Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Απέτυχε παταγωδώς, σε σημείο που έκανε τον Μουσολίνι να λυσσάξει και να ζητήσει απʼ τους επιτελείς του να σχεδιάσουν καινούργια επιχείρηση, όχι βεβαίως για εισβολή στην Ελλάδα αλλά, τουλάχιστο, για να αναγκάσουν τους Έλληνες να υποχωρήσουν απʼ την Αλβανία ( = ιταλικό ουσιαστικά έδαφος), υποσχόμενος στον Χίτλερ να προχωρήσει αμέσως μετά σε κατάληψη της Ελλάδας, ώστε εκείνος να επικεντρωθεί στην εκστρατεία εναντίον της ΕΣΣΔ. Η επιχείρηση διεξήχθη την Άνοιξη του 1941 με επιπλέον στρατιωτικά σώματα, αλλά απέτυχε και αυτή παταγωδώς, αναγκάζοντας τον Χίτλερ να εισβάλει στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία (Γραμμή Μεταξά), καθυστερώντας την εκστρατεία της ΕΣΣΔ.

Για τον Γκάιντα, που δεν ξέρω ποιος είναι, μπορεί κάποιος να μας πληροφορήσει κάτι; Τραγουδούσε πράγματι ωραία; Του επιτελείου και αυτός;

Ο Virginio Gayda (1885-1944) ήταν δημοσιογράφος και υποστηριχτής του μουσολινικού καθεστώτος. Αυτό περιγράφει το τελευταίο κουπλέ στο “Άκου Ντούτσε μου τα νέα”· ένα προπαγανδιστικό φερέφωνο.

Ο Γκάιντα είναι και στο Γλωσσάρι. Ο Καβαλέρο δεν είναι, γι’ αυτό ρώτησα.


Κάτι άλλο:

Έτυχε κι έπεσα στο λήμμα κεμεντζές στο γλωσσάρι:

[i]κεμετζές (ο)
η ποντιακή λύρα.

[ΕΤΥΜ. < τουρκ. Kemence < περσ. keman “δοξάρι”].

[/i]
Δεν κατάλαβα γιατί υπάρχει το λήμμα (αναφέρεται η λέξη σε κανένα ρεμπέτικο;), αλλά, αφού υπάρχει, μερικές παρατηρήσεις:

α) Κεμεντζές. Το -ν- είναι απαραίτητο και ετυμολογικά αλλά και γιατί προφέρεται.

β) Η ετυμολογία από το τουρκ. kemence είναι σωστή, αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι στα τούρκικα δε σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Ενώ στα ελληνικά “κεμεντζές” είναι αποκλειστικά η ποντιακή λύρα, στα τούρκικα είναι ένας γενικότερος όρος που περιλαμβάνει περίπου ό,τι εμείς ονομάζουμε λύρα, συνήθως όμως εννοούν την πολίτικη.

γ) Νομίζω όμως ότι στο δεύτερο κομμάτι της ετυμολογίας υπάρχει λάθος: χωρίς βέβαια να ξέρω περσικά (άρα χωρίς βεβαιότητα - διορθώστε με), θαρρώ ότι keman σημαίνει τόξο, το όπλο, όχι το τόξο-δοξάρι των οργάνων. Ο όρος, που έχει περάσει σε πολλές γλώσσες ως ονομασία διάφορων τοξωτών οργάνων, ξεκίνησε να χρησιμοποιείται από την ομοιότητα ορισμένων εγχόρδων με κυνηγετικά/πολεμικά τόξα, κι όχι επειδή παίζονται με «τόξο». (Το ότι στα ελληνικά και σε πολλές άλλες γλώσσες η ίδια λέξη δηλώνει και το όπλο και το εξάρτημα των τοξωτών οργάνων είναι ένας διαφορετικός συνειρμός - δεν εφαρμόστηκε στα περσικά.)

Ευχαριστούμε πολύ Κώστα, και για τις δύο σου συμβολές! Ευχαριστούμε όμως και την Ελένη για τη συμπερίληψη του ονόματος του Γκάιντα στο γλωσσάρι.

