Για τον Πάνο:
Ναι, η εισαγωγή και της ονομασίας σάζι και του ίδιου του οργάνου (από Τουρκία), δεν πατάει σε καμμία ελληνική καθαρά παράδοση. Αλλά ελληνική παράδοση υπάρχει μόνο από το τέλος του 18ου αιώνα και μετά, όταν πλέον η λέξη Έλληνας, Ελληνικός κλπ. πήρε την σημερινή ονομασία(*), αφού προηγουμένως μιλάγαμε για το “Γένος” και εννοούσαμε το ελληνόφωνο και ορθόδοξο αλλά όχι Ελληνικό με τ’ όνομα. Αυτό το σκέλος της ιστορίας όμως, πάει πάρα πολύ μακρυά και δεν γίνεται να αναπτυχθεί σε ένα σχολιάκι.
Η οικογένεια των μικρών μακρυμάνικων έγχορδων με αχλαδόσχημα και παρεμφερή ηχεία είναι μία, πολύ μεγάλη και διαδεδομένη από την Ινδία μέχρι τις χώρες του Μαγκρέμπ (βορειοδυτικές ακτές Αφρικής), του ελληνόφωνου χώρου περιλαμβανομένου φυσικά. Να μην αναφέρω και πάλι τα περισσότερα από δέκα ονόματα με τα οποία ήταν γνωστά αυτά τα όργανα. Θα αναφέρω όμως την εισαγωγή στο υποκεφάλαιο “Ο Ταμπουράς”, στο κλασικό και βεβαίως έγκριτο βιβλίο του Φοίβου Ανωγειανάκη “Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα”:
Ονοματολογία
Πέρα από τη γενική ονομασία ταμπουράς (ή ταμπούρι, τάμπουρο, τάμπουρας, ταμπράς, τσαμπουράς), τα όργανα αυτά, ανάλογα με το μέγεθος, τον αριθμό των χορδών και το κούρντισμα, είναι γνωστά και με τις ονομασίες σάζι, μπουζούκι, μπαγλαμάς, γιογκάρι, μπουλγκαρί, κίτελι, καβόντο, τζιβούρι, καραντουζένι κλπ.
Με την έννοια λοιπόν αυτή, τα όργανα αυτής της οικογένειας δεν ήταν “αυτούσια” όπως τα προσδιορίζει ο Πάνος, αλλά με πολύ δύσκολα διακρινόμενες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τους. Μόνο στον εικοστόν αιώνα άρχισε σιγά σιγά να διαμορφώνεται μία σαφέστερη διαφοροποίηση και να συγκεντρώνονται κάποια όργανα σε σαφέστερα διακεκριμένες ομάδες χαρακτηριστικών και ρεπερτορίου. Όμως ακόμα και σήμερα, η τάση αυτή δεν έχει πλήρως αποσαφηνιστεί.
Ειδικά, τώρα, για την ύπαρξη ή όχι “θολούρας”, ο Περικλής είναι πάρα πολύ καλά ενημερωμένος βέβαια. Όμως, στους μεμονωμένους λαϊκούς οργανοπαίκτες παλαιότερων εποχών, αυτή η θολούρα αποδεδειγμένα υπήρξε. Ο ίδιος ο Ανωγειανάκης λέει, στα περί Ταμπουρά, ότι σε ορισμένες ελληνικές περιοχές ακόμα και το λαούτο (το “κλασικό” στεριανό)σε κάποιες παλαιότερες εποχές ονομαζόταν ταμπουράς. Και έχουμε και μαρτυρίες από δημοτικούς στίχους όπου μπλέκονται οι ονομασίες λα(γ)(β)ούτο, μπουζούκι, ταμπουράς, (λ)γιογγάρι και άλλες ονομασίες.
Αλλά και πόσο αποκλειστικά “ελληνικό” μπορεί να είναι το ούτι (άγνωστο απανταχού της ελληνόφωνης (αλλά και τουρκόφωνης) περιοχής πριν το τέλος του 19ου αιώνα), το σαντούρι, που το φέρνανε από Κων/λη ή το κλαρίνο, που ήρθε από τας Ευρώπας (μέσω οθωμανικής στρατιωτικής μπάντας);
Και εγώ προτιμώ την ονομασία ταμπουράς για όργανα που χρησιμοποιούνται σε ελληνικό λαϊκό ρεπερτόριο, αλλά δυστυχώς και εκεί έχει “εμφιλοχωρήσει” το νεόκοπο “ταμπούρ” της κλασικής οθωμανικής μουσικής. Ο “μύλος” παραμένει, αλλά εμένα τουλάχιστον, αυτό δεν με πειράζει, αντίθετα αποδέχομαι τη μεγάλη δυσκολία να μπεί σε αυτά τα πράγματα μία “τάξη”, που σίγουρα θα ισοπεδώσει καταστάσεις.
Για τον aeras:
Δές εδώ. Ντόπιος, πραγματικός και του Μακρυγιάννη!
*από βιβλίο σχετικό με το Δημοτικό τραγούδι αντλώ την εξής πληροφορία: “ …( μέσα στην εκκλησία να τιμούν τον Άγιο) … και εσείς ανόητοι να πανηγυρίζετε απ’ έξω τους δαίμονας και να τους χαροποιείτε με τον χορόν και τραγώδια και ετέρας πράξεις ελληνικάς, καθώς έκαμναν τον παλαιόν καιρόν οι ειδωλολάτραι”. (Αγάπιος Λάνδος, Αμαρτωλών σωτηρία, Βενετία 1851). Προφανώς ο συγγραφέας δεν είχε ακόμα εμπεδώσει την νέα εθνική ταυτότητα που η πλειοψηφία είχε από δεκαετίες ήδη ασπαστεί.