Φάντος και Ρεμπέτικα

Εχει κανείς ασχοληθεί με τα Φάντος και τις πιθανές αναλογίες τους με τα Ρεμπέτικα?

είναι βέβαιο,ότι δεν έχει ασχοληθεί κανένας!πέρασαν σχεδόν 4 μηνάκια.

Κι όμως ,μου είχανε πεί πώς υπάρχει στην Χαλκίδα ένας μερακλής μουσικός που μπορεί να έχει ασχοληθεί με την σχέση φάντος-ρεμπέτικων και αρχίζει λέει το όνομά του απο “Σ”…

Έχει ασχοληθεί το ΤΕΙ Ηπείρου (Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής στην Άρτα). Είχε κάνει ένα συνέδριο με θέμα τα φάντος και το ρεμπέτικο πριν 5 περίπου χρονάκια. Μπορεί να υπάρχουν πρακτικά με τις ομιλίες.
Δες εδώ πρόγραμμα
http://tlpm.teiep.gr/downloads/synedrio_artas_2002.pdf
κι εδώ μπορείς να ζητήσεις ίσως πληροφορίες:
http://tlpm.teiep.gr/tlpm/index.htm

Τα λίνκς δυστυχώς δεν οδηγούν (εμένα) πιό πέρα από το κρέμασμα της μηχανής μου. Η άποψή μου πάντως είναι ότι εκνευρίζομαι όταν βλέπω παραλληλισμούς τύπου “φάντος και ρεμπέτικο”, μπλούζ και ρεμπέτικο, φλαμένκο και ρεμπέτικο κλπ. αφού το γεγονός ότι και οι τραγουδώντες φάντος και οι τραγουδώντες μπλούζ ή φλαμένκο, το μόνο κοινό που είχαν με τους τραγουδώντες ρεμπέτικα ήταν ότι όλοι πείναγαν και καταπιέζονταν (κοινωνιολογικό επίπεδο, με το οποίο εγώ δεν ασχολούμαι). Από μουσικολογικής απόψεως, σχέση στενότερη από όση ο Φάντης με το κικινέλαιο δεν υπάρχει. Ζητώ συγνώμη για την εγωκεντρική θεώρηση αλλά δεν μπορώ να ταυτίσω τον εαυτό μου με κανέναν άλλον απολύτως, και ειδικότερα με εκείνους που τους απασχολεί η κοινωνιολογική διάσταση της μουσικής (που για εμένα δεν υπάρχει). Όποιος άλλος, ευχαρίστως ας πή τη γνώμη του…

Κι μένα με εκνευρίζουν (σεμνά εκφράζομαι) αυτοί οι γλυκανάλατοι παραλληλισμοί αλλά περισσότερο η απήχηση που έχουν. Δώσε και μένα μπάρμπα!
Πολυπολιτισμικοί μαϊντανοί, της κατανάλωσης. Μεγάλα σουξέ!

Για το συνέδριο:
Δεν πήγα, δεν έμαθα, δεν ξέρω. Ήξερα γι’ αυτό τυχαία και το ανέφερα προς βοήθεια κάθε ενδιαφερόμενου.