Όχι, δεν οφείλεται σε ομοιότητα.
Το kamān = δοξάρι
[όπως και το “pan - tur” (“pan” = “τόξο” και “tur” = “μικρό”), όρος που χρησιμοποιήθηκε για τα πρώτα μουσικά όργανα στην ιστορία της ανθρωπότητας]
οφείλουν την ονομασία τους στο κυνηγετικό / πολεμικό τόξο (δοξάρι)του τροφοσυλλέκτη ανθρώπου και είναι δηλωτική της διττής χρήσης του τόξου, όπου άλλοτε τεντώνεται η χορδή με επιδιωκόμενο σκοπό να ρίξει το βέλος και να πετύχει το θήραμα ή τον εχθρό και άλλοτε για να παραχθεί ήχος.
[Έχει αναφερθεί [b]εδώ,[/b]
με πηγή τον Richard.J. Dumbrill, “The Archaeomusicology of the Ancient Near East”].

Μια και αναφερθήκαμε στο τραγούδι αυτό του Μάρκου, να προστεθούν και τα εξής που ακούγονται, επίσης:

1. " Βερσαλιέροι": ήταν ένα επίλεκτο σώμα του ιταλικού στρατού, με πραγματικά περίεργες συνήθειες.
Σχηματίστηκαν το 1836 στο Βασίλειο της Σαρδηνίας. Το ιταλικό αυτό κρατίδιο ήταν αρκετά φτωχό και δεν μπορούσε να συντηρεί μεγάλους αριθμούς αλόγων. Έτσι αποφασίστηκε η ίδρυση ενός σώματος πεζικού που θα ήταν ταχύ και ευέλικτο σαν ιππικό. Το ρόλο αυτό ανέλαβαν οι Βερσαλιέροι, οι οποίοι σαν κύριο χαρακτηριστικό τους έχουν το τρέξιμο.
Ακόμα και σήμερα, όσοι υπηρετούν εκεί απαγορεύεται να περπατούν μέσα στο στρατόπεδο. Για να μεταβούν από το ένα σημείο στο άλλο πρέπει να τρέξουν.
Είναι το μόνο τμήμα του Ιταλικού Στρατού που παρελαύνει τροχάδην, χωρίς να εξαιρείται η στρατιωτική ορχήστρα του. Οι μουσικοί της είναι αναγκασμένοι να τρέχουν και ταυτόχρονα να παίζουν εμβατήρια, πράγμα όχι και τόσο εύκολο.
Μια άλλη περίεργη συνήθεια είναι τα φτερά από ουρά κόκορα που κοσμούσαν τα καπέλα των πρώτων Βερσαλιέρων, κατά το 19ο αιώνα. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα ακόμα και σε συνθήκες μάχης.
Οι Βερσαλιέροι θυσιάζουν πολλές φορές το πλεονέκτημα της απόκρυψης φορώντας τα φτερά κόκορα στο κράνος τους, το οποίο κατά τα άλλα φέρει κάλυμμα παραλλαγής.

  1. “Λύκοι” (της Τοσκάνης) (Lupi di Toscana) ήταν η ιταλική 7η μεραρχία πεζικού.
    Ιδρύθηκε το 1938 κι έδρασε κατά τη διάρκεια του Βʼ παγκόσμιου πολέμου.
    Παρά την ονομασία (“Λύκοι της Τοσκάνης”), σχηματίστηκε από άνδρες από τη Λομβαρδία, ειδικά από τη Μπρέσια, το Μπέργκαμο και τις γύρω κοιλάδες.
    Συμμετείχε το στρατιωτικό αυτό σώμα στην κατάληψη της Κλεισούρας (6-11 Ιανουαρίου 1941), υπό τις οδηγίες του Ούγκο Καβαλέρο (Ugo Cavallero), αποδεκατίστηκε όμως από τις ελληνικές δυνάμεις.

====================

Μια ακόμα λέξη που λείπει από το γλωσσάρι.

«ντουντού». Ακούγεται σε αρκετά τραγούδια, π.χ. “ΝΤΟΥΝΤΟΥ”, 1931, με τον Νταλγκά.

