Τυποποιημένοι μανέδες

  1. Ο βασανισμένος

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση. Πρόκειται για τραγούδι του Γρηγόρη Ασίκη, έρρυθμο με πλήρη δομή -ταξιμάκι στην αρχή, κουπλέ, ρεφρέν, όλα τα κομφόρ- που περιλαμβάνει ενσωματωμένο έναν συντομευμένο αλλά ολόκληρο μανέ. Δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοια περίπτωση, δεν αποκλείεται να είναι μοναδική στη δισκογραφία, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα ήταν συνηθισμένη στη ζωντανή μουσική πράξη. Το γιατί δεν απαντά άλλες φορές γίνεται απόλυτα σαφές από αυτήν εδώ την περίπτωση όπου, για να χωρέσουν όλα αυτά μέσα σε τρία λεπτά, το μεν τραγούδι περιορίζεται σε ένα μόνο κουπλέ (ακολουθεί κάτι σαν προ-ρεφρέν και μετά ρεφρέν, και τα δύο αυτά επαναλαμβάνονται αργότερα μετά τον μανέ), ο δε μανές είναι σε μορφή υπερσυμπυκνωμένη.

Δίσκος Columbia Αγγλίας 18053, αρ.μ. 20584, 1929. Παραδίδεται και από τις τέσσερις πηγές, με διαφωνίες ως προς τον τίτλο (Μανιάτης: «Ο βασανισμένος, μανές» / βάση και φυλλάδιο ΣΛ: «Ο βασανισμένος μανές» / ΡΔ: «Του βασανισμένου manes» - υποψιάζομαι ότι ο πραγματικός τίτλος πρέπει να είναι σκέτο «Ο βασανισμένος», με πιθανό υπότιτλο «μανές» που από λάθος συγχωνεύθηκε).

Παίζουν λύρα ο Λάμπρος και ούτι κάποιος που πιστεύω ότι δεν πρέπει να 'ναι ο ίδιος ο Ασίκης - θα το θεωρούσα υπεράνθρωπο να τραγουδάει μανέ και να συνοδεύει με ριφάκι τσιφτετελιού ταυτόχρονα ο ίδιος άνθρωπος. Δημιουργός, περιέργως, φαίνεται πως δεν αναφέρεται.

Οι στίχοι:

Αφότου εγεννήθηκα ο καημένος,
πάντοτε βασανισμένος
και αυτή η ατυχία
μ’ έφερε σ’ απελπισία
.

Ρεφρ. α’:
Ααααχ, ααχ δεν το βαστώ,
Aαααχ, ααχ θα τρελλαθώ.

Ρεφρ. β’:
Ούτε τύχη, ούτε μοίρα
στον αιώνα μου δεν είδα.

Μανές:
Αυτό το αχ όταν το πω, ανάβω και δε σβήνω.
Τύχη γιατί με δίκασες πίκρες να καταπίνω;

(ρεφρ. α’ + β’ ξανά)

1 «Μου αρέσει»

Συμφωνώ με όλα, εκτός από το ποιος παίζει ούτι, όπου έχω τις αμφιβολίες μου: Ήταν πραγματικά μεγαθήρια αυτοί οι άνθρωποι. Δεν θα με εξέπλησσε το να παίζει ο ίδιος ούτι, ακόμα και στο σημείο όπου πιάνει τον αμανέ.

Πρόσφατα άκουγα μια ηχογράφηση, με την ένδειξη: «βιολί ο τάδε, λαούτο ο δείνα, τραγουδούν οι ίδιοι». Ο ένας έλεγε τον κάθε στίχο κι ο άλλος τον επαναλάμβανε, αλλά οι πληροφορίες δε διευκρίνιζαν ποιος ήταν ο καθένας. Ακούγοντας προσεχτικά το βιολί, πόσο συμφωνούσε με τη φωνή ή απέκλινε από αυτήν, πιστεύω πως ξεχώρισα ποιος από τους δύο ήταν ο βιολάτορας.

Ίσως λοιπόν να μπορεί να γίνει κι εδώ το ίδιο τεστ. Ακόμη κι αν δεχτούμε την πιθανότητα να λέει μανέ και να παίζει ριφάκι από πίσω, πιστεύω πως όταν τραγουδάει την κανονική μελωδία και την παίζει και στο ούτι, αποκλείεται να κάνει άλλα μελωδικά στολίσματα στη φωνή και άλλα στο ούτι. Αλλά ομολογώ πως δεν έκατσα να το παρατηρήσω αυτό.

Πέραν αυτού, είναι γνωστό να συνεργάστηκε με άλλους ουτίστες ο Ασίκης;

Ακριβώς, δεν νομίζω να συνεργάστηκε με τους (λίγους!) άλλους. Δεν σολάρει, πάντως, ακομπανιάρει μόνο. Ε, κι εγώ, δεκαπέντε χρονών, τραγούδαγα Μπίλ Χάλεϋ και Έλβις Πρίσλεϋ και ακομπανιάριζα, τραγουδώντας. Και φυσικά, δεν είμαι μεγαθήριο :rofl:

1 «Μου αρέσει»

Δεν ξέρω ούτι, ούτε κιθάρα. Με το λαούτο, που ξέρω, είναι πράγματι εφικτό να τραγουδάς μελωδία και να παίζεις όχι απλώς ακομπανιαμέντο (συγχορδίες), αλλά και μερικές στοιχειώδεις κόντρα μελωδιούλες, τύπου μπασοκίθαρου. Είναι θέμα κουρδίσματος και γενικά θέμα του κάθε οργάνου: κάποια περασματάκια ευνοούνται τόσο πολύ από τη θέση που βρίσκονται οι νότες στην τασιέρα ώστε μπορείς να τα παίξεις με ελάχιστες κινήσεις, που φτάνουν να γίνονται χωρίς να χρειάζεται ούτε να τις σκεφτείς ούτε να τις ακούσεις πολύ εστιασμένα. Αλλά βέβαια αυτό που τραγουδάς είναι στάνταρ, όχι μανές (που, όσο κι αν χτυπιέμαι για τους τυποποιημένους, δεν παύει να 'χει πολύ έντονο το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο). Εκεί είναι που χρειάζεται να 'σαι μεγαθήριο.

Κάτι άλλο άκρως εντυπωσιακό που έχω δει είναι πιανίστες και χαμοντάδες (χάμοντ: είδος ηλεκτρικού αρμονίου) που φαίνονται να κάνουν δύο ταυτόχρονους αυτοσχεδιασμούς, walking bass στο αριστερό και σόλο στο δεξί. Λες κι έχουν άλλο εγκέφαλο για κάθε χέρι! Εξωπραγματικό, αλλά …πραγματικό. Δεν το κάνουν βέβαια απλώς και μόνο επειδή είναι τρελοί δεξιοτέχνες, έτσι ουρανοκατέβατα, υπάρχει κάποια τεχνική που το μαθαίνεις.

