Τυποποιημένοι μανέδες

  1. Μπαμ μανές.

Τίτλος που, απ’ όσο μπόρεσα να διαπιστώσω, κατά λάθος κυκλοφορεί. Το ηχογράφημα στο οποίο αναφέρεται δεν ονομάζεται έτσι. Πρόκειται για έναν μανέ χωρίς τίτλο, πολύ πρόσφατης εκτέλεσης (συγκριτικά με τα μεσοπολεμικά 78άρια που κυρίως εξετάζουμε), 1998, ο οποίος, μαζί με το οργανικό ζεϊμπέκικο «Μπαμ», αποτελεί ένα τρακ που ο δισκογραφικός του τίτλος είναι, απλά και άμεσα, «Αμανές - Μπαμ». Τραγουδάει η Μαριώ.

Κανονικά δε θα έπρεπε να μας απασχολήσει, σε μια παρουσίαση παλιών κυρίως ηχογραφήσεων μανέ. Το θέμα όμως είναι ότι σε διάφορες μεριές στο διαδίκτυο, όπου γίνεται αναφορά σ’ αυτό το κομμάτι, ο τίτλος «Αμανές - Μπαμ» έχει χάσει την παύλα στη μέση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η παρανόηση ότι υπάρχει κάποιος αμανές που ονομάζεται Μπαμ.

Το κομμάτι προέρχεται από τον δίσκο «Μπαγλαμάδες και τζουράδες» (Άνοδος ‎– ΠΜΕ Α 182, 1998) του Δ. Μυστακίδη και του Παύλου Παφρανίδη (+Ταπάκη, Μεταξά), που είναι βασικά οργανικός αλλά κατ’ εξαίρεση ξεκινάει με τον αμανέ αυτόν. Τα στοιχεία του δίσκου εδώ, παρουσίαση εδώ, ολόκληρος ανεβασμένος εδώ.

Πάντως, ακόμη και μετά την άρση της παρανόησης σχετικά με τον τίτλο και το νόημά του, το κομμάτι δεν είναι μανές. Αποτελείται από ενάμιση στίχο, διαρθρωμένο μέσα στη μελωδία κατά τρόπο τελείως διαφορετικό από την κλασική δομή του μανέ, ενώ απουσιάζει εντελώς το χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των μανέδων ότι η μελωδία αναπτύσσεται όχι στα λόγια (αντίθετα, αυτά εκφέρονται σε ελάχιστες νότες, συχνά σε μία όλη κι όλη ανά φράση) αλλά στα αμάν και τα υπόλοιπα επιφωνήματα. Το άκουσμα όλο μαζί παραπέμπει είτε σε βυζαντινή ψαλμωδία είτε σε καθιστικό δημοτικό τραγούδι, πάντως απέχει πολύ από την αισθητική του μανέ. (Edit: Να προσθέσω εκ των υστέρων ότι στα δημοτικά και μάλιστα στα καθιστικά συνηθίζεται πολύ η στροφή από ενάμιση στίχο, «τριημίστιχη» λεγόμενη. Το ξεκρέμαστο ημιστίχιο επαναλαμβάνεται στην επόμενη στροφή και συμπληρώνεται, κ.ο.κ.).

Μια επιπλέον ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει είναι ότι είναι Ραστ, όπως και τα ταξίμια που τον πλαισιώνουν, ενώ το τελικό έρρυθμο γύρισμα είναι το Μπαμ που είναι Χιτζαζκιάρ. Βέβαια κατά τη μετάβαση από το ένα στο άλλο δεν γίνεται αντιληπτή η τροπική ασυνέπεια, γιατί οι πρώτες φράσεις του Μπαμ εκμεταλλεύονται μια από τις δυνατότητες του μακάμ Χιτζαζκιάρ να χρησιμοποιεί διαστήματα που τα έχει και το Ραστ.


  1. Μπέγιογλου μανές.

Μ’ αυτό τον τίτλο έχει βγάλει ο Νταλγκάς δύο ηχογραφήσεις, κι οι δύο το 1929. Για τη μία οι ΡΔ, ο Μανιάτης, το φυλλάδιο ΣΛ και η βάση ΣΛ συμφωνούν ότι ο ακριβής τίτλος είναι Μπέγιογλου Μανεσί (=Μπέγιογλου μανές στα τούρκικα, δηλαδή «ο μανές του γιου του μπέη»). Δίσκος HMV AO-0365, αρ.μήτρας BW-2984-2, δίστιχο: Αν μ’ αρνηθείς δεν έχει πια ο κόσμος μπιστοσύνη, / ούτε θεός υπάρχει πια ούτε δικαιοσύνη. Τον ακούμε και στο ΥΤ.

Την άλλη την έχουν μόνο οι ΡΔ και το φυλλάδιο ΣΛ, όχι ο Μανιάτης και η βάση ΣΛ. Τίτλος Μπέγιογλου μανές, δίσκος Odeon Γερμ. GA-1434, αρ.μ. GO-1442-2, δίστιχο: Σ’ αυτό τον ψεύτικο ντουνιά το καθετί πεθαίνει, / σκέψου κι εσύ, ω άνθρωπε, πως μια κακία μένει. Τον ακούμε μόνο στο ΥΤ.

Δύο μανέδες κιουρδί (σωστά;), κλασικού ανατολίτικου τύπου. Εκ πρώτης όψεως θα ήταν δύσκολο να πει κανείς ότι μοιράζονται την ίδια μελωδία. Στην πρώτη ενότητα ο ένας (Σ’ αυτό τον ψεύτικο ντουνιά…) τονίζει πολύ επίμονα και ξεκάθαρα την 5η βαθμίδα, ενώ ο άλλος (Αν μ’ αρνηθείς…) έχει μεγαλύτερη κινητικότητα. Εντωμεταξύ, το γεγονός ότι οι τονικότητές τους έχουν ακριβώς έναν τόνο διαφορά δυσκολεύει ιδιαίτερα να τους ακούσει κανείς κατ’ αντιπαράθεση, φρασούλα-φρασούλα, ξανακουρδίζοντας συνέχεια τ’ αφτιά του για να μην αποπροσανατολιστεί. Παρά ταύτα, μέσα στην πρώτη ενότητα εμφανίζονται κάποια σύντομα χαρακτηριστικά μελωδικά τμήματα που είναι κοινά μεταξύ των δύο, και αυτά γεννούν την πρώτη υπόνοια ότι πρόκειται για διαφορετική διαπραγμάτευση του ίδιου σεναρίου. Από την έναρξη της δεύτερης ενότητας και μετά, μέχρι το τέλος, η ταύτιση γίνεται πολύ πιο εύκολα και δεν αφήνει πλέον αμφιβολίες ότι πρόκειται για τον ίδιο μανέ.

Άλλος ένας λοιπόν τυποποιημένος μανές, που λόγω αφενός της πολύ πιο αυτοσχεδιαστικής (ως προς την εκτέλεση) φύσης του μακαμίστικου ανατολίτικου μανέ και αφετέρου λόγω της μεγάλης άνεσης του Νταλγκά σ’ αυτό το είδος αυτοσχεδιασμού, γίνεται δυσδιάγνωστος. Πάντως πρέπει να πω ότι αναιρεί τη διαπίστωση που μόλις χτές είχα κάνει:

Εδώ ίσα ίσα οι δύο εκτελέσεις αρχίζουν αλλιώς, στην πορεία της πρώτης ενότητας αρχίζουν δειλά δειλά να συγκλίνουν, και μόνο από τη μέση και μετά φανερώνουν πλέον ξεκάθαρα την κοινή τους μελωδία.

3 «Μου αρέσει»