Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Απόλυτα σίγουροι δεν μπορούμε να είμαστε, νομίζω, Αποστόλη.
Οι Τούρκοι με το “manga” εννοούν “μικρό στρατιωτικό σώμα”, με την έννοια του “άτακτου πολεμιστή” απαντά και στη χώρα μας, αρχικά.
Πιθανό όμως είναι η λέξη “μάγκας” - με την έννοια που της προσδίνουμε και που δεν έχει καμιά σχέση με τη στρατιωτική ζωή - να προέρχεται από την αλβανική λέξη “menge = μανίκι”, με την εξής έννοια:
Οι Αρβανίτες αρχικά και μετά και οι Έλληνες συνήθιζαν και όταν χόρευαν και όταν πολεμούσαν, για λόγους πρακτικούς, να βγάζουν το δεξί μανίκι του πανωφοριού τους, να ελευθερώνουν έτσι το δεξί τους χέρι, πράγμα που τους έδινε ευελιξία στις κινήσεις, είτε χόρευαν είτε χρησιμοποιούσαν όπλο.
Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά και στις δυο περιπτώσεις και έτσι η χρήση της λέξης μάγκας διαφοροποιήθηκε από οποιαδήποτε στρατιωτική χροιά και απέκτησε άλλο νόημα.

Πέρα από την ετυμολογία, η έννοια του μάγκα είναι αρκετά πολυσήμαντη και διαφοροποιημένη, ανάλογα με τις εποχές.
Αν δούμε τις αφηγήσεις των παλιότερων,(Μάθεσης) ο μάγκας έπρεπε να χειρίζεται με επιδεξιότητα το κούφιο, τη δίκοπη μαχαίρα κ.λπ.,κυρίως όμως να προκαλεί σε καυγάδες, να αναμετριέται με ονομαστούς νταήδες, να ακολουθεί ένα αυστηρό κώδικα ενδυματολογικό, γλωσσικό, αντιεξουσιαστικό κ.λπ.
Στα χρόνια του Μάρκου όμως αποδοκιμάζεται και απορρίπτεται ειδικά αυτή η αναίτια επίδειξη δύναμης.
Ο μάγκας πια αναμετριέται με τη ζωή, δεν σπαταλιέται σε επίδειξη δύναμης, είναι προσεκτικός στη συμπεριφορά του, ανδροπρεπής χωρίς υπερβολές, έχει φιλότιμο, αναγνωρίζεται η αξία του από το σινάφι του και είναι σεβαστός σε αυτό.
Καθώς προχωρούμε προς τη δεκαετία του '40, ο μάγκας έχει πιο μποέμικο χαρακτήρα, αποζητά τη διασκέδαση και τις απολαύσεις της ζωής.

  • Είναι ολόκληρη συζήτηση η έννοια του “μάγκα”, όπως και να το κάνουμε, όπως σκιαγραφείται και μέσα από το λαϊκό μας τραγούδι.

Λιντζερίνος;;;
Απο το τραγουδι του Γ. Κατσαρου: “Αν είχα εκατο”.
…[i]“θα σου ειχα έναν λιντζερίνο,να σου τραβαει επουλί μου τα κουπια”’

[/i]Μπιτιρίνι;;;
Απο το τραγουδι του Τούντα με τον Ρουκουνα: “Το Μπαρμπούτι”
"όλο μπαρμπουτήδες φίλοι,άιντε στ’ Αργυρού το μπιτιρίνι"
…" Αιντε να ζήσουν τα παιδιά του μπιτιρίνι
"

Φίλε Ληξουριώτη, το μπιτιρίνι υπάρχει ήδη στο γλωσσάρι.
Σημαίνει το στήσιμο τυχερών παιχνιδιών, η μπαρμπουτιέρα.
[Από το τουρκ.: bitirim yatagi: στέκι, καταγώγιο, χαμαιτυπείο
bitirimci: μπαρμπουτιέρης
bitirim: μάγκας, αλητάκι, τσακάλι, καταπληκτικός, περίφημος].

Το λιντζερίνος όμως όχι (και σ’ ευχαριστώ για την επισήμανση).
Αλιτζερίνος και λιτζερίνος από το ιταλικό Algerino σημαίνει Αλγερινός και έχει την έννοια του πειρατή, του κουρσάρου. Απ’ ό,τι βλέπω (από το στίχο που παραθέτεις) έχει και την έννοια του κωπηλάτη, αν και κατ’ επέκταση λιτζερίνος σημαίνει σκληρός, βάναυσος και κακόπιστος άνθρωπος.

