Ορισμός ρεμπέτικου

Από ό,τι φαίνεται, από εικόνες, κείμενα και αφηγήσεις της εποχής, πράγματι, οι μπουζουκομπαγλαμάδες καθιερώθηκαν κυρίως με την “Τετράδα την Ξακουστή”, ενώ στην πρότερη εποχή και πριν και από την επιτυχία του “Μινόρε του τεκέ”, άλλα όργανα χρησιμοποιούνταν.

Σύμφωνοι, αλλά πάντα να έχουμε στο νου μας πως ο όρος “ρεμπέτικο” μπήκε ως τίτλος σε τραγούδι, στη δισκογραφία, πραγματικά, όπου να’ ναι, χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο να σηματοδοτεί.

Ειδικά για τις δύο πρώτες περιπτώσεις, τους δίσκους Τικ τακ και Απονιά, σίγουρα υπονοείται κάτι ιδιαίτερο. Το αναλύω στο άρθρο (Κλίκα) “Πότε πρωτοεμφανίζεται η λέξη Ρεμπέτικο;” αλλά επειδή έχουμε πρόβλημα με την Κλίκα, το ανέβασα και στο μπλογκ μου, εδώ.

(η κλίκα λειτουργεί κανονικά πια και το άρθρο μπορείτε να το βρείτε εδώ)

Ο Σαββόπουλος, όταν δημοσίευσε το άρθρο του, δεν γνώριζε καν πως προϋπήρχε η λέξη “ρεμπέτα”,(*) ότι είχε καταγραφεί
-38 φορές στο μυθιστόρημα του Χαμαδόπολου

  • στα λεξικά του Δημητράκου και Πρωίας, το 1930
  • ότι ο Σουρής την είχε χρησιμοποιήσει άπειρες φορές στο “Ρωμιό”, από το 1889 και μετά
    ότι ο αείμνηστος Νέαρχος Γεωργιάδης είχε βρει τη φράση: “παναΰρι ρεμπέτα”, σε πανηγύρι στη Σηλυβρία, το 1895 κ.λπ.

Προϋπήρξε η λέξη “ρεμπέτα”, είναι σίγουρο και ακολούθησε το “Ρεμπέτας”, στο αρσενικό.
Π.χ., το χρησιμοποιούσε ως παρατσούκλι για τον εαυτό του το 1918 συγγραφέας στην Πόλη.

Επομένως, ήταν γνωστός ο όρος, χρησιμοποιημένος αρκετά, όπως βλέπουμε και από το αρχικό “ρεμπέτα”, προφανώς φτάσαμε στο “ρεμπέτικο” ως χαρακτηρισμό τραγουδιού.

Επίσης, κάνει λάθος ο Σαββόπουλος όταν λέει:
"…η λέξη ʽρεμπέτικοʼ δεν πέρασε ποτέ στη συνθηματική γλώσσα της μαγκιάς, δηλαδή στην αργκό της…»

μια και η “ρεμπέτα” (από την οποία και προέρχεται) είναι καθαρά αργκοτική λέξη, του κόσμου της παρανομίας.

Ερχόμαστε τώρα στον τίτλο “ρεμπέτικο” που πρωτοδόθηκε στα δυο αυτά τραγούδια, “Απονιά” και “Τικ τακ”.
Νομίζω πως και ο Σαββόπουλος και εσύ, Νίκο, μάλλον καταλήγεις πως η ετικέτα δόθηκε όχι γιατί σηματοδοτεί κάτι ιδιαίτερο, μποέμικα και γλεντζέδικα τραγούδια υπήρχαν και άλλα στην τότε δισκογραφία, δεν αποτελούσαν τα δυο αυτά κάποια ιδιαίτερη κατηγορία.

Για καθαρά εμπορικούς λόγους μπήκε ο τίτλος, για να προωθηθούν και τίποτε άλλο, πιστεύω.

(*) Μάλλον, ιταλικής προέλευσης, τουλάχιστον όχι τουρκικής.

Η πλέον πρόσφατη έρευνα εντόπισε την πρώτη, μέχρι στιγμής, εμφάνιση της λέξης στο αρσενικό («ο ρεμπέτας») στην Αθήνα το 1882 (http://postimg.org/image/lz1sabbxb).

Αυτό που εννοώ, Ελένη, είναι ότι κάποια στιγμή (και βεβαίως για λόγους καθαρά εμπορικούς, συμφωνώ απόλυτα) οι εταιρίες τόλμησαν να χρησιμοποιήσουν τη λέξη αλλά όχι εκεί που θα έπρεπε κανονικά να αποδοθεί και που (μάλλον) το ήξεραν, παρά σε “άκακα” και όχι “κακοχαρακτηρισμένα” ελαφρά κομματάκια. Ο Σαββόπουλος, δεν το είδε έτσι. Θεώρησε, λανθασμένα, ότι η λέξη “πλάστηκε” επί τούτου, με τη βοήθεια λημμάτων όπως ρέμβω, ρέμβομαι κλπ.

