«Βαρύ» ζεΐμπέκικο

Ο ζεϊμπέκικος, χορός μοναχικός κι αυτοσχεδιαστικός, λειτουργεί ως κατ’ εξοχήν έκφραση ατομικότητας. Η επικράτησή του συνδέεται με την παράλληλη υποχώρηση των ομαδικών παραδοσιακών χορών,οι οποίοι εξέφραζαν την ομοψυχία,την αλληλεγγύη,τις σχέσεις δηλαδή της παραδοσιακής κοινότητας.Τη νέα πραγματικότητα,αυτή της μοναξιάς και της απόρριψης μες στην πόλη θα την εκφράσει ο εξατομικευμένος ζεϊμπέκικος.Η αυτοσυγκέντρωση και η ενδοσκόπηση, βασικά στοιχεία αυτού του χορού, συντελούν όχι μόνο στη ‘‘βαρύτητα’’,αλλά και στην εσωτερικότητα και στην πνευματικότητα,που κατά κάποιον τρόπο έχει αυτός ο εσωστρεφής χορός.
Ο ζεϊμπέκικος είναι κατ’ εξοχήν χορός έκφρασης προσωπικών συναισθημάτων,αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι παλιοί μάγκες αδιαφορούσαν για την εντύπωση που θα προξενούσε ο χορός τους.Απεναντίας ο χορευτής μέσα από την αυτοέκθεσή του πετύχαινε την αναγνώριση της αξίας του,της μαγκιάς του,την αποδοχή εν τέλει από τους υπόλοιπους μάγκες.
Στις μέρες μας,που σπανίως βρίσκεται κανένας καλός χορευτής,ο ζεϊμπέκικος λειτουργεί μάλλον εκτονωτικά και διασκεδαστικά,έχει υποχωρήσει το στοιχείο του καημού,ενώ βέβαια χορεύεται ομαδικά,σ’ αντίθεση με τον αυστηρώς μοναχικό παλαιό ζεϊμπέκικο,η εκτέλεση του οποίου περιβαλλόταν από αυστηρό τυπικό κι αποτελούσε αυθεντική μορφή αυτοέκθεσης και αυτοέκφρασης,

Αυτό πάντως ήταν η αγαπημένη μου παραγγελία, τις εποχές που σηκώναμε τα τραπέζια με το στόμα. Και το Σαν πεθάνω τι θα πούνε. Και τα δύο με τη Μπέλου, τότε…

Η έννοια “βαρύ” είναι εξ ορισμού σχετική. Βαρύ ένα κιβώτιο ή βαρύς ένας καφές για τον έναν, μπορεί να είναι ελαφριά για τον άλλο ή για τον ίδιο με διαφορετική διάθεση. Στη λαϊκή μουσική όμως, επειδή ακριβώς υπάρχει ταυτότητα χώρου & αποδεκτών καθώς και χρονικής περιόδου, ο χαρακτηρισμός «βαρύ» για ένα τραγούδι μπορεί να γίνει περισσότερο συγκεκριμένος. Χωρίς όμως να είμαι σίγουρος εάν και κατά πόσο μπορεί να οριστεί με ακρίβεια γιατί πρέπει να συνεκτιμηθούν παράγοντες που δεν ποσοτικοποιούνται εύκολα.

Για παράδειγμα, σήμερα όλα παίζονται τραγικά γρήγορα. Λες και έβαλαν LP των 33 στροφών να γυρνάει στις 45 (να μην πω στις 78!) στροφές. Αρα, σε μια περίοδο βιασύνης σαν τη σημερινή, οτιδήποτε παιχτεί σε αργό τέμπο χαρακτηρίζεται αιφνιδίως και βαρύ; Δε νομίζω.

Μπορούμε να μιλάμε για αργό ζεϊμπέκικο, που είναι απλά αργό χωρίς να έχει απαραίτητα και “βαρύ ύφος”. Υπάρχουν και πένθιμα ή μάγκικα ζεϊμπέκικα και χασάπικα, που όμως η μελωδική τους γραμμή είναι εσκεμμένα αισιόδοξη κάνοντάς τα περισσότερο τραγικά. Εχουμε τέτοια παραδείγματα, κυρίως απʼ τα λαϊκά του ʼ50. Απʼ την άλλη, ανάμεσα σε ένα πακέτο τραγουδιών με γλεντζέδικο χαρακτήρα, ακόμα και η ερωτική Φραγκοσυριανή μπορεί να θεωρηθεί βαρύ χασάπικο εάν παιχτεί ως προς το τέμπο και το ύφος βάσει της πρώτης εκτέλεσης του Μάρκου.

