Η τουρκοποίηση του Καραγκιόζη - επίσημα μάλιστα, με βούλα της Ουνέσκο - δεν έχει να κάνει μόνο με θέματα εθνότητας ή έστω μόνο πολιτισμού, με τη στενή έννοια του όρου.
Πρόκειται για μια καινούρια μορφή μάρκετινγκ, το πολιτισμικό μάρκετινγκ, πεδίο ανταγωνισμών και συγκρούσεων με πολλαπλές διαστάσεις, στο εξής, και σʼ αυτό το νέο πεδίο η τουρκική πλευρά κέρδισε μια σημαντική νίκη.
Αναφέρθηκε, ήδη, πως κανείς λαός δεν δικαιούται να εγείρει θέματα οικειοποίησης ενός άϋλου πολιτισμικού αγαθού, όπως το Θέατρο Σκιών και ο Καραγκιόζης, αγαθού το οποίο ανήκει στην κοινή πολιτιστική κληρονομιά των λαών της Ανατολικής Μεσογείου και το οποίο αναπτύχτηκε σε εποχές προεθνικές.
Με την έλλειψη αντίδρασης από την επίσημη ελληνική πλευρά, η τουρκική διπλωματία πέτυχε αυτή τη νίκη, στο νέο πεδίο ανταγωνισμών, του πολιτισμικού μάρκετινγκ.
Δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη για να σκεφτούμε πως ανοίγει η όρεξη για ανάλογες διεκδικήσεις πατρότητας και άλλων πολιτισμικών αγαθών, όπως τα λαϊκά όργανα, το ρεμπέτικο, οι αμανέδες κ.λπ.
Αν οι επίσημες αρχές μας εξακολουθούν να κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου, ανάλογες εκπλήξεις μάς επιφυλάσσει και το μέλλον.
Τι να πούμε για την πολιτιστική αξία του Καραγκιόζη;
Να αμφισβητήσουμε ότι πάνω από 150 χρόνια ψυχαγώγησε αλλά και γαλούχησε τόσες γενεές Ελλήνων, την τεράστια δημοτικότητά του, ειδικά την απήχηση που είχε στα εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα, όπως συνέβη και με το ρεμπέτικο;
Μπορεί οι ρίζες του Θεάτρου Σκιών να χάνονται στους αιώνες, αλλά στη χώρα μας ο Καραγκιόζης λειτούργησε πολύ διαφορετικά από ό,τι στην Τουρκία.
Αποτέλεσε γνήσια μορφή λαϊκής τέχνης, πραγματική λαϊκή διασκέδαση, δεν περιορίστηκε ως θέαμα μόνο για την άρχουσα τάξη, πράγμα που συνέβη με τον Τούρκο Καραγκιόζη.
Ο Έλληνας Καραγκιόζης μπολιάστηκε με στοιχεία της ελληνικής παράδοσης, θυμίζει τον ομηρικό Θερσίτη και σε εξωτερικά χαρακτηριστικά και σε συμπεριφορά, έχει διονυσιακά στοιχεία που παραπέμπουν στα Ελευσίνια μυστήρια, έχει τη σάτιρα και τη διακωμώδηση των κακώς κειμένων του θεάτρου του Αριστοφάνη, τον αντιεξουσιαστικό χαρακτήρα και το σκληρό αγώνα για επιβίωση του Έλληνα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται με ένα πηγαίο χιούμορ μεταφέροντας μηνύματα αισιοδοξίας για το μέλλον.
Ο Καραγκιόζης στη χώρα μας είναι η πιο υγιής μορφή αυτού που ονομάζουμε Παράδοση.
Γιατί παράδοση δεν είναι το καντήλι , του οποίου τη φωτιά διατηρούμε για λόγους ιστορικούς, μνήμης… κ.λπ., αλλά όταν αυτή η φωτιά γίνεται το προσάναμμα για να ανάψει μια νέα φωτιά που θα πυρπολήσει τις καρδιές με τη ζωντάνια της.
Έτσι ακριβώς και με τον Καραγκιόζη: ίδιο το σκηνικό με το σεράι στα δεξιά και την παράγκα στα αριστερά, ίδιοι οι ήρωες, διαφορετικές όμως οι περιπέτειες, προσαρμοσμένες κάθε φορά στην πραγματικότητα, να αποτελούν αντικείμενο πολλαπλών αναγνώσεων και μηνυμάτων για όποιον ξέρει να αφουγκράζεται και να βλέπει και πίσω από τον μπερντέ.
Κατά καιρούς, μερικοί αστοί - κυρίως - στάθηκαν επικριτικοί απέναντι σε όλες τις μορφές της λαϊκής Τέχνης και διασκέδασης, της λαϊκής ζωγραφικής, της μουσικής, συμπεριλαμβανομένου και του Καραγκιόζη.
Ο Καραγκιόζης όμως επιβίωσε, κέρδισε επάξια τη θέση του στις καρδιές γενεών ολόκληρων, με αποτέλεσμα σήμερα στη χώρα μας να έχουμε 400 καραγκιοζοπαίχτες, ενώ στην Τουρκία – η οποία και τον οικειοποιήθηκε – κανένα !!!
Στον 21ο αιώνα επιβιώνει ακόμα ο Καραγκιόζης με νέες περιπέτειες, γίνεται ακόμα και οικολόγος και προτείνει λύσεις, γίνεται υπουργός οικονομικών και κατακεραυνώνει με το χιούμορ του.
Άραγε, τι να προτείνουμε για να χαλουχηθεί στον 21ο αιώνα η νέα γενιά;
Μήπως τον Μπομπ το Σφουγγαράκη (μπλιαξ…) ή μήπως τον «Άρχοντα των δακτυλιδιών» (ξανά μπλιαξ…) ή μήπως τον Ποπάυ… ;
Η απάντηση στην προαίρεση του καθενός.