Από πού προέρχεται η έκφραση "Λάου λάου";

Αγαπητοί φίλοι. από πού προέρχεται το Λάου λάου και τι σημαίνει αυτό;

Το λάου λάου είναι και τώρα κοινότατη έκφραση.

Σύμφωνα με το Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη:

α. σιγά σιγά, χωρίς βιασύνη: Δε βιάζεται να τελειώσει, το πάει ~. β. με επιτήδειο, κατάλληλο τρόπο, με το μαλακό: Δε χρειάζεται να τον πιέζεις· θα τον καταφέρεις με το ~.

[ λάγου λάγου, γεν. της λ. λαγός υποχωρ. (σύγκρ. κάκου ) και με αποβ. του μεσοφ. [γ] ]

4 «Μου αρέσει»

Αυτό, πού το βρήκαν; Πού αλλού έχουμε τον λαγό να γίνεται λάγος; Και έστω, ας το δεχτούμε. Ο λάγος, σιγά σιγά τρέχει;

(και ακόμα κάτι: Νοτιοαιγαιοπελαγίτης ήταν, ο συνεργάτης του ιδρύματος που σκέφτηκε αυτή την ετυμολόγηση; Πού αλλού, εκτός από εκεί, ο λαγός γίνεται λαός; )

Για την έκφραση “του κάκου”: Δεν έχω εξήγηση. Αλλά και, δεν μπορώ να συγκρίνω.

1 «Μου αρέσει»

Κι εμένα μου φαίνεται περίεργο, αλλά κι ο Μπαμπινιώτης την ίδια ετυμολογία δίνει (με ένα «ίσως»).

Ωστόσο, ενώ όλο μαζί φαίνεται λίγο απίθανο, αν τα πιάσεις ένα ένα στέκουν:

Πουθενά. Δε λέει ότι ο λαγός γίνεται λάγος, αλλα΄ότι στη συγκεκριμένη έκφραση η διπλασιασμένη γενική αλλάζει τόνο - όχι η λέξη γενικά. Και σου φέρνει ως ανάλογο παράδειγμα το «κακός» που δε γίνεται μεν ποτέ «κάκος» αλλά ωστόσο λέμε «του κάκου».

Όταν τον κυνηγάς, όχι. Όταν όμως έρχεται να φάει, το κάνει με κάθε προφύλαξη. (Δεν το 'χεις δει, ε; Είδες τι καλά που προφυλάσσεται;)

Τι λέγει το ρολόγι σου, είναι ώρα να πάγουμε να φάγουμε κανένα φαγί;

Τα παραπάνω δεν αίρουν όλες μου τις επιφυλάξεις. Πάντως δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη πιθανή ελληνική ετυμολογία. Και αν ήταν τούρκικο, αλβανικό, ενετικό ή κάτι άλλο, φαντάζομαι ότι δύο ανεξάρτητες επιτροπές λεξικογράφων θα το 'χαν εντοπίσει.

Άρα, μάλλον αυτή είναι προς το παρόν η επικρατέστερη ετυμολογία.

Δηλαδή, λέμε «του λάγου – λάγου»; Ε, δεν το έχω ακούσει αυτό. Και το λέμε, επειδή ο λάγος όταν θέλει να φάει, παίρνει προφυλάξεις; Μα, εγώ το αντίθετο ξέρω: Λαγός την φτέρην έτριβε, κακό της κεφαλής του…

Ναι, αλλά δεν λέμε «του λάγου».