Για τους γλυκανάλατους παραλληλισμούς:
Η πολυπολυτισμικότητα είναι αναπόφευκτο μέρος της ιστορίας νομίζω που προέκυψε μεταξύ άλλων και από τη μεγαλύτερη ευκολία στη μετακίνηση των πληθυσμών και των πολιτισμών τους. Από αυτήν προέκυψαν άλλοτε αριστουργήματα και άλλοτε εκτρώματα. Το ποια είναι τα μεν και ποια τα δε, επαφίεται στην ιδιαίτερη αισθητική του καθενός μας. Αλλά ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύ συζήτηση για τον άκρατο συνδυασμό διαφόρων μουσικών παραδόσεων είναι γεγονός. Ειδικά φαντάζομαι μετά από την καθιέρωση του όρου world music όλα έγιναν πολύ ρευστά. Μερικά αποτελέσματα (της πολυπολυτισμικότητας) ήταν η καθιέρωση του μπουζουκιού στην Ιρλανδλεζικη μουσική, η εισροή των Ιρλανδών στην Κρητική Μουσική Παράδοση, το ακορντεόν στο ρεμπέτικο και άλλα τινά. Ωστόσο και πάλι ο καθένας έχει το δικαίωμα να ακούει ό,τι του καπνίσει και να συνδυάζει όπως γουστάρει, κι εμείς να προσέχουμε τι διαλέγουμε για να ακούσουμε στο σπίτι μας, ωστε να έχουμε άποψη για το τι είναι αριστούργημα και τι είναι κιτς.
Και θα μου επιτρέψετε εδώ να πω με όλο το θάρρος και όπως θέλει ας ακουστεί, ότι υποψιάζομαι πως τόσο τα μπλούζ, όσο και το ρεμπέτικο και πολλές λατινοαμερικάνικες μουσικές (αριστουργήματα όλα) οφείλουν την ύπαρξή τους ως ενα βαθμό στην μετακίνηση των πληθυσμών και στις ανταλλαγές μουσικών και πολιτισμικών στοιχείων. Απλώς εκείνη την εποχή οι ανταλλαγές γίνονταν με λιγότερο ταχύ και άκρατο τρόπο. Και δεν είμαι σίγουρη οτι ο κόσμος τότε σκεφτόταν πιο πολύ για το τι θα προτιμήσει να ακούσει. Δεν είχε και τις περισσειες επιλογές. Τώρα, ένα παραπάνω είναι στο χέρι μας να κρίνουμε τι αξίζει και να το αγοράζουμε, ή να το απορρίπτουμε.
Κι αυτός που πλουτίζει την όποια δισκογραφική αγοράζοντας “μαϊντανούς” άξιος της μοίρας του ήταν, είναι και μάλλον θα είναι.
Λυρών

όλοι μας εκνευριζόμαστε με τον παραλληλισμό ρεμπέτικου μπλούζ/τανγκο/φάντο κτλ όταν αυτό γίνεται με βάση την “εμπορική” - “εθνικ-γουόρλντ” διάσταση. (παρόλα αυτά προσωπικά θα προτιμούσα να φεύγουν οι τουρίστες από την ελλάδα με ένα CD καλοπαιγμένα -ακόμη καλύτερα αυθεντικά- ρεμπέτικα από CDs τύπου …“Συρτάκι-Οπα Οπα από το σύνθι του δεξιοτέχνη Χριστόδουλου Μπερεμπέκα”)

όμως, μπορείς να βρείς κοινά σημεία έξω από την κοινωνιολογική προσέγγιση*, τόσο σε αισθητικό (π.χ σε επίπεδο “ήθους”), ακόμα και σε μουσικολογικό. Το ρεμπέτικο ήταν πολύ πιο ανοιχτό σε επιρροές και οικιοποιήσεις από όσο θέλουμε εμείς να πιστεύουμε μερικές φορές. Δεν θα ακούσεις ρεμπέτικα σε πεντατονική με slides και bendings, αλλά το παράδειγμα π.χ. του Κωστή ή του Κατσαρού έχει κάποια σχέση με αυτό ενός νέγρου μπλουζίστα…
Ο Χατζηχρήστος έγραφε βαλσάκια (κι ας ήταν λαϊκά), ο Μπαγιαντέρας έπαιζε άριες από όπερες στο μπουζούκι, ο Περιστέρης φλέρταρε το “Αντόνιο Βάρκα Χερέδια”… Η σχέση με την ανατολίτικη μουσική (τραγούδια της ανατολίας, των ασίκηδων…) ? Η ένταξη του αμανέ στο παγκόσμιο ρεπερτόριο τραγουδιών “κραυγής/λυγμού” (chants de cri -συγγνώμη για την κακή μετάφραση του όρου, δεν μου έρχεται το καλύτερο ελληνικό…). Να μην φτάσουμε στον Χιώτη, γιατί εκεί πια…

