Από τον Μουφλουζέλη στον Έρασμο: το πολυτονικό και η αρχαία προφορά των ελληνικών

Αφού έτσι έχουν τα πράγματα, η σωστή γραφή είναι ΒΗ ΒΗ και όχι βή βή περισπώμενα, που δεν ξέρω με τί συνδυασμό να το πετύχω…

Όχι, με κανένα τρόπο δεν είναι αυτή η σωστή γραφή. Ήταν κάποτε, βέβαια.

Υπήρξαν εποχές όπου το ήτα γραφόταν Ε (και δεν ξεχώριζε από το έψιλον, απλώς ήξερες ποιο από τα δύο είναι). Και παλιότερες εποχές, όπου δε χρησιμοποιούσαν καν το αλφάβητο που ονομάζουμε ελληνικό, αλλά κάποια γραμμική γραφή ή το κυπριακό συλλαβάριο κλπ. Και ακόμη παλιότερα ήταν η προϊστορία, όπου δεν υπήρχε γραφή. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει σήμερα να τα γράφουμε όπως τότε;

1 «Μου αρέσει»

Αλλά εν πάση περιπτώσει, το βη-βη των προβάτων είναι η εσχάτη λεπτομέρεια. Η ερασμική θεωρία δε θα είχε επηρεαστεί αν δε διαθέταμε το συγκεκριμένο τεκμήριο. Απλώς το βη-βη το ξέρουν όλοι επειδή είναι αξιοπερίεργο και λίγο αστείο.

Το λινκ προς Βικιπαίδεια που έβαλα παραπάνω σε βγάζει στη μέση ενός εκτενούς άρθρου, εκεί όπου πρωτοεμφανίζεται ο Έρασμος. Προτείνω, είτε δες το από κείνο το σημείο και πέρα, είτε προσπέρνα τον Έρασμο και πήγαινε εκεί που λέει «Τεκμήρια της αρχαίας προφοράς». Μερικά είναι αρκετά γλωσσολογικά (=εξειδικευμένα και δυσνόητα - όχι τραγικά πάντως), άλλα πάλι είναι πολύ σαφή, αλλά συνολικά νομίζω ότι μια έστω και διαγώνια ανάγνωση είναι αρκετά διαφωτιστική.

Ευχαριστώ πολύ Περικλή, πάρα πολύ ενδιαφέρον και χρησιμότατο το άρθρο.

Με τίποτα δεν θα μπορούσα, από μόνος μου, να συνειδητοποιήσω π.χ. τη διαφορά μεταξύ μηκῶμαι και μυκῶμαι, πολύ περισσότερο ότι το μη συνδέεται με της κατσίκας τη φωνή (μεε) ενώ το μυ είναι το μουου της αγελάδας.

Απ’ ό, τι ξέρω, Erasmus είναι ελληνοποίηση του ονόματος, που στη γλώσσα του λεγόταν Rasmus. Mάλιστα είναι, στις σκανδιναβικές γλώσσες διαδεδομένο και το επίθετο Rasmussen που σημαίνει «Υιός Ράσμους», Ρασμουσίδης, Ρασμουσόπουλος που λέμε.

1 «Μου αρέσει»

Τόνοι και πνεύματα στα αρχαία ελληνικά κείμενα (Ελένη Αντωνοπούλου 2007)

Στην ελληνική γλώσσα, οι εγκυρότερες σύγχρονες μελέτες για τη χρήση των τόνων και των πνευμάτων στα αρχαία ελληνικά κείμενα είναι του Allen ([1968] 1987) και του Τσαντσάνογλου (2001). Το κείμενο που ακολουθεί στηρίζεται κύρια σε αυτές ακριβώς τις πηγές. Για περισσότερες πληροφορίες ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί τη βιβλιογραφία στο τέλος του κειμένου.

Τόνοι

O τονισμός της αρχαίας ελληνικής ήταν κύρια «μουσικός» (μελωδικός, προσωδιακός) και όχι δυναμικός όπως της νέας ελληνικής. Σχετιζόταν δηλαδή βασικά με το ύψος της φωνής και όχι την έντασή της. Στους κλασικούς χρόνους (και συγκεκριμένα από την εποχή του Πλάτωνα) χρησιμοποιούνται για τον τόνο οι όροι οξύς και βαρύς που αναφέρονται και στο ύψος και στην ένταση. Ο Δίας π.χ. είναι βαρυβρεμέτης, βροντά δηλαδή βαριά και δυνατά: βαρύς σημαίνει ‘χαμηλός και δυνατός’.

Δεν ξέρουμε ούτε ποια έκταση είχε η τονική ποικιλία, ούτε πότε υπερίσχυσε ο δυναμικός τονισμός του μουσικού. Ξέρουμε όμως ότι ο μουσικός τονισμός αρχίζει να αντικαθίσταται από τον δυναμικό κατά την τελευταία περίοδο π.Χ., οπότε αρχίζει να εξαφανίζεται και η διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων. Στην ελληνιστική περίοδο (δηλαδή μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου) η προφορά της γλώσσας έχει απομακρυνθεί από αυτή της κλασικής περιόδου (5ος και 4ος αι. π.Χ.) σε βαθμό ώστε να κρίνεται απαραίτητο να συνταχθούν βοηθήματα για την ανάγνωση των αρχαίων κειμένων. Τότε λοιπόν εμφανίζονται τα πρώτα τονικά σύμβολα.
Ποια ακριβώς στοιχεία έχουμε για τον αρχαίο τονισμό