Μια και στο νήμα εδώ επιχειρούμε έναν ορισμό του “ρεμπέτικου”,
ας συμπεριληφθεί και η άποψη του Νέαρχου Γεωργιάδη (από το βίντεο που παρέθεσε σε άλλο νήμα, ο Κώστας):

Το “ρεμπέτικο” είναι ένα παρατσούκλι του λαϊκού τραγουδιού.

Παιδιά, μη γελιώμαστε. Ο όρος “Ρεμπέτικο” έχει, καλώς ή κακώς (κακώς) καθιερωθεί. Μέχρι να το κάνουμε (ελληνικό) “Αστικό Λαϊκό Τραγούδι”, έχουμε πολύ δρόμο. Εμένα πάντως, ο προσδιορισμός “παρατσούκλι” δεν μου άρεσε.

Προσωπικά πάντως ελπίζω να μη διανυθεί ποτέ ο δρόμος που θα οδηγήσει στην αντικατάσταση του όρου «ρεμπέτικο» από τον όρο «αστικολαϊκό τραγούδι», διότι έτσι θα καταλήξει ο δεύτερος να ταυτιστεί ατόπως με ένα μόνο από τα πολιτισμικά μορφώματα που περιέχει.

Με κατάλληλη ομαδοποίηση των επί μέρους υποκατηγοριών (και αποδοχή των ανάλογων ορισμών), κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί.

Το ρεμπέτικο είναι λαϊκοαστικό τραγούδι…Αλλά το λαϊκό,ή το λαϊκοαστικό ( οπως το εχετε ονομάσει ) δέν πάει να πεί οτι είναι αυτομάτως καί ρεμπέτικο…
Καί φυσικά ηταν λαϊκό τραγούδι,το ρεμπέτικο.γιατί πράγμα μιλάμε τώρα;
Γιά τον απλό λαό μίλαγε,καί μόνο ο απλός λαός τα ακουγε.Δέν τα τραγούδαγε η ανωτέρα τάξη, ούτε καί η εξουσία…
Καί κάτι αλλο.με το συμπάθειο δηλαδή…
Δέν καταλαβαίνω τόν λόγο γιατί ψαχνόμαστε να βρούμε αλλη ονομασία για αυτό το είδος τραγουδιών.Κάποιος,η,κάποιοι το ονόμασαν ετσι.Ετσι θα μείνουν στήν ιστορία.
Ολοι πού ακούν αυτήν τήν λέξη ,καταλαβαίνουν πάνω κάτω γιατί ποιό είδος τραγουδιών γίνεται λόγος…
Εδώ ρε παιδιά δέν μπορούμε ακόμα να καταλήξουμε γιά το …τι πάει να πεί ρεμπέτικο τραγούδι…πάμε να δώσουμε αλλη ονομασία;;

Εμένα πάντως, η όλη φάση μου θυμίζει ένα περιστατικό που είχε διηγηθεί ο Ρένος (και του οποίου είμαι αυτήκοος μάρτυς από το 1997):

ο Καζαντζάκης είχε φιλία με τον φιλόλογο (και πατέρα του Ρένου) Ηρακλή Αποστολίδη. Του στέλνει, λοιπόν, κάποτε μια ευχητήρια κάρτα από ένα ταξίδι του, όπου και γράφει: «Hρακλή, βρήκα τον Θεό! Βρίσκομαι στον ορισμό του!»

Μάλιστα…δηλαδή ο άνθρωπος «βρήκε» (ή τέλος πάντων υποστηρίζει πως «βρήκε») τον Θεό, αλλά δυσκολεύεται…στον ορισμό του!:110::019:

Εγώ πάλι με την αφορμή αυτή ανακάλεσα στη μνήμη κάτι άλλο: όταν ο μουσικοδιδάσκαλός μας (τραγουδοποιός και σημαντικός συγγραφέας) Γιώργος Μανιάτης μάς μάθαινε μπουζούκι (υπό τον όρο ότι θα είναι δωρεάν), μάς έλεγε: “Παιδιά, δεν κάνουν οι καλοί λογαριασμοί τους καλούς φίλους…Οι καλοί ορισμοί κάνουν τους καλούς φίλους!”

