Τυποποιημένοι μανέδες

Αυτός είναι ο τίτλος Περικλή. “Ο καημός του φθισικού”.

Ηχογραφήθηκε για την HMV σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνουν ο Μανιάτης και το sealabs. Η ετικέτα από αυτή, την πρώτη κυκλοφορία, δεν έχει βρεθεί.

Ο μανές, μετά την πρώτη κυκλοφορία στην His Master’s Voice, κυκλοφόρησε και για την orthophonic με αριθμό δίσκου S 629-Α.

Αλλά και για την RCA-VICTOR με αριθμό δίσκου 38-3030

38-3030-%CE%91

Έκανε δηλαδή τρεις (3) κυκλοφορίες. Όπως γράφουν οι αμερικάνικες ετικέτες recorded in Athens. Το πότε κυκλοφόρησαν οι δίσκοι αυτοί στην Αμερική δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα.

Άρα το βίντεο που μας ανέβασες με τον τίτλο «Ο καημός του φθισικού Μανές» είναι σωστός. Ο ήχος από το βίντεο προέρχεται από το sealabs.

4 «Μου αρέσει»

Μπράβο ρε Φώτη!

Η ίδια ηχογράφηση δηλαδή, έτσι;

Η ίδια ναι. Κυκλοφόρησε πρώτα για Ελληνική HMV, μετά για τον Orthophonic και τέλος για την RCA-VICTOR.

1 «Μου αρέσει»

“Μάνα μου είμαι φθισικός πεθαίνω πια στο λέω, άσε με μάνα έρημο να βήχω και να κλαίω”.

http://rebetiko.sealabs.net/display.php?d=0&recid=3480

GO-691

Η ίδια ηχογράφηση, κυκλοφόρησε για την Columbia-Αμερικής.

1 «Μου αρέσει»

«Ξέρω πως είμαι φθισικός, γιατί να μου το λένε; Γιατί μου το θυμίζουνε και την καρδιά μου καίνε;»

Ο δίσκος με την πρώτη ηχογράφηση και κυκλοφορία, από την Columbia Ελλάδος DG-0144 δεν έχει βρεθεί. Το τραγούδι κυκλοφόρησε όμως και για την Columbia Αμερικής με στοιχεία δίσκου 56289-F. Στην λύρα ο Λάμπρος Λεονταρίδης και στη μαντόλα ο Σπύρος Περιστέρης.

2 «Μου αρέσει»

Με συγχωρείτε για την παλινωδία -θα νομίζει κανείς ότι απλώς δημοσιεύω τις προσωπικές μου σημειώσεις, ενώ πριν από κάθε δημοσίευση έχουν προηγηθεί άπειρες σημειώσεις, διορθώσεις, γραψίματα και σβησίματα- κι όμως, μερικά πράγματα δεν τα συνειδητοποιώ παρά αφού τα δημοσιεύσω.

Λοιπόν, προβαίνω σε μια διόρθωση: ο εν λόγω μανές του Νταλγκά, που ο επίσημος τίτλος του τελικά είναι «Ο καημός του φθισικού» και που ηχογραφήθηκε μία μόνο φορά αλλά κυκλοφόρησε πολλές (ευχαριστώ @fotis_anikanopoihtos), παρά την κλασική του μορφή, ανήκει τελικά στους τυποποιημένους. Ή, έστω, βρίσκεται κάπου πολύ κοντά τους.

Συγκεκριμένα, πατάει στο ίδιο μελωδικό καλούπι όπως οι τρεις που ανέφερα αμέσως μετά! Να πω εν παρόδω ότι και για κείνους, έχω πλέον πειστεί ότι είναι οι ίδιοι μεταξύ τους (είχα επικαλεστεί τη βοήθεια του κοινού, αλλά τελικά, και μόνος μου, εκεί καταλήγω). Ο «Καημός του φθισικού» έχει μόνο μια μικρή διαφοροποίηση, που κατά τη γνώμη μου δεν επαρκεί για να τον θεωρήσουμε ούτε ξεχωριστή σύνθεση ούτε αυτοσχεδιασμό. Συγκεκριμένα:

