Το μουσικό ένστικτο

" Μισείτε τη σύγχρονη κλασσική μουσική;
Φταίει ο εγκέφαλός σας που δεν την «πιάνει» "

Μ’ αυτό τον τίτλο έγινε παρουσίαση ενός νέου βιβλίου, του Philip Ball, με τίτλο: “Το μουσικό ένστικτο” στην “Ελευθεροτυπία”.
Ολόκληρο το άρθρο, εδώ.
Αν και το άρθρο εστιάζεται στην κλασική μουσική, κατ’ επέκταση οι αναφορές του αφορούν και στα υπόλοιπα είδη μουσικής και γενικότερα στην Τέχνη.
Έτσι, το παραθέτω για προβληματισμό και συζήτηση.

Ένα μικρό απόσπασμα:
“… Μην αισθάνεστε ενοχές αν δεν σας αρέσει καθόλου η σύγχρονη κλασσική μουσική… είναι ιδιαίτερα «δυσκολοχώνευτη», αν όχι αντιπαθής, για τους περισσότερους ακροατές όλου του κόσμου.
Σύμφωνα με τους νευροεπιστήμονες, αυτό συμβαίνει απλούστατα, όχι επειδή ο ακροατής είναι μουσικά «αμόρφωτος», αλλά επειδή ο ανθρώπινος εγκέφαλος δυσκολεύεται αφάνταστα να ανακαλύψει σε αυτό το είδος μουσικής κατάλληλα μοτίβα, που να μπορεί να τα καταλάβει και να τα αντιληφθεί ως μουσική σύνθεση.
Ένα νέο βιβλίο με τίτλο «Το μουσικό ένστικτο» από τον Φίλιπ Μπολ, παρουσιάζει τα νέα πορίσματα των νευροεπιστημονικών μελετών, σύμφωνα με τα οποία ο εγκέφαλος του μέσου ακροατή αναζητά κατανοητά μοτίβα στους ήχους, ώστε να μπορέσει να βγάλει νόημα από αυτό που ακούει και να το κατανοήσει ως μουσική σύνθεση. Ενώ η παραδοσιακή κλασική (και όχι μόνο) μουσική ακολουθεί τέτοια αυστηρά μοτίβα που διευκολύνουν τον εγκέφαλο να «πιάσει» την μουσική, η σύγχρονη μουσική από συνθέτες όπως ο Άρνολντ Σένμπεργκ απλώς προκαλεί σύγχιση στον εγκέφαλο των ακροατών.
Ο εγκέφαλος είναι ένα όργανο που αναζητά συνεχώς μοτίβα (πρότυπα, δομές), έτσι ψάχνει γιʼ αυτά και στην μουσική, ώστε να βγάλει νόημα από αυτό που ακούει. Η μουσική του Μπαχ, για παράδειγμα, ενσωματώνει πολλά τέτοια μοτίβα», σύμφωνα με το βιβλίο. Αντίθετα, προστίθεται, η μουσική του Σένμπεργκ και των άλλων σύγχρονων συνθετών…κάνουν δύσκολη τη ζωή στον εγκέφαλό μας, διασπώντας σκοπίμως τα πρότυπα και τα μοτίβα, με συνέπεια η μουσική αυτή να γίνεται άκρως δυσνόητη για τον ακροατή, ο εγκέφαλός του οποίου αδυνατεί να διακρίνει κάποια μουσική δομή. Ο συγγραφέας Φ.Μπολ διευκρινίζει πως «αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατο να ακούσει κανείς αυτή την μουσική, απλώς είναι πιο δύσκολο.
Σύμφωνα με τον Μπολ, οι διάσημοι κλασσικοί συνθέτες, όπως ο Μότσαρτ, ο Μπαχ και ο Μπετόβεν, υποσυνείδητα ακολούθησαν αυστηρές μουσικές φόρμουλες για να παράγουν έργα που ήταν «εύκολα» στο αυτί, καθώς περιείχαν δομές που ο εγκέφαλος μπορούσε να «πιάσει» ενστικτωδώς. Όταν όμως στις αρχές του 20ού αιώνα, ορισμένοι συνθέτες, με επικεφαλής τον Σένμπεργκ, στράφηκαν ενάντια στις παραδοσιακές μουσικές συμβάσεις, παράγοντας τη λεγόμενη ατονική μουσική, τα ακροατήρια δήλωσαν αδυναμία να ακολουθήσουν και μέχρι σήμερα η σύγχρονη μουσική έχει ένα περιορισμένο μουσικό ακροατήριο. …”