Μα όχι. Τουλάχιστον όχι στην παρούσα συζήτηση. Αν βγει άλλος όρος προς αντικατάσταση, τότε (α) αυτό θα έχει συμβεί παράλληλα και ανεξάρτητα - εδώ το θέμα είναι ξεκάθαρα να συμφωνήσουμε στο τι ακριβώς περιλαμβάνουμε στον όρο «ρεμπέτικο». (β) Δε θα είναι για να αντικαταστήσει τη λέξη του τρέχοντος λόγου (δε θα δημιουργηθεί π.χ. στήλη «αστικολαϊκάδικα» στο Αθηνόραμα, ούτε «Αστικολαϊκό φόρουμ»), αλλά για να προσφερθεί ένα αναλυτικό εργαλείο, ένα βοήθημα δηλαδή, σε όσους το χρειάζονται για τις ταξινομικές ή άλλες θεωρητικές αναζητήσεις τους.

(Νομίζω ότι το ξανάγραψα: μια κοινωνία χρειάζεται τόσο τους μανάβηδες και μαγείρους, που λένε “φρούτα” και δεν εννοούν π.χ. την ντομάτα και το αγγούρι γιατί αυτά είναι λαχανικά, όσο και τους βοτανολόγους που έχουν άλλη άποψη.)

Ε ναι, φυσικά. Τι διάολο, χαζοί είμαστε; :089:

Εδώ ψάχνουμε τον ακριβέστερο και αντικειμενικότερο δυνατό προσδιορισμό. (Που σιγά μην τον βρούμε φυσικά, αλλά αυτό δεν είναι λόγος να μην ψάχνουμε.)

Εδώ διαφωνώ. Υπάρχουν πολλές ελληνικές παρτιτούρες κιθάρας σόλο ή συνοδεία μαντολίνου της προ-δισκογραφικής και πρώιμης δισκογραφικής εποχής, με ρεπερτόριο εν μέρει δημοτικό/λαϊκό αλλά και οπερέττα, καντάδα, ταγκό, ιταλική όπερα κλπ. Σε ότι αφορά τα σόλα είναι σαφές για μένα ότι τεχνικές ανάλογες με του Κατσαρού και του Δούσα, σε ανάλογο ρεπερτόριο, ήταν διαδεδομένες και όχι αμερικάνικος επηρεασμός. Οι ομοιότητες με το μπλουζ και τα λοιπά οφείλονται στην κοινή καταγωγή των κιθαριστικών τεχνικών (δάχτυλα δεξιού χεριού, κάποτε ανοιχτά κουρδίσματα κλπ) που ανάγονται στον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα (στην αμερικάνικη περίπτωση μεσολαβεί και η ντόπια φιλολογία της parlor guitar που είναι φυσική συνέχεια της ευρωπαϊκής). Τα όρια κλασσικής-λαϊκής κιθάρας θα τεθούν στην Ελλάδα μεταπολεμικά από το Φάμπα, Μηλιαρέση κλπ. Στην προπολεμική εποχή υπάρχει ένα κιθαριστικό συνεχές μεταξύ της λαικής συνοδείας, της μαντολινάτας, της σόλο σχεδόν “κλασσικής” κλπ.

Τα συνοδευτικά μέρη με σόλο μαντολίνο που είναι σαφώς προ-δισκογραφικά (διασκευή Ν.Κόκκινος) για μένα πρέπει να μελετηθούν ως προπομπός του ρεμπέτικου συνδιασμού μπουζούκι-κιθάρα από άποψη ήχου, ρεπερτορίου, εναρμόνισης και τεχνικής.

Τον ορισμο του ρεμπετικου τον αναλυει πολυ καλα ο σταθης gauntlet στο βιβλιο του ρεμπετικο τραγουδι…παιρνει ενα σφυρί και σπαει τα στερεοτυπα

Υπέρ του ότι ο όρος «ρεμπέτικο» δεν περιορίζεται να χαρακτηρίσει ειδολογικά μόνο π.χ. τα πειραιωτικομπουζουκοπαιγμένα τραγούδια» (βλ. #29) θεωρώ ότι συνηγορεί κι ένα στιχάκι που εντόπισα, και το οποίο μού φαίνεται πολύ ενδιαφέρον γενικότερα, αλλά και για το γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά (και διορθώστε με, αν κάνω κάνα τραγικό λάθος, ή και προσθέστε και άλλα -εάν έχετε εντοπίσει- έως περίπου το 1940) που βρίσκω να απαντά ο όρος αυτός εκτός ετικέτας δίσκων, μέσα στο ίδιο το ποιητικό κείμενο ενός τραγουδιού. Δηλαδή, φεύγουμε τώρα από το πώς και τι ετικετοποιούν οι εταιρείες και πάμε σε ένα πλαίσιο περισσότερο «αυτοαναφορικό», θα λέγαμε.