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα οι κανόνες που αναφέρονται στη θέση του τόνου αφορούν κυρίως τα φωνήεντα, δηλαδή τα στοιχεία που μπορούν να «τραγουδηθούν», επειδή επιτρέπουν αλλαγές στο ύψος της φωνής. Τόνος της λέξης στην αρχαιότητα είναι επομένως το υψηλό ύψος, η κορύφωση που υπάρχει σε μία και μοναδική συλλαβή της λέξης. Όλες οι υπόλοιπες συλλαβές έχουν χαμηλό ύψος που σημαίνει απλά απουσία του υψηλού. Γι’ αυτό τον λόγο το υψηλό ονομαζόταν κύριος τόνος (ύψος με την κύρια σημασία της λέξης), ενώ το χαμηλό ονομαζόταν συλλαβικός τόνος. Σε μια συλλαβή που είχε μακρό φωνήεν ή δίφθογγο το υψηλό ύψος μπορούσε να υπάρχει στο πρώτο ή το δεύτερο κομμάτι της (mora). Στην πρώτη περίπτωση το δεύτερο κομμάτι θα εμφάνιζε χαμηλό ύψος και έτσι στην ίδια συλλαβή θα υπήρχε συνδυασμός υψηλού και χαμηλού ύψους που είχε διάφορα ονόματα όπως «δίτονος προσωδία», «οξύβαρις», «περισπωμένη».

Το ύψος της φωνής άλλαζε σε κάθε λέξη της αρχαίας γλώσσας, όπως περίπου συμβαίνει με τη σημερινή νορβηγική. Οι τονικές αυτές διαφορές δεν σημειώνονταν στις αρχαίες επιγραφές, εκτός και αν περιείχαν μουσικά αποσπάσματα. Στις μουσικές επιγραφές όμως, όπως για παράδειγμα στην επιγραφή των Δελφών (τέλη 2ου αι. π.Χ.), εμφανίζεται η τάση να συμφωνεί η μουσική με τα μελωδικά σχήματα του λόγου. Το ίδιο ισχύει και για το επιτάφιο άσμα του Σείκιλου (τέλη 2ου αι. π.Χ.) που σώθηκε σε καλύτερη κατάσταση από οποιοδήποτε άλλο μουσικό απόσπασμα με ακέραιη τη σημειογραφία του. Μόνο σε τέτοια κείμενα σημειώνεται η συλλαβή στην οποία θα ανέβαινε η φωνή, ώστε να τραγουδηθεί σε υψηλότερη νότα από οποιαδήποτε άλλη συλλαβή της λέξης. Στις υπόλοιπες επιγραφές δεν υπάρχει δήλωση του τόνου: οι φυσικοί ομιλητές της γλώσσας ήξεραν τη φύση και τη θέση του (εφόσον ήταν μέρος της καθημερινής τους ομιλίας) και επομένως δεν χρειαζόταν να δηλωθεί στη γραφή.
Γιατί άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα τονικά σύμβολα

Οι παρακάτω λόγοι αναφέρονται συνήθως στη βιβλιογραφία ως υπεύθυνοι για την χρήση των τόνων:

η παρακμής της προφορικής παράδοσης της επικής ποίησης (που σημαίνει ότι οι ίδιοι οι Έλληνες χρειάζονταν καθοδήγηση για να προφέρουν σωστά λέξεις που δεν χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους ομιλία)
οι ανάγκες της διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης γλώσσας

Ποια προβλήματα παρουσίαζαν τα αρχαία κείμενα στον αναγνώστη της ελληνιστικής περιόδου:

Τα αρχαία κείμενα είναι γραμμένα σε συνεχή γραφή, δηλαδή δεν χωρίζουν τις λέξεις μεταξύ τους.
Εμφανίζουν λέξεις διαφορετικές που γράφονται όμως με τον ίδιο τρόπο, π.χ. ἄρα, ἆρα, ἀρά, ἀρᾶ . Λέξεις όπως φώς ‘άντρας’ και φῶς ‘φως’ διέφεραν αρχικά ως προς τη θέση και το είδος της προσωδίας: στην πρώτη περίπτωση η φωνή ανέβαινε στο τέλος του μακρού φωνήεντος [ο:], ενώ στη δεύτερη περίπτωση ανέβαινε στην αρχή του και κατέβαινε στο τέλος του.
Οι τονικές διαφορές είναι ιδιαίτερα σημαντικές στην ποίηση αλλά κανένα σύμβολο δεν χρησιμοποιόταν για τη δήλωσή τους (Τσαντσάνογλου 2001).

Οι ερευνητές συμφωνούν ότι η χρήση των τονικών σημείων αρχίζει στην Αλεξάνδρεια περί το τέλος του 200 π.Χ. Ο πρώτος γραμματικός που δημιουργεί και χρησιμοποιεί τονικά σύμβολα είναι ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (τέλη 3ου και αρχές 2ου αι. π.Χ.). Τα πρώτα δείγματα τέτοιων συμβόλων που σώζονται βρίσκονται σε παπύρους του 2ου αι. π.Χ. και τα κείμενα είναι ποιητικά, κυρίως διαλεκτικά ή αρχαϊκά: έχουν δηλαδή μεγάλες ιδιαιτερότητες, εμφανίζουν απόσταση από τον κοινό, πεζό λόγο και ο τονισμός είναι εξαιρετικά σημαντικός. Κατά πάσα πιθανότητα προορίζονταν για μαθητές ή μελετητές παλαιοτέρων λογοτεχνικών κειμένων. Υπενθυμίζουμε ότι ο μελωδικός τόνος βρίσκεται ήδη σε πορεία αντικατάστασης από τον δυναμικό, παρόλο που η μετατροπή αυτή ολοκληρώνεται οριστικά πολύ αργότερα. Εκτιμάται ότι έχει πλέον συντελεστεί πριν από το τέλος του 4ου αι. μ.Χ.: ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, για παράδειγμα, συνέθετε ύμνους που βασίζονταν σε δυναμικό αλλά και σε μελωδικό τονισμό.
Τί ακριβώς σημείωναν λοιπόν οι γραμματικοί της ελληνιστικής περιόδου