Στην πρώτη από τις 3 κύριες ενότητες, η εκφορά του στίχου («Δεν έχει μεγαλύτερο καημό σ’ αυτή τη σφαίρα») γίνεται πιο γρήγορα απ’ ό,τι στους άλλους τρεις, και επαναλαμβάνεται (ίδια λόγια - ίδια μελωδία), με αποτέλεσμα η κάθοδος από την 5η βαθμίδα (όπου αρχίζει η μελωδία) στην τονική (όπου καταλήγει) να φανερώνεται πιο σύντομα, δηλ. την πρώτη φορά που ολοκληρώνει τον στίχο, και να επιβεβαιώνεται με την επανάληψη. Αν ταυτιζόταν με τους άλλους τρεις, θα έλεγε: «Δεν έχει μεγαλύτερο - [επιφώνημα] - μεγαλύτερο» - όλο αυτό πάνω στην 5η βαθμίδα, με μόνο λίγες μελισματικές αποκλίσεις - παύση - «καημό σ’ αυτή τη σφαίρα - [επιφώνημα]» - ξεκίνημα και πάλι στην 5η, σταδιακή κάθοδος, και μόνο τώρα κατάληξη στην τονική. Και όλο αυτό μία φορά, η οποία θα διαρκούσε περίπου όσο οι δύο συντομότερες επαναλήψεις του στίχου που τελικά ακούμε.

Με άλλα λόγια: στην πρώτη ενότητα η κατάληξη στην τονική γίνεται νωρίτερα και γίνεται δύο φορές, ενώ στους άλλους τρεις μανέδες γίνεται αργότερα και μόνο μια φορά. Όλο το υπόλοιπο είναι πρακτικά το ίδιο.

1 «Μου αρέσει»

Στην μία πλευρά του δίσκου ο Νταλγκάς με τίτλο “Το βάσανο του φθισικού”. Τον ίδιο τίτλο δίνει και το sealabs και πρέπει να τον θεωρήσουμε σωστό. Δεν έχω βρει την ετικέτα.

Το sealabs επίσης μας λέει ότι ο ίδιος μανές ηχογραφήθηκε πάλι με τον Νταλγκά, ένα χρόνο πριν, για την Columbia Αγγλίας, με αριθμό δίσκου Col-8171 και τίτλο “Απελπισμένος”. Το τραγούδι φαίνεται στο όνομα του Τούντα. Δεν έχει βρεθεί η ετικέτα του δίσκου.

Τρίτη (3η) εκτέλεση του ίδιου μανέ, πάλι (!) με τον Αντώνη Διαμαντίδη (Νταλγκάς), έχουμε σύμφωνα με το sealabs, και από την HMV με αριθμό κυκλοφορίας ΑΟ-378. Δεν έχει βρεθεί η ετικέτα του δίσκου.

Τέλος έχουμε και τέταρτη (4η) εκτέλεση του ίδιου μανέ, με την Μαρίκα Φρατζεσκοπούλου (Πολίτισσα), για την ODEON. Αυτή τη φορά ο μανές είναι στο όνομα του Λάμπρου Λεονταρίδη, σύμφωνα με την ετικέτα του δίσκου.

Η ετικέτα του δίσκου βρέθηκε και είναι η παρακάτω.

GA%201477%20%20B

Αν τα στοιχεία είναι σωστά, έχουμε 4 ηχογραφήσεις του ίδιου μανέ. Οι τρεις (3) με τον Νταλγκά. Όλα τα παραπάνω με κάθε επιφύλαξη.

1 «Μου αρέσει»

Φώτη, δες το #29, όπου γίνεται λόγος για το «Βάσανο του φθισκιού» (συνοπτικότερος, μιας και δεν πρόκειται για μανέ).

1 «Μου αρέσει»

Ναι Περικλή. Χαμός…

Έχεις λάθος εδώ. Είναι δύο διαφορετικές ηχογραφήσεις. Γι΄αυτό στην μία εκτέλεση ο τίτλος είναι “Απελπισμένος” και στην άλλη “Το βάσανο του φθισικού”. Οι διάρκεια των δύο τραγουδιών είναι πάνω από 10 δευτερόλεπτα διαφορά. Επίσης ο Νταλγκάς στο 1.35 του “Βάσανου του φθισικού” αφήνει ένα “αχχχχχ” μετά το …απελπισμένες γράφουνε με αίμα τ’ όνομά μου… κάτι που δεν κάνει στον “Απελπισμένο”.

