Ψάχνω ένα τραγούδι: Η προύσσα

Μισεύω (μισεμός κ.λπ.) πάει να πει ξενιτεύομαι: “μισεύω κι αποχαιρετώ τα δυό σου μαύρα μάτια”
Το να “μισέψω”, λογικά παραπέμπει στο να “φέρω απ’ τη ξενιτιά” κάτι καλό.
Αλλη λογικότερη εξήγηση δε βλέπω. Αλλά δεν είμαι και φιλόλογκξ.

Το λεξικό γράφει: Μισεύω < λατινικό missum = αφήνω

Απλώς, εκφράζει την επιθυμία του να πάει να μείνει στην Προύσα (=ξενητειά, όπως λέει και ο κύριος υπουργός). Τόσο πολύ το επιθυμεί δε, που έκανε και τάμα…
Και γω που νόμιζα πως η έκφραση είναι συνηθισμένη σε όλη την Ελλάδα.

Μισεμός και βέβαια είναι ο ξενιτεμός, η απομάκρυνση με μίαν έννοια (μέρα Μαγιού μου μίσεψες, Ρίτσος, ο μισεμός είναι καημός, το κατευόδιο ζάλη, και το «καλώς ορίσατε είναι χαρά μεγάλη, δωδεκάνησα). Εδώ, από τα συμφραζόμενα, μάλλον πρέπει να το δούμε σαν «θα μεταφέρω, θα αποσπάσω και άλλο «φόρτωμα», αφού το προηγούμενο πήγε «υπέρ της αεροπορίας».

Βεβαίως “μισεύω” σημαίνει “ξενιτεύομαι”, “αποδημώ”, “εκπατρίζομαι”.
Αλλά επειδή προέρχεται από το λατιν. missum < mitto,
σημαίνει επίσης κατά λέξη “στέλνω”, “ρίχνω”.

Πάντως, κι εγώ που δεν είμαι ούτε φιλόλογος, ούτε μάντισσα… δεν κατάλαβα ο Άρης να ρωτάει για τη λέξη “μισεμός”, αλλά περί των “για ή και” της φράσης…

“Θα μισέψω γι’ άλλο πράμα”
και όχι
“Θα μισέψω κι άλλο πράμα…”

:slight_smile:

Ε, ναι. Παραπλανήθηκα από το “κι άλλο” που είδα κάπου γραμμένο. Προφανώς θα πει “θα ξενιτευτώ να φέρω κι άλλο πράγμα” αφού για κείνα τα χρόνια, το να πας στη Προύσσα ήταν ολίγον… ξενιτεμός.

Σήμερα που δεν είναι έτσι, μήπως να μετατρέψουμε το στίχο σε: “πα να φέρω κι άλλο πράμα”;
Λέμε τώρα…
:slight_smile:

Το ερώτημα ήταν ρητορικό και μάλλον μόνο η Ιωάννα το πήρε γραμμή με τη μία. Ηθελα να τονίσω ότι νοηματικά στέκει ως “θα μισέψω γι’ άλλο πράγμα”. Κι έτσι άλλωστε ακούγεται να λέει κι ο Στελλάκης.

"Θα μισεψω κι αλλο πραγμα " λεει, στα σιγουρα! :slight_smile:

Εγώ ακούω “γι’ άλλο”, αλλά δεν επιμένω. Δε φημίζομαι άλλωστε για την ακοή μου.

Να επιμένεις, γιατί έτσι είναι! Πιο καθαρά δεν θα μπορούσε να ακούγεται!!!

Όλοι νομίζουμε ότι ξέρουμε τι σημαίνει «μισεύω, μισεμός»: ξενιτεύομαι, ξενιτεμός, και ειδικότερα μάλιστα με έμφαση στη στιγμή της αναχώρησης.

Να όμως που εδώ στην Κρήτη έμαθα την τοπική σημασία του ρήματος (που χρησιμοποιείται ευρέως, δε θεωρείται ποιητικό ή απαρχαιωμένο), η οποία είναι λίγο πιο λάιτ: εδώ, μισεύω μπορεί και να σημαίνει απλώς «φεύγω», π.χ. από το σπίτι για τη δουλειά. Ή, ακριβέστερα: όχι πιο λάιτ, μάλλον πιο πλατιά: καλύπτει όλο το φάσμα του «φεύγω», είτε φεύγω για λίγο και για εδώ κοντά είτε, όπως στη γνωστή μαντινάδα (κάθε χειμώνα τα πουλιά μισένε [ιδιωματισμός: μισεύουν] σ’ άλλον τόπο…), μεταναστεύω.

Φυσικά το τραγούδι δεν είναι σε κρητικό ιδίωμα, οπότε αυτή η πληροφορία δεν μας είναι άμεσα χρήσιμη. Την καταθέτω όμως, για πληρέστερη γνώση της λέξης που απασχόλησε το φόρουμ σ’ αυτή την παλιά συζήτηση.

Κατά τα άλλα, μόνο «θα μισέψω γι’ άλλο πράμα» βγάζει νόημα (θα ταξιδέψω για να φέρω κι άλλο πράμα), έλα όμως που στην ηχογράφηση ακούγεται «κι άλλο»!

