Άρθρο: Οι σημερινοί 20άρηδες αποφεύγουν τα clubs και διασκεδάζουν με Μαριώ και Τσιτσάνη

Ένα άρθρο του Άγγελου Γεραιουδάκη στο ethnos.gr που δίνεται η ευκαιρία και σε εμένα να εκφράσω κάποιες από τις απόψεις μου και εμπειρίες μου για το ρεμπέτικο και τη σχέση του με τους νέους, αλλά και να “διαφημίσω” την παρέα μας.

Καλή ανάγνωση :slight_smile:

Οι σημερινοί 20άρηδες αποφεύγουν τα clubs και διασκεδάζουν με Μαριώ και Τσιτσάνη

«Ρεμπέτικες κοινότητες στο Διαδίκτυο, στέκια στα οποία ακούγονται και χορεύονται οι νότες μιας παλαιότερης εποχής, νέοι καλλιτέχνες που ανεβαίνουν στο πάλκο και η Μαριώ τονίζει: «Η νεολαία σήμερα είναι ξετρελαμένη με το ρεμπέτικο. Έρχονται εκεί που τραγουδάω και τους καμαρώνω. Θέλουν να ακούσουν αυθεντική ρεμπέτικη μουσική»

Πίνω και μεθώ, ωχ αμάν, μέρα-νύχτα τραγουδώ, και το ντέρτι μου, ωχ αμάν, στο μπουζούκι μου ξεσπώ». Τους στίχους από το «Πίνω και μεθώ» τραγουδά μια παρέα νεαρών στου Ψυρρή το βράδυ του Σαββάτου. Οι νεαροί μόλις έχουν βγει από ένα ρεμπετάδικο, όπου διασκέδασαν τραγουδώντας και χορεύοντας στις νότες μιας άλλης εποχής. Και παρά το γεγονός ότι η μόδα επιτάσσει RnB και χιπ χοπ, το παλιό ελληνικό τραγούδι έχει πάντα την τιμητική του. Δεκάδες άτομα από 18 έως 30 ετών, στην πλειονότητά τους φοιτητές, μερακλώνουν με αγαπημένες πενιές, πίνουν ένα ποτήρι κρασί, ένα καραφάκι τσίπουρο ή τα «τσούζουν» με ρακόμελα και οινόμελα, παρέα με εκλεκτούς μεζέδες. Συνδυάζουν έτσι κουβεντούλα και καλή παρέα, σε μια μορφή προσιτής και ποιοτικής διασκέδασης.

Μία από τις εκφραστικότερες εκπροσώπους του ρεμπέτικου τραγουδιού, η Μαριώ , βαφτίστηκε στη μουσική από τα δεκατρία της, τραγουδώντας και παίζοντας ακορντεόν δίπλα στον πατέρα της, που ήταν επίσης μουσικός. Από τότε υπηρετεί με υποδειγματική συνέπεια και πάθος το τραγούδι, δίπλα στους σημαντικότερους εκτελεστές του ρεμπέτικου τραγουδιού. Με τη φωνή της, το πάθος της και τη μαγκιά της σε ταξιδεύει. Οταν, όμως, συζητάς μαζί της, σε κερδίζει με την καλοσύνη της και το χαμόγελό της. « Η νεολαία σήμερα είναι ξετρελαμένη με το ρεμπέτικο. Ερχονται εκεί που τραγουδάω και τους καμαρώνω. Θέλουν να ακούσουν αυθεντική ρεμπέτικη μουσική. Αν και έχει περάσει ένας αιώνας από τότε που γράφτηκαν τα πρώτα τραγούδια, πολλά από αυτά εκφράζουν τους σημερινούς προβληματισμούς. Οι νέοι είναι χρυσά παιδιά, αλλά δεν έχουμε ανθρώπους να τους φροντίζουν. Επιζητούν μια παρηγοριά. Μια παρηγοριά να ξανασάνουν. Γι’ αυτό και κάποιες φορές κάνω πλάκα την ώρα που τραγουδάω και λέω κάνα μπινελίκι. Αμέσως τους βλέπεις και αναθαρρούν. Ετοιμοι να συμβάλουν μαζί μου και να “τα πουν” και αυτοί» λέει η Μαριώ στο «Εθνος της Κυριακής».