Όπως διαπιστώνεται, είναι:

  1. Όνομα.
    π.χ. «…Επωνομάζετο Ντουντού, κατά την παλαιάν Φαναριωτικήν συνήθειαν …"
    (Ο Φίλιππος Δρακονταειδής διαβάζει Δημήτριο Βικέλα)

“…η Β. Χρηστίδου, γνωστή με το όνομα «κυρία Ντουντού»…”
(Αρχείον Θράκης)

  1. Επίθετο (χαϊδευτικό) και όνομα μαζί
    «…επίθετο χαϊδευτικό για κορίτσια, κυρίως όταν ήταν ωραία ντυμένα και στολισμένα, ήτανε και κύριο όνομα : Ντουντού και Ντουντούλα.…"
    (Μικρασιατικά χρονικά)

«…την Παυλοπούλαν αγαπώ κι’ ολημερνής την τραγουδώ,
την Παυλοπούλα τη Ντουντού "π’ αυτή μου σήκωσε το νου…»

(Δ. Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, τ. Γʼ)

«…δεν της φτάνει ο φαναριώτικος τίτλος «κοκκώνα», άλλά της κολλάει και το χαϊδευτικό τούρκικο «ντουντού»…»
(Ν. Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων)

«…σύρε πουλί μου σύρε και γύρισε παντού
και δεν θα βρεις σαν εμένα κοκόνα και ντουντού…»

(Θρακικά Χρονικά)

«…Μαριγώ μου και ντουντού μου, και κανάρι της Φραγκιάς,
να σε ζωγραφίσω θέλω μέσ’ στα φύλλα της καρδιάς

(Λιανοτράγουδα, ήτοι συλλογή διστίχων)

«…Κερά μου, καρδιά μου, ντουντού μου, φως μου…»
(Σχολείον των ντελικάτων εραστών, Ρήγας Φεραίος)

  1. Τι λένε τα λεξικά (όσα καταδέχονται να ασχοληθούν με το λήμμα…) και ό,τι σημαντικότερο βρίσκει κανείς γκουγλάροντας τη λέξη:

α. ντουντού ( αρμεν. = γυνή)
[Σύγγραμμα περιοδικών τ. 33]

β. Ντουντού, (τουρκ.) επί της εννοίας της προστασίας των νεωτέρων υπό πρεσβυτέρων, και λογιώτερον Δουδού.
(Λαογραφία)

γ. Ντουντού : προσφώνηση μόνο για γυναίκες αρμενικής καταγωγής και μεγάλης ηλικίας.

δ. ντουντού=χαϊδευτική επίκληση κοριτσιού ή γυναικός. Παλαιότερα, στις μεγάλες πόλεις της Ανατολής ντουντού λεγόταν η αγαπημένη, η σύζυγος
[Εμμαν. Παπαζαχαρίου]

ε. Ντουντού: η γριά γυναίκα και μάλιστα η αλλόθρησκη (Ρεντχάουζ)

στ. dudu dilli (τουρκοαγγλικό λεξικό) η γλυκομίλητη γυναίκα.

ζ. "…παλαιά Ασιατική λαϊκή λέξις σημαίνουσα την πρεσβυτέραν Κυρίαν του χαρεμίου, την πρώτην Κυρίαν, την “αρχόντισσαν. Είναι εν χρήσει παρά τοις Αρμενίοις, έτι δε παρ’ Εβραίοις και Έλλησι της Μ. Ασίας…”
(Το Αρκάδι δια των αιώνων)

η. Και [b]η
περιβόητη Μαντάμ Ντουντού, η αποκαλούμενη “Δράκαινα των Βούρλων”.
[/b]

Άλλη μια προσθήκη στο γλωσσάρι:
Ακούγεται στο τραγούδι «Μου τα φάγανε στα ζάρια», Δ. Ευσταθίου

«…Έπαιξα ζάρια κι έχασα όλη τη σιρμαγιά μου…»

αλλά και σε δημοτικά, π.χ.