Όμως σωστά παρατηρείς, ότι δεν πρόκειται για μανέ.

2 «Μου αρέσει»

Ναι, αλλά του ίδιου τραγουδιού. Σ’ αυτή τη σελίδα διαβάζω δύο φορές (κακώς είχα γράψει τρεις) «διαφορετική εκτέλεση από…», και μία φορά «διαφορετικό τραγούδι από…». Προφανώς συμπεραίνω ότι άλλο εννοούν με την κάθε διατύπωση (αν εννοούσαν το ίδιο, θα έλεγαν το ίδιο!). Κι όμως εννοούν και τις τρεις φορές «διαφορετική εκτέλεση του ίδιου τραγουδιού», κάτι που δεν μπορεί να διαπιστώσει κανείς παρά μόνο αν τις ακούσει ολόκληρες. Αυτό ακυρώνει κάθε χρησιμότητα της γραπτής πληροφορίας.

Πολύ πιο ουσιαστική πληροφορία θα ήταν ότι το ίδιο τραγούδι φέρεται υπό δύο τίτλους…

2 «Μου αρέσει»

Ο Περικλής παρατήρησε ότι δεν πρόκειται για τυποποιημένο, αλλά για κλασικό μανέ. Αργότερα άλλαξε γνώμη, όταν είδε ότι μάλλον υπάρχουν αρκετές ηχογραφήσεις του ίδιου αμανέ. Κι εγώ, έχοντας όμως μόνο ακούσει το βάσανο του φθισικού με το άχ, το βλέπω για κλασικό μανέ.

1 «Μου αρέσει»

Φοβάμαι ότι σας έχω μπερδέψει. Νίκο, το «Βάσανο του φθισικού» είναι το τραγούδι «Απελπισμένος βρίσκομαι», που δεν είναι μανές. Το σχόλιο που λες «κλασικός μανές - ώπα, όχι, τελικά τυποποιημένος» αναφερόταν στον μανέ «Ο καημός του φθισικού».

Και, παρεμπιπτόντως, τείνω προς την υποψία ότι τελικά και οι «κλασικοί» μανέδες, τουλάχιστον ορισμένες φορές, ήταν τυποποιημένες συνθέσεις και όχι αυτοσχεδιασμοί.

Όταν ανακαλύπτεις ότι δύο τραγούδια, που τα ξέρεις χρόνια, έχουν την ίδια μελδωία, αυτό σημαίνει ότι μάλλον δεν τα 'ξερες και τόσο καλά τόσα χρόνια. Και αυτό διαπίστωσα: ότι ένα σωρό μανέδες τους είχα ακούσει τόσες φορές κι όμως δεν τους είχα ακούσει. Είχα πάρει ως δεδομένη την κλασική περιγραφή «αυτοσχεδιασμός σε τρία μέρη, εκ των οποίων το δεύτερο πάει στην οκτάβα», και δεν είχα παρατηρήσει:
-ότι πολλές φορές δεν είναι τρία μέρη αλλά δύο
-ότι εφόσον είναι τρία, το μεσαίο δεν πάει πάντοτε στην οκτάβα
-ότι η μελωδική ανάπτυξη γίνεται κυρίως στα επιφωνήματα και πολύ λιγότερο στα λόγια (συχνά ένα ημιστίχιο, ενίοτε ένας ολόκληρος 15σύλλαβος στίχος, είναι σε μία μόνο νότα!)
-και τελικά, ότι όλο αυτό μπορεί να έχει επαναληφθεί σε δύο ή περισσότερες ηχογραφήσεις και άρα να μην είναι αυτοσχεδιασμός!

Στους τρεις μανέδες που αναφέρω στο «Δεύτερον» του #30, και που αποτελούν διαφορετικές εκτελέσεις της ίδιας μελωδίας (και μάλιστα με το ίδιο δίστιχο: Μάνα μου είμαι φθισικός, τ’ αχείλι μου το κρύβει…) , προστέθηκε στο #38 ένας ακόμη, «Ο καημός του φθισικού» του Νταλγκά, με άλλο δίστιχο, που κι αυτός στηρίζεται, αν και λίγο πιο απόμακρα αυτή τη φορά, στο ίδιο μελωδικό σενάριο.