(*αλήθεια, Νίκο, το “δεν ασχολούμαι” γιατί το λες ? είναι λίγο λάθος να πιστεύεις ότι δεν υπάρχει κοινωνιολογική διάσταση της μουσικής όταν πολλοί πανεπιστημιακοί και ερευνητές παγκοσμίως έχουν γράψει σελίδες και σελίδες…)

Συμφωνώ ανεπιφύλακτα με τον Παραδοξολόγο και τον Πολίτη. Σε λίγο, έτσι που το πάτε, θα δούμε και τον Μάρκο στο Budha Bar και θα το θεωρούμε και επιτυχία!!!

Καλές οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις αν θέλεις να πάρεις πτυχίο και να κάνεις μια μελέτη, αλλά ως εκεί.

Ορισμένα πράγματα αν αναλυθούν χάνονται και σβήνουν … (σαν την γυναίκα που σε ρωτά “γιατί μ’αγαπάς;”)

…βρες “εύστροφα” κάτι να απαντήσεις γιατι και η γυναίκα…χάνεται και σβήνει!!!:slight_smile:

Η κοινωνιολογική προσέγγιση βοηθά ομως στην κατανόηση εκείνων των παραμέτρων ( πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών…) από τις οποιες προέκυψε το ελληνικό χέβι-μέταλ, το λαϊκό τραγούδι.

Μαζί με την κατανοηση έρχεται και η αποδοχή του, η συνειδητοποίηση της διαφοράς του από άλλα μουσικά ειδη και ο θαυμασμός μας προς αυτό.

“…η εισροή των Ιρλανδών στην Κρητική Μουσική Παράδοση”

Ειρήνη (σωστά;) αν εννοείς τον Ross Daly, υπάρχουν και άλλοι Ιρλανδοί στην κρητική παράδοση; Όσο για το ακκορντεόν στο ρεμπέτικο, αυτό μπήκε ήδη από τη δεκαετία ʼ40. Και βέβαια το ρεμπέτικο οφείλει και αυτό την ύπαρξη και την εξέλιξή του στις μετακινήσεις πληθυσμών, αυτό όμως από μόνο του δεν φτάνει για παραλληλισμούς.

Μπάμπη, ο τρόπος παιξίματος του Κατσαρού ή του Κωστή ή του Δούσια δεν έχει, κατά τη γνώμη μου, καμμία σχέση με τον τρόπο που παίζουν μπλούζ οι νέγροι της Αμερικής. Ούτε το ότι στον Μπαγιαντέρα άρεσε η «Μπαγιαντέρα» ή στον Περιστέρη το Αντόνιο Μπάρκα Χερέδια παραλληλίζουν το είδος Ρεμπέτικο με άλλα είδη, παρά την αναπόφευκτη επιρροή από τη δυτική (γενικά όμως) μουσική. Άσε πιά τον αμανέ, που μαζί με το γκαζέλ αποτελεί μοναδικό είδος και δεν συμφωνώ καθόλου με όποιες προσπάθειες για ένταξη διαφόρων ειδών τραγουδιού από όλον τον κόσμο σε ενότητες, για τον κίνδυνο να υποβαθμιστούν έτσι κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε είδους.

Για τα «βαλσάκια» τώρα, Χατζηχρήστου, Μπακάλη και άλλων: δεν πρόκειται για βαλσάκια και σίγουρα κανείς ποτέ από εμάς που τα ζήσαμε στην εποχή τους δεν είδε κανένα ζευγάρι να τα χορεύει βάλς. Πρόκειται απλά για «τρίσημα μέτρα», δημοφιλέστατα στην ελληνική μουσική παράδοση από την αρχαία κιόλας εποχή, ακόμα και στην εκκλησιαστική μουσική έχουν περάσει (εξαποστειλάρια). Την εποχή που το πόπολο στον Ιππόδρομο τραγουδούσε τρίσημους ύμνους στον Αυτοκράτορα, η Βιέννη ήταν χωριουδάκι με άγελάδες, μάλλον, και χωρίς μουσικούς.