Την «ὀξεῖα προσῳδία»: Το υψηλό ύψος σε ένα βραχύ φωνήεν (π. χ. λέξαι) ή στο δεύτερο μέρος ενός μακρού φωνήεντος ή μιας διφθόγγου (π. χ. λήξαι ευκτική) σημειώνεται πάνω από το φωνήεν που τονίζεται με μια πλάγια ευθεία που έχει κατεύθυνση από κάτω αριστερά προς επάνω δεξιά.
Τη «βαρεῖα προσῳδία»: Το χαμηλό ύψος σημειώνεται στην αρχή (δηλαδή πριν από τους βυζαντινούς χρόνους) πάνω από όλα τα φωνήεντα που δεν έχουν υψηλό τόνο (που είναι δηλαδή άτονα) με μια πλάγια ευθεία που έχει κατεύθυνση από επάνω αριστερά προς κάτω δεξιά (π. χ. ΘῈΌΔῺΡῸΣ).
Την περισπωμένη ή «ὀξυβάρεια προσῳδία»: Το υψηλό ύψος στο πρώτο μέρος ενός μακρού φωνήεντος ή μιας διφθόγγου σημειώνεται με ένα σύμβολο που συνδυάζει τα δύο προηγούμενα, (π. χ. λῆξαι απαρέμφατο).

Στις διφθόγγους, επομένως, η οξεία και η βαρεία σημειώνονται πάνω από το πρώτο φωνήεν (δηλαδή ΆΙ, ῸΙ), ενώ η περισπωμένη μοιράζεται ανάμεσα στα δύο φωνήεντα. Το υψηλό και το σύνθετο ύψος εξακολουθούν να σημειώνονται με οξεία και περισπωμένη αντίστοιχα και στους βυζαντινούς χρόνους, αλλά το χαμηλό ύψος παύει να σημειώνεται σε όλα τα υπόλοιπα φωνήεντα με βαρεία. Η βαρεία χρησιμοποιείται πλέον πάνω από το τελικό φωνήεν όλων των οξύτονων λέξεων. Αυτό το (βυζαντινό) σύστημα τονισμού εμφανίζεται στον σημερινό τρόπο γραφής των αρχαίων κειμένων.

Οι ερευνητές σημειώνουν ότι τόσο οι όροι που χρησιμοποιούνται για τα τονικά σύμβολα (δηλαδή οξεία προσωδία, βαρεία προσωδία κλπ.) όσο και ο τρόπος που συμβολίζονται οι τόνοι αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία για το τί ακριβώς σηματοδοτείται με τους τόνους: όχι η ένταση της φωνής (όπως με τον δυναμικό τόνο που χρησιμοποιείται στα νεοελληνικά κείμενα) αλλά το μουσικό ύψος.
Σε ποιες περιπτώσεις σημειώνονται οι τόνοι

Σε κανένα κείμενο δεν ήταν η εμφάνιση των τόνων συχνή ή έστω συστηματική. Τα τονικά σύμβολα χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για να διαφοροποιηθούν μεταξύ τους λέξεις που τις ξεχώριζε μόνο η προσωδία και, επομένως, κινδύνευαν να συμπέσουν από τότε που ο δυναμικός τόνος αντικατέστησε τον μουσικό. Επειδή λοιπόν η σηματοδότηση αυτή έγινε για πρακτικούς κυρίως λόγους, κάθε γραφέας ενός αρχαίου κειμένου αποφάσιζε κατά την κρίση του σε ποιες περιπτώσεις υπήρχε κίνδυνος «παρανάγνωσης» και σημείωνε τα διαφοροποιητικά αυτά σύμβολα όπου και όταν τα θεωρούσε χρήσιμα. Επομένως, ενώ θεωρητικά θα έπρεπε να εμφανίζεται οξεία ή περισπωμένη σε κάθε τονισμένη συλλαβή και βαρεία σε κάθε άτονη (όπως σημειώσαμε παραπάνω), πολύ σπάνια σημειώνονται τόνοι πάνω από κάθε συλλαβή ή και πάνω από κάθε λέξη. Υπάρχουν όμως και κείμενα με τέτοια ακριβή σημειοδότηση.

Η πιο συνηθισμένη κατάσταση είναι λοιπόν η εξής: οι γραμματικοί της ελληνιστικής περιόδου σημείωναν συνήθως οξεία ή περισπωμένη στη συλλαβή που είχε τον κύριο τόνο, αλλά συμβαίνει και το αντίθετο: να τονίζονται δηλαδή με βαρεία οι άτονες συλλαβές που προηγούνται της τονισμένης αλλά η τονισμένη να μην εμφανίζει τονική σηματοδότηση. Τον 1ο αι. π.Χ. η βαρεία αρχίζει να χρησιμοποιείται όχι για τις άτονες συλλαβές (ή όχι μόνο γι’ αυτές) αλλά και για όσες είχαν οξεία στην τελική συλλαβή και εμφανίζονται στο εσωτερικό της πρότασης. Αυτό είναι συνοπτικά το βυζαντινό σύστημα τονισμού που αναφέραμε παραπάνω και το οποίο έχει επικρατήσει στις σύγχρονες εκδόσεις αρχαίων κειμένων.
Συνοπτική εικόνα και σχόλια για την ανάγνωση των αρχαίων κειμένων