«…ανάμεσα Τσιρίγο και Καβο-Μαλιά
καράβι κινδυνεύει μ’ όλη τη σιρμαγιά…»

σερμαγιά ( σιρμαγιά και συρμαγιά)

  1. Το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο που είναι αναγκαίο για την έναρξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας.
    Τα χρηματικά κεφάλαια, τα προς εμπορίαν και προικοδότησιν, το κεφάλαιο του εμπόρου.
    [Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα Λαογραφικοϋ Αρχείου]
  2. (ως ναυτικός όρος): το αρχικό κεφάλαιο εξόδων ταξιδιού ελληνικού εμπορικού πλοίου, επί τουρκοκρατίας και λίγο μετά την ανεξαρτησία

[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sermaye]

Τη λέξη αυτή την αναφέρει και ο Αδ. Κοραής, δίνοντάς μας και την ετυμολογία της, ταυτόχρονα:

«…αλλά τι να είπη ο ταλαίπωρος Γραικός δια να αποφύγη το Ιταλικόν Καπιτάλε, ή το βαρβαροτουρκικόν Σιρμαγιά…»

Η λέξη “σιρμαγιά” έχει και τρίτη έννοια, η οποία θα μπορούσε να προστεθεί στο γλωσσάρι, αν και δεν την έχω συναντήσει εντός τραγουδιού. Χρησιμοποιείται πολλές φορές από την Αγγέλα Παπάζογλου για να περιγράψει το ρεπερτόριο που διαθέτει ένας μουσικός. Υπάρχουν διάφορα παραδείγματα στο “Τα Χαΐρια μας εδώ” (το οποίο όμως δεν έχω πρόχειρο, καθότι το 'χω δανείσει, οπότε δεν μπορώ να παραπέμψω σε συγκεκριμένες σελίδες).

Ναι Κώστα, σωστά τα λές. Όμως, εκτός από την κυρά Αγγέλα, πουθενά δεν έχω συναντήσει αλλού ετούτη την επιπλέον έννοια. Ίσως θα ήταν καλύτερο να μην το αναφέρουμε, τι λέει η Ελένη;

Σκέφτομαι ότι η κυρά Αγγέλα μάλλον ήξερε, σαν Σμυρνιά, την τουρκική λέξη sermaye = κεφάλαιο (το κανονικό κεφάλαιο, του Μάρξ) και απλά επέκτεινε την έννοια στο «μουσικό κεφάλαιο» μιάς ορχήστρας κλπ. Δεν φαίνεται όμως να επικράτησε γενικότερα αυτό, στους μουσικούς ή σε άλλους.

πιστεύω ότι ο λόγος της αγγέλας, όπως διασώθηκε από τον γιώργη, είναι σπάνιο μνημείο προφορικού πολιτισμού. ειδικά για την συγκεκριμένη έννοια, είναι σαφώς αξιόπιστη μαρτυρία γιατί ήτανε μέσα στα πάλκα της εποχής.

Αναρωτιέμαι αν σερμαγιά είναι ειδικά το χρηματικό κεφάλαιο ή μπορεί να αποδοθεί και με κάθε είδους “απόθεμα” που μπορεί να αξιοποιηθεί. Θα μπορούσε άραγε να χρησιμοποιηθεί η λέξη κι από έναν γεωργό που διαθέτει μια “σερμαγιά” (σε είδος, σε σπόρο) για τη σπορά;; Θα μπορούσε επίσης, άραγε, να “ταιριάξει” η λέξη με την ευρύτερη έννοια του οικονομικού “πόρου” που με την ανθρώπινη δουλειά αποφέρει καρπούς; Μπορεί ένας λούστρος να πει ότι “έχει για σερμαγιά το κασελάκι του”;;

Παρεμφερή σημασία έχει και η λέξη μπαγιόκο: Σερμαγιά, όπως καταλαβαίνω τη λέξη, είναι το αρχικό απόθεμα που προορίζεται να “αυγατίσει”, να καρποφορήσει. Μπαγιόκο είναι το συγκεντρωμένο χρηματικό (μόνο χρηματικό;) απόθεμα, το “κομπόδεμα”. Και τα δυο έχουν την γενικότερη έννοια του αποθέματος, αλλά με αυτή την ειδοποιό διαφορά.