Ο 23χρονος Χρήστος Παναγιωτακόπουλος , οποίος διαχειρίζεται το ρεμπέτικο φόρουμ (rembetiko.gr), μία από τις μεγαλύτερες κοινότητες για το ρεμπέτικο στο Διαδίκτυο, ήρθε σε επαφή με τα ρεμπέτικα από την παιδική του ηλικία. Ο πατέρας του έπαιζε μπουζούκι και συχνά άκουγε αυτήν τη μουσική στα οικογενειακά γλέντια. «Πήγαινα δημοτικό και θυμάμαι να ζητάω από τον πατέρα μου να μου γράψει μία κασέτα με ρεμπέτικα για να τα ακούω στο κασετοφωνάκι μου. Φαντάζομαι ήταν αστείο να με βλέπουν οι συγγενείς μου, παιδί έξι ετών, να ακούω τραγούδια όπως “Δηλητήριο στη φλέβα” ή “Το βαπόρι από την Περσία” και να προσπαθώ να μιμηθώ το γρέζι της φωνής του Βαμβακάρη, σε στίχους που δεν καταλάβαινα ακριβώς το νόημά τους . Για μένα, το ρεμπέτικο σημαίνει πρώτα απ’ όλα οικογένεια, αλλά και χαρά, αφού συνοδεύει πολλές όμορφες στιγμές της ζωής μου» αναφέρει ο Χρήστος.


«Για μένα, το ρεμπέτικο σημαίνει πρώτα απ’ όλα οικογένεια, αλλά και χαρά» Xρήστος Παναγιωτακόπουλος

Τα περισσότερα ρεμπέτικα μιλούν για θέματα που είναι κοντά στους νέους, όπως για τον έρωτα, τη φιλία, αλλά και τις δυσκολίες που μπορεί να συναντήσει ένας νέος άνθρωπος στο ξεκίνημα της ενήλικης ζωής του. «Η ζωή, αγόρι μου, κάνει κύκλους. Είναι ένας πόλεμος που αν τον κερδίσεις είσαι τυχερός. Αν δεν τον κερδίσεις, θα υπομείνεις σε αυτά που έχεις κάνει. Οι άνθρωποι σήμερα δεν θέλουν να τους κοροϊδεύουν. Είμαι 75 χρόνων και δουλεύω ακόμα. Τι να κάνω όταν τα παιδιά μου δεν έχουν μια δουλειά; Να τα πετάξω στον δρόμο; » απορεί η Μαριώ.

Σύμφωνα με το μουσικό σχήμα « Santa Bella - Σαν ταμπέλα », το οποίο απαρτίζεται από τρεις νέους καλλιτέχνες, την Ελένη Ζαχοπούλου, τον Γιώργο Κοντοχριστόπουλο και τον Φάνη Ζαχόπουλο, το ρεμπέτικο από τη γέννησή του είχε κάτι το επαναστατικό. Ηταν η φωνή του ανθρώπου που δεν του επιτρεπόταν να έχει φωνή, λόγω τάξης, καθεστώτος και νόρμας. Αυτό το νιώθεις ακούγοντας κυρίως τους πρώτους ρεμπέτες. Υπάρχει ένας καημός και ένα αίσθημα σαν να «πνίγει» τον ερμηνευτή: « Η θεματολογία των τραγουδιών, η αμεσότητα του στίχου, οι απλές και ανεπιτήδευτες μελωδίες και ο χορευτικός χαρακτήρας είναι στοιχεία που κάνουν τη μουσική αυτή άμεσα αποδεκτή και πολύ γοητευτική. Επειτα από αρκετά χρόνια που στην Ελλάδα υψώνονταν και γκρεμίζονταν “αυτοκρατορίες” λαϊκών τραγουδιστών και δημιουργών, από τους οποίους έχει μείνει μια ανάμνηση από τις χρυσές δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90, η νέα γενιά ανατρέχει με πάθος στην πρώτη ανάμνηση που έχει από το ελληνικό λαϊκό τραγούδι και ανασύρει μουσικές που γράφτηκαν από ανάγκη, με ειλικρίνεια, σε εποχές αντίστοιχες και που φέρουν, σε κάθε περίπτωση, έναν αέρα από μια αθωότητα όσον αφορά τις σχέσεις των ανθρώπων και την επαφή με τη φύση».