Οπότε, για να επιστρέψουμε στον Ασίκη, έχεις δίκιο Νίκο: δεν είναι εντελώς απίθανο να κάνει κάποιος αυτό που …απλά δεν μπορώ να κάνω εγώ! Ιδίως κάποιος που, στηνκαριέρα του ως λάιβ μουσικός -άσε τους δίσκους- θα είχε σίγουρα κληθεί να αυτοσυνοδεύεται και σε αμανέδες.

Παρά ταύτα διατηρώ και κάποια επιφύλαξη - μπορεί και να είναι άλλος ουτίστας, μπορεί κι ο Ασίκης.

  1. Μανές του πόνου.

Πρόκειται μάλλον για τυχαίο εμπορικό τίτλο τεσσάρων ηχογραφήσεων του Νταλγκά. Τι εννοώ τυχαίο: Όλοι οι μανέδες εξ ορισμού για τον πόνο μιλούν, οπότε το μόνο ιδιαίτερο που θα μπορούσε να σημαίνει ο τίτλος θα ήταν η ταυτότητα μιας συγκεκριμένης μελωδίας μανέ που να ηχογραφήθηκε πολλές φορές. Δε φαίνται όμως να είναι αυτή η περίπτωση (με μια μικρή επιφύλαξη, βλ. σε λίγο).

Οι τέσσερις ηχογραφήσεις είναι:

α) Μία του 1928, με τίτλο «Μανές του πόνου» (Μανιάτης, βάση ΣΛ, φυλλάδιο ΣΛ) ή «Του πόνου manes» (ΡΔιαλ.), δίσκος Pathe Γαλλίας X-80064, αρ.μήτρας 70040, δίστιχο: Πολλοί είναι που πικραίνονται και φανερά γελούνε / πολλοί πεθαίνουν με καημό και δεν το μαρτυρούνε. Τον ακούμε στη βάση ΣΛ ή στο ΥΤ. Μανές κλασικού ανατολίτικου τύπου, χωρίς ενδείξεις τυποποιημένης σύνθεσης.

β) Μία του 1929, τίτλος ακριβώς όπως παραπάνω, δίσκος Columbia Αγγλίας 8388, άγν. αρ. μήτρας, δίστιχο: Γιατί να μη χαρώ κι εγώ τα μάτια μου πριν κλείσω; / Μάνα με γέννησε κι εμέ, θέλω κι εγώ να ζήσω. Τον ακούμε στη βάση ΣΛ ή στο ΥΤ. Κι αυτός είναι μανές κλασικού ανατολίτικου τύπου, επίσης χωρίς ενδείξεις τυποποίησης, και πάντως διαφορετικός από τον προηγούμενο.

γ) Μια ακόμη του 1929, όπου το πράγμα αρχίζει να μπερδεύεται. Παραδίδεται από τους ΡΔ με στοιχεία δίσκου HMV AO-0375, άγνωστο αρ. μήτρας, και δίστιχο: Αν μ’ αρνηθείς να μη βρεθεί τόπος να κατοικήσεις / και δάκρυα απ’ τα μάτια μου να πιεις να ξεψυχήσεις. Ο Μανιάτης έχει μια άλλη καταχώριση με τα ίδια στοιχεία δίσκου, τον ίδιο ερμηνευτή (Νταλγκά), την ίδια χρονολογία και σχεδόν το ίδιο δίστιχο, αλλά με άλλο τίτλο: «Μανές Γιανίκ». Η διαφορά στα λόγια είναι ότι ο Μανιάτης έχει «…και δάκρυα από τα μάτια ΣΟΥ», προφανώς παράκουσμα αφού μόνο με το «μου» βγαίνει κάποιο νόημα. Η βάση ΣΛ και το φυλλάδιο ΣΛ δεν έχουν ολωσδιόλου αυτό τον μανέ, με κανέναν τίτλο, ούτε και οτιδήποτε που να περιέχει τη λέξη Γιανίκ (δοκίμασα και με άλλες ορθογραφίες). Περιέργως όμως κάποιος τον έχει ανεβάσει στο ΥΤ, με τίτλο «Μανές του πόνου (Αν μ’ αρνηθείς να μη βρεθεί)». Ακούγοντάς τον διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για το Σμυρναίικο Μινόρε, και ότι ο στίχος λέει βέβαια «απ’ τα μάτια μου» (άλλωστε αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλους μανέδες με το ίδιο δίστιχο).

Αφού η ηχογράφηση δεν υπάρχει στο Σίλαμπς, η εύλογη υπόθεση είναι ότι ο ανεβάστορας του ΥΤ (λογαριασμός «MarikaPapagika») διαθέτει ο ίδιος αντίτυπο της πλάκας και το ψηφιοποίησε για να το ανεβάσει. Βέβαια μπορεί να το βρήκε και σε καμιά επανέκδοση σε σιντί, αλλά τότε το πιθανότερο θα ήταν να έχει ανέβει και στο ΣΛ, χωρίς βέβαια να είναι και υποχρεωτικό αυτό. Άλλα στοιχεία δε δίνει το ΥΤ.

δ) Μια ακόμη ηχογράφηση, πάλι του 1929, που την παραδίδει μόνο ο Μανιάτης, κι αυτός με στοιχεία λειψά και πιθανώς εσφαλμένα: τίτλος «Μανές του πόνου», αριθμός δίσκου ακριβώς ο ίδιος με του προηγούμενου, και από δίστιχο μόνο την αρχή: Μην παίζεις με τον πόνο μου… (προφανώς φθαρμένη πλάκα που δεν ακούγεται παρακάτω).

Εφόσον αυτή η τελευταία ηχογράφηση δεν είναι διαθέσιμη για να την ακούσουμε, δεν ξέρουμε μήπως μοιράζεται την ίδια μελωδία με μια από τις δύο πρώτες (αυτή ήταν η επιφύλαξη που έλεγα στην αρχή). Σ’ αυτή την περίπτωση θα ξέραμε ότι ο τίτλος «Μανές του πόνου» πράγματι σημαίνει μια συγκεκριμένη μελωδία μανέ, έστω κι αν παράλληλα έχει χρησιμοποιηθεί και για άλλες μελωδίες.

Υπάρχει όμως ολωσδιόλου αυτή η ηχογράφηση; Είναι βέβαιον ότι είτε έχει άλλο αριθμό δίσκου, και από παραδρομή του Μανιάτη περάστηκε ο ίδιος όπως στην (γ), είτε το αντίστροφο. Εντωμεταξύ η (γ) παραδίδεται από τον Μανιάτη με άσχετο τίτλο, «Μανές Γιανίκ», που, αν είναι σωστός, καθιστά λιγότερο πιθανή τη σύγχυση μεταξύ των δύο καταχωρίσεων, ταυτόχρονα όμως οι ΡΔ έχουν αυτή την ηχογράφηση, τη (γ), με τον ίδιο τίτλο όπως η (δ) και οι άλλες δύο - άρα ή οι ΡΔ έχουν λάθος τίτλο ή ο Μανιάτης. Το γεγονός δε ότι το φυλλάδιο και η βάση του Σίλαμπς αγνοούν και τις δύο ηχογραφήσεις (γ) και (δ) δε μας καθιστά σοφότερους.