Σε κάθε λέξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας άλλαζε το ύψος της φωνής. Το πλησιέστερο σύστημα στις σημερινές γλώσσες είναι αυτό της νορβηγικής. Τί σημαίνει αυτό για το πώς ακουγόταν συνολικά η γλώσσα; Εφόσον η οξεία σηματοδοτεί ανοδικό τόνο, η εμφάνισή της σε λέξεις με τις οποίες τελειώνει μια πρόταση θα έδινε σήμερα την εντύπωση της ερώτησης. Στα συστήματα δυναμικού τονισμού (και όχι μελωδικού) όπως είναι τα περισσότερα σημερινά συστήματα στην Ευρώπη, π.χ. νεοελληνική, γαλλική, γερμανική, η άνοδος του τόνου της φωνής στο τέλος της πρότασης συνδυάζεται συνήθως με ερώτηση, όχι κατάφαση. (Ουσιαστική εξαίρεση του κανόνα αυτού αποτελεί η αγγλική γλώσσα). Αυτό σημαίνει ότι η αρχαία ελληνική θα έδινε στο σημερινό ακροατή την εντύπωση μιας ατέλειωτης σειράς ερωτήσεων, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη σύγχρονη νορβηγική, όπου τόσο οι ερωτηματικές όσο και οι καταφατικές προτάσεις τελειώνουν με ανέβασμα του τόνου της φωνής.

Η αντικατάσταση του μελωδικού τονισμού από τον δυναμικό είχε ήδη ολοκληρωθεί στη βυζαντινή περίοδο (όπως έχουμε σημειώσει) και είχε συμπέσει με την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων. Ο Έρασμος σημειώνει τη σύγχυση που μπορεί να προκαλέσει αυτή η αντικατάσταση για την ανάγνωση των αρχαίων κειμένων αλλά, όπως παρατηρεί ο Allen ([1968] 1987), «δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι αν είχε πράγματι εφαρμόσει τη μεταρρυθμιστική του προφορά, ο ίδιος θα συνέχιζε να αντικαθιστά το μελωδικό τόνο με τον δυναμικό που ήταν οικείος από τις περισσότερες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες - αν και, παραπλανημένος από τους Λατίνους γραμματικούς, ίσως πράγματι νόμιζε ότι ο τόνος αυτός ήταν μελωδικός». Ο Allen σημειώνει επίσης ότι, ακόμη και σε χώρες των οποίων οι γλώσσες έχουν μελωδικό τονισμό (π.χ. νορβηγική), ο τόνος της αρχαίας ελληνικής αποδίδεται ως δυναμικός. Oι γλωσσολόγοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι διευκολύνει η χρήση της νεοελληνικής προφοράς των αρχαίων στα ελληνικά σχολεία αλλά ότι είναι αναγκαίο να εξηγείται το φωνητικό σύστημα της αρχαίας ελληνικής, καθώς και η εξέλιξή του, γιατί αυτό πρώτον θα διευκολύνει την κατανόηση του γραμματικού συστήματος και δεύτερον θα δοθεί ακριβέστερη εικόνα της αρχαίας γλώσσας (Πετρούνιας 2001).

Πνεύματα

Εκτός από τα τονικά σύμβολα, οι γραμματικοί της ελληνιστικής περιόδου χρησιμοποίησαν και πνεύματα, δηλαδή σύμβολα που διευκόλυναν τη διάκριση ανάμεσα σε δασείς και μη δασείς (‘ψιλούς’) φθόγγους. Τί σημαίνει όμως «δασύς» και τί «ψιλός» φθόγγος;

Υπήρχε στην αρχαία γλώσσα ένας φθόγγος που παραγόταν με αέρα που περνούσε σχεδόν ανεμπόδιστος από το στόμα, παρόμοιος με τον ήχο που συμβολίζεται στην αγγλική με το γράμμα h σε λέξεις όπως ahead, hot, here. Αυτός ακριβώς ήταν ο δασύς φθόγγος. Δασύς σημαίνει ‘τραχύς’, ενώ ψιλός σημαίνει ‘γυμνός’, δηλαδή φθόγγος που δεν έχει δασύτητα. Ο δασύς φθόγγος μεταφέρθηκε στα λατινικά με το γράμμα H σε λέξεις όπως historia, που είναι η μεταγραφή του αρχαιοελληνικού ΗΙΣΤΟΡΙΑ. Στην ελληνική διαφοροποιούσε λέξεις όπως ΟΡΟΣ ‘βουνό’ και ΗΟΡΟΣ ‘όριο’ (Χριστίδης 2005).

Ο συμβολισμός του δασέος συμφώνου με Η εμφανίζεται σε ελληνικές επιγραφές πριν από τα φωνήεντα τα οποία «δάσυνε», αλλά όταν οι Αθηναίοι υιοθέτησαν το ιωνικό αλφάβητο με την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 403 π.Χ., το γράμμα αυτό άρχισε να χρησιμοποιείται για το μακρό μεσαίο φωνήεν [ε:] (σε λέξεις όπως πλ ῆθος). Αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής ήταν να καταργηθεί η χρήση του Η για τη γραπτή απεικόνιση της δάσυνσης, ενώ από την προφορά ο ήχος που συμβολίζει το Η καταργείται πολύ αργότερα. Σε ορισμένες όμως περιοχές, ήδη τον 4ο αι. π. Χ. χρησιμοποιήθηκε για τη δασύτητα ένα σύμβολο που ήταν στην ουσία το αριστερό μισό του Η. Αυτό ακριβώς το σύμβολο, που στα αρχαία κείμενα ήταν ξεχωριστό γράμμα, το χρησιμοποίησαν οι γραμματικοί των ελληνιστικών χρόνων πάνω από αρχικά φωνήεντα για να δηλώσουν ότι αυτά τα φωνήεντα δασύνονταν στην αρχαιότερη μορφή της γλώσσας. Το δεξί μισό το χρησιμοποίησαν πάνω από τα αρχικά φωνήεντα που δεν δασύνονταν, που ήταν δηλαδή ‘ψιλά’. Αργότερα τα δύο αυτά σύμβολα μετατράπηκαν σε απλές ορθές γωνίες και στη συνέχεια (στους βυζαντινούς ήδη χρόνους) στρογγύλεψαν και πήραν τη μορφή που έχουν στη σημερινή γραφή των αρχαίων κειμένων, όπου σημειώνονται δύο πνεύματα, ψιλή και δασεία.