Σημαντικό ρόλο στην αναβίωση του ρεμπέτικου τραγουδιού, ειδικά για το νέο ακροατήριο, έπαιξε το Διαδίκτυο και η πρόσβαση που έδωσε στον κόσμο να ακούσει αυτού του είδους τη μουσική, όπως παιζόταν παλιά. Ο Χρήστος λέει ότι από τους παλιούς ρεμπέτες ξεχωρίζει τον Βασίλη Τσιτσάνη. «Ο Τσιτσάνης ήταν αυτός που πήρε το ρεμπέτικο και το έφερε στις μάζες, στον κόσμο. Εγραψε τραγούδια που μιλούσαν για σχεδόν κάθε θέμα που απασχολούσε την κοινωνία και γενικά τον απλό άνθρωπο της εποχής. Πήρε το ρεμπέτικο από το περιθώριο και το έκανε κοσμικό. Και αυτό το πέτυχε με την ευρηματικότητα που είχε ως συνθέτης, καταφέρνοντας να συνδυάσει το ανατολίτικο, τα “βυζαντινά” όπως έλεγε ο Μάρκος Βαμβακάρης , τα ρεμπέτικα, με τη δυτική μουσική χωρίς να χάσει την επαφή του με τα συναισθήματα του απλού ανθρώπου. Από εκεί και πέρα, μου αρέσουν και ακούω πολλούς σύγχρονους μουσικούς που ασχολούνται με το ρεμπέτικο. Για παράδειγμα, μου αρέσει πολύ ο Δημήτρης Μυστακίδης , ο οποίος έχει γίνει γνωστός τελευταία για τις εξαιρετικές του διασκευές ρεμπέτικων τραγουδιών για λαϊκή κιθάρα, αλλά και για τον τελευταίο του δίσκο που προσπαθεί να μπλέξει το ρεμπέτικο με άλλα -ξένα- είδη, όπως το μπλουζ ή το ροκ. Γενικά πιστεύω ότι η μουσική πρέπει να εξελίσσεται, οπότε ακούω με ενδιαφέρον μουσικούς που πειραματίζονται με παλιά ρεμπέτικα τραγούδια, σεβόμενοι όμως την αρχική δημιουργία του συνθέτη».

Μπορεί οι παλιοί τραγουδιστές με τις επιρροές από τη Μικρά Ασία να έφυγαν και οι θρυλικοί οργανοποιοί να άφησαν ελάχιστα συλλεκτικά όργανα πίσω, αλλά η βαθιά ενασχόληση μουσικών, ακαδημαϊκών, λαογράφων και ερευνητών φέρνει τον κόσμο όλο και πιο κοντά στα πραγματικά χαρακτηριστικά της εποχής που το ρεμπέτικο άνθισε και τραγουδήθηκε. « Μπορεί να μην είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι με τότε, ούτε να παίζουμε ακριβώς τα ίδια όργανα, όμως τα πάθη μας είναι κοινά και οι αφετηρίες μας, ως προς την έκφρασή τους μέσω της μουσικής, λίγο-πολύ ομοιάζουν » τονίζουν οι «Santa Bella - Σαν ταμπέλα».