Μπερδεμένα πράγματα…

Ένα επιπλέον μπέρδεμα είναι ότι στο ΥΤ ο σύνδεσμος για τον πρώτο από τους 4 μανέδες δίνει ένα βίντεο με το σωστό μεν κομμάτι, αλλά με τον τίτλο «Του Πόνου Μανές (Karapetah Nevah)». Αυτό θα εξετασθεί σε επόμενο μήνυμα.

2 «Μου αρέσει»

Με αυτό, συμφωνώ απόλυτα…

1 «Μου αρέσει»
  1. Καραμπατάκ (?Καραπετάχ) μανέδες.

Μ’ αυτό το μπέρδεμα είχαμε ήδη ασχοληθεί προκαταρκτικά στα μηνύματα #11κ.εξ.. Επειδή όμως το πράγμα είναι πιο σύνθετο, χρειάζεται να γίνει ειδικός λόγος για τους Καραμπατάκ μανέδες. Στο #72 είχα αναρτήσει μια λίστα των μανέδων που είχαν ήδη εξεταστεί ως τότε στο νήμα και όσων απέμεναν προς εξέταση, και μέχρι στιγμής την ακολουθώ. Τώρα όμως θα γίνει μια σφήνα, γιατί οι Καραμπατάκ δεν ήταν σ’ εκείνη τη λίστα.

Πρόκειται για τέσσερις μανέδες του Νταλγκά, που κυκλοφόρησαν ανά ζεύγη σε δύο δίσκους. Οι δίσκοι φαίνεται να έχουν ίδιους τίτλους (πέρα από τυχον ορθογραφικές λεπτομέρειες για τις οποίες έχουμε αβεβαιότητα), δηλαδή και οι δύο έχουν από έναν Χιτζάζ Καραπ. και έναν Νεβά(τ) Καραπ. μανέ. Οι πηγές εμφανίζουν ένα χάος αντιφάσεων, αλλού με λάθος καταγραφές, αλλού με άκριτη αντιγραφή των λαθών, που συχνά δεν είναι καν πιστή αλλά επισωρεύει κι άλλα λάθη, με αποτέλεσμα ακόμη και οι τίτλοι να μην είναι όλοι βέβαιοι. Εν πάση περιπτώσει διαπίστωσα ότι στον ένα δίσκο οι ακριβείς τίτλοι, σύμφωνα με την ετικέτα, είναι «Καραμπατάκ Χετζάζ» (υπότιτλος: «Μανές») και «Καραμπατάκ Νεβάτ» (υπότιτλος: «Μανές»). Την παραθέτει ο Φώτης εδώ, και υπάρχει κι άλλη φωτογραφία (με καλύτερα χρώματα, πολύ φτωχότερη ανάλυση, και αντιγραφή των στοιχείων στο κείμενο της ιστοσελίδας, δυστυχώς όχι χωρίς λάθη) στο discogs - ένα λινκ που δεν ξέρω αν θα υπάρχει για πάντα. Με τέτοιες περίεργες λέξεις βέβαια, καμία εγγύηση ότι κι η ίδια η ετικέτα δεν έχει λάθη.

Οπότε, έχουμε και λέμε:

Ο ένας δίσκος είναι της Pathe Γαλλίας, με αριθμό Χ. 80061, και κυκλοφόρησε το 1928 σύμφωνα με τις τέσσερις μόνιμες πηγές που χρησιμοποιώ, αν και το discogs λέει 1929. Η μία πλευρά έχει τον μανέ «Καραμπατάκ Νεβάτ», που ο Μανιάτης τον λέει Νεβά Καραπετάχ, οι ΡΔ Νεβά Καραπετάχ, η βάση ΣΛ Καραπατάκ Νεβάτ, το φυλλάδιο ΣΛ τον λέει σωστά στο κυρίως σώμα αλλά Καραπετάχ Νεβά στο ευρετήριο (!), ενώ τον βρίσκουμε με παραλλαγές του ίδιου τίτλου και σε δύο βίντεο στο ΥΤ. Αριθμός μήτρας 70.038 (70.088 σύμφωνα με λάθος του discogs). Δίστιχο: Γιατί να μη χαρώ κι εγώ τα μάτια μου πριν κλείσω; / Μάνα με γέννησε κι εμέ, θέλω κι εγώ να ζήσω. Στο ΥΤ ο ανεβάστορας JIM AVAGIANOS έχει ανεβάσει πραγματική βιντεοσκόπηση της αυθεντικής πλάκας καθώς παίζει, με αποτέλεσμα ο μεν ήχος να έχει τις φυσικές φθορές, τα δε δισκογραφικά στοιχεία, επιτέλους, να είναι ακριβή, ενώ πιο καθαρό αλλά με λάθος στοιχεία το ακούμε και σε άλλο βίντεο του basil4426.

Η άλλη πλευρά έχει τον μανέ «Καραμπατάκ Χετζάζ» (Καραπετάχ Χετζάζ κατά τον Μανιάτη, Χιτζάζ Καραπετάχ κατά τους ΡΔιαλ., Καραπετάκ Χετζάζ κατά τη βάση ΣΛ, ενώ στο φυλλάδιο ΣΛ τον βρίσκουμε σωστά και στο ΥΤ υπάρχει και πάλι πολυφωνία), με αριθμό μήτρας 70.039. Δίστιχο: Αφού υπάρχει θάνατος, σκέψου και συλλογίσου, / γλέντα τον ψεύτη το ντουνιά να σκάσουν οι εχθροί σου (ο Μανιάτης εκ παραδρομής δίνει δίστιχο άλλου μανέ με την ίδια αρχή: Αφού υπάρχει θάνατος και το κορμί θα λιώσει, / τι να την κάνω τη ζωή αν είναι κι άλλη τόση;). Στο ΥΤ υπάρχει σε τέσσερα βίντεο, από τους ανεβάστορες basil4426 (με λάθος στοιχεία δίσκου, καθαρισμένο ήχο), MarikaPapagika (ομοίως), 1iakov (ομοίως) και JIM AVAGIANOS (όπως στον Καραμπατάκ Χετζάζ παραπάνω, σωστά στοιχεία).

Του άλλου δίσκου δεν έχω δει τις ετικέτες. Επομένως δεν ξέρω πώς είναι οι ακριβείς τίτλοι (ίδιοι όπως στον πρώτο ή όχι, και αν όχι, πώς). Είναι της ODEON Γερμανίας, με αριθμό
GA-1485, και αβέβαιη χρονολογία: οι ΡΔ λένε 1930, ο Μανιάτης δίνει χρονολογία μόνο για τη μία πλευρά 1929 και την άλλη την έχει αχρονολόγητη (γιατί; - σ’ έναν πίνακα πάντως, εκτός κειμένου, δίνει στη στήλη «ΦΩΝ/ΣΗ» την ακατανόητη ένδειξη «Απρ-05», που επαναλαμβάνεται σε 6-7 ακόμη λήμματα), και όλοι οι άλλοι επίσης δε δίνουν χρονολογία. Αριθμοί μήτρας δεν παραδίδονται για καμία από τις δύο πλευρές.