Όπως ακριβώς οι τόνοι, έτσι και τα πνεύματα δεν εμφανίζονται ούτε συχνά ούτε συστηματικά στην ελληνιστική περίοδο. Αυτή η περιορισμένη και ασυνεπής χρήση εξακολουθεί και για όλο τον 8ο μ.Χ. αιώνα. Κατά τον 10ο μ.Χ. αι. όμως καθιερώνονται πλέον και τα δύο αυτά είδη συμβόλων και η χρήση τους γίνεται πλέον συστηματική. Στις σύγχρονες εκδόσεις αρχαίων κειμένων χρησιμοποιούνται οι κανόνες που καθιερώθηκαν εκείνη την περίοδο. Η μόνη διαφορά που υπάρχει με τον βυζαντινό τρόπο γραφής αναφέρεται στη δάσυνση του συμφώνου που συμβολίζεται με το γράμμα ρ. Η βυζαντινή πρακτική ακολουθεί τους αρχαίους γραμματικούς που υποστηρίζουν ότι το ρ δασυνόταν στην αρχή λέξης, ενώ στην περίπτωση διπλού ρρ στο εσωτερικό λέξης, το πρώτο δασυνόταν και το δεύτερο όχι. Σημείωναν επομένως δασεία στο αρκτικό ρ και στο πρώτο διπλού εσωτερικού και ψιλή στο δεύτερο διπλού εσωτερικού ρρ. Πρακτικά «δάσυνση του ρ» σημαίνει ότι ο αντίστοιχος φθόγγος προφερόταν άηχος, όπως περίπου στις αγγλικές λέξεις try, pride, cry. H εμφάνιση αυτού του άηχου φθόγγου εξαρτάται καθαρά από το περιβάλλον του και, επομένως, η δήλωση της δασύτητας (είτε στο αρκτικό είτε στο εσωτερικό ρ) είναι περιττή, με την έννοια ότι δεν χρησιμεύει στη διαφοροποίηση λέξεων μεταξύ τους. Στις σύγχρονες εκδόσεις δηλώνεται η δασύτητα του αρκτικού ρ αλλά όχι του εσωτερικού διπλού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ALLEN, w. s. [1968] 1987. Vox Graeca . 3η έκδ. Cambridge: Cambridge University Press. Μτφρ. Μ. Καραλή & Γ. Μ. Παράσογλου με τίτλο Vox Graeca : Η προφορά της ελληνικής την κλασική εποχή (Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], 2000).
CHANTRAINE, p. [1948] 1978. Grammaire homérique. Παρίσι: Klincksieck.
COULMAS, F. 1981. Über Schrift. Φρανκφούρτη: Suhrkamp.
LAUM, b. 1928. Das: Johnson Reprint.
LUPAŞ, L. 1972. Phonologie du grec attique. Χάγη & Παρίσι: Mouton.
ΜOORE-BLUNT, J. 1978. Problems of accentuation in Greek papyri. QUCC 29:137-163.
ΠΕΤΡΟΥΝΙΑΣ, Ε. Β. 2001. Η προφορά της αρχαίας ελληνικής στους νεότερους χρόνους. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 947-957.
PHILIPPAKI-WARBURTON, I.1970. Rules of accentuation in classical and modern Greek. Glotta 48:107-121.
SCHWYZER, E. 1939. Griechische Grammatik. Handbuch der Altertumswissenschaft 1 (l). Μόναχο: Beck.
SOMMERSTEIN, a. H. 1973. The Sound Pattern of Ancient Greek. Philological Society 23. Οξφόρδη: Blackwell.
STANFORD, W. B, 1967. The Sound of Greek. Sather Classical Lectures 38. Berkeley & Los Angeles: University of California Press.
STURTEVANT, Ε. η. 1940. The Pronunciation of Greek and Latin. 2η έκδ. Φιλαδέλφεια: Linguistic Society of America. Ανατύπωση, Σικάγο: Argonaut, 1969.
TEODORSSON, s.-T. 1974. The Phonemic System of the Attic Dialect 400-340 B.C. Studia Graeca et Latina Gothoburgensia 32. Lund: Acta Universitatis Gothoburgensis.
THREATTE, L. 1980. The Grammar of Attic Inscriptions. 1ος τόμ., Phonology. Βερολίνο & Νέα Υόρκη: De Gruyter.
TRUBETZKOY, N. S. 1939. Grungzüge der Phonologie. 5η έκδ. Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht…
ΤΣΑΝΤΣΑΝΟΓΛΟΥ, Κ. 2001. Τονισμός. Στο. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 985-990.
VENDRYES, J. 1938. Tra ité d ’ accentuation grecque. 3η έκδ. Παρίσι: Klincksieck.
ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, A.-Φ., επιμ. 2001 Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές ως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
———. 2005. Πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά. Στο Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, 108-116. Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση 1. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].