Ένας ακόμη μανές που πρέπει να ενταχθεί στην ίδια ομάδα είναι: Δημήτρης Φραγκούλης 1927, τίτλος «Το γκαζέλι του φθισικού», δίστιχο: «Ποιος φθισικός μάνα μ’ έγειανε να 'χω κι εγώ ελπίδα; / Όλο τον κόσμο γύρισα και σωτηρία δεν είδα», His Masters Voice AO-217, αρ.μ. BF-832. (Στους Ρ. Διαλ. και κάπου στο ΥΤ αποδίδεται σε άλλον τραγουδιστή, τον Δ. Τσιτσομήτρο, αλλά πρέπει να έχει γίνει λάθος.)

Έχουμε κι εδώ βέβαια κάποιες διαφοροποιήσεις. Το εναρκτήριο επιφώνημα είναι τόσο εκτενές, σε διάρκεια και σε μελωδική κίνηση, ώστε μπορούμε να πούμε ότι πρακτικά αναπτύσσεται σε ξεχωριστή ενότητα, χώρια από τις τρεις κύριες. Επιπλέον, στη διάρκεια αυτής της ενότητας η μελωδία -που γενικά κινείται στα χαμηλά- πιάνει αρκετά και το υποκείμενο 4χ Ραστ κάτω από την τονική (κάτω Ρε - κάτω Μι - κάτω Φα# - Σολ, αν θεωρήσουμε ότι η τονική Ραστ είναι στο Σολ / αλλιώς: 4χ Ραστ στο Γιεγκιάχ), κάτι που πολύ πιο υπαινικτικά επαναλαμβάνεται και στον μελωδικό επίλογο του μανέ, ενώ δεν το βρίσκουμε στους προαναφερθέντες τέσσερις μανέδες. Πέραν αυτού όμως, ακολουθεί τα ίδια βασικά βήματα όπως κι ο Νταλγκάς στον «Καημό του φθισικού», δηλαδή τα ίδια περίπου όπως κι ο Καρίπης, ο Αραπάκης και -ξανά- ο Νταλγκάς στους άλλους τρεις. Στην πρώτη από τις κύριες ενότητες (=στον πρώτο στίχο), εκεί που ο Νταλγκάς στον «Καημό» πραγματοποιούσε δύο φορές την κάθοδο από την 5η στην τονική επαναλαμβάνοντας δύο φορές ολόκληρο τον 15σύλλαβο με γρήγορη εκφορά, ο Φραγκούλης το κάνει κάθε φορά με ένα ημιστίχιο σε αργότερη εκφορά.

Παρατηρεί κανείς ότι ο μανές είναι στιχουργικά αδέξιος, πράγμα γενικά σπάνιο: ο μεν πρώτος στίχος έχει λάθος συλλαβές (είτε μετρήσουμε και το «μάνα μ’» ως μέρος του καθαυτού στίχου είτε το θεωρήσουμε τσάκισμα που δε συνυπολογίζεται), ο δε δεύτερος ετοιμαζόταν κι αυτός να βγει υπέρμετρος αλλά τον μπαλώνει ο τραγουδιστής προφέροντας τη λ. σωτηρία ως σωτηριά (ξεκάθαρα: σωτηργιά ακούγεται). Πιθανολογώ να πρόκειται για λάθη αμηχανίας του τραγουδιστή λόγω τρακ:

Ο Δ. Φραγκούλης είναι ένας ελάχιστα γνωστός τραγουδιστής, με μικρή δισκογραφική παρουσία, κυρίως μανέδες και δύο δημοτικά - κι αυτά καθιστικά, δηλαδή και πάλι κομμάτια φωνητικής δεξιοτεχνίας, τροπικά και ευρέως μαλισματικά. Το Γκαζέλι του φθισικού είναι η πρώτη εντοπισμένη ηχογράφησή του. Άρα, αν και εξαιρετικός τραγουδιστής (θα μπορούσε ίσως να είναι ψάλτης, ή πάντως μουσικός κάποιας συστηματικής παιδείας, αλλιώς πρόκειται για ιδιοφυές ταλέντο), δεν είχε εμπειρία από τις ιδιόρρυθμες συνθήκες του στουντίου ηχογραφήσεων. Μπορεί λοιπόν μπροστά στο χωνί, το χρονόμετρο κλπ. να τα 'χασε, και να μπουρδούκλωσε ένα δίστιχο που ενδεχομένως να τον είχε στο μυαλό του σε πολύ πιο στρωτή μορφή, π.χ. (λέμε τώρα) «Ποιος φθισικός γιατρεύτηκε να ‘χω κι εγώ ελπίδα; / Όλο τον κόσμο γύρισα και γιατρειά δεν είδα» (με ή χωρίς το «μάνα μ’»). Άλλωστε, και το τόσο εκτενές εναρκτήριο επιφώνημα που ήδη σχολιάστηκε, μπορεί να είναι δείγμα μιας πρακτικής που επικρατούσε στη ζωντανή μουσική αλλά που οι στουντιακά έμπειροι αμανετζήδες την παρέλειπαν λόγω των χρονικών περιορισμών ενώ ετούτος, καινούργιος στον χώρο, δεν το 'ξερε κι έτσι μας άφησε ένα σπάνιο δείγμα. (Φαντάζομαι δηλαδή το σκηνικό: «Μήτσο, σου 'χα πει, το «αμάν» στην αρχή μην το τραβήξεις πολλή ώρα, δε θα προλάβεις για τα υπόλοιπα» - «Ε εντάξει, ένα λεπτό και δέκα είπα, ούτε δύο λεπτά!»).

Τρίτον, τέσσερις άλλοι μανέδες (ή πέντε, βλ. παρακάτω), Ραστ κι αυτοί, με διαφορετικά δίστιχα, που και πάλι, αν δεν έχουν την ίδια μελωδία μεταξύ τους -έτσι κι αλλιώς πάντα υπάρχει περιθώριο για αυτοσχεδιαστικές παραλλαγές-, πάντως σαφώς πατάνε στο ίδιο καλούπι, διαφορετικό τώρα από εκείνο των προηγούμενων πέντε. «΄Ιδιο καλούπι» εννοώ ότι π.χ. το εναρκτήριο επιφώνημα ξεκινάει από την τάδε νότα, κινείται στο τάδε 5χορδο και καταλήγει στη δείνα νότα / ότι στην πρώτη ενότητα ο κυρίως στίχος είναι ουσιαστικά σε μία νότα, την τάδε, και οι μελισματικές εκτροπές κινούνται από εδώ μέχρι εκεί / κλπ. Όλα αυτά λοιπόν τα κάνουν κατά τον ίδιο μεταξύ τους τρόπο, όχι γιατί έτσι επιβάλλει το μακάμι, αλλά γιατί από τις διάφορες δυνατότητες που επιτρέπει το μακάμι οι τραγουδιστές επέλεξαν τις ίδιες.

Ατραΐδης 1928, τίτλος «Φθισικός» ή «Φθισικός μανές» ή «Του φθισικού», που ξανααναφέρθηκε στο #30. Δίστιχο «Μάνα μου είμαι φθισικός, τ’ αχείλι μου το κρύβει / το πρόσωπό μου μαρτυρεί πως η ζωή είναι λίγη», Columbia 8264 GB, αρ.μήτρας: 20321.

Παπασιδέρης 1929, τίτλος απλώς «Ραστ μανές», δίστιχο «Πεθαίνω με παράπονο γιατί δε νοιώθω πόνο…», PARLOPHONE Γερμ. B 21571, αρ.μ. 101075. Από τις ευτυχείς περιπτώσεις όπου δε βρήκα αντιφάσεις ανάμεσα στις τέσσερις πηγές.