Πάντως στην αναφορά της Αγγέλας Παπάζογλου δεν νομίζω ότι υπάρχει αντίφαση. Ίσως μόνο μια διεύρυνση της αρχικής σημασίας (αν δεχτούμε ότι αυτή περιορίζεται στο “ειδικά χρηματικό κεφάλαιο”):
Για έναν τραγουδιστή το “κεφάλαιό” του δεν μετριέται σε χρήμα αλλά σε ρεπερτόριο…

Έχει δίκιο ο Άγης, τελικά.
Ψάχνοντας περισσότερο τις πηγές, διαπιστώνω πως “σιρμαγιά” θεωρείται γενικά το βιός, το έχειν, η όποια περιουσία διαθέτει κάποιος.
Π.χ., και τα ζώα και η γη κ.λπ. βλέπω ότι εκλαμβάνονται ως “σιρμαγιά”, και όχι μόνο το “κεφάλαιο” με τη στενή έννοια της λέξης, δηλαδή τα χρήματα.

Θα αναζητήσω συγκεκριμένα την αναφορά στη λέξη από τα λόγια της Αγγέλας και νομίζω ότι μπορούμε να προσθέσουμε κάτι σαν κι αυτό:

εφόσον ο τραγουδιστής (ο μουσικός γενικά) απ’ αυτό βιοπορίζεται.

Ουσιαστικά δεν διαφωνώ με τα παραπάνω. Αντί όμως να θεωρήσουμε ότι η λέξη έχει διευρυμένη έννοια, όπως λέει ο Νίκος Π., ο Άγης και η Ελένη κατά κάποιο τρόπο στην αμέσως προηγούμενη δημοσίευση, νομίζω πως θα ήταν πιο σωστό να αντιμετωπίσουμε τη λέξη ως έχουσα μία κυριολεκτική σημασία (το χρηματικό κεφάλαιο) και -συνεκδοχικά- μία μεταφορική (το σύνολο αξιοποιήσιμων γνώσεων, ικανοτήτων ή υλικών πόρων). Στη μεταφορική αυτή σημασία θα μπορούσε να συμπεριληφθεί αυτή που δίνει η Αγγέλα αλλά και άλλα παραδείγματα τα οποία σίγουρα υπάρχουν καθώς βλέπω διάφορες παρόμοιες χρήσεις σε άρθρα στο διαδίκτυο.

Αν σερμαγιά/σιρμαγιά είναι το χρηματικό ή υλικό κεφάλαιο, και η Αγγέλα Παπάζογλου (και μόνον αυτή, μέχρις αποδείξεως του εναντίου) το χρησιμοποιεί και με την έννοια του αποθέματος σε τραγούδια, που είναι κεφάλαιο αλλά ούτε υλικό ούτε χρηματικό, τότε μάλλον κάνει μια μεταφορά.

Και σήμερα θα έλεγε ένας μουσικός «έχω τόσα τραγούδια καβάντζα», αλλά καβάντζα δε σημαίνει ρεπερτόριο.

Το ερώτημα είναι αν σερμαγιά σημαινει κυριολεκτικά και ειδικά το χρηματικό κεφάλαιο και επομένως τα υπόλοιπα είναι συνεκδοχικά κλπ, ή αν η σημασία της λέξης ειναι πιο ευρεία οπότε το χρηματικό κεφάλαιο αποτελεί ένα μέρος μόνο της σημασίας που ίσως όμως έχει επικρατήσει στον κοινο λόγο.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 17:07 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 17:00 —

Ενώ πχ ο Τσάντας (Χαρ. Βασιλιειάδης) που κυκλοφορούσε με μια τσάντα γεμάτη χειρόγραφα θα μπορούσε να μιλά για “υλικό κεφάλαιο”;