Αυτό, το μόνο που μου φέρνει στο μυαλό είναι ένα ανέκδοτο όπου, κάποιος περιφέρεται με ένα κοκαλάκι της νυχτερίδας στο πέτο του σακακιού του. Όταν τον ρωτάνε γιατί το φοράει, απαντά -Ααα, διώχνει τους ελέφαντες! Και στην ατάκα – Μα, δεν υπάρχουν ελέφαντες εδώ! ανταπαντάει – Είδες τι καλά που δουλεύει;

Η έκθλιψη του ενδιαμέσου συμφώνου (όταν αυτό υπάρχει, αλλά και η αναφύησή του, όταν δεν υπάρχει) είναι, βέβαια, γενικός (και παγκόσμιος!) γλωσσολογικός κανόνας, ακόμα και οι Τούρκοι όταν διαβάσουν Τσαβούσογλου θα προφέρουν Τσαούσογλου, ακριβώς όπως το οργανικό τακίμι davul – zurna το προφέρουν νταούλ ζουρνά. Άλλο αυτό όμως, και άλλες οι εκθλίψεις της νοτιοαιγαιοπελαγίτικης ντοπιολαλιάς, του τύπου Θα έρχουν Εκλοές (στη Νάξο), Τίοτα εν ήκουσα στη Σίφνο κλπ. κλπ.

Άλλη φορά ήταν αυτό. :slight_smile:
Συνήθως έρχεται λάου λάου.



Βασικά Νίκο συμφωνώ μαζί σου μέχρι το εξής σημείο: ότι μοιάζει σαν να βρήκαν τη μόνη λέξη που κάπως θυμίζει το «λάου λάου», και να προσπάθησαν τραβώντας από τα μαλλιά να εξηγήσουν τη μορφολογική και νοηματική απόσταση ανάμεσα σ’ αυτήν -δηλ. τον λαγό- και το λάου λάου.

Ωστόσο επιμένω ότι ένα προς ένα τα σημεία στέκουν. Ειδικότερα δε ως προς αυτό:

δεν είναι έτσι. Θα ήθελε πολλή γλωσσολογία για να το αναλύσουμε, αλλά επιγραμματικά: δε μιλάμε ούτε για παγκόσμια φαινόμενα ούτε για τοπικούς ιδιωματισμούς, μιλάμε για ένα πολύ συγκεκριμένο φαινόμενο που αφορά ειδικά το -γ- μεταξύ φωνηέντων και που είναι πανελλήνιο.
(Και δε θα έρχουν στη Νάξο οι εκλοές, ό,τι έρχει θα 'ρχει στα Θερμιά μόνο. Μη συγχέουμε.)

Όσο για τα φυσιοδιφικά του λαγού, δεν ξέρω, δεν είμαι άνθρωπος του βουνού και της φύσης, αλλά πιστεύω ότι πρέπει να 'ναι διακριτικό ζώο, δεν πάει βόλτα με τα νταούλια.

΄ντάξ, πήε και μιάμιση η ώρα, χάρηκα που συμφωνούμε στο

(που από μόνο του με κάνει να ανησυχώ για τους συνεργάτες του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη).

Νομίζω ότι το «Ήρχεν ο Μάης, μάτια μου» και σε άλλες Κυκλάδες το λένε, θα το ψάξω αν το θυμηθώ… Πάντως, φυσιοδιφικά, ο λαός εν ξέρει να πααίνει λάου λάου, τα νταούλια σίουρα τα ξεπερνάει και βέβαια, το αν τρίει τη φτέρη και τη βλέπει ο κυνηός να κουνιέται και βαράει έ, ας πρόσεε…

…κι αν έκοψα και κάμποσα σύμφωνα παραπάνω, ας θυμηθώ εκειό πόλεγε η μακαρίτισσα η (παλιοελλαδίτισσα) μάνα μου για τους Κύπριους: Τον πολύν πολύν, ναν βάλομεν καιν κανέναν νίν.

Και στη Σίφνο θα 'ρχω.

Και επιβεβαιώνω: λαός στη Σίφνο. Υπάρχει και μια έκφραση που λέγεται σε ένα μωράκι όταν ρεύεται: “μόσχος και λαού πορδή”

(“Κυνηός”, ίσως, όχι, αλλά “κυνηώ” σαφώς).

2 «Μου αρέσει»

Και (προς) “Λαός”, επιγραφή του ΥΔΕ, στο δρόμο προς Βαθύ.