Ρούκουνας 1936, τίτλος «Ο φθισικός», δίστιχο «Μάνα μου είμαι φθισικός, πεθαίνω πια σ’ το λέω…», ODEON GA-1944, αρ.μ. Go-2466. Κι εδώ συμφωνία μεταξύ των πηγών (συμπεριλ. και του ΥΤ). Σημειώνω ότι με τον ίδιο τίτλο ο Ρούκουνας έχει τραγουδήσει και δύο τραγούδια, Μάνα με λένε φθισικό (Σ. Γαβαλά 1933) και το γνωστό Μάνα μου το στήθος μου πονεί (Ι. Μοντανάρη, 1935 και 1976) που είναι ασαφές ποιος είναι ο επίσημος τίτλος του, ίσως Σαν πεθάνω.

Παπασιδέρης 1933, τίτλος «Ραστ Αραμπί μανές», δίστιχο «Φθίση πώς με κατήντησες και γιατρειά δεν έχω…», Columbia DG-477, αρ.μ. WG-740 [-3]. Στη βάση του ΣΛ αναφέρεται ως συνθέτης κάποιος Ρουμελιώτης, στους Ρ.Διαλ. (και στο ΥΤ) μαθαίνουμε και το μικρό του όνομα, Κώστας.

Προσθέτω κι έναν πέμπτο, ο οποίος είναι βέβαιο ότι δεν ακολουθεί αυτούσια την ίδια μελωδία, καθώς -παρά τον τίτλο του- δεν είναι στον ίδιο δρόμο. Παρά ταύτα, κι αυτός ακολουθεί το ίδιο γενικό χνάρι ως προς τη μελωδική ανάπτυξη με τους άλλους τέσσερις, οι οποίοι είναι όλοι κανονικό Ραστ:

Κ. Θωμαΐδης 1928, τίτλος «Ραστ Μανές» ή, στον Μανιάτη, «Ραστ Νεβά Μανές», δίστιχο «Μάνα μου είμαι φθισικός, πεθαίνω πια σ’ το λέω…», GA-1273, αρ.μ. Go-691. Δεν ξέρω πώς του δόθηκε αυτός ο τίτλος, πάντως ο μανές είναι κατά βάση Σουζινάκ, αν και σε σημεία γυρίζει και σε Ραστ (δηλ. αναιρεί την ύφεση της 6ης βαθμίδας).

Οι πέντε αυτοί μανέδες ακολουθούν, μέχρι και την ολοκλήρωση της πρώτης [κύριας] ενότητας, το ίδιο μελωδικό σενάριο με τους προηγούμενους πέντε. Μετά όμως έρχεται το (αναμενόμενο) πέταγμα στην οκτάβα, η δεύτερη ενότητα καταλήγει εκεί, και η τρίτη είναι αφιερωμένη στην κάθοδο από την οκτάβα στην τονική.


Χωρίς αρίθμηση, δύο μανέδες τώρα που δεν έχουμε ασφαλή ένδειξη ότι ακολουθούν προσχεδιασμένη σύνθεση, αφού δεν έχω εντοπίσει άλλον ίδιο με κανέναν τους. Τους παραθέτω για λόγους μεθοδολογικούς:

Καρίπης 1928, τίτλος «Ραστ Μαχ[μ]ούρ μανές», δίστιχο «Όλοι με λένε φθισικό μα και εγώ το νιώνω…», Odeon GA-1268, αρ.μ. Go-598. Πρώτη ενότητα ίδια, πρακτικά, με όλων (5+5) των προηγούμενων. Δεύτερη ενότητα, τίναγμα στην οκτάβα, όπως στους 5 δεύτερους, αλλά κατάληξη, αντίθετά από εκείνους, στην 5η. Τρίτη ενότητα, κάθοδος από την 5η στην τονική, άρα ίδια με τους 5 πρώτους.

Από τις πηγές άλλες δίνουν στον τίτλο «Μαχμούρ» και άλλες «Μαχούρ». Ενδεχομένως το σωστό μεν να είναι Μαχούρ αλλα΄το λάθος να είχε ήδη εμφιλοχωρήσει στην αρχική ετικέτα. Πάντως δεν πρόκειται για μακάμ Μαχούρ αλλά Ραστ (με συμπεριφορά Μαχούρ μεν σε κάποιο σημείο, η οποία ωστόσο είναι κάτι κανονικό και αναμενόμενο μεσα στο Ραστ).