Ευχαριστώ τα μέγιστα Ελένη,αλλά πως μπαινουμε στο γλωσσάρι;

βασικα απο το φυτο δεν καπνιζεις τα φυλλα καπνιζεις την φουντα που βρισκετε στο κοτσανι του φυτου
αλλα δεν μας ενδιαφερει

Αγαπητοί φίλοι,
Επαναφέραμε - έστω και πρόχειρα - το ρεμπέτικο γλωσσάρι, για να είναι προσβάσιμο από όλους μας.

Η συζήτηση για τη σημασία των λέξεων θα συνεχιστεί κανονικά σ’ αυτό το thread.

Να είστε όλοι καλά και ένα θερμό ευχαριστώ - εκ μέρους της Συντονιστικής Ομάδας - για τη συμμετοχή σας στην προσπάθεια αυτή, να συγκεντρωθεί το ρεμπέτικο λεξιλόγιο.
:slight_smile:

Συμπλήρωση για το γλωσσάρι.

Από “Το λεξικό του μάγκα” του Π. Κυριακού.

Κεσάτι : η αναδουλειά, η πτώση της εμπορικής κίνησης και δραστηριότητας
[τουρκ. λ. Kesat]

Αλμπάνης : αδέξιος, άπειρος στη δουλειά του, ατζαμής, ( συνήθως λέγεται για τεχνίτες και γιατρούς).
[< από το (ν)αλμπάν(τ)ης < τουρκ., περσ. nalbant < nalbent = πεταλωτής]

Μπερεκέτι: αφθονία αγαθών, πλούτος. Επίσης, γονιμότητα και μεταφορικά ευλογία.
[τουρκ. λ. bereket = αφθονία, ευλογία]

Έκανα ένα μικρό searching στο Φόρουμ για να βρω τι σημαίνει η λέξη τζιλβέδες.Στο google,το βρήκα στο kithara.vu ,όπου κάποιος χρήστης αναφέρει :
cilve (τουρκ.): νάζι, καμώματα, ακκισμός

Εμείς εδώ στην Νίκαια λέμε τζι(λ)βετζιλίκια, εννοώντας τα καμώματα.

Ακριβώς αυτή είναι η έννοια της λέξης. “Στη σκάλα π’ ανεβαίνεις και στα σκαλώματα, πολλούς τζιλβέδες κάνεις, Θωμαή μ’, πολλά καμώματα”. Επίσης το γύρισμα: “Έλα, ντελίδικο, μικρό και τζιλβελίδικο”.

Επίσης, παράγωγα: cilvelenmek: κάνω νάζια, cilveleşmek: φλερτάρω, cilveli: παιχνιδιάρης, ναζιάρης, χαδιάρικος αλλά και λαγγεμένος.

Γειά σου,

Μήπως μπορείς να μου πεις σε ποιό τραγούδι και ποιός ήταν ο στίχος όπου συνάντησες τη λέξη;
Ευχαριστώ

Η λέξη “τζιλβέδες” απαντά σε δημοτικά τραγούδια και σε μαντινάδες.

Τη χρησιμοποίησε και ο Βάρναλης στον “Τρελό” από τους “Σκλάβους πολιορκημένους”, 1974. Το τραγούδι μελοποίησε ο Ν. Μαμαγκάκης και το ερμήνευσε η Μ. Δημητριάδη.

“…Να’ στε γεροί, να’ στε καλά,
με τα τσαπράζια τα πολλά
και τα μεγάλα ονόματα,
κοτζαμπασήδες όλοι πρώτης,
και με τους διάκους ο δεσπότης
τζιλβέδες και καμώματα…”

Ο τίτλος του τραγουδιού είναι: “Στην σκάλα π’ανεβαίνεις” και το βρήκα στο cd: “Στα’μορφα τα καπηλειά”. Αυτό το cd περιέχει τραγούδια από την Αρετσού της Μικράς Ασίας.Το τραγουδάει ο Κάρολος Κουκλάκης.

Επίσης έχω δυο απορίες ακόμα.

  1. Αν δεν ανθίζεσαι τα σέα και τα μέα,γίνε λαγός και μπούλευε.Από πού βγήκε αυτή η λέξη?

  2. Σε δύο τραγούδια μέχρι τώρα έχω ακούσει να λέει: αγάπε με πουλάκι μου πιστά και bπιστεμένα[/b].Τι σημαίνει αυτό?