Θυμάμαι με εστελνε ο Γέρος μου να μαζέψω δόλωμα για το ψάρεμα που θα πηγαίναμε…Μύδια ,γαρίδες με την απόχη και λοιπά…Οταν λοιπoν ερχόταν στην παραλία και μπαίναμε στην βάρκα,με ρώταγε…
Εκανες συρμαγιά;;;Δηλαδή εχουμε κάτι για να ξεκινήσουμε;;
Οταν μετά που ημεσταν στα ανοιχτά,αρχιζε και τράβαγε τα ψάρια με τις πετονιές,γύρναγε κοιτώντας τον κουβά τον δικό μου,και με ρώταγε πάλι…
Εκανες συρμαγιά ;;;Δηλαδή αρχισα και εγω να βγαζω κάνα ψάρι;; Μάζεψα τίποτα…;;

Εχω μαζέψει κατι για αρχή …για ξεκίνημα…για να την βγάλω…

Εχω πάρει τα μέτρα μου…εχω κανει κουμάντο…Εχω κανονίσει…
Εχω βρεί ακρη…( δεν μπορώ να ξέρω αν απο την συρμαγιά βγήκε και αυτο που λέμε…Βρήκα σύρμα…Δηλαδή βρήκα ακρη…Κανόνισα…Βρήκα λύση…)

Συρμαγια,η σιρμαγιά,είναι μια λέξη που ακόμα την χρησιμοποιεί ο κόσμος…Για χίλια πράματα ,και σε πολλές διαφορετικές καταστάσεις μπορεις να πεις αυτήν την λέξη…

Κι εγώ δεν νομίζω ότι μπορει να βγει συμπέρασμα: σερμαγιά = ρεπερτόριο.
Μάλλον έχει την έννοια της ποσότητας, τραγουδιών εν προκειμένω.

Όπως και στο #2333 δεν θα λέγαμε ότι άρα σερμαγιά σημαίνει δόλωμα, αλλά ότι σημαίνει αρκετή ποσότητα (δολώματος)

Νίκο, το είχα απορία: Όπως η ελληνικη μετάφραση του έργου του Μαρξ (Ντας Καπιταλ) είναι “το κεφάλαιο”, η τουρκική έκδοση γράφει στο εξώφυλλο “η σερμαγιά”;

Για την ετυμολογία είναι κάτι γνωστό άραγε;

Μέχρι εδώ, την ξέρω κι εγώ, πρακτικά-προφορικά, αυτή την έννοια. Ξέρω παράλληλα και αυτήν του κεφαλαίου. Το ΛΚΝΕ λέει:

σερμαγιά η [sermajα] & σιρμαγιά η [sirmajα] Ο24 : (λαϊκότρ.) χρηματικό ή άλλο απόθεμα εμπόρου.[τουρκ. sermay(e) (από τα περσ.) -ά ίσως κατά το μαγιά· τροπή [se > si] ]

Έχω την εντύπωση ότι η δεύτερη έννοια, του χρηματικού ή άλλου κεφαλαίου, πρέπει να προηγείται. Ότι δηλαδή ήταν εμπορικός όρος με αυστηρά συγκεκριμένη σημασία, η οποία όμως επεκτάθηκε και γενικεύτηκε και εκτός του χώρου του εμπορίου. Διερωτώμαι μήπως στη γενικότερη έννοια, «κάτι για ξεκίνημα», έχει παίξει και κάποια παρετυμολογική επίδραση από τη μαγιά, που μεταφορικά χρησιμοποιείται με παρόμοια έννοια.*

Αλλά δεν ξέρω αν έχει τόση σημασία. Ενδιαφέρον έχει σίγουρα, αλλά, για τους σκοπούς του ρεμπέτικου γλωσσαριού, μήπως αρκεί η μνεία των εννοιών με τις οποίες εμφανίζεται σε ρεμπέτικα τραγούδια; (Το κείμενο της Αγγέλας Παπάζογλου δεν είναι τραγούδι, αλλά είναι καθαρά ρεμπέτικου ενδιαφέροντος και γραμμένο στη γλώσσα των ρεμπέτηδων, άρα αξίζει να συμπεριληφθεί κατά τη γνώμη μου.)