2 «Μου αρέσει»

Αμ δεν του πέρασε του Μιστριώτη και της παρέας του τότε, να μιλάμε σήμερα σε αττική διάλεκτο, όχι απλά καθαρεύουσες και μεσοβέζικες λύσεις του Κοραή! :smile:

Στο Ισραήλ πάντως τα καταφέρανε που νεκραναστήσανε την αρχαία Εβραϊκή. Πρέπει να 'ναι η μοναδική στα χρονικά περίπτωση επαναφοράς νεκρής γλώσσας σε πλήρη χρήση.

Σχετικά με τον μουσικό τονισμό αξίζει να παρατηρήσουμε ότι οι περισσότεροι σχετικοί γραμματικοί όροι είναι δανεισμένοι από τη μουσική ορολογία.

Η ίδια η λέξη τόνος σημαίνει τον μουσικό τόνο, και παράγεται από το τείνω = «τεντώνω» [ενν τη χορδή, δηλαδή κουρδίζω].

Για το οξύς και βαρύς / οξεία και βαρεία, τα λέει το άρθρο.

Η προσῳδία, με την οποία σήμερα πρακτικά εννοούμε τη διάκριση μακρών και βραχέων, είναι κι αυτή από το προς + ᾄδω (και καλά: αυτή είναι η λέξη, αλλά πώς ακριβώς την τραγουδάμε;)

Αλλά ακόμη και εκτός ελληνικής γλώσσας: accent (τόνος) < λατιν. accentum, του ρήματος accino < ad+cano. Cano=τραγουδώ, όθεν cantus=τραγούδι, που σε νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες έγινε chant/chanson, canto, canzone, από κει κι η καντάδα, κλπ.

Από τους τρεις τόνους που χρησιμοποιεί η σημερινή γαλλική γλώσσα, οι δύο παίρνουν το όνομά τους από τους αντίστοιχους ελληνικούς με την ίδια μορφή: αυτός που είναι σαν οξεία λέγεται accent aigu (aigu=οξύς, μυτερός) και αυτός που είναι σαν βαρεία accent grave (grave=κάτι σαν το «βαρύς»). Ασφαλώς η χρήση τους μέσα στο σύστημα γραφής είναι τελείως άσχετη από των ελληνικών τόνων -βασικά δεν είναι τόνοι, είναι διακριτικά σημεία άλλου είδους- αλλά η ονοματολιγική παράδοση επηρεάζει.

Το κυπριακό συλλαβάριο είναι αρκετά διαφορετική περίπτωση από τη γραμμική Β, γιατί χρησιμοποιήθηκε στην κλασσική εποχή. Η εντύπωση μου είναι ότι η αρχαία κυπριακή διάλεκτος δεν γράφτηκε ποτέ με αλφάβητο, οι αλφαβητικές επιγραφές νομίζω είναι σε αττική/κοινή, από την εποχή που συγκεκριμένοι κύπριοι βασιλιάδες όπως ο Ευαγόρας βλέπουν προς Αθήνα, και φυσικά από τους Πτολεμαίους και μετά.

Η μητρική μου γλώσσα είναι τα σουηδικά, όπου στην ομιλούμενη γλώσσα κάνουμε μία σαφή και σημαντική διάκριση ανάμεσα σε μακρά και βράχεα φωνήεντα, στο σημείο που η σημασία των λέξεων αλλάζει εντελώς αν αλλάξεις την προφορά του φωνήεντος. Τα παρακάτω βίντεο τα εξηγεί αρκετά καλά, με παραδείγματα από τη προφορά του a και o:

Παραθέτω αυτά τα βίντεο, γιατί νομίζω ότι παρόλο που αρκετοί σημερινοί Έλληνες (λόγω της παιδείας τους) ακόμα έχουν υπόψη τους τη διαφορά ανάμεσα με βραχύχρονες και μακρόχρονες συλλαβές, δεν έχουν καμιά βιωματική εμπειρία αυτής της διαφοράς στην καθημερινή τους χρήση της μητρικής τους γλώσσας. Στη σημερινή ομιλούμενη ελληνική υπάρχουν μόνο βραχέα φωνήεντα. Μάλλον γι’ αυτό το λόγο δυσκολεύνται πολλοί νεοφερμένοι Έλληνες μετανάστες στη Σουηδία να καταλάβουν τη σημαντική διαφορά στην προφορά ανάμεσα στο, ας πούμε, το hal (γλιστερός) και hall (διάδρομος, χωλ). Υπάρχουν πολλά άλλα τέτοια ξευγάρια λέξεων, που η προφορά των φωνηέντων αλλάζει όταν προστίθεται ένα ακόμα σύμφωνο (συνήθως το ίδιο, αλλά όχι πάντα). Στα ελληνικά απεναντίας, δεν υπάρχει καμιά διαφορά στη προφορά του α στην “η θάλασσα” και “τα πράσα” ή του η στο “το λήμμα” και “το βήμα”.

Όσον αφορά τα διακριτικά που υιοθέτησαν οι σημερινοί Έλληνες από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς (περισπωμένες κ.τ.λ.) νομίζω ότι δεν έχουν καμιά χρησιμότητα για της εκμάθση της γραφής/ορθογραφίας της σύγχρονης ομιλούμενης, εφόσον η προφορά των φωνήεντων έχει αλλάξει τόσο ριζικά από τα αρχαία χρόνια. Κατά τη γνώμη μου η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος έδωσε την ευκαιρία στους δασκάλους και μαθητές να συνκεντρωθούν σε αυτά που έχουν πραγματικά σημασία στο γραπτό λόγο, όπως η (ιστορική) ορθογραφία, που παρουσιάζει κι αυτή πολλές δυσκολίες στα ελληνόπουλα!