Δεν έχουμε στη διάθεσή μας ολόκληρο το βιβλίο του Μπολ για να εκφέρουμε γνώμη, βέβαια.
Ίσως μάλιστα το απόσπασμα αυτό από την εφημερίδα να αποτελεί μόνο την εισαγωγή.
Γιατί δεν αρκεί μόνο η διαπίστωση πως το ένστικτο οδηγεί τον άνθρωπο σε ό,τι πιο εύπεπτο, ευχάριστο και προσιτό γίνεται, σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης και της Τέχνης, συγκεκριμένα της μουσικής.
Με αυτή τη διαπίστωση, εξάλλου, πως το ένστικτο αδυνατεί να ανταποκριθεί σε κάτι πιο σύνθετο, παρέχεται ένα τέλειο άλλοθι στα ξενόφερτα και στα εγχώρια μουσικά υποπροϊόντα που κατακλύζουν την αγορά, σʼ αυτό το εʼυπεπτο, καταναλώσιμο και κερδοφόρο είδος μουσικής που προωθείται από διεθνή οικονομικά τραστ, δισκογραφικές εταιρείες και ΜΜΕ.

Το ένστικτο όμως έρχεται να συμπληρώσει η γνωριμία, η ενασχόληση, η μελέτη, η προσπάθεια, η καλλιέργεια, η μόρφωση… ώστε να ανακαλύψουμε το νόημα και την ομορφιά, που κρύβει ένα έργο τέχνης, αυτό γενικά που ονομάζουμε παιδεία

Και εδώ έρχεται και η πολιτεία, η οποία οφείλει να προσφέρει ως άμυνα και ως αντίδοτο μια αποτελεσματική μουσική παιδεία και μαζί και αισθητική καλλιέργεια, για να προστατεύσει το κοινό από την κακογουστιά και από τη χυδαιότητα των σύγχρονων σουξέ.
Μια μουσική παιδεία που να φροντίζει τουλάχιστον να μη χάνονται οι ρίζες και η παράδοση, το δημοτικό τραγούδι, η γνήσια λαϊκή μουσική, η ποιοτική μελωδία που ντύνει το στίχο του ποιητή.
Έτσι δεν είναι;

η μουσική όλου του κόσμου είναι δομημένη πάνω στα φυσικά διαστήματα και τις αρμονικές, ενώ οι δωδεκάφθογγη και οι ηλεκτρονική μουσική στηρίζεται περισσότερο πάνω σε μαθηματικά μοτίβα. ο εγκέφαλος μας δεν είναι εξ αρχής έτοιμος να δεχτεί αυτές τις δομές, χρειάζεται κάποια τριβή και εξοικείωση. νομίζω σε αυτό αναφέρεται ο ball, και όχι στα εύπεπτα χιτάκια του συρμού. κι όσο για την πολιτεία (το κράτος δηλαδή;), δεν θέλω να περιμένω κάτι, εμείς ό,τι κάνουμε!

Δεν διαφωνώ [αναφέρομαι στο σχόλιο της Ελένης επί της δημοσίευσής της], εξ αρχής κάτι δεν μού πήγαινε καλά με την αναγωγή του ζητήματος στο ένστικτο και στις ιδιότητες του εγκεφάλου.
Άλλωστε χωρίς παιδεία δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει ούτε τον¨"εύκολο" μπετόβεν, και είναι γενικά εύκολο να βγει από την όλη ανάλυση το νόημα, ότι τελικά τα μόνο που τραβάει το ένστικτό μας είναι κανά σουβλάκι και το μνι της τζούλιας με το συμπάθειο.