image

Αρκετοί από αυτούς που αγαπούν το ρεμπέτικο, συνήθως, δεν είναι ανοιχτοί στις διασκευές του. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες να ακουστούν ξανά εμβληματικά τραγούδια, αλλιώς. «Είναι αλήθεια πως στις μέρες μας παρατηρείται μουσικά μια νοσταλγία για το παρελθόν. Βέβαια, σε κάθε σήμερα συνήθως αναλογιζόμαστε και αγαπάμε το χθες, επιλέγοντας με κάποια αφέλεια να συλλέξουμε μόνο τα όμορφα στοιχεία. Από την άλλη, είναι τόσο μπλεγμένη η πληροφορία που δεχόμαστε και μας επηρεάζει έτσι ώστε τείνουμε να ανασυνθέτουμε με μεγάλη ευκολία στοιχεία που από μόνα τους έχουν μια χάρη, με τελικό αποτέλεσμα κάτι παράξενο ενδεχομένως. Δεν συμβαίνει πάντα, αλλά παρατηρείται αρκετά. Ο σεβασμός στο αρχικό υλικό και η αισθητική του αποτελέσματος είναι δύο βασικά χαρακτηριστικά έτσι ώστε να υπάρχει νόημα στο να “πειραχτεί” κάποιο παλιό τραγούδι, παραδείγματος χάριν. Εάν, δηλαδή, με αυτόν τον τρόπο θα ξεκλειδώσει μια παραπάνω οπτική στη μουσική και αυτό το νέο άκουσμα θα γίνει από μόνο του μια πρόταση στην τέχνη. Η μόδα δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, δυστυχώς όμως βασίζεται στην ευκολία και στο εφήμερο» υπογραμμίζουν οι «Santa Bella - Σαν ταμπέλα».

Το ρεμπέτικο, το οποίο εντάχθηκε στον αντιπροσωπευτικό κατάλογο της UNESCO το 2017 για την «Αϋλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ανθρωπότητας» , έχει κερδίσει το παιχνίδι του χρόνου, έχει διαπεράσει τις κοινωνίες και τις τάξεις. «Την ημέρα που έμαθα για την UNESCO τραγουδούσα στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και το ανέφερα μέσα στην αίθουσα. Ο κόσμος συγκινήθηκε και δεν σταματούσε να χειροκροτεί» προσθέτει η Μαριώ.

Το ρεμπέτικο αγνόησε τους περιορισμούς που προσπάθησαν να του επιβάλουν κατά καιρούς και επιβίωσε γιατί το γεννά η ειλικρινής έκφραση των αναγκών του ανθρώπου. «Για μένα το ρεμπέτικο είναι μια μουσική χωρίς “χρώμα”. Οι περισσότεροι παλιοί ρεμπέτες ήταν απλοί άνθρωποι, οι οποίοι μιλούσαν για τα καθημερινά τους προβλήματα, χωρίς όμως να παίρνουν θέση. Εξέφραζαν το παράπονό τους, πέρα από οποιοδήποτε μήνυμα, ιδέα ή κίνημα. Αυτό είναι που κάνει τα ρεμπέτικα διαχρονικά. Μπορείς να πάρεις οποιοδήποτε τραγούδι και να το ερμηνεύσεις όπως εσύ θέλεις. Μέσα στην απλότητά του, μπορείς να εκφράσεις το δικό σου παράπονο και με αυτό να βγάλεις προς τα έξω το δικό σου μήνυμα. Γι’ αυτό και ναι, λειτουργούν ως “όχημα” για μηνύματα και ιδέες, αλλά τα ίδια δεν έχουν κάποιο μήνυμα από μόνα τους. Ολα έχουν να κάνουν με το πώς εσύ θες να το ακούσεις. Και εκεί είναι και η μαγεία» καταλήγει ο Χρήστος.