Προς μη Σιφνιούς Κυνηγός, ναι, αλλά μεταξύ Σιφνιών το γ εκθλίβεται, πώς να το κάνουμε…

Το ’νιν ανταν να τρώει τηγ γην, τρώει τηγ γηθ θαρκέται,
μα πάντα τζιείνον τρώεται τζαι τζιείνον καταλιέται.

1 «Μου αρέσει»

Αν και στο slang δίνουν ως ετυμολογία για το επίρρημα «λάου-λάου» το αγγλικό low =σιγά,

τείνω περισσότερο ως προς την εκδοχή στην οποία συγκλίνουν οι:
.Ν. Ανδριώτης, στο Λεξικό του, 1951
Μπαμπινιώτης
Το Λεξικό Κ.ΝΕ.
και τα Λεξιλογικά από τοπικές ντοπιολαλιές, π.χ. Ροδιακή, Λευκαδίτικη, Μεσσηνιακή κ.λπ.
δηλαδή, να προέρχεται ετυμολογικά από το λαγού-λαγού [με μεταφορά του τόνου].

Τείνω περισσότερο σ’ αυτή την εκδοχή, να συσχετίζεται δηλαδή η φράση με το λαγό λόγω της ιδιότητάς του

  • να περπατά σιγανά και αθόρυβα, για να μη γίνεται αντιληπτός από τους εχθρούς του
  • και λόγω του σιγανού ύπνου του, κυριολεκτικά «με ανοικτά τα μάτια» και με όλες τις προφυλάξεις, επίσης για τους ίδιους λόγους

και σε καμιά περίπτωση βέβαια λόγω της άλλης ιδιότητάς του, της σβελτάδας και του γρήγορου των κινήσεών του, γιατί δεν υπάρχει βέβαια καμιά συσχέτιση.

2 «Μου αρέσει»

Δηλαδή, αν πεισθούμε από τα γραφόμενα του Ανδριώτη και άλλων, παραμερίζεται η βασική ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον λαγό, η ταχύτητα, και προβάλλονται ιδιότητες που τις διαθέτουν λίγο – πολύ όλα ανεξαιρέτως τα ζώα, επιθετικά και μη. Μην πάω μακρυά, αμέσως αμέσως η γάτα, η απλή γάτα, περπατά σαν να μην υπάρχει, κοιμάται σαν να είναι πεθαμένη, φωλιάζει σε μέρη που κανείς δεν μπορεί να την βρει, κοιμάται με ανοιχτά τα μάτια γιαυτό και δεν έχει βλέφαρα. Και άντε, ας πούμε ότι πειστήκαμε για την το λιγότερο περίεργη αυτή επιλογή. Ο διπλασιασμός, τεχνική που χρησιμοποιεί η γλώσσα για επίταση (μάνι μάνι ή τάκα τάκα για «πολύ γρήγορα», βαρειά βαρειά για πολύ βάρος, μέσα μέσα για πολύ μέσα κλπ. κλπ. κλπ.) τί έννοια έχει εδώ; Λαγός λαγός; Επιτείνει αυτό κάτι; Πιο σιγά κι από σκέτο λαγό δηλαδή; Ε, μην τρελαθούμε! Κι ακόμα: γιατί γενική (του λαγού, κτητικόν δηλαδή); Δική του είναι η υιοθέτηση της επιλογής αυτής; Και περισσότερο: Μεταφορά τόνου, πού αλλού στην ελληνική γραμματεία έχουμε; «Ο λάγος;» Το έχει ακούσει κανείς αυτό ποτέ; Όσο για τις ντοπιολαλιές, τί θέλει να μας πεί ο Ανδριώτης, ότι η έκφραση εντοπίστηκε αρχικά στη Ρόδο, την Αγιαμαύρα, τη Μεσήνη κλπ. και αργότερα πέρασε και στην υπόλοιπη Ελλάδα; Μα αν ήταν έτσι, στην υπόλοιπη Ελλάδα θα έλεγαν “λάγου λάγου”. Συγνώμη, δεν πείθομαι καθόλου και επαναλαμβάνω κάτι που, εδώ στο φόρουμ, έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου μιάμιση δεκαετία τώρα, να τονίζω: Όταν δεν μπορούμε να βρούμε πειστική εξήγηση για κάποιαν ετυμολόγηση, καλύτερα ας παραδεχτούμε ότι δεν βρήκαμε εξήγηση. Δεν είναι ανάγκη να καταφεύγουμε σε τέτοια ακραία πράγματα όπως αυτή η περίπτωση ή, ακόμα χειρότερα βέβαια, το απαράδεκτο εκείνο αγγλικό low. Πόσοι λαϊκοί Έλληνες ήξεραν αγγλικά, μισόν ή έναν αιώνα πριν; Και βάσει ποιού γλωσσολογικού κανόνα το τονούμενο ο (λόου) τρέπεται σε α (λάου);

Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη,
θέλει λαγού περπατησιά κι αητού γρηγοροσύνη.

Τι σημαίνει εδώ λαγού περπατησιά; Να φεύγεις τρέχοντας από την αγάπη; Ή να την πλησιάζεις λάου λάου;

Αυτό το 'παμε δύο ή τρεις φορές: ούτε υπάρχει, ούτε υποστήριξε κανείς ότι υπάρχει.

Ειδικά εδώ Νίκο είσαι ολοφάνερα λάθος. Ακόμη κι αν δεν προέρχεται από τον λαγό αλλά από οτιδήποτε άλλο, δεν είναι δυνατόν να ισχυρίζεσαι ότι δεν υπάρχει διπλασιασμός, αφού είναι δύο φορές η ίδια λέξη!

Και τέλος πάντων δεν καταλαβαίνω τι διαφέρουν τα διπλασιασμένα «σιγά σιγά», «κρυφά κρυφά», «ήσυχα ήσυχα» κλπ. από τα δικά σου παραδείγματα.

1 «Μου αρέσει»

Εγώ να ρωτήσω το άλλο:

Έγινε λαγός.

Τί σημαίνει εδώ «Έγινε λαγός»; Να πλησιάζεις λάου λάου, ή να φεύγεις τρέχοντας;

Αν όμως κάποιος στηρίζει την ερμηνεία του στη ρήση «λάγου λάγου» τότε αυτός, ναι, υποστηρίζει ότι αυτή η εκφορά υπάρχει. Αρκεί βέβαια, το «λάγου λάγου» να παραπέμπει σε κινήσεις φρόνησης και ταπεινοσύνης.

Μαζί γράφουμε, χώρια καταλαβαίνουμε. Είπα εγώ ότι δεν υπάρχει διπλασιασμός; Ακριβώς αυτό είπα κι εγώ, μόνο που εγώ δεν βλέπω ότι ο διπλασιασμός «Λαγός λαγός» δεν μπορεί να σημαίνει επίταση, αφού δυό λαγοί μαζί δεν προχωράνε αργότερα (και προσεκτικότερα) από έναν.

Μα δεν διαφέρουν σε τίποτα απολύτως. Απλά, ενώ εκφράσεις όπως «μάνι μάνι» επιτείνουν την αίσθηση του γρήγορου, εκφράσεις όπως «σιγά σιγά» επιτείνουν την αίσθηση του αργού. Για τεχνική επίτασης ήθελα να μιλήσω. Αν μου είχαν έρθει στο μυαλό και τα δικά σου παραδείγματα την ώρα που έγραφα, θα τα είχα ίσως προσθέσει και αυτά.