Από την άλλη πάλι, υπάρχει κι ένα ζήτημα τι είναι τέχνη, εν προκειμένω η μουσική, δηλ. τι είναι οργάνωση της μορφής, του ρυθμού, της (όποιας) μελωδίας κλπ και σχέση όλων αυτών με κάποια επιδίωξη του δημιουργού και σχέση του δημιουργού με το κοινό κά…
Έχει επίσης να κάνει με πολιτισμικές συνθήκες.
Όταν ένας από τους πρώτους εθνολόγους - ντοκιμαντερίστες, ο Φλάερτυ, έβαλε σε εσκιμώους να ακούσουν κάποιες υψηλότατης στάθμης άριες της όπερας σε δραματικές κορυφώσεις κλπ, το ακροατήριό του έπεσε κάτω από τα γέλια.
Δεν ξέρω αν είναι μόνο οι υψηλοί τόνοι των σοπράνο που φταίνε. Ίσως φταίει και η άρνηση αποδοχής των συμβάσεων, βάσει των οποίων η κόρη που πιάνει κρασί στο κελάρι κλαίει τραγουδώντας για τον μελλοντικό - υποθετικό θάνατο του παιδιού της από το τσεκούρι που βρίσκεται κρεμασμένο στον τοίχο, αντί να πιάσει αμέσως να το ξεκρεμάσει.
Το θέμα που θίγεται κατά τη γνώμη μου αφορά γενικότερα τον “φορμαλισμό”, με την πιο “υψηλή” έννοιά του.
Κατά τη γνώμη μου οι φορμαλιστικές αναζητήσεις είναι σε τελική ανάλυση δεξαμενή εργαλείων για το ρεαλισμό.
Όμως δεν μπορώ να θεωρήσω ότι η μη κατανόησή τους οφείλεται σε ιδιότητες του εγεφάλου.
Έτσι από τη μιά τίθεται το θέμα της παιδείας και από την άλλη το θέμα της σχέσης του έργου με τα “φυσικά αισθητικά μέτρα”, αν μπορεί κανείς να εκφραστεί έτσι…
Πιο εύκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί την ερμηνεία που δίνει το δημοσίευμα, παρά να διατυπώσει μια θετική γενική θεώρηση.

1 «Μου αρέσει»

Το θέμα κοινού εδάφους όσον αφορά την αισθητική της τέχνης γενικότερα είναι πολύ σύνθετο και πολύ ενδιαφέρον. Συμφωνώ απόλυτα με την Ελένη κυρίως για αυτά που λέει περι παιδείας.
Σχετικά με τους δωδεκαφθογγιστές:Καταρχήν να πουμε οτι δεν θεωρούνται πλέον σύγχρονοι συνθέτες αλλα συμπεριλαμβάνονται απόλυτα(οι καλοί τουλάχιστον) στην κλασσική μουσική του20ού αιώνα. Ναί παραδέχομαι οτι η γλώσσα τους είναι διαφορετική και πολλές φορές δυσνόητη. Ομως δεν μπορώ να δεχτώ οτι η μουσική αυτή γλώσσα είναι ενάντια στους κανόνες της φύσης ή σε αυτό που αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο αυτί ως …ενστικτώδες.Οταν μιλάμε για Schoenberg δεν μιλάμε για καθαρά 12φθογγική μουσική αλλα ένα μείγμα απο παλιές και νέες τεχνοτροπίες σύνθεσης. Ο ίδιος έλεγε(σε ελεύθερη μετάφραση):Η μουσική μου δεν είναι δωδεκαφθογγική, απλά παίζεται πολύ άσχημα…Αναλύοντας 12φθογγικά έργα απο συνθέτες όπως ο Bartok kai Stravinski βρίσκουμε μεγάλη σχέση με την λεγόμενη χρυσή τομή, φιμπονάτσι και άλλους μαθηματικούς όρους συσχετισμένους με την τέχνη. Με άλλα λόγια, η δομή των έργων τους έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να εκφράσει ακριβώς αυτό που η ανθώπινη αντίληψη εκλαμβάνει ως φυσικό, ενστικτώδες και πολλές φορές όμορφο(αν και όχι πάντα όμορφο).
Τώρα ισως αυτή η μελέτη του Philip Ball μπορεί να μας εξηγήσει επίσης επιστημονικά πόσο ευχάριστοι στο αυτί μπορούν να είναι οι ήχοι της Death Metal, Heavy Metal η όπως αλλιώς το λένε αυτό το πράμα που πάει και ακούει τόσος κόσμος.Προσπαθώ να πω οτι,σίγουρα η καλη τέχνη δεν χρειάζεται να δικαιολογηθεί αλλα κάθε είδος τέχνης έχει το λεξιλόγιό της. Η διαφήμηση και η πλύση εγκεφάλου έχει μπεί εδώ και πολύ καιρό στην μουσική βιομηχανία. Το οτι υπάρχει λοιπόν μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που δεν έχει εξοικειωθεί με το λεξιλόγιο την κλασσικής είναι αποτέλεσμα αυτής της φθοράς. Τα συμπεράσματα του κυρίου Μπάλα (Ball) εκ πρώτης όψεως μου φαίνονται επιφανειακά.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε οτι το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής που γνωρίζουμε σήμερα ως κλασσική είχε χαρακτηριστεί πολύ συχνά ως κάτω του μετρίου απο το σύγχρονο κοινό της. Ο κύριος λόγος που γνωρίζουμε τον Μπάχ σήμερα είναι γιατι τον ξεθαψε ο Μέντελσον καμιά 70ρια χρόνια μετά το θάνατο του πρώτου.Ο Schoenberg σχεδόν εξορίστηκε απο την Βιέννη και μόνο όταν επισκεύτηκε το βερολίνο αναγνωρίστηκε η μουσική του. Οι βιενέζοι δεν το χώνευαν θα μπορούσε να διαδεχτεί την τέχνη του Mahler. Συνθέτες εκείνης της εποχής συνεχώς “ξεθάβονται” απο την αφάνεια, ηχογραφούνται και ερμηνεύονται απο ερνηνευτές που δέχονται να τους ανιπροσωπεύσουν όπως τους αξίζει. Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι ο Zemlinsky, ο oποίος έζησε περίπου την ίδια εποχή με την Mahler αλλα έμεινε στην αφάνεια μέχρι πριν περίπου 2 δεκαετίες.Ας μην βιαστούμε να καταδικάσουμε τέτοια είδη τέχνης.