Συνοψίζοντας, η διαφορά ανάμεσα στις βραχύχρονες και μακρόχρονες συλλαβές είναι σημαντικότατη σε μία γλώσσα όπως η σουηδική (και στον ομιλούμενο και στο γραπτό λόγο), και ίσως είναι αυτή που δίνει την εντύπωση ότι εμείς οι Σουηδοί μιλάμε “τραγουδιστά”. Βέβαια, εμείς δεν βάζουμε διακριτικά σημεία για να δείξουμε τη διαφορά στην προφορά, αλλά μαθαίνουμε τους κανόνες που ισχύουν στα παιδιά στο σχολείο και στους ξένους που μαθαίνουν τα σουηδικά σαν δεύτερη γλώσσα.

Απεναντίας, στο σημερινό γραπτό ελληνικό λόγο διακριτκά σαν την περισπωμένη είναι ένα παλιό και άχρηστο κατάλοιπο που πολλές φορές συνδηλώνει κάτι άλλο από ένα βοήθημα για τη σωστή προφορά των λέξεων… όπως καπότε η χρήση ή μη της (αυστηρής) καθαρεύουσας και της δημοτικής στις εφημερίδες/τα περιοδικά είχε πολιτικές και κοινωνικές συνδηλώσεις.

1 «Μου αρέσει»

Ούτε για την εκμάθηση, ούτε καμία άλλη χρησιμότητα. Υπήρχαν απλώς επειδή η γραφή είναι πιο συντηρητικό πράγμα από τον προφορικό λόγο.

Ειδικά στη σημερινή δημοτική το πολυτονικό δεν ήταν απλώς περιττή δυσκολία, ήταν και από μόνο του παράλογο. Ο αρχαίος κανόνας «όταν η λήγουσα είναι μακρά, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται» είχε μία λογική, την ίδια λογική που διέπει και τους υπόλοιπους κανόνες. Στα νέα ελληνικά όμως, όταν η λήγουσα είναι μακρά η προπαραλήγουσα μπορεί μια χαρά να τονίζεται, π.χ. κατάσταση (στα αρχαία ήταν κατάστασις, με βραχύ το ι), οπότε από πού κι ως πού να ισχύουν οι άλλοι κανόνες;

Στην καθαρεύουσα δεν υπήρχαν τέτοιες ασυνέπειες. Ναι μεν έλεγαν «μακρό» και «βραχύ» εντελώς συμβατικά, χωρίς κανένα αντίκρισμα στην προφορά, τουλάχιστον όμως τη σύμβαση την τηρούσαν με την ίδια συνέπεια όπως και στ’ αρχαία.

Είχε γίνει κάποια συζήτηση μήπως απ’ όλο το πολυτονικό διατηρούσαμε τη δασεία. Υπήρχαν επιχειρήματα υπέρ: μπορεί μεν να μην έχει αντίκρισμα στην προφορά, δίνει όμως πληροφορίες ίδιας τάξεως μ’ εκείνες της ιστορικής ορθογραφίας. Και έχει και το ανάλογό της σε άλλες γλώσσες όπως τα γαλλικά, που διατηρούν το h παρόλο που δεν προφέρεται, γιατί η παρουσία του στην ορθογραφία εξηγεί οριεμένα πράγματα.

Και με το μονοτονικό ακόμη, εξακοουθεί να υπάρχει συζήτηση για το αν είναι το καλύτερο δυνατό. Υποστηρίζεται, λ.χ., ότι μια φράση όπως «μη μου το πεις» θα ήταν πιο χρήσιμο να τη γράφαμε «μή μου το πείς», ή ότι η γραφή «απο κεί» θα απέδιδε καλύτερα την προφορά παρά η ισχύουσα «από κει».

2 «Μου αρέσει»

Για την ιστορία μόνο, το «ὁ δ’ ἠλίθιος ὥσπερ πρόβατον βῆ βῆ λέγων βαδίζει» δεν είναι από Ηρόδοτο, αλλά απόσπασμα κωμωδίας του Κρατίνου.

Απλή λογική, στα ελληνικά πιο πριν από την προπαραλήγουσα δεν μπορούμε να τονίσουμε, άμα το προσπαθήσουμε είναι σα να κόβεται η λέξη και να λέμε δυο λέξεις μέτα. Οπότε, αν η λήγουσα είναι μακρά (=διπλή έκταση) και τονίσουμε την προπαραλήγουσα, θα είναι σα να τονίζουμε την προ-προπαραλήγουσα, πράγμα αδύνατο.

1 «Μου αρέσει»

Ακριβώς. Αυτός είναι ο νόμος της τρισυλλαβίας. Όταν λοιπόν βλέπεις και τονίζεται η προπαραλήγουσα, μάλλον η λήγουσα δεν είναι μακρά. Μέχρι που κάποιος παρατήρησε ότι, πράγματι, δεν είναι μακρά, ούτε υπάρχουν πια μακρά και βραχέα.

Αναρωτιέμαι αν σ’ όλους τους αιώνες από τότε που χάθηκαν τα μακρά και τα βραχέα μέχρι και την ανάπτυξη της γλωσσολογίας οι άνθρωποι καταλάβαιναν τι υποτίθεται ότι δηλώνουν οι όροι μακρό και βραχύ, ή αν απλώς τους δέχονταν μηχανικά…


Edit: Χαζή απορία. Είπαμε, ο Έρασμος έζησε μεταξύ 15ου και 16ου αιώνα, και τη θεωρία του δεν την έβγαλε εκ του μηδενός αλλά βάσει προεργασίας άλλων. Άρα δεν ήταν άγνωστο, είχε διαιωνιστεί η μνήμη, ή είχε χαθεί αλλά ξαναανακαλύφθηκε.