Σχολαστικά ειδωμένο, θα μισέψω γι’ άλλο πράμα σημαίνει «θα ταξιδέψω να φέρω κάτι διαφορετικό», όχι κι άλλη ποσότητα απ’ το ίδιο πράμα. Άλλο γι’ άλλο κι άλλο κι άλλο!

1 «Μου αρέσει»

Εγώ καταλαβαίνω ότι θα πάει να ανανεώσει τις προμήθειες, μια που οι μπάτσοι κρατήσαν τις προηγούμενες για πάρτη τους.

Αν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να πούμε κι άλλο πράμα, οπότε βέβαια το ρήμα μισεύω δεν ταιριάζει. Εκτός κι αν δεχτούμε κακά Ελληνικά, όπου ταξιδεύει το πράμα κι όχι ο κομιστής με το πράμα. Κουρέματα αβγών….

«Σχολαστικά ειδωμένο, θα μισέψω γι’ άλλο πράμα σημαίνει «θα ταξιδέψω να φέρω κάτι διαφορετικό», όχι κι άλλη ποσότητα απ’ το ίδιο πράμα. Άλλο γι’ άλλο κι άλλο κι άλλο!»

Δηλαδή, στα συμφραζόμενα που μας τοποθετούν οι στίχοι, αυτός τώρα θα μισέψει για να φέρει τρούφες Ελβετίας; Για το πράμα (ηρωίνη και μαυράκι) που του κατάσχεσαν, για αυτό δεν θα μισέψει; Για την Προύσα δεν θα μισέψει;

Στο παιδί μας, που έκανε μια ζημιά ή κάτι έχασε π.χ., δεν λέμε «άστο, θα πάρουμε άλλο»; Δεν πιστεύω να εννοούμε ότι έχασε γόμα και θα του πάρουμε στιλό…

«Αν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να πούμε κι άλλο πράμα»

Αυτή η εκδοχή θα ίσχυε εάν δεν κατασχόταν το πράμα. Εάν δηλ. το διατηρούσαν στην κατοχή τους, το φούμαραν όλο, και μετά θα ζήταγαν να φέρει «κι άλλο» πράμα. Αν σου το πιάσαν το πράμα, πας γι’ άλλο (ίδιο άλλο), δεν μπορείς να θέλεις “κι άλλο” από αυτό που δεν ήπιες!

Όχι βέβαια. Το πολύ πολύ, τρούφες Προύσας, αν υπάρχουν, κάτι που εγώ αγνοώ.

Βέβαια.

Όχι βέβαια. Στην Προύσα θα μισέψει, για πράμα.

Όχι βέβαια. Να επαναλάβω;

Γλωσσοδέτης, ναι, αλλά λέει αυτό που λέει.

(η επισήμανση, δική μου)

Βέβαια. Γι’ άλλο πράμα πας, όχι για κι άλλο. Σύ είπας.

Επαναλαμβάνω:

Έχετε τύχει σε αγγλόφωνο, ελληνομαθή σε καλό επίπεδο αλλά όχι σαν τον ντόπιο, που να λέει «θέλω περισσότερο» εννοώντας «θέλω κι άλλο»;

Ο αφηγητής θα πάει να φέρει κι άλλο από το ίδιο. Το γιατί (επειδή το ήπιε; το πούλησε; του το πήραν;) δεν επηρεάζει την απόφασή του. Κι άλλο, αυτό που ο ξένος το λέει «περισσότερο», more. Θα πάει for more.

Ατυχώς, αυτό το for more δεν έχει συνεπτυγμένο τρόπο να ειπωθεί στη γλώσσα μας. Για κι άλλο; Όχι βέβαια, δεν είναι ελληνικά αυτά. Και γι’ άλλο; Λιγότερο ασύνταχτο αλλά και πάλι φτιαχτό - δε λέγεται. (Αν άκουγα κάτι τέτοιο, θα καταλάβαινα μάλλον «όχι μόνο για τούτο το ___ αλλά και για άλλο ___»).

Η στρωτή λύση είναι «θα μισέψω να φέρω κι άλλο πράμα», αλλά δε χώραγε στις συλλαβές.

Αλλά από τις δύο ξέστρωτες, τουλάχιστον το «θα μισέψω γι’ άλλο πράμα» κρατάει τη φυσική ελληνική σύνταξη. «Θα μισέψω κι άλλο πράμα» τι πα’ να πει; Δε μισεύει πράματα ο κόσμος.

1 «Μου αρέσει»

(μάλλον από λάθος μου, το μήνυμα αυτό φαίνεται να απαντάει σε προγενέστερο μήνυμα δικό μου, κάτι που βεβαίως δεν ήταν πρόθεσή μου)

Πά’ να πει “Θα μισέψω να φέρω κι άλλο πράμα”. Αλλά σε κακά Ελληνικά, όπως έλεγα και πιο πάνω.

Εδώ, Περικλή, τί εννοείς; Επειδή βεβαίως πρέπει να διαλέξουμε μία από τις δύο συντάξεις, θα διαλέξουμε την γλωσσικά σωστή, ή την εννοιολογικά σωστή; Εγώ διαλέγω το δεύτερο.

Για ποιο λόγο είπαμε ότι η φράση αυτή είναι “ξέστρωτη”;
Ολόσωστη τη βρίσκω -και γλωσσικά και εννοιολογικά.
Μάλλον την ιδια γνώμη πρέπει να είχε κι ο στιχουργός

1 «Μου αρέσει»