Παπασιδέρης 1929, τίτλος «Φθισικός μανές» ή «Του φθισικού μανές», δίστιχο «Ωσάν το νεκρικό κερί μάνα άρχισα και λιώνω…» [και όχι «μαράθηκα και λιώνω»], Columbia Αγγλ. 18051 / 20658. Εδώ μου δίνεται η εντύπωση ότι ο τραγουδιστής έχει ταυτόχρονα στον νου του διάφορα εναλλακτικά μελωδικά σενάρια, αλλά τα αναμειγνύει κατά τρόπο αυτοσχέδιο και μάλιστα λίγο τυχαίο.

Εναρκτήριο επιφώνημα από την οκτάβα. Μας προδιαθέτει σαφώς για Μαχούρ, μετά όμως αλλάζει γνώμη και το γυρίζει σε Ραστ. Πρώτη ενότητα, άκρες μέσες όπως σ’ όλους τους προαναφερθέντες μανέδες: από 5η προς τονική. Δεύτερη ενότητα, ξανά στην οκτάβα, όπου και καταλήγει (όπως οι δεύτεροι 5, βλ. παρόν μήνυμα πιο πάνω). Τρίτη ενότητα: αφήνει μετέωρη την προηγούμενη στάση στην οκτάβα, ξαναπιάνει το νήμα από την 5η, κι από κει μάς κατεβάζει στην τονική για το κλείσιμο (όπως οι 5 πρώτοι και ο αμέσως ανωτέρω του Καρίπη 1928). Δηλαδή ανακάτεμα σκηνών από διαφορετικά μελωδικά σενάρια, αλλά με ασυνέχειες.


Σημειώνω ότι δεν έχω ψάξει καθόλου, μέχρι στιγμής, αν σε μανέδες άσχετους από τη θεματική της φθίσης επαναλαμβάνεται κάποιο από όλα τα παραπάνω σενάρια. Πάντως, είτε με τυποποιημένα σενάρια είτε χωρίς, στους μανέδες της φθίσης το μακάμ Ραστ επικρατεί συντριπτικά - αν και όχι 100%.

2 «Μου αρέσει»

αυτός ο νίκος φραγκούλης που τον ανέβασε στο ουτούμπ, μήπως είναι κανένας απόγονός του;

Για να μη χάνεται το νήμα, ανακεφαλαιώνω το τι έχει παρουσιαστεί μέχρι τώρα:

  1. Σμυρναίικο μινόρε (μηνύματα 1, 3)
  2. Γαλατά μανές / Αδαμαμάν (μνμ. 4)
  3. Ματζόρε Μανές (μνμ. 6)
  4. Χιώτικος Μανές (μνμ. 10)
  5. Τζιβαέρι Μανές (μνμ. 15, 16, 17)
  6. Ταμπαχανιώτικος / Σουλτανί Μανές (μνμ. 18, 23, 24, 25, 26).
  7. Μανές του φθισικού και άλλοι συναφείς (μνμ. 29, 38, 48).

(Προφανώς τα υπόλοιπα μηνύματα είναι συζήτηση.)

Μετά τον Ταμπαχανιώτικο και πριν το 7 (του φθισικού κλπ.) είχα προεξαγγείλει ότι, πριν φτάσω στους μανέδες που φυλάω για το τέλος, θα κάνω ένα χτένισμα σ’ όλες τις λίστες που διαθέτω για να δω μήπως υπάρχουν κι άλλοι τυποποιημένοι μανέδες που μου είχαν διαφύγει. Καθώς χρειάζεται κανείς κάποια ένδειξη για να υποψιαστεί ότι ένας μανές είναι τυποποιημένος και να το τσεκάρει, άρχισα να ψάχνω όσους έχουν τίτλους κάπως συγκεκριμένους, π.χ. «Μανές του φθισικού» και όχι απλώς «Ραστ μανές». Ειδικά στην περίπτωση των μανέδων για τη φθίση διαπίστωσα ότι όντως μεν κάποιοι είναι τυποποιημένοι, όμως δεν έχουν σ’ όλες τους τις ηχογραφήσεις τέτοιους τίτλους, κάποιες είχαν και άδηλους (δηλαδή, ακριβώς, «Ραστ Μανές»!). Αυτό είναι κάτι που το βρήκα εντελώς τυχαία, πράγμα που σημαίνει ότι αν υπάρχει κι ένας άλλος τυποποιημένος μανές που τιτλοφορείται πάντοτε λ.χ. «Χουσεϊνί μανές», κατά πάσα πιθανότητα δε θα τον εντοπίσω ανάμεσα στους διάφορους κοινούς χουσεϊνί μανέδες που υπάρχουν, εκτός αν τύχει πάλι κάποια απροσδόκητη βοήθεια. Ή αν ακούσω, κρατώντας σημειώσεις, όλους τους μανέδες του κόσμου και μετά συγκρίνω τις σημειώσεις και αρχίσω δεύτερο γύρο ακροάσεων - δεν πρόκειται όμως.

