Ένα άρθρο που υπογράφει ο Γιώργος Παπαδάκης και θίγει αρκετά ζητήματα που αφορούν στο ρεμπέτικο.
Ρεμπέτικο και «ρεμπέτικα»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ: ΣΑΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΑΓΕΜΕΝΟ
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: LEGEND
Αποτύπωση - σε δυο δίσκους - της συναυλίας που έδωσε ο Γιώργος Νταλάρας στο Μέγαρο Μουσικής, συναυλία που φιλοδοξούσε να παρουσιάσει την ιστορία του ρεμπέτικου (!) από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το 1950.
Αναφέρομαι τηλεγραφικά, λόγω χώρου, στις σημαντικότερες παρατηρήσεις - επισημάνσεις.
Τα τραγούδια δεν ανήκουν όλα στο είδος «ρεμπέτικο».
Ό,τι κι αν νομίζει ο καθένας πως είναι το ρεμπέτικο, θα συμφωνεί πάντως ότι, στη συνείδηση μιας κοινωνίας πρώτα σχηματίζονται οι έννοιες και ύστερα έρχονται οι λέξεις που -κατά συμφωνίαν- σημαίνουν τις έννοιες αυτές.
Σύμφωνα λοιπόν με ό,τι, κατά τεκμήριον, αντιλαμβάνονταν οι κοινωνικές τάξεις την εποχή της ακμής του λεγόμενου ρεμπέτικου, τα τραγούδια της παρούσης συλλογής είναι «ρεμπέτικα» και άλλα.
Ένα σύνολο κατάλληλο, ίσως, για πρόγραμμα νυχτερινού κέντρου διασκεδάσεως, αλλά όχι για μέρος πονήματος που παρουσιάζει την… ιστορία του ρεμπέτικου.
Τι είναι (ήταν) άραγε το ρεμπέτικο;
Έκφραση του υποκόσμου του πάλαι ποτέ άστεως ή τα καθωσπρέπει λαϊκά της εμπορικής δισκογραφίας και της κρατικής λογοκρισίας;
Είναι ρεμπέτικο το Σμυρνέικο μινόρε ή το ψευτοχασιλίδικο «Στην υπόγα» του ελαφροτάτου κιθαριστή της χαβάγιας Κώστα Μπέζου;
Ο όρος «ρεμπέτικο» παραμένει ακαθόριστος.
Οι ερευνητές και οι «ερευνητές» δεν έδωσαν ακόμα επιστημονική απάντηση.
Ιδιαιτέρως οι δεύτεροι, ανάλογα με τα συμφέροντά τους (εκδόσεις βιβλίων, δίσκων, συναυλίες, ομιλίες και άλλες εκδηλώσεις που τους επιτρέπουν να καμαρώνουν), τεντώνουν την έννοια αυτή και της δίνουν όποια σημασία τούς βολεύει.
Μια δεύτερη επισήμανση αφορά τον ιδιότυπο συνδυασμό ρεμπέτικο και μέγαρο.
Όποιος το θεωρεί αυτό περίεργο ή αταίριαστο είναι, λέει, «μικρονοϊκός», σύμφωνα με τους ρεμπετολόγους της παράστασης.
Φαίνεται πως οι μεγαλοφυείς καθοδηγητές της μουσικής λαογραφίας μας, ξεχνούν πως ακόμα κι αν (και όσο) ανασκευάσουμε, ξεχειλώσουμε (επί της κλίνης του Προκρούστη) την έννοια του λαϊκού τραγουδιού, προκειμένου να αναιρέσουμε την ταξικότητά του, δεν γίνεται να κάνουμε πως μας φαίνεται απολύτως φυσικό -και όχι παράδοξο, αντιφατικό και υποκριτικό- να ηχούν μέσα στον, τάχα, διαταξικό και θηριώδη αυτόν χώρο, τραγούδια όπως
«Μπουκάραν μάγκες στον τεκέ»,
«Οι νέοι χασικλήδες»,
«Γιατί φουμάρω κοκαΐνη» κ.ά.
Τρίτη επισήμανση, τα μουσικά «φάουλ», οι μαργαρίτες και η αισθητική που θυμίζει χλιδάτη, νεοπλουτίστικη, χορευτική πίστα.
Από το πλούσιο μπουκέτο αναφέρω (λόγω χώρου) μόνο τρία: το αρμονικό «ξενέρωμα» με το άμουσο σερβίρισμα της συγχοδρίας της σχετικής μείζονος στον μινόρε τρόπο του «Τι σου λέει η μάνα σου για μένα», την αφαίρεση ομορφιάς από την «Πεντάμορφη» του Χατζηχρήστου με τις υψίφωνες στριγκώδεις τζαλγκάντζες και τις τριφωνίες α λα… Αντριους Σίστερς στον Καϊξή.
Τέταρτη επισήμανση, η μερίδα του λέοντος: από τα 58 τραγούδια στα 48 (!) τραγουδά ο Γιώργος Νταλάρας (37 μόνος του και 11 ως συνοδεύων).
Οι λοιποί τραγουδιστές μοιράζονται τα λοιπά.
Δύο εξ αυτών, ο Ζαχαρίας Καρούνης και η Ασπασία Στρατηγού είναι οι (ποσοτικώς) αδικημένοι, αφού, κατά την εκτίμησή μου τουλάχιστον, είναι οι καλύτεροι απ’ όλους.
Ο Γιώργος Νταλάρας παραμένει σπουδαίος τραγουδιστής, παρά το γεγονός ότι εδώ εμφανίζεται (εκτός από κουρασμένος) και λίγο υπερβολικός στην προσπάθεια να εντυπωσιάσει διά της περιττής δεξιοτεχνίας.
Φρονώ ότι δύο πράγματα έχουν τις συνέπειές τους:
ένα, η απόσταση που πήρε, εδώ και κάποια χρόνια, από την αναζήτηση, την ανησυχία και το ανατρεπτικό της δημιουργικής ορμής.
Δύο, οι επιφυλάξεις που διατηρεί ένα μέρος του κοινού του, καθώς αισθάνεται ότι αρκείται στις δάφνες της λαμπερής καριέρας του.