Ασχολούμαι, Μπάμπη, με τη μουσικολογική πλευρά του ρεμπέτικου και όταν λέω πως δεν συνδέεται η μουσικολογική διάσταση με την κοινωνική, εννοώ ότι το αν σπρώχτηκαν άνθρωποι από τα χωριά στις πόλεις, αν εκεί εντάχθηκαν σε υποπρολεταριακές ομάδες, αν, αν, αυτό δεν προκαθορίζει απαραίτητα και το είδος της μουσικής που άρχισαν πλέον να υπηρετούν. Αλλοιώς, πράγματι, Νέγροι της Αμερικής, φτωχοί της Λισαβώνας, τσιγγάνοι της Ανδαλουσίας κλπ. θα έπρεπε να φτιάξουν ίδια μουσική όλοι. Για δε την αξία των «σελίδων και σελίδων» της κοινωνιολογικής ανάλυσης του ρεμπέτικου άσε, καλύτερα….

Ειρήνη, αμφιβάλλω σφόδρα για το αν τα είδη που αναφέρεις, μαζί και το ρεμπέτικο, προέκυψαν κατά τον τρόπο που αναφέρουν (ή υπονοούν) οι διάφορες βαρύγδουπες αναλύσεις. Δεν βγαίνει άκρη, νομίζω και πάντως υποβαθμίζεται ο (κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον) πρωτεύων ρόλος των εταιριών δίσκων.

Δεν διαφωνώ με τα λεγόμενά σας Λυρών και Μπάμπη. Και στις “συνθήκες” που δημιούργησαν μουσικά ρεύματα βρίσκεις ομοιότητες και στα μουσικά αποτελέσματα “συγγένειες”, επιρροές, ανταλλαγές.

Εκνευρίζομαι με την υπερβολή, την εμμονή και το “κοιτάχτε μας γειτόνισσες ψαράκια τηγανίζουμε”.
Εκνευρίζομαι με το περιτύλιγμα που πουλάει περισσότερο από το περιεχόμενο.

Η αγάπη, η αλήθεια, η ειρήνη, ο χωρισμός , το ξανασμίξιμο, η ξενιτειά, η δικαιοσύνη… δεν τραβάνε σαν θέματα (από μόνα τους, απλά και λιτά) πλέον το ενδιαφέρον του μούλτι κούλτι κοινού. Πρέπει να τα βάλεις σε πρότζεκτς με τίτλους που δείχνουν “τον διάλογο των πολιτισμών” (και καλά κι ενώ την ίδια στιγμή χάνεται ο διάλογος ανάμεσα σε γείτονες), “την ανατολή που συναντάει τη δύση” (λες και συναντήθηκαν για πρώτη φορά) κ.λ.π. και που λειτουργούν σαν κυρίαρχη σφραγίδα και διαβατήριο για τον κόσμο των διανοούμενων.

Η ανταλλαγές και ο διάλογος γινόντουσαν, γίνονται και θα γίνονται, δεν χρειάζονται Νταβατζήδες και ταμπέλες και πολύ περισσότερο απ΄ αυτούς (ακριβώς του ίδιους) που μέχρι “προχτές” μας είχαν μαντρωμένους.
Oder (ή)? που λένε (προς τιμή τους) και οι Γερμανοί, δίνοντας το λόγο στον επόμενο και στην διαφορετική άποψη.

Κατ’ αρχήν θέλω να πω πως χαίρομαι πολύ που άνοιξε τέτοιο θέμα γιατί είχα βαρεθεί τη μουγκαμάρα μου.

