσε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, για να περιγράψει την σκληρή δουλειά,με συνθήκες απάνθρωπες.Ως γνωστό έδεναν γαϊδούρια ή μουλάρια στο ξύλο του μαγγανιού , που γυρνούσαν γύρω γύρω επί ώρες μονότονα ,ώσπου να τελειώσει το έργο της εξαγωγής νερού.
Ναι και σπάνια λέξη!
Η αντίστοιχη ιταλ. « magagna», από την οποία προέρχεται , σημαίνει (μεταξύ άλλων) «πρόβλημα, δυσκολία, κρίση», οπότε ταιριάζει νοηματικά σ’ αυτή την παραλλαγή.
Αναφέρονται μαζί με Λεριούς, Καλύμνιους και Αστυπαλίτες, αλλά δε μου θυμίζουν ούτε άλλο νησί ούτε γενικώς κανένα μέρος που να ξέρω. Έχει γούστο να είναι από πουθενά στην Αμερική, με κάποια ελληνική παραφθορά! (το Τάρπον [Σπρινγκς], κέντρο σπογγαλιείας στον Κόλπο του Μεξικού με χιλιάδες Έλληνες από όλα τα σφουγγαράδικα νησιά και από πολλά ακόμη, αλλα΄πρωτίστως Καλύμνιους, το έχω ακούσει στην Κάλυμνο και ως Τάρμπος…)
Λένε ότι ο Έλληνας δε χρειάζεται να ξέρει σπουδαία αγγλικά για να κυκλοφορήσει στο Τάρπον.
Πρώτη φορά που πήγα στην Κάλυμνο ήταν μ’ έναν Αμερικάνο φίλο από το Τάρπον, ελληνικής καταγωγής αλλά όχι καλύμνικης. Και για τους δύο ήταν ένα ταξίδι που το είχαμε ονειρευτεί πολύν καιρό, και ήμασταν έτοιμοι για μεγάλες συγκινήσεις (όπως και συνέβη, παρεμπιπτόντως). Για κείνον λοιπόν, η πρώτη ήταν όταν αντικρίσαμε την παραλιακή της Πόθιας, της πρωτεύουσας: από τη μεριά της στεριάς καφενεία και ζαχαροπλαστεία, από τη μεριά της θάλασσας υπαίθριοι πάγκοι με σφουγγάρια και κοχύλια και μετά αποβάθρα και καΐκια. Το είδε και αναφώνησε:
Μου θυμίζει μια αυστραλέζα μεγάλης ηλικίας να μιλά για τη Μελβούρνη νομίζω, που ήταν σε κατάσταση περασμένων μεγαλείων, μέχρι που ήρθε το κύμα Ελλήνων και Ιταλών μεταναστών μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο και άρχισαν να δουλεύουν στη θάλασσα, στρείδια μύδια κλπ.
Στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ (16/5/1918) «απολαμβάνουμε» χρονογράφημα σφόδρα καταρριπτικό του αμανέ που εκσφενδονίζει ένας «αρειμάνιος Βαγγελάκης». Για την ιστορία, ο κατηγορούμενος αμανές φαίνεται να είναι το «Σμυρναίικο μινόρε» του Ζουναράκη (1909) και οι στίχοι «Θέλω να γίνεις φθισικιά μα όχι να πεθάνεις/για να περνώ να σ’ αρωτώ/πώς είσαι και τι κάνεις»
Ανιχνεύονται πάντως σημάδια μιας επερχόμενης αλλαγής: Η ζώνη του αρειμανίου Βαγγελάκη δεν είναι περιτετυλιγμένη αλλά απλά περιτυλιγμένη εις την οσφύν του. Η καλή του δεν είναι πλέον ερωμένη αλλά αγαπητικιά. Και, βρε για δες! Το «Γαρύφαλο στ’ αφτί, στο στόμα το τσιγάρο» της εποχής του Χατζηδάκι, κυκλοφορούσε ήδη ανετότατα το 1918!