Αφού, με το καλό, τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου, να και τα σχόλιά μου.
Λοιπόν, το βιβλίο είναι πράγματι καλογραμμένο, ίσως περισσότερο πληθωρικό από όσο απαραίτητα θα χρειαζόταν αλλά καλύτερα δυο πληροφορίες παραπάνω, παρά μία λιγότερη. Αρνητικό είναι ότι δεν παραθέτει βιβλιογραφία, ενώ οι πηγές του είναι συχνά ανεπαρκώς τεκμηριωμένες. Δεν θα μπώ στο σχολιασμό του βιβλίου γενικά, γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι για καταχώρηση στο φόρουμ, αλλά θα εστιάσω στα περί μουσικής.
Στο γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι γραμμένο το βιβλίο η μουσική (και ο χορός) παίζει δευτερεύοντα, μάλλον τριτεύοντα ρόλο. Η πραγμάτευση των θεμάτων που αναφέρονται καθαρά σε μουσική δεν ξεπερνάει τις 5 σελίδες σε σύνολο 555 σελίδων. Χρονικά περιορίζεται στον πρώϊμο εικοστόν αιώνα, ενώ το βιβλίο πραγματεύεται την ιστορία της Θεσ/ κης από το 1430 που αλώθηκε από τους Οθωμανούς και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.
Δεν είναι σωστό πως η μοναδική του πηγή για μουσική και παρεμφερή θέματα είναι η Gail Holst – Wahrhaft. Και εκείνη αναφέρεται, σε μία παραπομπή για τους στίχους της Λιτανείας του Τσιτσάνη (και του «Όσοι γενούν Πρωθυπουγοί» σε κείμενο όμως άσχετο με τη μουσική), αλλά και ένας – δύο συγγραφείς ακόμα, άγνωστοι σε εμένα. Το σημείο που «εκνεύρισε» την Ελένη είναι, σε σημαντικό τμήμα του, ατεκμηρίωτο όσον αφορά την πηγή του, άρα θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι το τμήμα αυτό είναι άποψη του συγγραφέα, ενώ για ένα άλλο κομμάτι ο Μ. παραπέμπει σε κάποιον “Bunis, Voices”, συγγραφέα που αγνοώ και που, επειδή ο Μ. δεν παραθέτει βιβλιογραφία, είναι δύσκολος ο εντοπισμός του αρχικού κειμένου (η Εύα θα μπορούσε να βοηθήσει αφού διαθέτει το κείμενο). Και ναι μεν ο Μ. θεωρεί ότι το Ρεμπέτικο είναι μουσική του υποκόσμου, αλλά δεν είναι μόνος του με αυτή την άποψη. Εκατοντάδες Έλληνες έχουν εκφράσει γραπτά τέτοιαν (ή και χειρότερη) άποψη, δες Βλησίδη. Όσο για τους χαρακτηρισμούς «το αραβικής και τουρκικής προέλευσης Χιτζάζ» ή «το κλαψιάρικο Ουσσάκ», δεν μπορώ βέβαια να ξέρω αν ο Μ. είναι βαθύς γνώστης της Ανατολικής Μουσικής, που αμφιβάλλω σφόδρα, αλλά τέτοιες ακριβώς απόψεις θα περίμενα από ανθρώπους καλλιεργημένους μεν, που όμως οι εμπειρίες τους με μουσική περιορίζονται σε δυτικά και μόνο ακούσματα. Ειδικά για τα ονόματα αυτών (και των άλλων) «δρόμων», δεν φροντίσαμε να αποκτήσουν ελληνικά ονόματα (και καλά κάναμε): όσο λοιπόν οι «μουστακαλήδες και τραχειοί μουσικοί» αυτά τα ονόματα χρησιμοποιούν, τι θα περιμέναμε από έναν αμύητο Ευρωπαίο που, στο κάτω κάτω, δεν γράφει πραγματεία περί μουσικής;
Με δεδομένη λοιπόν την «εν παρόδω» ουσιαστικά πραγμάτευση της μουσικής και ειδικά του Ρεμπέτικου, δεν μπορούμε να απαιτήσουμε εκτενέστερη ανάλυση θεματολογίας στίχων ή σύνδεση με τρόπους αρχαιοελληνικής ή της βυζαντινής μουσικής, θεμάτων που ξεφεύγουν πολύ από το αντικείμενο του βιβλίου. Και για το θέμα του αν ήταν ο Μάρκος και ο Τσιτσάνης χασικλήδες, ξέρουμε όλοι μας αν ήταν ή όχι. Αλλά και ο αδαής Ευρωπαίος αναγνώστης, αν έχει κάποια στοιχειώδη επιθυμία να γνωρίσει καλύτερα την ελληνική μουσική, δεν θα περιοριστεί στις πληροφορίες που του παρέχει το βιβλίο.
Γενικά πάντως, μπορώ να συστήσω ανεπιφύλακτα την ανάγνωση του «Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων» του Mark Mazower από όσους ενδιαφέρονται όχι μόνο για την ιστορία της πόλης αλλά και της Ελλάδας διαχρονικά και γενικότερα. Περιέχει πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία που σίγουρα δεν τα μάθαμε στο σχολείο αλλά ούτε και αργότερα.