Οφείλω βέβαια να ξεκαθαρίσω ότι ουδέποτε μου άρεσαν οι παραλληλισμοί και οι “εναλλακτικές”, με “νέο world μάτι” προσεγγίσεις των μουσικών παραδόσεων και των λαϊκών μουσικών εν γένει. Χωρίς αυτό να σημαίνει ξαναλέω, ότι ο καθένας δεν μπορεί να “πειραματίζεται”, όσο θέλει, όπως θέλει, όπου θέλει, με όποιους και ό,τι θέλει και αγαπά. Εγώ απλώς δεν θα το αγοράσω αν δεν μου αρέσει. Και σε μια εποχή όπου ό,τι θέλεις μπορείς να το δοκιμάσεις πριν το αγοράσεις (είτε μέσω διαδικτύου, είτε μέσω ραδιοφώνου, είτε μέσω stand με ακουστικά σε ένα μουσικό κατάστημα) είναι χαζομάρα να χαρίσεις τα ωραία σου λεφτουδάκια στη δισκογραφική αν είσαι υποψιασμένος και κατα τι ψαγμένος. Αν το κάνεις σημαίνει ότι απλώς τσιμπάς ό,τι σου πλασάρουν, οπότε και είσαι άξιος της μοίρας σου.

Νίκο (Ειρήνη, σωστά),
Μόνο το Ross Daly ξέρω, αλλά τον θεωρώ μεγάλη προσωπικότητα (ειδικά για τη δουλειά που έχει κάνει στο Χουδέτσι) και του μιλάω στον πληθυντικό. :slight_smile:
Η αλήθεια είναι ότι δεν μου έβγαινε στον ενικό (λογοτεχνικά). Αν υπάρχουν κι άλλοι δεν το γνωρίζω. Όσο για το ακορντεόν, γνωρίζω ότι η ιστορία του (του ακορντεόν αλλά και άλλων αερόφωνων του ίδιου τύπου) στην ελληνική δισκογραφία στον τομέα του ρεμπέτικου και σμυρναίικου τραγουδιού είναι παλαιότερη (πολύ πριν το '40). Το συμπεριλαμβάνω στα αποτελέσματα της πολυπολυτισμικότητας, όχι της world music που ήρθε αργότερα. Απλώς δεν το έγραψα ξεκάθαρα.

Και κάτι τελευταίο για σήμερα:
“Καλές οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις αν θέλεις να πάρεις πτυχίο και να κάνεις μια μελέτη, αλλά ως εκεί.” λέει ο katepano. Και γιατί τα παίρνουμε τα πτυχία και κάνουμε τις μελέτες; για να βρίσκουμε δουλειά στο δημόσιο, ή για να γινόμαστε μήπως πιο υποψιασμένοι άνθρωποι και να γνωρίζουμε καλύτερα αυτό που μας αρέσει και αγαπάμε; Τη δικιά μου πάντως μελέτη για το πτυχίο μου (που δεν είναι κοινωνιολογική, αλλά ακόμη κι αν ήταν) δεν είμαι διατεθημένη να την κλειδώσω στο ντουλάπι:083:, ακόμα κι αν χρειαστεί να την κάνω φυλλάδες και να την πετάω στους δρόμους κι ας απευθύνεται σε λίγους και συγκεκριμένους.

Lyron

Υ.Γ.: Καλά, έχω πάθει πλάκα με τις φατσούλες!!!

Πάντως χρησιμοποιούν τα ίδια κουρδίσματα(ανοικτό ρε,σολ,μι κτλ).

Πιστεύω ότι αυτά τα “τρίσημα μέτρα” (τα βαλς του ρεμπέτικου) είναι καθαρή επηρροή της Δύσης, γιατί είναι γνωστό ότι η δυτική μουσική τότε ήταν εξαιρετικά δημοφιλής όσο στη Σμύρνη τόσο στην Αθήνα.
Αναφέρει και ο Μπίνης στο βιβλίο της Ιωάννας>
λέγαμε τραγούδια του Αττί του Χαιρόπουλου, πλακιώτικες καντάδες, επτανησιώτικες καντάδες, παλιά προπολεμικά τανγκό, βαλς και ό, τι τραγούδι ελληνικό είχε γίνει γνωστό στ’ αφτιά όλων των Ελληνων της υπαιθρού ή των πολεών. Λάει επίσης ότι " δεν υπήρχε παλιός μπουζουωής που να μην ήφερε το Βαλς του Δουνάβεως…