Τον μανέ της μιας πλευράς τον ονομάζουν Νεβά Καραπετάχ οι ΡΔ, Καραπετάχ Νεβάχ ο Μανιάτης, η βάση ΣΛ και το φυλλάδιο ΣΛ στο κύριο σώμα του, και Καραπετάχ Νεβά το φυλλάδιο ΣΛ στο ευρετήριο. Δίστιχο: Πολλοί 'ναι που πικραίνουνται και φανερά γελούνε, / πόσοι πεθαίνουν με καημό και δεν το μαρτυρούνε. Οι ΡΔ το δίνουν ως «Όσοι κρυφά μαραίνονται και φανερά γελούνε, / όλοι πεθαίνουν με καημό και δεν το μαρτυρούνε», που είναι λάθος καταγραφή αλλά πιθανώς ορθότερη εκδοχή του ίδιου του διστίχου (εννοώ: ο Νταλγκάς δεν το είπε έτσι, αυτό όμως που είπε είναι αρκετά ασαφές, οπότε πιθανώς να είχε στο μυαλό του μια εκδοχή σαν αυτή που «αποκαθιστούν» οι ΡΔ, που είναι άρτια και σαφέστατη, και εκ παραδρομής να το είπε αλλιώς). Δε βρήκα να υπάρχει στο ΥΤ, αντ’ αυτού όμως υπάρχει ένα βίντεο που το έχουμε ήδη συζητήσει παλιότερα (στο #11 του νήματος) με τον Νταλγκά σε άλλον μανέ, που έχει το ίδιο δίστιχο, και που ενώ ο σωστός του τίτλος είναι «Μανές του πόνου», ο ανεβάστορας (Traveler Into The Blue) τον ονομάζει αυθαίρετα «Του Πόνου Μανές(Karapetah Nevah Manes)»

Από τη άλλη είναι ο μανές Χιτζάζ Καραπετάχ (ΡΔ) ή Καραπετάχ Χετζάζ (Μαν., βάση ΣΛ, φυλλ. ΣΛ), με δίστιχο: Με υπομονή και δάκρυα πέρασα τη ζωή μου, / άραγε θα βρεθεί κανείς να γειάνει την πληγή μου; Στο ΥΤ τον έχει ανεβάσει, καθαρισμένο, ο ανεβάστορας Traveler Into The Blue, με τίτλο Χιτζάζ Καραπετάχ Μανές (όπως στους ΡΔ) και χωρίς περαιτέρω στοιχεία.


Μετά απ’ όλη αυτή την πληκτική πλην απαραίτητη εισαγωγή, πάμε στην ουσία:

Και οι τέσσερις μανέδες είναι του κλασικού ανατολίτικου τύπου. Και οι τέσσερις συνοδεύονται από ταξίμι στη λύρα (Λάμπρος Λεονταρίδης) και διακριτική υπόκρουση τσιφτετελιού στο ούτι (Τομπούλης). Ο καθένας από μόνος του δε θα παρέπεμπε σε τυποποιημένη σύνθεση.

Παρά ταύτα, οι δύο Καραμπατάκ Νεβά(τ) μανέδες, όσο κι αν δεν ταυτίζονται, πιστεύω πως αποτελούν αρκετά δημιουργική επεξεργασία του ίδιου βασικού σεναρίου, όπως προδίδουν ορισμένες χαρακτηριστικές μελωδικές φράσεις που είναι κοινές στους δύο και μάλιστα απαντούν στα ίδια σημεία (κατεξοχήν μάλιστα στη μέση του μανέ). Επιπλέον ο πρώτος έχει κι άλλη μια χαρακτηριστική ένδειξη προσχεδιασμένου σεναρίου: οι πρώτες πρώτες δοξαριές της λύρας, στην αρχή του ταξιμιού και του κομματιού, επαναλαμβάνονται ακριβώς από τη φωνή του Νταλγκά όταν μπαίνει με το εναρκτήριο «αμάν», κάτι που δεν είναι πιθανόν να συνέβη τυχαία.

Για τους δύο Χιτζάζ μανέδες είναι πολύ σαφέστερο ότι μοιράζονται την ίδια μελωδία, παρόλο που βέβαια κι εδώ υπάρχει μπόλικος αυτοσχεδιασμός στην τελική εκτέλεση.

Επομένως, προσθέτουμε άλλους δύο μανέδες στη λίστα των επιβεβαιωμένα τυποποιημένων.

Μ’ αυτή την ευκαιρία, σημειώνω εδώ δύο διαπιστώσεις που έκανα από τη σύγκριση αυτών των δύο ζευγαριών από ηχογραφήσεις, οι οποίες πιθανόν να ισχύουν και για όλους τους προηγούμενους μανέδες αλλά αφορούν ζητήματα που δεν είχαν κινήσει την προσοχή μου. Η μία είναι ότι όσο ακολουθούν οι τραγουδιστές μια συγκεκριμένη σύνθεση κι όχι την προσωπική τους αυτοσχεδιαστική διάθεση, άλλο τόσο φαίνεται πως το κάνουν κι οι οργανοπαίχτες με τα ταξίμια τους. Μέχρι τώρα άκουγα με την προσοχή μου στραμμένη αποκλειστικά στο φωνητικό μέρος, προσπερνώντας τα ταξίμια. Τώρα που συνέκρινα και τα ταξίμια, βλέπω ότι ούτε κι αυτά είναι πλήρως αυτοσχέδια. Ίσως αυτό θα έπρεπε να μας κάνει να επανεξετάσουμε και για το ταξίμι κάποιες βεβαιότητές μας. Βέβαια αυτά είναι ταξίμια μακαμίστικα, όχι ρεμπέτικα, και δεν αποκλείεται αυτή μου η διαπίστωση (ότι ένα ταξίμι δεν είναι πάντα αυτοσχέδιο, παρά μπορεί και να αποτελεί ρεπερτόριο και να επανεκτελείται) να ήταν ήδη γνωστή και να αποτελεί κοινό τόπο στους γνώστες της οθωμανικής μουσικής.

Η άλλη διαπίστωση είναι ότι τα πιο σταθερά επαναλαμβανόμενα (από εκτέλεση σε εκτέλεση) σημεία της σύνθεσης κάθε μανέ εντοπίζονται κυρίως στην αρχή της κάθε ενότητας και της κάθε επιμέρους φράσης, ενώ στην εξέλιξή της αρχίσουν οι αυτοσχέδιες αποκλίσεις. Οπωσδήποτε, σταθερές μένουν και οι βαθμίδες έναρξης και λήξης της κάθε επιμέρους φράσης (εννοώ, πέρα από τις γενικές κατευθύνσεις που υπαγορεύουν οι κανόνες του κάθε μακαμιού), στην αρχή όμως των φράσεων βρίσκουμε μελωδικά τμήματα που συμπίπτουν πλήρως από εκτέλεση σε εκτέλεση.