Πηγή:

11 «Μου αρέσει»

Ως μαθητής μπουζουξής ήθελα και μου άρεσε να πηγαίνω σε διαφορά μαγαζιά με ζωντανή μουσική ώστε να περνάω ευχάριστα το χρόνο μου και να «κλέβω» τεχνικές γνώσεις και ακούσματα . Οι παρέες δυσανασχετούσαν ωστόσο όσοι με ακολούθησαν ενθουσιάστηκαν και ακόμα για δυο τρεις ωρες αναγνώρισαν τον εαυτό τους και τα ακούσματα απο την οικογένεια τους τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν σχεδόν ξεχάσει. Ως νέος μπορώ να επιβεβαιώσω πως τα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια εκφράζουν τους νέους ωστόσο η μαζική διασκέδαση της εποχής σε κλαμπ μπαρ και όλες τις ξενόφερτες συνήθειες έχει μας έχει κάνει να ξεχνάμε αυτο που μας χαρακτηρίζει . Άλλωστε κατά προσωπική άποψη θεωρώ πως τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα ειναι στο DNA των Ελλήνων γιαυτο και έχουν επιβεβαιώσει σε βάθος χρόνων , παίζονται και θα παίζονται μετά απο αλλα τόσα χρόνια !

2 «Μου αρέσει»

Το άρθρο βρίσκεται και στην έντυπη έκδοση του Έθνους :slight_smile:

IMG_20200308_152738

Ωραίο άρθρο αν και προσωπικά έχω κάποιες ενστάσεις.
Αυτό όμως που κυρίως μου έκανε το κλικ και γράφω αυτή την απάντηση, είναι ότι κι εγώ Χρήστο στα 6 μου ήταν η πρώτη επαφή με το ρεμπέτικο. Όταν συμβεί στα πέριξ το πρώτο μου άκουσμα σε εκτέλεση Τσιτσάνη όμως, το είχε ο προπάππους μου σε κασέτα (γεννηθείς το 1917 τα πρόλαβε από πρώτο χέρι τα κομμάτια αυτά).
Η ένσταση που έχω - όντας κι εγώ 23! - είναι για τους συνομήλικούς μας. Βασικά όχι ένσταση, σωστότερα να το πω προβληματισμός. Προσωπικά ξέρω πολύ κόσμο και δυστυχώς ελάχιστοι βλέπω να ακούν και ακόμα περισσότερα “να μπορούν/θέλουν” να ακούσουν. Πολλές φορές βρέθηκα σε παρέες που ακούγοντας 1-2 τραγούδια (κι αυτά ίσως με το ζόρι εντός εισαγωγικών) μετά δεν άντεχαν άλλο ήθελαν άλλο πρόγραμμα. Και δεν ήταν κολλημένοι πχ μόνο με ραπ και λοιπά της ηλικίας μας (κι εγώ ακούω) απλά δεν τους έκατσε καθόλου το ύφος του ρεμπέτικου.
Απ’ την άλλη πάλι βλέπω μια αντίφαση ας πούμε βάζεις Τα ματόκλαδα ή ένα κομμάτι που ήδη ξέρουν μια χαρά μη πω και προς στιγμή ενθουσιάζονται (ή έτσι δείχνουν). Έτσι κ βάλεις κάτι άγνωστο προς αυτούς με τη μια απόρριψη, παρατηρώ ότι δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία να δουν και να προσέξουν το νέο.

Τέλος πάντων μεγάλη κουβέντα, υποκειμενικά θέματα αυτά… Δεν σκοπεύω να καταλήξω κάπου ή να βγάλω κάποιο συμπέρασμα, απλά κάποιες σκέψεις μου με αφορμή τον τίτλο και όσα διάβασα. Ενδιαφέρον άρθρο και μακάρι να γίνουμε περισσότεροι.