Σε μια κοινωνιολογική προσέγγιση του θέματος (η οποία δεν είναι καθόλου αδιάφορη) υπάρχουν πολλά σημεία στα οποία μπορεί ν’ αναζητήσουμε τη σχέση ανάμεσα στις μουσικές παραδόσεις διάφορων λαών. Και εκεί σίγουρα θ’ ανακαλύψουμε έως και στενές σχέσεις (ή αν θέλετε ομοιότητες) ανάμεσα στο ρεμπέτικο, το μπλουζ, το φάντος, τη ρέγγε.
Πιθανώς να υπάρχουν και μουσικές σχέσεις κι επιρροές. Μουσικές κοινές ρίζες όμως, όπως κάποιοι προσπαθούν αναπόδεικτα να μας παρουσιάσουν, προσωπικά δε βλέπω, τουλάχιστο για τα τρία γνωστά είδη που συνήθως συζητάμε (ρεμπέτικο, μπλουζ, φάντος). Επιρροές σίγουρα υπάρχουν. Π.χ. το “Σακκάκι” στην αμερικάνικη κιθαρίστικη εκτέλεσή του σίγουρα θυμίζει κάντρι. Το “Πέντε μάγκες στον Περαία” επίσης θυμίζει στην ανάπτυξή του τους τζαζίστες του Μεσοπολέμου, κι είναι πραγματικά αξιοσημείωτο το πώς Τσαούς κατάφερε να πλησιάσει τόσο την απέναντι μεριά του ωκεανού. Και κουρδίσματα, και δρόμοι, και ρυθμοί έχουν σίγουρα σχέση. Αλλο όμως σχέση-επιρροή κι άλλο το “πάντρεμα” που προσπαθούν να κάνουν οι εταιρίες για τους δικούς τους ξεκάθαρους λόγους (=κονόμα). Κι αυτό έχει να κάνει με την “παγκοσμιοποίηση” και την κυρίαρχη σύγχρονη πολιτική για την παραγωγή προϊόντων πολιτισμού, η οποία χοντρικά λέει:
“Κάθε προϊόν που παράγεται πρέπει να έχει τη δυνατότητα να πουληθεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης”. Και για να γίνει αυτό, το πολιτιστικό προϊόν π.χ. της Ελλάδας πρέπει να είναι παρόμοιας μορφής με αυτό π.χ. της Γερμανίας και αντίστροφα. Αρα το αφτί του Ελληνα (μιας και μιλάμε για μουσική) πρέπει να “διαμορφωθεί” (γι’ αυτό υπάρχουν τα “πλυντήρια” που έλεγε κι Ζαμπέτας) έτσι ώστε να αρέσκεται σε ένα σχετικά κοινό ήχο, αυτόν που γουστάρει κι ο Γερμανός. Και βέβαια ο “μέσος όρος”, η “συνάντηση των αφτιών” δε θα γίνει με βάση το ελληνικό προϊόν, αλλά με βάση το κυρίαρχο δυτικό πρότυπο (π.χ. Τζένιφερ Λόπεζ).
Αυτό πρακτικά σημαίνει: Σταδιακή κατάργηση (ανάλογα με την ευκολία που παρουσιάζεται σε κάθε περιοχή) των ιδιαίτερων τοπικών χαρακτηριστικών της μουσικής και προσαρμογή τους στα “νέα” δεδομένα (=έξω ο Τσιτσάνης, μέσα ο Φοίβος).
Αυτό το “σταδιακή” είναι ένα αγκάθι, μια καθυστέρηση στην ανάπτυξη αυτής πολιτικής. Επειδή σε κάποιες περιοχές μπορεί να μην εξαλειφθούν άμεσα οι “προβληματικές” παραδόσεις, πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε σ’ αυτό το χρονικό διάστημα. Ενας λοιπόν τρόπος προσωρινής διαχείρησης είναι η κατασκευή διάφορων …παραμυθιών. Πιθανώς τέτοιο είναι η μουσική σχέση φάντος-ρεμπέτικου, μιας και παρουσιάζεται στη λογικής της μόδας και με επιχειρήματα του τύπου: “Εγώ κι ο φίλος μου ο Ντεζίκα από το Μαλάουι είμαστε ξαδέρφια, αφού η γιαγιά μου και η γιαγιά του απλώνανε ρούχα στον ίδιο ήλιο”.
Και επί τη ευκαιρία ας προσέξουμε κάτι άλλο:
Τα φάντος υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια, όπως και το ρεμπέτικο. Ποτέ δεν έτυχε να ασχοληθεί ο Ελληνας ακροατής μαζί τους, ποτέ δεν έτυχε να του “μιλήσουν” στη καρδιά, ως είδος μουσικής παρεμφερές του δικού του λαϊκού τραγουδιού που τόσο τον άγγιζε. Και η Πορτογαλία δεν είναι δα και δίπλα στη Ν. Ζηλανδία. Ενα τσιγάρο δρόμος είναι. Μήπως αυτή η “ανακάλυψη” των φάντος από τους Ελληνες “έτυχε” να γίνει την εποχή που διάφορα “ιδρύματα” άρχισαν να φέρνουν Πορτογαλέζες τραγουδίστριες εδώ για συναυλίες, συχνά μάλιστα σε συνεργασία με “μέγιστους” δικούς μας τραγουδιστές; Λέω, μήπως;