Δεν έχω ιδέα τι σημαίνουν οι τίτλοι Καραμπατάκ κλπ. Χετζάζ είναι συνηθισμένη εναλλακτική μορφή (στα ελληνικά) αντί Χιτζάζ, αλλά το Νεβά να γίνει Νεβάτ μού φαίνεται πιο περίεργο. Τα μόνα αμυδρώς κοντινά στοιχεία που βρήκα είναι ότι η λέξη karabatak στα τούρκικα σημαίνει κορμοράνος (φαλακροκόρακας ή καλικατζού - ένα θαλασσοπούλι), και ότι Karapatak είναι επώνυμο (που υπάρχει άλλωστε και στα ελληνικά, Καραπατάκης).

2 «Μου αρέσει»

Σμυρναίικο Μινόρε: Μια νεότερη και μια σύγχρονη εκτέλεση, που βρήκα ανεβασμένες σε παλιότερη συζήτηση. Αξιόλογες για πολύ διαφιρετικούς λόγους η μία από την άλλη:

α) «Τα Αραπάκια»: βιολί Γιώργος Παντσίδης, μάλλον πρόσφυγας Ανατολικής Θράκης, ούτι Βασίλης αγν. επωνύμου. Άδηλον ποιος από τους δύο τραγουδάει.

22 λεπτά βίντεο με αρκετά τραγούδια. Το Μινόρε είναι το τελευταίο κομμάτι, αλλά για να μπει κανείς στο πνεύμα πρέπει να δει και πιο πριν ή καλύτερα να το δει όλο. Επίσης να δει τα σχόλια στο ΥΤ.

β) Αλέκος Κανδυλιώτης, με συνοδεία Θ. Μπουρή (μπουζούκι), Κ. Ζαφειρίου (μπουζούκι), Κ. Κωτσόπουλου (κιθάρα), 2012.

Οι πρώτοι χάνουν έντονα στο οργανοπαιχτικό σκέλος, αλλά πιο αυθεντικός πεθαίνεις (πραγματικά) - και δε χάνουν καθόλου στο τραγούδι!

Οι δεύτεροι θα έλεγε κανείς από μια άποψη ότι χάνουν σε αυθεντικότητα, αφού κάνουν πιστή αναπαραγωγή του δίσκου, αλά ο τύπος δεν είναι απλώς φωνάρα, είναι κάποιος που ξέρει να τραγουδάει το Σμυρναίικο Μινόρε.

2 «Μου αρέσει»
  1. Μπαμ μανές.

Τίτλος που, απ’ όσο μπόρεσα να διαπιστώσω, κατά λάθος κυκλοφορεί. Το ηχογράφημα στο οποίο αναφέρεται δεν ονομάζεται έτσι. Πρόκειται για έναν μανέ χωρίς τίτλο, πολύ πρόσφατης εκτέλεσης (συγκριτικά με τα μεσοπολεμικά 78άρια που κυρίως εξετάζουμε), 1998, ο οποίος, μαζί με το οργανικό ζεϊμπέκικο «Μπαμ», αποτελεί ένα τρακ που ο δισκογραφικός του τίτλος είναι, απλά και άμεσα, «Αμανές - Μπαμ». Τραγουδάει η Μαριώ.

Κανονικά δε θα έπρεπε να μας απασχολήσει, σε μια παρουσίαση παλιών κυρίως ηχογραφήσεων μανέ. Το θέμα όμως είναι ότι σε διάφορες μεριές στο διαδίκτυο, όπου γίνεται αναφορά σ’ αυτό το κομμάτι, ο τίτλος «Αμανές - Μπαμ» έχει χάσει την παύλα στη μέση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η παρανόηση ότι υπάρχει κάποιος αμανές που ονομάζεται Μπαμ.

Το κομμάτι προέρχεται από τον δίσκο «Μπαγλαμάδες και τζουράδες» (Άνοδος ‎– ΠΜΕ Α 182, 1998) του Δ. Μυστακίδη και του Παύλου Παφρανίδη (+Ταπάκη, Μεταξά), που είναι βασικά οργανικός αλλά κατ’ εξαίρεση ξεκινάει με τον αμανέ αυτόν. Τα στοιχεία του δίσκου εδώ, παρουσίαση εδώ, ολόκληρος ανεβασμένος εδώ.

Πάντως, ακόμη και μετά την άρση της παρανόησης σχετικά με τον τίτλο και το νόημά του, το κομμάτι δεν είναι μανές. Αποτελείται από ενάμιση στίχο, διαρθρωμένο μέσα στη μελωδία κατά τρόπο τελείως διαφορετικό από την κλασική δομή του μανέ, ενώ απουσιάζει εντελώς το χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των μανέδων ότι η μελωδία αναπτύσσεται όχι στα λόγια (αντίθετα, αυτά εκφέρονται σε ελάχιστες νότες, συχνά σε μία όλη κι όλη ανά φράση) αλλά στα αμάν και τα υπόλοιπα επιφωνήματα. Το άκουσμα όλο μαζί παραπέμπει είτε σε βυζαντινή ψαλμωδία είτε σε καθιστικό δημοτικό τραγούδι, πάντως απέχει πολύ από την αισθητική του μανέ. (Edit: Να προσθέσω εκ των υστέρων ότι στα δημοτικά και μάλιστα στα καθιστικά συνηθίζεται πολύ η στροφή από ενάμιση στίχο, «τριημίστιχη» λεγόμενη. Το ξεκρέμαστο ημιστίχιο επαναλαμβάνεται στην επόμενη στροφή και συμπληρώνεται, κ.ο.κ.).

Μια επιπλέον ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει είναι ότι είναι Ραστ, όπως και τα ταξίμια που τον πλαισιώνουν, ενώ το τελικό έρρυθμο γύρισμα είναι το Μπαμ που είναι Χιτζαζκιάρ. Βέβαια κατά τη μετάβαση από το ένα στο άλλο δεν γίνεται αντιληπτή η τροπική ασυνέπεια, γιατί οι πρώτες φράσεις του Μπαμ εκμεταλλεύονται μια από τις δυνατότητες του μακάμ Χιτζαζκιάρ να χρησιμοποιεί διαστήματα που τα έχει και το Ραστ.


  1. Μπέγιογλου μανές.