3 «Μου αρέσει»

@John88 θα συμφωνήσω μαζί σου σε έναν μεγάλο βαθμό. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί στην ηλικία μας δεν ακούνε ρεμπέτικο στη ζωή τους ή και μερικές φορές δυσανασχετούν με το άκουσμα. Ο τίτλος ίσως είναι λίγο παραπλανητικός γιατί είναι σαν να υπονοεί ότι όλοι οι 20αρηδες δεν πηγαίνουν σε clubs αλλά ακούνε ρεμπέτικα. Στην πραγματικότητα, απλά στις ημέρες μας, περισσότεροι 20αρηδες από ότι παλαιότερα, διασκεδάζουν με ρεμπέτικα.

Στη συνέντευξη που μου πήρε ο αρθρογράφος, του είχα απαντήσει και σε κάποιες άλλες ερωτήσεις τις οποίες τελικά δεν προσέθεσε λόγω χώρου στο άρθρο. Μία από αυτές (μαζί με την απάντηση που έδωσα) ήταν αυτή:

Ακούν και οι φίλοι σου ρεμπέτικα; (Αν όχι, συνήθως αυτοί τι ακούν;)

Πολλοί φίλοι μου ακούν, άλλοι τόσοι δεν ακούν στην καθημερινότητά τους αλλά θα διασκεδάσουν με αυτό αν βγουν έξω, και άλλοι, ίσως λιγότεροι, δεν θέλουν ούτε να το ακούν. Αν κάποιος δεν δώσει τον απαραίτητο χρόνο στην μουσική αυτή, να ακούσει τον στίχο, να νιώσει τα συναισθήματα που μεταδίδει, δύσκολα μπορεί να ταυτιστεί και να την βάλει στη ζωή του. Γι’ αυτό και σε πολλούς ακούγεται παλιομοδίτικη και «ξεπερασμένη». Παρ’ όλα αυτά, μου αρέσει σε φίλους που ακούν άλλα είδη, να τους δείχνω κομμάτια που για την εποχή ήταν «προχώ». Για παράδειγμα, το «Βρε μάγκα το μαχαίρι σου» του Ανέστη Δελιά ή το «Θα χαθώ μικρή μου» του Κώστα Σκαρβέλη, θα μπορούσε άνετα να είναι σκληρό ροκ! Ειδικά το τελευταίο, έχει και ένα καταπληκτικό σόλο στη μέση του κομματιού, πολύ σύγχρονων προδιαγραφών.

Σίγουρα, συμφωνώ εδώ αν και πιστεύω όσον αφορά τα άτομα που ξέρω εγώ δεν βλέπω καν την προδιάθεση να ακούσουν, πόσο μάλλον να εξετάσουν καλύτερα το τι ακούν ώστε να καταλήξουν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Καλά βέβαια αυτό έχει να κάνει με τα άτομα μιας και εσύ από ότι καταλαβαίνω έχεις κάμποσους που τους αρέσει. Προσωπικά κι όλας να σου πω -από τον κοντινότερο κύκλο μου- μπορώ να πω μόνο για μια κοπέλα που παίζει κιθάρα και τραγουδάει, ότι πραγματικά το γουστάρει. Στους άλλους δεν το είδα.
ΥΓ: Προφανώς δεν θέλω να θίξω τον τίτλο ή τη συνέντευξη/απόψεις σου, παρά να τα συνδυάσω με τη δική μου καθημερινότητα, μην παρεξηγηθώ!

1 «Μου αρέσει»

Υπερβολή.

Δημήτρη, καταλαβαίνω βέβαια ότι το DNA το λες ως σχήμα λόγου, αλλά υιοθετώντας το ίδιο σχήμα λόγου θα μπορούσα κι εγώ να αντιτείνω ότι η διεθνής μουσική είναι στο DNA των ανθρώπων. :slight_smile:

Για τη διαχρονική απήχηση του ρεμπέτικου κλίνω μάλλον προς την εξήγηση που δίνει η Μαριώ:

Αν και έχει περάσει ένας αιώνας από τότε που γράφτηκαν τα πρώτα τραγούδια, πολλά από αυτά εκφράζουν τους σημερινούς προβληματισμούς.