Και κάτι ακόμα:
Πριν μια βδομάδα περίπου είδα την ταινία για την ζωή του Schoenberg που λεγεται “My War Years”. Εαν κάποιος έχει ερωτήματα σχετικά με την ζωή και το έργο του Schoenberg νομίζω οτι αυτή η ταινια θα απαντήσει πολλά.

1 «Μου αρέσει»

Πιστευω πως ειναι λιγο δύσκολο να πιάσουμε το θέμα κατα πόσο το σχολείο προσφέρει σωστή μουσικη παιδεια…Κατα τη γνωμη μου αυτη τη στιγμη αυτα τα οποια μαθαινουν τα παιδια στο γυμνασιο δεν τους χρειαζονται καθολου…Το σχολειο θα έπρεπε να παρεχει επαρκη μουσική παιδεία ωστε τα παιδια να κατανοήσουν τους κανονες τις μουσικης αλλα και να ενδιαφερθουν για αυτη κινωντας τους το ενδιαφερον…Για παραδειγμα…το μαθημα της μουσικης κατα τη γνώμη μου θα έπρεπε να γίνεται με την εκμαθηση απο το γυμνάσιο ή ακομα και απο το δημοτικο ενος μουσικου οργανου(κιθαρα,πιανο κτλ) ξεκινλωντας απο τα βασικα.
Έτσι θα μπορούσε το παιδι να αναπτύξει μουσική φιλοσοφία και να ενδιαφερθεί για αυτην…

Δεν ξέρω αν το προηγούμενο σχόλιο μου είναι πρόσφορο για να παρεξηγηθεί.

Απλά έχω τη γνώμη ότι η αντίληψη για την ομορφιά είναι κοινωνικής φύσης και δεν ανάγεται σε φυσικές ιδιότητες του εγκεφάλου.
Όπως δεν ανάγεται στο φυσικό ένστικτο και σε ιδιότητες του εγκεφάλου η αδυναμία λχ των δυτικών να κατανοήσουν την ιαπωνική η την κινέζικη μουσική ή τους “μακρόσυρτους και παράφωνους αμανέδες”.
Επίσης και η ομορφιά όταν μιλάμε για τέχνη και αισθητική έχει να κάνει με την εκφραστικότητα και όχι με κάποιο ιδεώδες. Είναι “ωραία” η “κραυγή” του Μουνκ;
Γενικά στην τέχνη νομίζω, οι ασκήσεις αποκλειστικά πάνω στη φόρμα, από τα ίδια τους τα όρια δύσκολα μπορούν να προκαλέσουν συγκίνηση και κατανόηση, όμως τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας πάνω στη φόρμα όταν ενώνονται με έναν “ηθικό” σκοπό μπορούν να δώσουν μεγάλη ώθηση στην καλλιτεχνική δύναμη ενός έργου.
Αυτό νομίζω έχει αποδειχθεί και στη μουσική και σε άλλες τέχνες, όπως η ζωγραφική κλπ.