Μ’ αυτό τον τίτλο έχει βγάλει ο Νταλγκάς δύο ηχογραφήσεις, κι οι δύο το 1929. Για τη μία οι ΡΔ, ο Μανιάτης, το φυλλάδιο ΣΛ και η βάση ΣΛ συμφωνούν ότι ο ακριβής τίτλος είναι Μπέγιογλου Μανεσί (=Μπέγιογλου μανές στα τούρκικα, δηλαδή «ο μανές του γιου του μπέη»). Δίσκος HMV AO-0365, αρ.μήτρας BW-2984-2, δίστιχο: Αν μ’ αρνηθείς δεν έχει πια ο κόσμος μπιστοσύνη, / ούτε θεός υπάρχει πια ούτε δικαιοσύνη. Τον ακούμε και στο ΥΤ.

Την άλλη την έχουν μόνο οι ΡΔ και το φυλλάδιο ΣΛ, όχι ο Μανιάτης και η βάση ΣΛ. Τίτλος Μπέγιογλου μανές, δίσκος Odeon Γερμ. GA-1434, αρ.μ. GO-1442-2, δίστιχο: Σ’ αυτό τον ψεύτικο ντουνιά το καθετί πεθαίνει, / σκέψου κι εσύ, ω άνθρωπε, πως μια κακία μένει. Τον ακούμε μόνο στο ΥΤ.

Δύο μανέδες κιουρδί (σωστά;), κλασικού ανατολίτικου τύπου. Εκ πρώτης όψεως θα ήταν δύσκολο να πει κανείς ότι μοιράζονται την ίδια μελωδία. Στην πρώτη ενότητα ο ένας (Σ’ αυτό τον ψεύτικο ντουνιά…) τονίζει πολύ επίμονα και ξεκάθαρα την 5η βαθμίδα, ενώ ο άλλος (Αν μ’ αρνηθείς…) έχει μεγαλύτερη κινητικότητα. Εντωμεταξύ, το γεγονός ότι οι τονικότητές τους έχουν ακριβώς έναν τόνο διαφορά δυσκολεύει ιδιαίτερα να τους ακούσει κανείς κατ’ αντιπαράθεση, φρασούλα-φρασούλα, ξανακουρδίζοντας συνέχεια τ’ αφτιά του για να μην αποπροσανατολιστεί. Παρά ταύτα, μέσα στην πρώτη ενότητα εμφανίζονται κάποια σύντομα χαρακτηριστικά μελωδικά τμήματα που είναι κοινά μεταξύ των δύο, και αυτά γεννούν την πρώτη υπόνοια ότι πρόκειται για διαφορετική διαπραγμάτευση του ίδιου σεναρίου. Από την έναρξη της δεύτερης ενότητας και μετά, μέχρι το τέλος, η ταύτιση γίνεται πολύ πιο εύκολα και δεν αφήνει πλέον αμφιβολίες ότι πρόκειται για τον ίδιο μανέ.

Άλλος ένας λοιπόν τυποποιημένος μανές, που λόγω αφενός της πολύ πιο αυτοσχεδιαστικής (ως προς την εκτέλεση) φύσης του μακαμίστικου ανατολίτικου μανέ και αφετέρου λόγω της μεγάλης άνεσης του Νταλγκά σ’ αυτό το είδος αυτοσχεδιασμού, γίνεται δυσδιάγνωστος. Πάντως πρέπει να πω ότι αναιρεί τη διαπίστωση που μόλις χτές είχα κάνει:

Εδώ ίσα ίσα οι δύο εκτελέσεις αρχίζουν αλλιώς, στην πορεία της πρώτης ενότητας αρχίζουν δειλά δειλά να συγκλίνουν, και μόνο από τη μέση και μετά φανερώνουν πλέον ξεκάθαρα την κοινή τους μελωδία.

3 «Μου αρέσει»

Δεν έχει βρεθεί η ετικέτα του δίσκου

Βρέθηκε μόνο η ετικέτα της Αγγελικής Καραγιάννη. Δεν νομίζω να είναι μανές.

LIBERTY 29-B

Δεν βρέθηκε αυτή η ετικέτα. Υπάρχει όμως παλαιότερη ηχογράφηση, με τον ίδιο τίτλο αλλά άλλο δίστιχο. Ίσως την έχουμε ανεβάσει αυτή την ετικέτα.

Ο όρος “μανές” δεν υπάρχει στην ετικέτα.

Δεν έχει βρεθεί κάτι

Ομοίως.

Η ηχογράφηση είναι το Φθινόπωρο του 1929. Εκτός από τον τίτλο που περιέχει τον όρο “μανές” και δίπλα του υπάρχει η επεξήγηση “Μανές”.

Χ-80064-Α

Εκτός από τον 18061 της Πατέ που παρουσιάσαμε δεν έχει βρεθεί κάτι άλλο.

Η αναζήτηση δεν απέδωσε καμιά ετικέτα.

3 «Μου αρέσει»

Μπράβο Φώτη!

Λαϊκή μανδολινάτα; Ε ναι, δεν παραπέμπει σε μανέ. Από την άλλη, αν η καταγραφή των στίχων είναι σωστή και όχι, από παραδρομή, στίχοι άλλου τραγουδιού, τότε είναι σοβαρή η πιθανότητα να πρόκειται για τη μελωδία του Χερ Γερ Καράνλικ: δύσκολα θα ταίριαζε σε άλλον σκοπό στίχος μ’ αυτό το ποιητικό μέτρο. Και το Χερ Γερ Καράνλικ επίσης δεν πάει με μαντολινάτα, αλλά γιατί όχι κιόλας; Υπήρχαν και απροσδόκητες ενορχηστρώσεις. (Αλλιώς, η μόνη λογική πιθανότητα είναι να πήραν τα λόγια από το τραγούδι του Νταλγκά και να τους έγραψαν καινούργια μουσική.)

Ποιος να είναι ο Ν. Μίλτον που έκανε το arrangement, και σε τι ακριβώς να συνίσταται αυτό το arrangement άραγε;

:rofl: :joy: !! Γι’ αυτό χρειάζονται οι ετικέτες! Αν και μάλλον το «Ουσάκ μανές» δικό μου λάθος πρέπει να είναι. Επειδή ακριβώς ο μανές είναι πολύ γνωστός και ακουσμένος, και επιπλέον στο περιθώριο της θεματολογίας του νήματος, δεν έψαξα τις σχετικές πηγές με την ίδια προσοχή όπως για τους υπόλοιπους. Αλλά τώρα που το βλέπω, «Ουσάκ - Το Τραγούδι της ξενητειάς», είμαι βέβαιος ότι το 'χω ξαναδεί έτσι, άρα πιθανόν να το 'χω δει και μόνον έτσι και να πρόσθεσα το «μανές» μόνος μου.

2 «Μου αρέσει»
  1. Μπουλμπούλ μανές.

Μία μοναδική ηχογράφηση, με τη Ρόζα. Ο τίτλος παραδίδεται ποικιλοτρόπως: Μπουμπούλ μανές από τον Μανιάτη στο κυρίως κείμενο, Μπουλμπούλ μανές από τον ίδιο στο ευρετήριο καθώς και από τη βάση του ΣΛ, Μπουλπούλ μανές από το φυλλάδιο του ΣΛ, Μπουλ Πουλ manes από τους Ρεμπέτικους Διαλόγους. Λογικά το Μπουλμπούλ πρέπει να είναι το σωστό (τουρκ. bülbül = «αηδόνι»), αλλά ποτέ δεν ξέρεις πώς μπορεί να το έγραψαν στην ετικέτα. Έτσι (Μπουλμπούλ μανές) αναφέρεται και σ’ ένα βίντεο στο ΥΤ.