και οι ΣανΤαμπέλα:

« Η θεματολογία των τραγουδιών, η αμεσότητα του στίχου, οι απλές και ανεπιτήδευτες μελωδίες και ο χορευτικός χαρακτήρας είναι στοιχεία που κάνουν τη μουσική αυτή άμεσα αποδεκτή και πολύ γοητευτική. […] η νέα γενιά ανατρέχει με πάθος στην πρώτη ανάμνηση που έχει από το ελληνικό λαϊκό τραγούδι και ανασύρει μουσικές που γράφτηκαν από ανάγκη, με ειλικρίνεια, σε εποχές αντίστοιχες και που φέρουν, σε κάθε περίπτωση, έναν αέρα από μια αθωότητα όσον αφορά τις σχέσεις των ανθρώπων και την επαφή με τη φύση».
[…] Μπορεί να μην είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι με τότε, ούτε να παίζουμε ακριβώς τα ίδια όργανα, όμως τα πάθη μας είναι κοινά και οι αφετηρίες μας, ως προς την έκφρασή τους μέσω της μουσικής, λίγο-πολύ ομοιάζουν.

Ο Χρήστος (στη συνέντευξη), όπως κι εσύ, τονίζει κι έναν άλλο παράγοντα, ότι για πολλούς σημερινούς νέους το ρεμπέτικο αποτελεί σπιτική ανάμνηση. Δεν ισχύει όμως για όλους αυτό. Εγώ (χτεσινός νέος, όχι σημερινός) άρχισα ν’ ακούω ρεμπέτικα περί τα 16 μου, νομίζω, και οι γονείς μου δεν άκουγαν τίποτε παραπλήσιο στο σπίτι. Υπήρχαν μερικοί ρεμπέτικοι δίσκοι στο σπίτι, καλοί μάλιστα, αλλά ποτέ δεν είχαν παιχτεί, και τους ανακάλυψα εγώ αφότου μου είχε μπει το σαράκι.

Αλλά και γενικότερα δεν ακούν όλοι ό,τι άκουγαν οι γονείς τους ή οι παππούδες τους, αλλιώς κάθε γενιάς η μουσική θα παρέμενε για πάντα ζωντανή και επίκαιρη.

2 «Μου αρέσει»

Αυτοί που παίζουν μουσική είναι άλλη περίπτωση. Αυτοί συνήθως είναι σε θέση (σε προδιάθεση, ίσως) να γνωρίσουν και να εκτιμήσουν πράγματα πολύ πέρα από το μέινστριμ των κύκλων τους. Από έφηβος και για δεκαετίες ολόκληρες θυμάμαι τους χεβιμεταλάδες να μιλάνε για Μπαχ και να λέω, κοίτα καλλιέργεια που κρύβει αυτός πίσω από το μαλλί, τα κρανία και τη «βρώμικη» κιθάρα!

3 «Μου αρέσει»

Με κίνδυνο να χαρακτηριστώ μεταμοντέρνος τύπου Λακάν, Ντεριντά, και Κρίστεβα, αντε και λίγο Βέλτσος, θα δώσω μετα-φυσική διάσταση. Από τη μια μεριά έχουμε τη μουσική -εκπομπό και από την άλλη τον αποδέκτη, το κοινό που τα ακούει. Μέσα σε μια περίοδο 20 χρόνων περίπου, από το 1930 και μετά, βγήκε ένας τεράστιος αριθμός εκπληκτικών τραγουδιών μιας νέας μουσικής. Οι νόμοι της αγοράς και του σουξέ επιτάσσουν την γρήγορη απόσυρση των κομματιών αυτών και την αντικατάστασή τους από τα επόμενα. Έτσι τα τραγούδια αυτά δεν ακούστηκαν όσο η Αόρατος Αρχή έχει ορίσει για κάθε ένα από αυτά. Την ανωμαλία αυτή έρχεται να διορθώσει η ανάσυρσή τους από το 1975 και μετά. Θα ακούγονται και θα ξανακούγονται μέχρις ότου η Αόρατος Αρχή αποφασίσει ότι ακούστηκαν όσο Εκείνη έχει ορίσει.