*Προσοχή: και το ΛΚΝΕ λέει « ίσως κατά το μαγιά», αλλά δεν εννοούμε το ίδιο. Το λεξικό, μιλώντας για τη μορφή της λέξης, λέει ότι η κατάληξη, που είναι διαφορετική στην ελληνική μορφή της λέξης απ’ ό,τι στην τούρκικη, ίσως οφείλεται σε αναλογία προς τη λέξη μαγιά. Εγώ λέω ότι ίσως και στη χρήση της λέξης να έχει υπάρξει επηρεασμός από τη (μεταφορική) χρήση της λ. μαγιά.

Νομίζω ότι η ακριβέστερη απόδοση του όρου «σιρμαγιά», όπως αυτός πέρασε στην εμπορική ναυτιλία του 19ου αιώνα, είναι «εμπορική επένδυση». Σε μελέτη του Β. Κρεμμυδά για το κόστος παραγωγής και την απόδοση επενδύσεων σε καράβια κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, ένας Υδραίος καραβοκύρης ναυπηγεί στον Πόντο (Σινώπη) καράβι συμμισιακό με ντόπιο Τούρκο κεφαλαιούχο και εμπορεύεται στάρι που φορτώνει στα Αμπελάκια της Ρωσίας και πουλάει στην Κων/λη. Ως «σερμαγιά» αναφέρει ο καραβοκύρης και καπετάνιος το συνολικό κόστος του φορτίου, από Αμπελάκια ως Κων/λη, δηλαδή αγορά του σταριού, μεταφορά στο πλοίο, κόστος ταξιδιού και κόστος εκφόρτωσης.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 19:34 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 19:03 —

Άγη, κατά πάσαν πιθανότητα, ναι. Βλέπω στο λεξικό μου: sermaye = κεφάλαιο, σερμαγιά και ακολουθούν παράγωγα όπως κεφαλαιοποίηση, φαληρίζω / χρεωκοπώ, κεφαλαιαγορά, κεφαλαιούχος, κεφαλαιοποιώ. Ακολουθεί το λήμμα sermayeci* =κεφαλαιούχος, καπιταλιστής και αμέσως μετά sermayecilik** = κεφαλαιοκρατία, καπιταλισμός.
Για την ετυμολογία, το λεξικό μου δεν παραθέτει κάτι στα λήμματα αυτά. Δεν νομίζω όμως ότι η λέξη έχει κάποια σχέση με το κεφάλι, ανθρώπου ή ζώου, όπως έχουν και η λέξη κεφάλαιο και η λέξη Kapital [capita (λατινικά) = κεφάλι, εξ ού και capitano = καπετάνιος].

*ελληνιστί: σερμαγιατζής
**ελληνιστί: σερμαγιατζιλίκι

Η λέξη “σερμαγιά” / “σιρμαγιά” φαίνεται να ξέφυγε από την αρχική της σημασία του χρηματικού ποσού/ κεφαλαίου και απέκτησε και άλλες σημασίες.

Εκτός λοιπόν από τη μαρτυρία του Κώστα Νεαπ.,

    • ο Εφταλιώτης, το 1894 στις “Νησιώτικες ιστορίες” μιλά για
      “…τον Ψαρό (το ζώο του) που ήταν ο φίλος του, η σερμαγιά του…” (με την έννοια του στηρίγματος)
    • όπως και η Αγγέλα, ο Αλέξης Πολίτης στο βιβλίο “Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών” “Θεμέλιο” , 1984, γράφει:

“…πενήντα τραγούδια αποτελούσαν μια διόλου ευκαταφρόνητη σιρμαγιά…”

    • στο περιοδ. “Διαβάζω” :

"…η φιλολογική μου σιρμαγιά…"

Σίγουρα μπορούμε να βρούμε αρκετά ακόμα παραδείγματα. ΄
Νομίζω πως μπορούμε να προσθέσουμε
[τελευταία, βέβαια, στο αντίστοιχο λήμμα στο γλωσσάρι - έστω και αν δεν συναντάμε αυτές τις έννοιες σε τραγούδι]
και αυτές τις διαφοροποιημένες - από την αρχική - σημασίες της λέξης.

http://www.eskikitap.ist/Ucretli-Emek-ve-Sermaye-Ucret-Fiyat-ve-Kar-Karl-Marx

“μισθωτή εργασία και κεφαλαιο”