ΥΓ. Αυτή η “παγκοσμιοποιημένη” παραγωγή προϊόντων πολιτισμού δεν είναι τωρινό φρούτο. Και καλό είναι να μην έχουμε αυταπάτες για την επιτυχία της. Ας θυμηθούμε τι έγινε με τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Πού είναι ο περίφημος γαλλικός κινηματογράφος που υπήρχε μετά τα μέσα του 20ού αιώνα; Πού είναι ο ιταλικός; Πέρα από λίγες εξαιρέσεις που παλεύουν ακόμη, όλα γίναν Χόλιγουντ.
Λιώσαμε στις αμερικανιές! Κι όχι φέτος ή πέρυσι, αλλά από καιρό. Απ’ όταν η παλιά ελληνική κωμωδία έγινε κακέκτυπο χολιγουντιανού μιούζικαλ και Τζον Νταλ γύριζε “Μαριχουάνα Stop” κι άγιος ο θεός. Απ’ όταν σταμάτησε να “Βρέχει φωτιά στη στράτα” του Πλέσσα κι άρχισε να κυνηγάει ένα “Crazy girl”.

(διευκρινίζω ότι χρησιμοποιώ τα bold για να αναφερθώ στα σημεία που θέλω να σχολιάσω κι όχι για να αλλάξω το νόημα των φράσεων.)

Για τον Κατσαρό και τον Κωστή
σου έδωσε μια απάντηση ο Δ.Μυστακίδης πιο πάνω, η οποία θα μπορούσε να σε οδηγήσει, αν θέλεις βέβαια, να αποδεχτείς ότι υπάρχουν σημεία ώστε να επιδιωχθεί μελέτη και έρευνα.

Για τον αμανέ
δεν τον αφήνω καθόλου:) . έχεις κάθε δικαίωμα να μην συμφωνείς με την όποια κατηγοριοποίηση για όποιον λόγο θες, αλλά εάν αυτή γίνεται με επιχειρήματα από επιστήμονες, πρέπει να μπορείς να την αντικρούσεις με αντίστοιχα επιχειρήματα. Και αυτοί που κάνουν τις κατηγοριοποιήσεις δεν είναι και τόσο ούκα-μπούγκες:112: ώστε να υποβαθμίσουν τα ιδιαίτερα χαρ/κα: ίσα-ίσα, τα αναδεικνύουν.

