Στην ενότητα 7 «Μανές του φθισικού και άλλοι συναφείς» είχαν εξεταστεί καμιά δεκαπενταριά μανέδες, όλοι σε μακάμι Ραστ, και είχε προκύψει ότι υπάρχουν πεντέξι που αποτελούν διαφορετικές εκτελέσεις της ίδιας σύνθεσης (ενίοτε και με τους ίδιους στίχους), άλλοι πεντέξι που και πάλι αποτελούν διαφορετικές εκτελέσεις μιας άλλης σύνθεσης, και οι υπόλοιποι μεμονωμένοι.
Προσθέτω άλλον ένα. Δεν ήταν εύκολο να τον εντοπίσω ψάχνοντας, γιατί ο τίτλος δεν παραπέμπει άμεσα σε φθίση: Βερεμλή σαμπάχ μανές. Βερεμλή σημαίνει φθισικός στα τούρκικα, αλλά πού να σκεφτώ να αναζητήσω τέτοια λέξη μπας και βρω τίποτα! Τον βρήκα όμως τυχαία, και τον προσθέτω.
Τραγουδάει ο Νταλγκάς. Δίσκος COLUMBIA Αγγλίας 18063, αρ. μήτρας 20566, χρονιά 1929, δίστιχο: Μάνα μου διώξε τους γιατρούς οπού με τυραννούνε / αφού δεν είναι ικανοί τον πόνο μου να βρούνε. Ακούμε:
Το δίστιχο μας είναι βέβαια πολύ γνωστό και από το τραγούδι του Κατσαρού, με την πολύ μικρή διαφορά ότι εκεί λέει «να μη με τυραννούνε». Ως προς τον σκοπό, κατ’ αρχήν είναι αξιοσημείωτο ότι δίπλα σε περίπου δεκαπέντε φθισικούς μανέδες που είναι όλοι ραστ, αυτός είναι ο μόνος σαμπάχ.
Είναι τυποποιημένος;
Είμαι αρκετά βέβαιος ότι μανέδες με την ίδια βασική μελωδική ανάπτυξη έχω ξανακούσει αρκετούς. Θα μπορούσε όμως και να υποστηριχτεί ότι το ίδιο το μακάμι είναι τόσο δεσμευτικό ώστε ακόμη και αυτοσχεδιάζοντας δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια να πει κανείς κάτι διαφορετικό. Δεν είμαι σε ετοιμότητα να πω αν έχω ακούσει σαμπάχ μανέ που να μην ακολουθεί την ίδια ανάπτυξη.
Ο δε τίτλος μού δίνει την αφορμή να σχολιάσω και κάτι άλλο:
Μανέδες αυτού του τύπου, δηλαδή μακαμίστικοι, όχι δυτικότροποι, αυτό που λέμε «κλασικοί» ή και «αλά τούρκα», σχετικά συχνά έχουν τούρκικους τίτλους. Υπάρχει και στα ελληνικά η λέξη «βερέμης» = φθισικός, και φυσικά προέρχεται από τα τούρκικα, το «βερεμλή» όμως δεν προέρχεται από τα τούρκικα, είναι καθαυτό τούρκικα (αλλιώς θα ήταν βερεμλής ή βερεμλήδικος ή κάτι τέτοιο). Παρόμοια έχουμε και: Ζουρναλή χιτζάζ μανές (μανές με συνοδεία ζουρνά, αντί λύρας ή κάποιου άλλου πιο συνηθισμένου οργάνου που δε θα χρειαζόταν να αναφερθεί), Ντερτλή χιτζάζ μανές [στα ελληνικά θα λέγαμε ντερτ(ι)λήδικος ή έστω ντερτ(ι)λής], Μερακλή Ραστ μανές (ομοίως), Μπουλμπούλ μανές. Έχουμε ακόμη το «Μπέγιογλου Μανεσί», δηλ. «Μανές από το Μπέγιογλου (=το Πέραν)», καθαρά τούρκικο, παράλληλα προς το «Μπέγιογλου Μανές» (τίτλος άλλης ηχογράφησης του ίδιου σκοπού) που είναι οι ίδιες λέξεις αλλά στα ελληνικά.
Η τουρκοπρέπεια αυτή δείχνει ότι ο χαρακτηρισμός «μανέδες αλά τούρκα» δεν είναι αυθαίρετος. Τον συναντήσαμε στη βιβλιογραφία και σιγά σιγά τον υιοθέτησα. Πλέον πείθομαι ότι ήταν σωστή επιλογή. (Ενώ αντίθετα παραμένω αναποφάσιστος για το πώς να ονομάζουμε τους άλλους: αλά φράγκα; αλά γκρέκα; δυτικότροπους; σμυρναίικους; Θα επανέλθω σ’ αυτό το ζήτημα εν ευθέτω χρόνω…)