Νίκο, μην κουράζουμε τους αναγνώστες. Το βλέπεις και μόνος σου ότι τίποτε από αυτά που υποστηρίζεις δε στέκει:

Ούτε ο διπλασιασμός της λέξης θα μπορούσε να σημαίνει διπλασιασμό του …λαγού,
ούτε «μάνι μάνι» σημαίνει «τόσο μάνι όσο θα το έκαναν δύο»,
ούτε υπάρχει πουθενά τυπωμένη η ονομαστική «λαγός λαγός» με την ένδειξη «υπάρχει» (εσύ συνάγεις ότι αυτό υποστηρίζουν τα τρία λεξικά, αλλά οι λεξικογράφοι δεν αφήνουν να φανταστείς, λένε ρητά αυτό που θέλουν να πουν),
ούτε η γενική δηλώνει ντε και καλά κτήση -μπορεί να δηλώνει αρκετές σχέσεις, μεταξύ αυτών και την ιδιότητα-,
ούτε η ταχύτητα του λαγού είναι η μοναδική του ιδιότητα (λαγοκοιμάμαι δε σημαίνει κοιμάμαι με πολλά χιλιόμετρα την ώρα),
…απ’ όπου και να πιαστείς πέφτεις. Ακόμη και για το παρακάτω:

Δεν το λέει ο Ανδριώτης, η Ελένη το λέει:

Ότι την ίδια ετυμολογία βρήκε και στον Ανδριώτη (για την κοινή νεοελληνική) και σε λεξικά τοπικών ιδιωμάτων.


Για να μην αναζητείς επιχειρήματα εκεί όπου δεν υπάρχουν, ιδού πώς θα διατύπωνα εγώ την αντίρρησή σου (αν την έχω καταλάβει σωστά):

Δεν ξέρω άλλο παράδειγμα όπου να συμβαίνουν ταυτόχρονα όλα τα παρακάτω:
-η λέξη για ένα ζώο να μπαίνει για να δηλώσει μια ιδιότητα αυτού του ζώου, που δεν είναι η μοναδική του και που δεν την έχει κατ’ αποκλειστικότητα, ΚΑΙ
-η λέξη να μπαίνει σε γενική, δίκην επιρρήμτος, ΚΑΙ
-να διπλασιάζεται, ΚΑΙ
-να παρατονίζεται, ΚΑΙ
-να εμφανίζεται σε μορφή που κανινικά είναι ιδιωματική, ενώ η έκφραση που προκύπτει είναι πανελλήνια.

Αν όντως αυτό σκέφτεσαι, συμφωνώ μαζί σου.

1 «Μου αρέσει»

Ε, τότε τελειώσαμε, γιατί ναι, όλα αυτά σκέφτομαι. Γιαυτό και δεν συμφωνώ με την εξήγηση που δίνει ο όποιος τη δίνει. Τέλος, από μένα. Ψάχνουμε πλέον (όποιος θέλει, εγώ όχι…) για το από πού προέρχεται η έκφραση “Λάου λάου”.

Νομίζω είναι πολύ απλό όταν ήμουσ στο Πανειπστήμιο στην Αμερική USA μας ένας καθηγητής ελληνολάτρης και σχετικά καλός γνώστης της ελληνικής κατά τύχη συζητήσαμε και για την έκφραση αυτή και μας είπε ότι το πιο πιθανόν είναι να προέρχεται από την λέξη low, δηλαδή αργά,σιγά,
low-low σιγά-σιγά.
Μπορεί να είναι και έτσι…

Μπα όχι. Αυτό με κανένα τρόπο δε στέκει. Αναφέρθηκε ήδη άλλωστε.
α) Low δεν σημαίνει σιγά ή κρυφά.
β) Δεν προφέρεται λάου αλλά λόου.
γ) Στα αγγλικά δεν υπάρχει αυτός ο διπλασιασμός όπως στα ελληνικά.
δ) Στα ελληνικά η έκφραση υπάρχει από εποχές που τα αγγλικά δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη ξένη γλώσσα.

2 «Μου αρέσει»

Σ’ αυτή τη σελίδα, ανάμεσα σε πλήθος παραλληλοδιασταυρούμενες συζητήσεις, γίνεται λόγος και για την ετυμολογία του «λάου λάου», και εμφανίζονται και κάποιες ακόμη προτάσεις πέρα από αυτήν με τον λαγό.

1 «Μου αρέσει»