Για τα βαλσάκια
Νίκο, πλάκα μας κάνεις ?
Δηλαδή, το “έλα να πάμε τσάρκα” ή το “ας μην ξημέρωνε ποτέ” είναι απλά “τρίσημα μέτρα” που κρατάνε τις ρίζες τους στην ιστορία της ελληνικής μουσικής ? τί πάει να πει “κανείς δεν τα χόρευε βαλς” στην εποχή τους ? Μιλάμε για το ρυθμό, όχι για το αν χορεύονταν. Τα παπαδίστικα που λες, ήταν κατά τη γνώμη σου πιο μεγάλη επιρροή από τα (φριχτά ίσως) “ελαφρά” βαλσάκια που άκουγαν από τα γραμμόφωνα ΚΑΙ οι λαϊκοί μουσικοί ?

Τέλος, το γεγονός ότι η κοινωνιολογία της μουσικής είναι κλάδος της μουσικολογίας θα έπρεπε να σε κάνει να ενδιαφέρεσαι και για αυτό…
Και τις εργασίες των κοινωνιολόγων για το ρεμπέτικο μην τις κρίνουμε τόσο αρνητικά, εκτός αν νομίζουμε ότι η έρευνα αποκλείει το δικαίωμα στο σφάλμα και συνεπάγεται άμεση απάντηση σε όλα τα θέματα (σα να λέμε, είσαι γιατρός, κάνεις έρευνα για τον καρκίνο, έ, αν δεν βρεις το φάρμακο με τη μια, η έρευνά σου είναι για τα μπάζα…)

Λοιπόν έχουμε και λέμε:

  1. Κυριακή: διάβασα το μήνυμά σου χθές το απόγευμα και από τότε σπάω το κεφάλι μου να βρω κάτι εύστροφο, αλλά εις μάτην. Η γυναίκα πάντως μπορεί να χάνεται η γυναίκα που ρωτά “μ’ αγαπάς;” ποτέ.

  2. Lyron: Την έχεις δει την ταινία “Μάθε παιδί μου γράμματα” που έρχεται ο σπουδαγμένος γυιος από την Γερμανία (Τσάκωνας) χωρίς τα μαλάκια του, με την εργασία του ανά χείρας και την παραδίδει στον κ. Αρμόδιο στο Υπουργείο; Θυμάσαι τι την κάνει αυτός;
    Χωρίς παρεξήγηση, όσοι τελειώσαμε πείραμε τα πτυχία μας (1ο, 2ο κλπ) και τώρα δουλεύουμε στην πιάτσα (σε οποιοδήποτε επάγγελμα) ανακαλύπτουμε ότι τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά εδώ έξω.

  3. Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με τον Aris, τον Παραδοξολόγο και τον Πολίτη. Νομίζω ότι το παράδειγμα για τον κινηματογράφο του Aris θα πρέπει να σας πει κάτι.

Η όλη υπόθεση με τα επιστημονικά επιχειρήματα, μου θυμίζει μια ιστορία που άκουσα για τον Ψαραντώνη (δεν ξέρω αν είναι αληθινή). Μετά από μια συναυλία που έδωσε στην Νέα Υόρκη τον πλησιάζει ένας γιαπωνέζος και του λέει “πολύ ωραία κ. Ψαραντώνη, αλλά αυτό που μας παίξατε δεν είναι ακριβώς κρητική μουσική γιατί αυτή παίζεται διαφορέτικα κλπ, κλπ”. Ο Ψαραντώνης αντί για απάντηση του έδειξε το μόριό του με την χαρακτηριστική ελληνική χειρονομία.

Προς αποφυγήν, επιπόλαιων συμπερασμάτων δεν κάνω την ίδια χειρονομία στους διαφωνούντες συνφορουμίστες.

και πολύ καλά έκανε…:109: :110:

Σωστός! Αλλά από την άλλη μεριά μη με βάλεις να παραθέσω μια σειρά από εργασίες για το ρεμπέτικο γιατί θα πέσουν τα μπετά από τα γέλια.