Νομίζω ότι οποιοδήποτε τραγούδι σβήνει το χαμόγελο απʼ τον συμμετέχοντα ακροατή / συνδαιτυμόνα, αυτό που τον σοβαρεύει ή τον προβληματίζει για κάτι ανθρώπινο (πένθος, χαμένη αγάπη κ.λπ.), πρέπει να θεωρείται “βαρύ”.

Πιο πάνω προσπάθησα να συνδέσω το τέμπο με αυτές τις ιδιότητες. Αυτό, χωρίς να είναι γενικά σωστό, νομίζω πως είναι στατιστικά σωστό. Κάποιος που έχει χρόνο να σκαλίσει λίγο τα mp3 του ταξινομημένα κατά περίοδο, ίσως μπορεί να στηρίξει έναν περισσότερο σαφή ορισμό.

Πάντως η παρατήρηση / απορία του Φρονιμόπουλου έχει ενδιαφέρον. Μας έχει απασχολήσει και στο παρελθόν σε ταβέρνα, όταν σχολιάζαμε μια σειρά CD μεταπολεμικών λαϊκών υπό τον γενικό τίτλο “Βαριά Και Ασήκωτα”. Κάπου ανάμεσα σ’ αυτά και μερικά του Ιορδάνη. Τα είχαμε βρει όλα εξαιρετικά αλλά όχι και “Ασήκωτα” ρε αδελφέ.

Παλιά αλλά διαρκώς επίκαιρη η κουβέντα! Να προσθέσω την πλέον τελευταία (έχω διανύσει πολλά στάδια από την πρώτη…) άποψή μου.

Ζεϊμπέκικο στα μαγαζιά, είναι πλέον χορός που εκτελείται με 10ποντο τακούνι. Οτιδήποτε εξαναγκάζει το τακούνι να περιορισθεί στους 5-8 πόντους, είναι πλέον αναντίρρητα “βαρύ”!

ΥΓ. Ο κουραδόμαγκας, εκτός των προαναφερθέντων ορισμών έχει και μια πλέον μοντέρνα εκδοχή. Αυτή που σχετίζεται με τον κάτω από το παντελόνι κουραδοκόφτη…

Συγνώμην για την μισαλλοδοξία μου! :230:

Νίκο, δεν το πιστεύω! Εσύ έχεις σηκώσει ένα τραπέζι με το στόμα? Έχεις δαγκώσει στο τραπέζι?
Επιθυμώ ν’ ακούσω όλη την ιστορία…

και τη ακριβώς σημαίνει “ασήκωτού” ζειμπέκικο?

Ε, καλά ρε Μάρθα! Υπήρξα και νέος. Και δεν είμουν ο πρώτος, κάποιους άλλους είδα και εγώ.

Η άλλη φιγούρα (πιο εύκολη αυτή) είναι το δάγκωμα της καρέκλας από το ψηλότερο σανίδι της πλάτης και η ισορρόπησή της ανάποδα, πάνω από το κεφάλι, μετά από μερικά πήγαινʼ έλα που θα της δώσουν την απαραίτητη ώθηση να σηκωθεί.

Σε αντίθεση με το «ασήκωτο» ζεϊμπέκικο, που απλά σημαίνει ότι είναι υπερβολικά βαρύ.

Ο γνήσια παραδοσιακός Μυτιληνιός (Μεσοτόπι) Ιγνάτιος Πιπίνης εδώ χορεύει “στον τόπο” το “ούζο-χασίς”, σε ερμηνεία της Φριντζήλα.

Μπορεί να μην είναι από τα βαριά ζειμπέκικα του θέματος αλλά αξίζει για την χορευτική του ερμηνεία, χωρίς να είναι λόγια, παρότι σε συναυλία.

Εξαιρετική και η γωνία λήψης.

ΑΝΤΩΝΗ είναι αλήθεια ότι κάποιοι Μυτηλινιοί έχουν ιδιέτερη σχέση με το ζειμπέκικο,και χορεύουν εκφράζοντας με το σώμα τους όλες τις "πτυχές’’ τις μουσικής.Είχα την τύχη να δω τον ΓΡΗΓΟΡΗ ΒΑΣΙΛΑ (ΔΡΟΜΟΣ) να χορευει εκπληκτικά στο σανίδι ζειμπέκικο,αν θυμάμαι καλά πρέπει να ήταν στο ΠΑΛΛΑΣ το θέατρο.
Χορός που ουδεμία σχέση έχει με το γκευμπέκικο.