  1. “Την πούλεψε κι ο Δεμερτζής” , “την (μ)πουλεύω”: έφυγε, φεύγω ( μάλλον από την γνωστή φράση της αργκό “πήρε …”)
  2. με εμπιστοσύνη

Βρήκα ενδιαφέρον και αυτό το λινκ Κείμενο 17: Tριανταφυλλίδης, M

[i]Αυτό ανακάλυψα , αλλά , δεν με ικανοποίησε η ερμηνεία, παρόλο ότι ξέρω πως αυτό σημαίνει, δεν στέκει πουθενά ετυμολογικά η λέξη "πούλος" ... Εκτός κι αν είναι έτσι στα τυφλά, ναχαμε
να λέγαμε …

“Παίρνω τον πούλο[/i] ή Παίρνω (το) μπούλο (για τη Βόρεια Ελλάδα) ή σκέτο: i Μπούλο[/i]: την κάνω, με διώχνουν ή διώχνω. Πάρε μπούλο: φεύγα, καν’ την. Παράγωγο ρήμα: i μπουλεύω[/i], Αόριστος: i μπούλεψα”.

Και για το δεύτερο που φέρνει στην λέξη εμπιστοσύνη, άρα λογικά “μπιστικός” είναι ο έμπιστος
βρήκα το παρακάτω και με ξένισε ομολογώ …[/i]

"Έμμισθος τσοπάνης (πβ. να ήμουν το Μάη μπιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης).

Από το μεταγενέστερο πιστικός (και συγκεκριμένα από την αιτιατική, με απόσπαση του τελικού ν του άρθρου: τον πιστικό ο μπιστικός)

Η σημερινή σημασία είναι μεσαιωνική".

Όπως τα λένε τα δύο συνονόματα κορίτσια είναι. Πουλεύω = την κάνω. Ενδιαφέρουσα και η μαρτυρία της Πελαγίας, για το ουσιαστικό “ο (μ)πούλος”. Η ετυμολόγηση δύσκολη και παρακινδυνευμένη.

Για τη “μπιστεμένη” αγάπη τα πράγματα είναι πιο σίγουρα: λέξη παράγωγη του εμπιστεύομαι, εμπεπιστευμένος > μπιστεμένος, διαπιστευτήρια διπλωματικών υπαλλήλων κλπ. Παράγωγο και ο μπιστικός, έμπιστος δουλευτής του ιδιοκτήτη του κοπαδιού.

δεν ξέρω αν είναι παρακινδυνευμένη ή ετυμολόγηση από το πουλί (με την έννοια του “έμεινα με το πουλί στο χέρι”). μου φαίνεται λογικό γιατί όταν παίρνεις τον πούλο δεν φεύγεις απλά -φεύγεις ηττημένος, με την ουρά στα σκέλια. ώς γνωστόν θεωρείται πάντα υποτιμητικό να είναι κανείς παθητικός, ενώ ο ενεργητικός μπορεί να θεωρείται από …ούστης μέχρι άντρακλας βαρβάτος (που επικρατεί επί αυτού που “πήρε τον πούλο” του), αναλόγως την περίπτωση. it’s a man’s man’s man’s world, που έλεγε κι ο james brown!

Και μια που ποτέ δεν είχα πρόβλημα με τις λέξεις και το νόημα τους,
περνώ στην κουρτίνα 2 και λέω ό,τι χρόνια τώρα καταλαβαίνω …
πούλος = ανδρικό γεννητικό μόριο (παίζει μπάλα πάντα κέντρο) …

Η προσφιλέστατη χειρονομία του ανδρικού, ενίοτε και του γυναικείου
πληθυσμού, με κάθετη επί της “οικογενείας” κίνηση και την φράση
“πάρε τον πούλο μου”, όταν θέλουν να ξεχωρίσουν τα παιδιά του …
Διότι υπάρχει και έκφραση, με την οποία τιμούν μόνο τα παιδιά …

σημ. οι γυναίκες πάντα κάποιο ανδρικό δανείζονται (νοερά) …

Oπως τα λέει η Πελαγία είναι, τουλάχιστον όπως το ξέρω εγώ και όπως το χρησιμοποιούσα στη Θεσσαλονίκη με φίλους και κολλητούς.
Με ιντριγκάριζε πάντα αυτή η φράση του Μάρκου, την εύρισκα πολύ “τολμηρή” για ένα τραγούδι που πάει για ηχογράφηση.
Γι’ αυτό και πιστεύω ότι εκείνη την περίοδο η έκφραση αυτή είχε ένα πιο λάιτ ή απλά ένα διαφορετικό περιεχόμενο, όπως αναφέρει ο Νίκος και η Πέλη.

Γιατί αν θέλουμε να κάνουμε μια σύγχρονη ερμηνεία με βάση αυτό που ξέρουμε σήμερα, η φράση: “την πούλεψε ο Δεμερτζής” γίνεται πολύ άνετα: “πήρε τον πούλο ο Δεμερτζής” ή ακόμα πιο ελεύθερα: “πήρε τ’αρxίδια του ο Δεμερτζής”. Κάτι που δε πιστεύω ότι θα έβαζε ο Μάρκος σε ηχογραφημένο τραγούδι του. (Εκτός πια, αν τον είχε τόσο άχτι :slight_smile: )