Δίσκος Odeon Γερμανίας GA-1476 (σύμφωνα και με τις 4 πηγές), και αυτό φαίνεται να είναι το μοναδικό ασφαλές στοιχείο. Για τον αριθμό μήτρας η βάση ΣΛ λέει GO-1449, οι ΡΔ λένε 294452, και οι άλλες δύο πηγές τίποτε (ο Μανιάτης έτσι κι αλλιώς δεν έχει ποτέ αριθμούς μήτρας), για δε τη χρονολογία ο Μανιάτης 1929, η βάση ΣΛ και οι ΡΔ 1930 (και το ΥΤ επίσης), και το φυλλάδιο ΣΛ τίποτε. Στίχος: Πληγές ν’ ανοίξεις πολεμάς στο στήθος μου επάνω, / δεν ξεύρω τι θα ωφεληθείς, εάν εγώ πεθάνω.

Μαγευτικός Ραστ μανές, κλασικού ανατολίτικου τύπου. Έχει τη σπάνια ιδιορρυθμία να εκτυλίσσεται ολόκληρος μέσα σε έκταση μιας έκτης: είναι ουσιαστικά ένα 5χορδο Ραστ, με τη βαθμίδα πάνω από την κορυφή του 5χ (το Λα, αν Ραστ=Ντο) να ακούγεται σε τρία-τέσσερα σημεία ως ψηλοκρεμαστή προσέγγιση της 5ης, και μία μοναδική φορά ως αυθύπαρκτη και κάπως τονισμένη νότα. Η βαθμίδα κάτω από την τονική (Σι), ούτε άπαξ. Έχει όμως τόση τέχνη η σύνθεση και η ερμηνεία της Ρόζας ώστε δίνεται η εντύπωση μιας αχανούς περιπλάνησης σε πολύ μεγαλύτερη έκταση. Στα οργανικά ταξίμια υπάρχει κάπως μεγαλύτερη ελευθερία: ακούγεται και λίγη 7η (Σι ύφεση) και, νομίζω, κι ένα φευγαλέο στολίδι που εγγίζει και την οκτάβα.

Παραμερίζοντας τον μαγικό πέπλο της μουσικής και προσεγγίζοντας τον μανέ πιο τεχνοκρατικά, διαπιστώνουμε ότι είναι ξεκάθαρα προσχεδιασμένος. Πέρα από ένα εκτενές αμάν-αμάν στην εισαγωγή, περιλαμβάνει δύο ενότητες (η πρώτη για τον πρώτο στίχο και η δεύτερη για την επανάληψη του β’ ημιστιχίου και για τον δεύτερο στίχο), οι οποίες ταυτίζονται πλήρως μεταξύ τους. Μάλιστα η μελωδική φράση που χρησιμοποιείται και στις δύο ως κατακλείδα είναι επίσης κατακλείδα και της φωνητικής εισαγωγής, δηλαδή ακούγεται τρεις φορές συνολικά, ενώ και το ταξίμι μετά την φωνητική εισαγωγή ακολουθεί, ελαφρώς παραλλαγμένα, τα πατήματα της ίδιας της φωνητικής εισαγωγής.

5 «Μου αρέσει»

Στην ετικέτα διαβάζουμε “ΜΑΝΕΣΙ”.

GA 1476  A

Μάλλον του 1930 είναι.

Φώτη, στη φτγρ βλέπω τον πρώτο από αυτούς τους δύο αριθμούς, GO-1449, ο οποίος άρα είναι ο σωστός. Βλέπω όμως κι ένα A 190301 b. Αυτό τι είναι; Όπως κι έναν δυσδιάκριτο αριθμό χαραγμένο πάνω στο σελάκ, ίσως με δύο τεσσάρια (μήπως αυτό είναι το 294452;).

O GO-1449 είναι ο αριθμός μήτρας/ηχογράφησης
Ο GA-1476 είναι ο αριθμός δίσκου/κυκλοφορίας

Ο Α 190301 είναι ο αριθμός της σειράς που καθιέρωσε το 1927 η ODEON. Η σειρά αυτή είναι άσχετη με τον αριθμό δίσκου/κυκλοφορίας ή με τον αριθμό μήτρας/ηχογράφησης.

Είχα αναφερθεί σε αυτή τη σειρά και στο νήμα Απαγορευμένες ουσίες σε τανγκό του Μεσοπολέμου...

Η συγκεκριμένη σειρά ( Α 190000) κράτησε μέχρι το 1938, και κυκλοφόρησαν περίπου 1.000 δίσκοι με 2.000 τραγούδια. Όταν ο αριθμός έφτασε στο Α-190999, η σειρά σταμάτησε.

Από το 1938 αλλάζει νούμερα και εμφανίζεται η καινούρια, που έχει αριθμό Α-247000. Αυτή η σειρά κράτησε μέχρι και τους πρώτους μεταπολεμικούς δίσκους με 240 περίπου κυκλοφορίες δίσκων.

Μετά από αυτή την χρονική περίοδο (1946), η ODEON σταμάτησε να βγάζει νέες σειρές και στους δίσκους εμφανίζονται μόνο οι αριθμοί μήτρας/ηχογράφησης και δίσκου/κυκλοφορίας.

Τέλος ο χαραγμένος αριθμός με τα δύο τεσσάρια που βλέπεις, στο περιθώριο του δίσκου, είναι ο αριθμός μήτρας GO-1449.

Έτσι ο αριθμός 294452 δεν ξέρω από που προέρχεται και μάλλον είναι λάθος.

1 «Μου αρέσει»

Πολύ ωραία, διευθετήθηκε κι αυτό.

Πάντως σύμφωνα με την αναζήτηση τέτοιος αριθμός δεν υπάρχει ως τίποτε στο Σίλαμπς, ούτε στη βάση ούτε στο φυλλάδιο. Ούτε εμφανίζεται δεύτερη φορά στους ΡεμπΔιαλόγους. Είχα σκεφτεί μήπως μπήκε εκ παραδρομής ως αριθμός μήτρας άλλου κομματιού -συμβαίνει καμιά φορά- αλλά εδώ δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.

Δεν έχω και την εξοικείωση που θα μου επέτρεπε να πω αν μοιάζει για αριθμός μήτρας ή για κάτι άλλο.

Δεν υπάρχει ούτε στη βάση ούτε στο φυλλάδιο γιατί κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στην ετικέτα του δίσκου. Ούτε στο περιθώριο ανάμεσα στα αυλάκια του δίσκου και στην ετικέτα. Είναι άσχετος αριθμός.