!!!Φιλε Νίκο είναι τα 2 αγαπημένα μου αυτά!!!:088::088::088:

Εγώ το μόνο που έχω δαγκώσει κατά τη διάρκεια γλεντιού ήταν ένα ζουμερό παϊδάκι προβατίνας στου Λιάμη, στον Ασπρόπυργο, στην τελευταία μάζωξη του Φόρουμ. Τραπεζοκαρέκλες δεν έχω δοκιμάσει ακόμα.

Τώρα, με συγχωρείς: χορός είναι αυτός ή παράσταση στο τσίρκο Medrano;

Παράσταση βέβαια, αλλά χωρίς θηριοδαμαστή.

Ήμουν πολύ χαρούμενη σήμερα με τα νέα αυτά!
Όμως γνωρίζω ανθρώπους που πιστεύουν σοβαρά ότι οι χορευτές τότε δάγκωσαν στα τραπέζια και σε καρέκλες από απελπισία…

Η απελπισία ήρθε πολύ αργότερα, Μάρθα μου, όταν ο οδοντογιατρός μου μου παρουσίασε το λογαριασμό: μιάμιση χιλιάδα Ευρώπουλα για εγκιβωτισμό πέντε κοπτήρων οδόντων σε θήκες. Είχαν, λέει, λασκάρει επικίνδυνα και αν δεν έμπαιναν σε θήκες, θα χανόντουσαν και αυτοί γρήγορα, όπως τα περισσότερα δόντια της άνω οδοντοστοιχείας μου…

Χαλάλι τα ευρώπουλα, Νίκο μου!
Μια ζωή την έχουμε… :slight_smile:

Έτσι ακριβώς, Ελένη μου! Το You only live twice ισχύει μόνο για τον Ίαν Φλέμινγκ…

…και τότε τα ξύλα ήταν βαριά. Δεν είναι σαν τα σημερινά που είναι αφρός…
Πάντως Νίκο το “Μεμέτη” και το “σαν πεθάνω τι θα πούνε” τα προτιμώ με “σαντουροβιόλια”

Να πως απ`το «βαρύ» ζεΐμπέκικο φτάσαμε στο…βαρύ τραπέζι !!!

Βαρύ ζεΐμπέκικο + βαρύ τραπέζι = ελαφριά οδοντοστοιχία.:019:

Βαρυ ζειμπεκικο + βαρυ τραπεζι = μελλοντικα μασελα ( χρησιμευει ενιοτε και ως καστανιετα )…:092:

(δεν τα καταφέρνω με τις πολλαπλές παραθέσεις)

Κουτρούφι, και βέβαια τα προτιμώ και εγώ με σαντουρόβιολα, με τα οποία και πρωτοξεκίνησαν, αλλά την εποχή εκείνη τα σαντουρόβιολα βρίσκονταν σε «αγρανάπαυση». Σποραδικά μόνο κανα βιολάκι μαζι με τους μπουζουκομπαγλαμάδες, ως «εξωτικόν είδος»…

(ο συνονόματος πήρε την αμοιβή του…)

Πελαγία όχι, οι επιδόσεις αυτές επιβαρύνουν μόνο την πάνω οδοντοστοιχία και, με μία μόνο «καστανιέτα» δουλειά δεν γίνεται. Και εν πάσει περιπτώσει, ως καστανιέτα θα χρησιμεύσει η μασέλα (όχι ενίοτε, αλλά) μόνο όταν (πλέον…) ο πρώην κάτοχός της δεν θα τη χρειάζεται (μπρρρ…, εδώ, κουνιόμαστε όλοι από τη θέση μας!).

Και μια κι ο λόγος για βαρύ ζεϊμπέκικο και χορευτικές φιγούρες δεν αντέχω στον πειρασμό να μην παραπέμψω στην αριστουργηματική νουβέλα του Στρατή Μυριβήλη ‘‘Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, απ’ όπου και το παρακάτω απόσπασμα με την υπέροχη περιγραφή της κορύφωσης του ζεϊμπέκικου. ‘‘Περιμέναμε λαχανιασμένοι την ώρα που θ’ άρχιζαν να παίρνουν τις ανάλιες.Αυτό γινόταν σαν έφτανε η μανία τους στο κατακόρυφο.Σήκωναν τότες την κάμα,’‘χέι!’’ φώναζαν και την κάρφωναν στο μερί,στη γάμπα.Και πάλι συνέχιζαν το γλέντι.Αυτές ήταν οι ανάλιες,που περιμέναμε με γλυκιά τρομάρα πότε θα ‘ρτει η ώρα τους.Κλειδώναμε τα δόντια χλωμοί,ανετριχιάζαμε από ιερό φόβο.Ήταν φορές που δε βλέπαμε ούτε μια στάλα αίμα στη μαχαιριά.Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς γινόταν αυτό το μυστήριο.’’