Ότι αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και την ομορφιά του με βάση τις πρότερες γνώσεις μας, είναι ευρέως γνωστό. Ο Ball όμως θεωρώ ότι εστιάζει το ενδιαφέρον του σε μοτίβα για τα οποία ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν αρέσκεται να εκτίθεται. Δηλαδή αν ακούσεις μια μουσική για την οποία δεν υπάρχουν τα μοτίβα της εύκολης αντίληψης από τον εγκέφαλο, τότε απλούστατα δεν σου αρέσει η μουσική αυτή. Αυτό από την άλλη μεριά δε σημαίνει ότι αν προσπαθήσεις δεν μπορείς να κατανοήσεις τη μουσική αυτή, αλλά το πιθανότερο είναι και πάλι να μην σου αρέσει.
Έτσι, ακόμη και αν ακούς κάποιο ρεμπέτικο τραγούδι, αν τραγουδιέται παράφωνα (δηλαδή δεν συνάδει με τα ανάλογα μοτίβα), τότε είναι φυσικό να μην σου αρέσει. Ο Ball μιλάει για δυσκολονόητη μουσική και ίσως το πόνημά του να μην εξηγεί οτιδήποτε μας αρέσει (μουσικά) ή όχι.

Νομίζω ότι ο Ball εστιάζει σε επίπεδο “μικρόκοσμου” και προφανώς υποστηρίζει ότι υπάρχει μια εγγενής αντίληψη που την φέρει ο άνθρωπος εξ απαλών ονύχων. Φυσικά, καθώς ο άνθρωπος μεγαλώνει οι πολιτισμικές συνθήκες αλλάζουν την ικανότητα να κατανοεί με τη συχνή έκθεσή του σε συγκεκριμένες μουσικές και μοτίβα. Και πάλι όμως, αν ακούσει κάποια μουσική που δεν συνάδει με την εύκολη αντίληψη τότε ίσως να την απορρίψει.

Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του και δεν γνωρίζω πώς η συγκεκριμένη εγγενής αντίληψη μπορεί να αλλάζει με την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το περιβάλλον του, κάτι που ίσως να μπορούσε να δώσει σε κάποιον τη δυνατότητα να μπορεί να “αντέξει” τα είδη μουσικής που αναφέρεις :smile:

2 «Μου αρέσει»

Οι παρακάτω σκέψεις προφανώς μένουν ανολοκλήρωτες, αλλά ίσως βοηθάνε σε μια προσέγγιση του θέματος, παρ’ όλη την έκτασή τους.