Τώρα η ομάδα αυτή με τους φθισικούς μανέδες ολοκληρώθηκε, και θα συνεχίσει η παρουσίαση όσων τυχόν τυποποιημένων μανέδων έφερε στο φως η αναζήτηση χαρακτηριστικών τίτλων. Και αφού ολοκληρωθεί κι αυτό, θα προχωρήσουμε σ’ εκείνους που εξ αρχής κράταγα για το τέλος, τον μανέ Φα Ματζόρε και καναδυό άλλους.

Ευχαριστώ. :slight_smile:

3 «Μου αρέσει»

Η ετικέτα από την Ελληνική και Αμερικανική Κολούμπια, παρουσιάστηκε στο #35.

Τέλος, να συμπληρώσω και τον “Νεβά” μανέ με την Ελβίρα Κάκκη. Από τους τελευταίους μανέδες (όχι ο τελευταίος) που ηχογραφούνται, πριν την επιβολή λογοκρισίας από την δικτατορία Μεταξά.

Δεν έχει βρεθεί η ετικέτα του δίσκου.

“Το πήρα πια απόφαση σ’ ένα βουνό να ζήσω εκεί η φθίσις μ’ έκανε το μνήμα μου να κτίσω”

Αυτός ο Σιδέρης ο Κουλουριώτης (Σιδέρης το μικρό του, το επώνυμο ήταν Αδριανός ή Ανδριανός) που παίζει λαβούτο, τακτικός συνεργάτης του Παπασιδέρη, εκτός ότι είναι από τους λίγους σχετικά λαουτιέρηδες που έχουν ηχογραφηθεί εκείνα τα χρόνια και από τους ελάχιστους ή και ο μόνος που έχει ηχογραφήσει τέτοια κομμάτια -σε δημοτικά είναι πιο αναμενόμενο-, ήταν κι ένας σπάνιος δεξιοτέχνης. Άλλη περίπτωση σολίστα λαουτιέρη που να μπορεί να κάνει ταξίμι σε διάλογο με τον μανέ ενός τραγουδιστή, όχι απλώς δεν έχω ξανακούσει στις 78 στροφές, αλλά πιστεύω ότι θα πρέπει να ήταν κάτι εντελώς εξαιρετικό. Το γεγονός ότι σήμερα βρίσκονται άνετα τέτοιοι σολίστες οφείλεται μάλλον σ’ ένα χαρακτηριστικό της εποχής μας, που είναι η διάχυση γνώσεων από μουσική σε μουσική και από όργανο σε όργανο (δηλαδή μπορεί λ.χ. ένας λαουτιέρης να ζηλέψει τα κατορθώματα ενός ουτίστα ή μπουζουξή και να εμπνευστεί να τα περάσει κι αυτός στο όργανό του, χώρια που υπάρχουν και πολλοί πολυοργανίστες, ενώ τότε τα όρια του κάθε οργάνου ήταν μάλλον πιο στεγανά).

Σε παλαιότερες ηχογραφήσεις του Καρά, νομίζω ότι λαούτο έπαιζε κάποιος Αδριανός, που αν θυμάμαι καλά λεγόταν Σταύρος. Μάλλον γιός του Σιδέρη θα ΄ταν. Και, σε αντίθεση με τον πατέρα του, δεν νομίζω ότι σολάρισε ποτέ σ’ εκείνες τις ηχογραφήσεις.