Κι εγώ αναρωτιέμαι οι Ρωμαίοι λόγιοι που έγραψαν στίχους σε αρχαία μέτρα, που βασίζονται σε κανονικότητες εναλλαγής μακρών-βραχέων και όχι τονισμένων-άτονων, πώς αναπαριστούσαν αυτό που έκαναν.

ΥΓ Το ξέρατε ότι οι ξένοι βρίσκουν δυσάρεστο τον ήχο των νέων ελληνικών, αλλά δυσκολευόμαστε να το αντιληφθούμε γιατί αποφεύγουν να μας το πουν κατάμουτρα;

Ο προβληματισμός για την προφορά των φθόγγων της αρχ. Ελληνικής ξεκίνησε μετά την άλωση, όταν Έλληνες λόγιοι βρήκαν άσυλο σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια: οι ευρωπαίοι συνάδελφοί τους τότε ήταν που υποπτεύτηκαν πως η προφορά κάποιων φθόγγων ήταν διαφορετική από εκείνη που τους δίδασκαν οι βυζαντινοί.

Αμφιβολίες για την ορθότητα της βυζαντινής προφοράς των αρχ. Ελληνικών διατυπώθηκαν και πριν τον Έρασμο [1466 – 1536]: από τον Ισπανό Antonius Labrissensis , τον Ιταλό Aldus Manutius , τον επίσης Ιταλό Ιερώνυμο Aleander αλλά και από ένα βυζαντινό λόγιο, τον Ιανό Λάσκαρι.
Αλλά, ο Ολλανδός Έρασμος ήταν αυτός που συστηματικά τεκμηρίωσε τη διαφοροποίηση αυτή.

Επ’ αυτού, συγκεκριμένα, η απάντηση είναι σαφέστατη: χεσμένους τους έχουμε, τους όσους (δεν υποστηρίζουν όλοι αυτή την προσέγγιση) . Ας μας βρουν έναν λαό που μέσα σε χοντρικά τρεις χιλιετίες να μην άλλαξαν οι κανόνες εκφοράς της γλώσσας του.

Αξιανάγνωστη και πλούσια σε προβληματικές/προβληματισμούς η προσέγγιση του εξαίρετου Δημήτρη Λέκκα:
«Ανοίξω το στόμα μου…» Ποσοτική Προσωδία, Ειρμολογικόν Γένος, Ψαλτική Χοραρχική Χειρονομία: Κοινή Συστημική Θεώρηση"

Αυτό πού ακριβώς το στηρίζεις; Υπάρχουν στατιστικές, βιβλιογραφία κλπ; :wink:

Όχι από κλασικιστική κανονιστικότητα κύριε Πολίτη, είναι η αυθόρμητη, «λαϊκή» αίσθηση για τον ήχο.

Στατιστικές δεν θα υπάρχουν, αλλά υπάρχουν anecdotes, και ο Τόμας Τζέφερσον σε κείμενό του για το θέμα της προφοράς των αρχαίων κάπου αναφέρει την «διαβόητη κακοφωνία» («notorious cacophony») των σύγχρονων Ελλήνων, δηλαδή το θεωρεί κοινό τόπο.

Κατά τη γνώμη μου ο κανόνας που αναφέρεις μπορεί να χρησιμεύει σαν εξήγηση για ένα φαινόμενο που συχνά μπερδεύει τους ξένους που θέλουν να μάθουν την ελληνική γλώσσα. Σκέφτομαι την αλλαγή στον τονισμό σε ουσιαστικά όπως ο άνθρωπος, που μεταβάλλει τον τονισμό στην γενική και στην αιτιατική του πληθυντικού: του ανθρώπου, των ανθρώπων, τους ανθρώπους. Σ’ αυτήν την περίπτωση ισχύει ο αρχαίος κανόνας: η λήγουσα είναι μακρά, και γι’ αυτό δεν μπορεί ο τόνος να παραμένει στην προπαραλήγουσα. Νομίζω ότι το ίδιο ισχύει για τον πληθυντικο της λέξης κατάσταση, που γίνεται καταστάσεις και στη γενική καταστάσεων. Βέβαια, οι Έλληνες δεν χρειάζονται εξηγήσεις γιατί αλλάζει ο τόνος, γιατί σας έχει γίνει έμφυτη γνώση. Ο ξένος όμως μπορεί να βρει κάποια παρηγοριά ξέροντας ότι υπάρχει κάποιος (έστω και αρχαίος) κανόνας που ορίζει την αλλαγή του τονισμού!

Όσο για το ζήτημα των τόνων γενικά, νομίζω ότι είναι ένα σημαντικό βοήθημα για τους μη Έλληνες που θέλουν να μάθουν τα ελληνικά. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευροπαϊκές γλώσσες που ξέρω, η ελληνική γραπτή γλώσσα δείχνει πως τονίζεται κάθε λέξη, και έτσι ακόμα ένας αρχάριος ξένος μαθητής ξέρει πώς να τονίζει τις λέξεις όταν διαβάζει ένα κείμενο στα ελληνικά. Από την άλλη, ο native speaker δεν χρειάζεται στην ουσία το γραπτό σημάδι, γιατί ξέρει ήδη πώς τονίζονται οι λέξεις που διαβάζει. Δηλαδή, και να έλλειπαν οι τόνοι (οι οξείες) σε ένα γραπτό κείμενο, πάλι θα μπορούσε να το διαβάσει σωστά χωρίς προβλήματα. Δεν λέω να εξαλειφθεί ο τόνος από την ελληνική γραπτή γλώσσα, γιατί είναι ένα μέρος της γραφής, όπως η ιστορική ορθογραφία, που διατηρείται παρόλες τις αλλαγές στην προφορά των φωνηέντων.