Κάνω λοιπόν τη σκέψη ότι το θέμα είναι το ίδιο που αφορά την “αναπαραστατική” και την “μη-αναπαραστατική” καλλιτεχνική μορφή.
Βέβαια η έννοια της “αναπαράστασης” αφορά άμεσα τις εικαστικές τέχνες, και είναι κάπως προβληματική σε σχέση με τη μουσική. Παρ’ όλα αυτά νομίζω ότι προσφέρει ένα αισθητικό ανάλογο που ίσως βοηθά να μπούμε καλύτερα στο θέμα.
Άλλωστε, με όλους τους περιορισμούς των γνώσεών μου, νομίζω ότι η εμφάνιση των “μη-αναπαραστατικών” μορφών πχ στη ζωγραφική, απ’ τη μια, και της ατονικότητας στη μουσική, από την άλλη, είναι ιστορικά παράλληλα γεγονότα.
Οι αιτίες αυτής της “τομής” είναι άλλο θέμα. Πιθανό και να σχετίζεται με τη μετάβαση από τον “πολιτισμό του Ησίοδου” στον “βιομηχανικό πολιτισμό” (κι από εκεί και πέρα μπαίνει, ως προς τον δεύτερο, το ερώτημα το σχετικό με τη διάκριση μεταξύ ορισμένων γενικών του χαρακτηριστικών και της ειδικά καπιταλιστικής μορφής του, ζήτημα που προφανώς πάει πολύ μακριά).
Το ότι υπάρχουν μουσικά μοτίβα που “αντιστοιχούν στην ανθρώπινη αντίληψη”, μπορεί κανείς να πει (αλλά μόνον “εμπειρικά”, σε ό,τι με αφορά) ότι το πιστοποιεί η μακραίωνη διαδικασία κωδικοποίησης αυτών των μοτίβων σε κλίμακες, δρόμους, μακάμια κλπ. Και ας δεχτούμε ότι αυτές οι κωδικοποιήσεις, παρά τις διαφορές τους, συγκλίνουν στο ότι αποτελούν μορφές κωδικοποίησης αυτών των μοτίβων.
Απ’ την άλλη, στην “αναπαραστατική” τέχνη, τα μοτίβα τα δίνει πρώτα απ’ όλα η ίδια η φύση, ο εξωτερικός κόσμος, με τον τρόπο - βέβαια - που αυτός γίνεται αντίληπτος απ’ τον εγκέφαλο διαμέσου των φυσικών ιδιοτήτων του και των ιδιοτήτων των αισθητηρίων οργάνων.
Κάτι τέτοιο πιστεύω ισχύει και σε σχέση με τα μουσικά μοτίβα, μόνο που στην περίπτωση αυτή δεν ξέρω να απαντήσω στο “γιατί” και στο “πώς”, ενώ πχ στην εικαστική αναπαράσταση η σχέση των μοτίβων με τον εξωτερικό κόσμο είναι πιο “απτή”: εντελώς χοντρικά, “όπως βλέπουμε, έτσι και ζωγραφίζουμε”, όμως στη μουσική αυτή η κατ’ αναλογία σχέση δεν είναι εμφανής…
Με το να γίνει η τέχνη “μη-αναπαραστατική”, στην πραγματικότητα “αποδεσμεύεται” από τα μοτίβα που παρέχει ο εξωτερικός κόσμος (φυσικός, κοινωνικός), τα οποία είναι και “μοτίβα της ανθρώπινης αντίληψης” γιατί η ανθρώπινη αντίληψη συγκροτείται ακριβώς ως αντίληψη του εξωτερικού κόσμου. Μόνο που, κατά τη γνώμη μου, κι αυτή η καλλιτεχνική “αποδέσμευση” βρίσκει τα όρια της στο γεγονός ότι το βλέμμα του θεατή, η ακοή του ακροατή, (πιστεύω ακόμα και η “παρόρμηση” του καλλιτέχνη ως δημιουργού), θέλοντας και μη συσχετίζει την καλλιτεχνική μορφή με τον εξωτερικό κόσμο. Μόνο που, αν στις αναπαραστατικές μορφές ο συσχετισμός αυτός διερευνάται μέσω της ομοιότητας με το αντικείμενο, στις μη-αναπαραστατικές διερευνάται μέσω της ανομοιότητας.
*