Ο στίχος είναι από το τραγούδι του Σέμση «Είμαι μπεκρού», με την Εσκενάζι (1933):
«Χορεύω και ζεϊμπέκικο/μέσα εις τις ταβέρνες
μʼ αρέσει το ρεμπέτικο/τα γλέντια και οι λατέρνες»
(https://www.youtube.com/watch?v=kv1Wjv6PCuA)

Εδώ λοιπόν παρατηρούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα τραγούδι «σμυρνέικου» μουσικού ιδιώματος, στου οποίου το ποιητικό κείμενο ο στιχουργός βάζει την ηρωίδα να λέει αυτό που λέει περί ρεμπέτικου. Με δεδομένο μάλιστα ότι βρισκόμαστε, χρονολογικά, σε κάπως πρώιμη περίοδο για να έχουμε δισκογραφικά ακούσματα μπουζουκιών, και με επίσης δεδομένο το ίδιο το οργανολόγιο, και βέβαια το ακρόαμα που προκύπτει, θεωρώ ότι εδώ μας λέει η ηρωίδα ότι «μʼ αρέσει το ρεμπέτικο….[σαν και αυτό δηλ. που ακούτε…]»…

Και αυτό νομίζω πως συνιστά ένα σοβαρό «κρατούμενο» στην όλη προβληματική μας σε αυτή τη συζήτηση.

Όπως πολύ συχνά συμβαίνει (και όχι μόνο στην Επιθεώρηση) κατά το μεσοπόλεμο, και εδώ έχουμε περίπτωση κατασκευής μιάς (θηλυκής αυτή τη φορά) “φιγούρας”, όπου ο στιχουργός προσπαθεί να συνδυάσει τα χαρακτηριστικά του μάγκα με εκείνα του μπεκρή σε … γυναίκα. Όμως “προδίδεται”, όταν προσπαθεί να συνδυάσει τη μέθη από το αλκοόλ με τη μαστούρα από χασίσι: Για μένα, η παρουσία των δύο στίχων

“Μ’ αρέσει, μάγκες, να μεθώ, ν’ ακούω αμανεδάκι,
φωτιά να παίρνει ο λουλάς, με τούρκικο (:wink: μαυράκι”

δίπλα δίπλα, αποδεικνύει ότι ο στιχουργός μόνο επιφανειακά γνωρίζει τα των λαϊκών μπεκρήδων, τα του ζεϊμπέκικου, τα του ρεμπέτικου, τα του μάγκα και των μαχαιριών του, τα του αμανέ, της μαύρης κλπ. Ένας “από μέσα” γνώστης του περιβάλλοντος αυτού, θα ήξερε πολύ καλά ότι δεν γίνεται να καταναλώνεις αλκοόλ σε βαθμό μέθης, τη στιγμή που επιδιώκεις μαστούρα από χασίσι. Ο Δελιάς, ελάχιστα χρόνια αργότερα, το περιγράφει αυτό παραστατικότατα, όταν στην ατυχία του να σωθεί το χασίσι ακριβώς την ώρα που δεν του έφτανε η μία μόνο δόση, κάνει το τόλμημα να καταναλώσει δύο μόνο ποτηράκια εφετεινό, ως υποκατάστατο, ξέροντας καλά ότι φτάνουν και δεν πρέπει να συνεχίσει. Ως επιφανειακός, λοιπόν, γνώστης, ο στιχουργός μας δεν διαθέτει, θα έλεγα εγώ, το κύρος να ονοματίσει “ρεμπέτικο” το είδος τραγουδιού που σήμερα ονομάζουμε “Σμυρναίικο”. Αν βέβαια είχαμε δέκα ακόμα τέτοια παραδείγματα, το πράγμα θα άλλαζε.

Όταν λέει “μεθώ” δεν αναφέρεται σε μέθη από αλκοόλ αλλά από το χασίσι. Το χασίσι δεν καπνίζεται, πίνεται! Οπότε, μια χαρά τα γνώριζε ο στιχουργός.

Όταν, Δημήτρη μου, τη δήλωση “Μ’ αρέσει, μάγκες, να μεθώ” την κάνει μία μπεκρού, δύσκολα θα συνταχθώ με την άποψή σου. Φυσικά και, την εποχή εκείνη, ο καπνός και το χασίς πίνονταν, ακριβώς όπως και το ποτό, δεν καπνίζονταν. Όμως μην ξεχνάμε ότι το αποτέλεσμα της χρήσης χασισιού ονομαζόταν μαστούρα και όχι μέθη. Και τι δεν θά ΄δινα (που λένε…) να βρώ ένα και μόνο ένα στίχο, στους πολλές εκατοντάδες που περιγράφουν χρήση του χασίς, όπου το αποτέλεσμα της χρήσης να είναι μέθη, όχι μαστούρα.

Και ομως υπαρχει ενα… :)Δημήτρης ΓκόγκοςΠάντα με γλυκό χασίσι πώς μʼ αρέσει να μεθώ και με έμορφες τσαχπίνες τη ζωή μου πάντα να περνώ.Το πινω και μεθω δε ξερω αν εννοει χασισι ή ποτο . Λεει οτι εγινε χασικλης αλλα δε διευκρινιζει