(Φυσικά, χαριτολογώ. Δεν έχω πιει τίποτα. Ένα φραπέ μόνο, πριν τρεις ώρες περίπου)

Εξαιρετικοί οι Santa Bella και ειδικά ο Φάνης. Ωραίες αυγουστιάτικες βραδιές στον Αρτεμώνα με τσίπουρα, μεζεδάκια, κουβεντολόι και πενιές.

3 «Μου αρέσει»

Τεράστιο ποσοστό εκπληκτικών τραγουδιών, σίγουρα. Ο απόλυτος αριθμός -χωρίς να έχω σαφή εικόνα- δεν πιστεύω να ήταν δα και τόσο μεγάλος. Με την τότε τεχνολογία ήταν ακριβό πράγμα ο δίσκος. Βέβαια, αυτό το κόστος ήταν κι ένα φίλτρο: μια πατάτα δε θα έφτανε εύκολα στα ράφια των δισκάδικων. Και πραγματικά, δε νομίζω να έχω ακούσει ποτέ ρεμπέτικο που να είναι στ’ αλήθεια πατάτα. Το πολύ πολύ να μη μ’ αρέσει, να μην το βρίσκω πολύ εμπνευσμένο, να επαναλαμβάνει μερικές συνταγές, αλλά κάποιο μίνιμουμ αξιοπρέπειας νομίζω ότι τηρείται χωρίς εξαιρέσεις.

Αργότερα, από την εποχή του ΛΠ και δώθε, η παραγωγή είναι ποσοτικά ασύγκριτα μεγαλύτερη.

Νομίζω ότι η βάση sealabs έχει πάνω από 13000 εγγραφές. Δεν είναι όλες του είδους που μας απασχολεί αλλά αυτές, συνολικά, δεν θα είναι πάνω από 5000; Νομίζω ότι είναι μεγάλος αριθμός για να τα επεξεργαστεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος.

1 «Μου αρέσει»

Μ’ αυτή την έννοια, ναι, είναι. (Πάντως ακόμη κι εκεί, πολλά τραγούδια είναι ηχογραφημένα δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά, και μερικές φορές η ίδια ακριβώς ηχογράφηση υπάρχει δύο ή περισσότερες φορές στη βάση.)

Διαφωνώ με το σκεπτικό. Δεν ξέρω αν ήταν νέα μουσική. Εκείνα τα χρόνια απλά ΑΡΧΙΣΕ να αποτυπώνεται η μουσική

Πάντως, αυτό ίσχυε όσο το βιομηχανικό κόστος ήταν μεγάλο.
Γιατί να θες κάτι καινούργιο, όταν σου πουλάει κάτι που έχεις ήδη;
Προσπαθείς να έχεις κι άλλα κέρδη, αλλά δεν έχεις λόγο να αποσύρεις κάτι που πουλάει.

3 «Μου αρέσει»

Το βιομηχανικό κόστος δεν ήταν απαγορευτικά μεγάλο, απόδειξη οι ικανοποιητικές για την εποχή πωλήσεις. Ο Innes της αγγλικής ΕΜΙ πρότεινε, μετά την ενδελεχή έρευνά του στην ελληνική αγορά, μία σειρά από βελτιώσεις / αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης και πρότασης για εργοστάσιο, προκειμένου να εξασφαλιστούν περισσότερες πωλήσεις, αλλά μείωση τιμών δεν πρότεινε. Ας είναι καλά, βέβαια, οι φωνογραφιτζήδες, η ιδιωτική πρωτοβουλία έκανε και πάλι το θαύμα της…

1 «Μου αρέσει»