Ένα εικαστικό δείγμα σαν κι αυτό, δεν είναι το ανάλογο της μουσικής, που αφορά το θέμα της ανάρτησης;
Δεν θυμάμαι ποιος είχε σχολιάσει τα “σπασμένα” βιολιά του Πικάσο με τη φράση: “θα ήθελα να ακούσω ένα τέτοιο βιολί να παίζει”. Μήπως λοιπόν ένα “τέτοιο” βιολί, δεν θα έπαιζε με “τέτοια” μουσική;
Στο παραπάνω ζωγραφικό έργο βέβαια δεν απουσιάζουν ορισμένα επιμέρους αναπαραστατικά μοτίβα.Αυτό που καταρχήν απουσιάζει είναι ένα γενικής φύσης “μοτίβο” χάρη στο οποίο θα μπορούσαμε να μιλάμε για “αναπαραστατική” τέχνη.
Και καταλήγω στο ερώτημα αν τελικά αυτού του είδους η ζωγραφική δεν έχει πλέον παραγάγει ένα γενικό μοτίβο (καθώς και μια σειρά από ειδικότερα μοτίβα) μη-αναπαραστατικότητας, που έχουν καταστήσει την τέχνη ικανή να ζωγραφίζει μεν την πραγματικότητα με μη-αναπαραστατική όμως μορφή. Και στο ερώτημα, αν η μουσική για την οποία συζητάμε δεν αφορά το ανάλογο (στην μουσική) αυτής της ικανότητας που έχει αποκτήσει η τέχνη.
*
Όμως, ειδικά όσον αφορά τη μουσική, νομίζω ότι το όλο θέμα κατά κάποιο τρόπο συγκαλύπτεται από τις διαβαθμίσεις της κοινωνικής λειτουργίας της, συν το γεγονός ότι η μουσική απαιτεί το χρόνο του ακροατή με τρόπο που δεν συμβαίνει πχ στη ζωγραφική.
Ως προς το δεύτερο: Έναν πίνακα ζωγραφικής τον βλέπει κανείς ήδη με μια ματιά και σχηματίζει αμέσως μια στιγμιαία κρίση γι’ αυτόν. Αν του προκαλεί ενδιαφέρον τον παρατηρεί περισσότερο (αλλά και τότε η διάρκεια της παρατήρησης ρυθμίζεται από τον ίδιο το θεατή). Αν όχι, απλώς αποστρέφει το βλέμμα και η περαιτέρω διαδικασία άρνησης ή κατανόησης μπορεί να συνεχιστεί “στο σπιτι”. Σε ένα μουσικό έργο μιας ώρας, ο ακροατής είναι υποχρεωμένος να καθηλωθεί επί μια ώρα (το ίδιο συμβαίνει και στον κινηματογράφο), και αν τυχόν δεν είναι σε θέση να κατανοήσει το μουσικό έργο (ή αν το μουσικό έργο δεν είναι, ενδεχομένως, σε θέση να κατανοηθεί), τότε η μη επικοινωνία μεταξύ ακροατή - έργου είτε μεταφράζεται σε άρνηση με νευρικά εσωτερικά χαρακτηριστικά είτε απαιτεί την ικανότητα του ακροατή να ενεργοποιεί μηχανισμούς νευρικής αναισθησίας.
*
Αυτό συνδέεται και με το πρώτο: Η μουσική είναι συνδεμένη με κοινωνικές λειτουργίες. Στη λαϊκή μουσική, νομίζω, σπάνια (μήπως και ποτέ;) ένα μουσικό είδος είναι προορισμένο για την ακρόασή του ως αυτοσκοπό. Είτε πρόκειται για κοινωνική συνέυρεση είτε για φαΐ και γλέντι, χορό, γάμο, πένθος, εξιστόρηση, η μουσική είναι συνδεμένη με μια κοινωνική λειτουργία που δεν περιορίζεται στην ακρόαση της μουσικής ως “έργου”.
Η ακρόαση της μουσικής ως “έργου” είναι μια ειδική λειτουργία που απαιτεί την προΰπαρξη μιας μουσικής παιδείας (και “μορφωτικού επιπέδου”) ενός ορισμένου είδους (ή που η ίδια η τέτοια ακρόαση αποτελεί διαδικασία απόκτησης μιας τέτοιας παιδείας).
Το ίδιο αυτό θέμα, της κοινωνικής λειτουργίας της μουσικής, εμφανίζεται όμως και με την εξής έννοια:

Στο παραπάνω τυχαίο παράδειγμα, πρόλο που και σε αυτό αναγνωρίζονται επιμέρους μοτίβα όχι όμως ένα “γενικό” μοτίβο (όπως και στο βιολί του Πικάσο), ας πούμε ότι ο εγκέφαλος δυσκολεύεται “να ανακαλύψει κατάλληλα μοτίβα”, εφόσον ο “φορέας” του εγκεφάλου, δηλαδή ο άνθρωπος ως άνθρωπος και όχι ως “εγκέφαλος”, βρίσκεται “αντιμέτωπος” με αυτό το μουσικό έργο πχ σε μια συναυλία στο μέγαρο μουσικής.
Υπό διαφορετικούς κοινωνικούς όρους; Αν πχ αυτή η μουσική ήταν η μουσική μιας κινηματογραφικής ταινίας; Δεν θα ήταν όλα τελείως διαφορετικά σε σχέση με τον εγκέφαλο και την εκ μέρους του ανακάλυψη κατάλληλων μοτίβων;

3 «Μου αρέσει»