Το να λέει κανείς ότι <<Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει πει σε εκπομπή πως στο βουνό τον ανέβασαν [τον Τσιτσάνη] με τη βία για να τους γράψει τραγούδια>>, μοιάζει με το να έλεγε ότι <<ο Κρόνος είχε γράψει σε φόρουμ πως δεν υπάρχει ούτε μιά μάχη που να έδωσε το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ με τους Γερμανούς>>.
Το να αντιπαραθέτει κανείς στη φράση “ο Τσιτσάνης ήταν ΕΑΜίτης”, την απορία "μα αυτός δεν είχε στην κατοχή ουζερί στη Θεσσαλονίκη; ", δεν είναι κατ’ ανάγκη “χυδαίο”, είναι όμως α-νόητο, δηλαδή στερείται νοήματος, διότι δεν υπάρχει νοηματικός σύνδεσμός ανάμεσα στην θέση (“ήταν ΕΑΜίτης”) και στην αντίθεση (“μα αυτός είχε ουζερι”).
Η συλλογιστική του είδους <<…Δηλαδή τι να πω! Η ταμπέλα πρέπει να μπει ‘ο Τσιτσάνης ήταν Εαμίτης’. Άρα με απλή κομμουνιστική λογική ο Μάρκος που δεν ανέβηκε στο βουνό ήταν προδότης. Αρχιφασίστας καλύτερα, μιας και βασιλόφρων…>>, είναι συλλογιστική χυδαία. Χυδαία όχι με την “ηθική” έννοια, αλλά χυδαία από την άποψη του λογικού τύπου της. Χυδαία με την έννοια που υπάρχει “χυδαία οικονομολογία”, “χυδαίος υλισμός”, έτσι κι εδώ πρόκειται για ένα δείγμα χυδαίας λογικής επίπέδου “ο αστυνομικός είναι μπουζούκι”, δηλαδή επιπέδου χαμηλού.
Αγαπητέ Κρόνε, με αυτά που γράφω διαφωνείς έμπρακτα. Οι τοποθετήσεις σου είναι κατά τη γνώμη μου διαποτισμένες από άγνοια και από προκατάληψη, σε βαθμό ώστε να ακυρώνεται κάθε υποψία ακόμα και της πιο ελάχιστης πιθανής βασιμότητας στην κριτική που προσπαθείς να κάνεις.
Επί τη ευκαιρία, ο ΕΛΑΣ “απασχολούσε” καθηλωμένες στην Ελλάδα περισσότερες γερμανικές μεραρχίες από όσες είχαν οι ναζί σε ολόκληρο το μέτωπο της Μέσης Ανατολής. Αυτό δεν αλλάζει με πληροφορίες του είδους “ένας σε μια εκπομπή είπε”. Το ότι εσύ δεν ξέρεις “ούτε μια μάχη του ΕΛΑΣ με τους γερμανούς” δεν μειώνει τον ΕΛΑΣ, ούτε ακυρώνει τις μάχες του. Μειώνει και “ακυρώνει” τα δικά σου γραφόμενα.
Επί τη ευκαρία επίσης, αυτό που γράφει ο Διόνυσος είναι πως στον εμφύλιο ο στρατός έκαιγε δάση, και όχι αυτό που κατάλαβες εσύ από την βιασύνη σου να “απαντήσεις”.
Όσο για το “τυπικό” μέρος της όλης έριδας: Νομίζω πως πρόκειται για μιά από τις περιπτώσεις, όπου κι αν κάποιος είχε ένα δίκηο, το έχασε εκ των υστέρων. Κι αν επίσης κάποιος δεν το είχε, εκ των υστέρων το βρήκε.
Το ερώτημα ομως είναι ως πότε θα επιτρέπουμε όλοι (και εννοώ όλοι), να γινόμαστε αντικείμενα παράγωγα της προσ-τυχίας, αντί να γινόμαστε παραγωγοί του λόγου μας. Ψιλά γράμματα.