Υποψιάζομαι ότι μπήκε εκ παραδρομής στους Ρ.Δ. οι οποίοι έχουν συχνά τέτοια λάθη.

Ο αριθμός αυτός (294452) μας παραπέμπει σε αριθμό μήτρας από αμερικάνικο δίσκο αλλά δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα.

  1. Ντερτ(ι)λί μανέδες.

Ονομασία ή προσδιορισμός τριών μανέδων που δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους.

α) Νταλγκάς 1928. Τίτλος «Ντερτιλί μανές» κατά Μανιάτη και φυλλάδιο Σίλαμπς, «Ντερτλί μανές» κατά τη βάση Σίλαμπς, τους Ρεμπ. Διαλόγους και το ΥΤ. Δίσκος Polydor Γερμανίας V-50502 (βάση ΣΛ) ή V-50501 (όλες οι υπόλοιπες πηγές), αρ. μ. 1164-BF. Δίστιχο: Τίποτις δεν απόκτησα στα χρόνια τα δικά μου, / μόνο το αχ μου έμεινε και το ’χω στην καρδιά μου.

Σαμπάχ μανές κλασικού ανατολίτικου τύπου. Σόλο Νταλγκάς εναλλασσόμενος με λύρα Λεονταρίδη, χωρίς καμία άλλη συνοδεία. Σαφώς συγκεκριμένη σύνθεση, με κάποια μοτίβα ή ολόκληρες φράσεις να επαναλαμβάνονται σε καίρια σημεία (π.χ. το εισαγωγικό ταξίμι, το εναρκτήριο Αμάν, το ταξίμι μεταξύ πρώτης και δεύτερης ενότητας και το καταληκτήριο ταξίμι στο τέλος της ηχογράφησης, όλα αυτά είναι βασικά η ίδια μελωδία). Εδώ έχουμε πλήρη δομή με διακριτές και διαφορετικές τις τρεις ενότητες του μανέ, κάτι που θεωρείται κλασική δομή αλλά είχαμε καιρό να το συναντήσουμε, καθώς συχνά η δεύτερη ενότητα είναι συγχωνευμένη με την τρίτη και/ή η πρώτη ίδια με την τελευταία.

β) Νταλγκάς 1931. Τίτλος «Χουζάμ Ντερτλί μανές» (ή Ντερτιλί, κατά ΡΔιαλ.). Δίσκος HMV AO-1002, αρ.μ. OW-84. Δίστιχο: Λένε σκληρό τον θάνατο που την ζωή μας σβήνει, / σκληρός είναι για μένανε που στη ζωή μ’ αφήνει.

Τον ακούμε στη βάση ΣΛ και στο ΥΤ.

Χουζάμ μανές, ανατολίτικου τύπου, πάλι με τρεις διακριτές και διαφορετικές ενότητες. Πιο ποικίλη μελωδία από του προηγούμενου, αλλά και πάλι προσχεδιασμένη. Εδώ μας το μαρτυρεί μια χαρακτηριστική κατεβασιά της κλίμακας (που μάλιστα δεν είναι Χουζάμ αλλά -εδώ- Σεγκιάχ, μία που θυμίζει λίγο Τσακιτζή), που την επαναλαμβάνουν ο Νταλγκάς στο κλείσιμο της πρώτης και της τρίτης ενότητάς του και η λύρα (Λεονταρίδης πάλι) στο γενικό κλείσιμο του κομματιού.

γ) Ρόζα 1932. Τίτλος «Ντερντλή Χετζάζ μανές» (Μαν.), «Ντερτλή Χετζάζ μανές» (βάση ΣΛ), «Ντερτλί Χετζάζ μανές» (φυλλ. ΣΛ), «Ντερτλί Χιτζάζ manes» (ΡΔ), «Ντερτλί - Χετζάζ μανές» (ΥΤ). Όσοι γιατροί, τόσες γνώμες. Δίσκος Parlophone B-21662, αρ.μ. 101293. Δίστιχο: Μήπως νομίζεις, άνθρωπε, με τα βουνά θα ζήσεις, / και πλούτη ατελείωτα γυρεύεις ν’ αποκτήσεις;

Αντιγράφω από τη βάση ΣΛ:

Από τους λίγους επώνυμους μανέδες, στο όνομα του Παν. Τούντα. Ιδιότυπη ορχήστρα με λύρα που ξεκινάει το οργανικό μέρος του μανέ και συνεχίζει με το βιολί του ο Γιάννης Δραγάτσης, ενώ στο κανονάκι ο περίφημος Νίκος Στεφανίδης (1895-1983), από τις επιφανέστερες μουσικές μορφές της Ανατολής, και από τις λίγες συμμετοχές του στη δισκογραφία των 78 στροφών.

Πρέπει να πω ότι δεν είμαι βέβαιος αν ακούω λύρα. Και δεν ξέρω από πού προκύπτουν τα ονόματα του Ογδοντάκη (Δραγάτση) και του Στεφανίδη: αν τα έχει η ετικέτα, δε θα έγραφε και τον λυράρη, που εδώ μένει ανώνυμος;

Χιτζάζ μανές ανατολίτικου τύπου. Εδώ -κάτι ασυνήθιστο- έχουμε τέσσερις ενότητες, καθώς το εναρκτήριο Αμάν αυτονομείται, με δικό του ταξίμι - ανταπόκριση πριν την κυρίως πρώτη ενότητα. Και πάλι μανές με συγκεκριμένη σύνθεση: παρόμοια όπως στον πρώτο μανέ, τον σαμπάχ του Νταλγκά, υπάρχει κι εδώ ένα χαρακτηριστικό σημείο -ένα που μοιάζει σαν ελεύθερη ανάπτυξη της μελωδίας «Μάνα μου τα λουλούδια μου», με τη χαρακτηριστική στάση στη δεύτερη βαθμίδα- που επαναλαμβάνεται αρκετές φορές από τη Ρόζα και από το βιολί (και την «ίσως-λύρα»). Εξαιρείται όμως το κανονάκι, που αυτοσχεδιάζει ελεύθερα - ίσως δεν ήταν στις πρόβες. Στο τέλος, γύρισμα σε οργανικό τσιφτετέλι που δεν μπορώ να πω αν το βιολί το ήξερε ή το αυτοσχεδίαζε ή κάτι μεταξύ των δύο, πάντως το κανονάκι δεν το ήξερε και κρατάει μια ουδέτερη ρυθμική συνοδεία, όσο για τη λύρα, αν υπήρχε πριν, σίγουρα εδώ απουσιάζει.

2 «Μου αρέσει»
  1. Πεστιμο μενές.

Περίεργη περίπτωση. Κατ’ αρχήν, η άγνωστη αυτή λέξη δεν ξέρω πώς τονίζεται, γι’ αυτό την αφήνω άτονη. Αλλά το θέμα δεν είναι εκεί.

Μ’ αυτό τον τίτλο υπάρχει μια ηχογράφηση στο ΣΛ (όπου το γράφουν οξύτονο, «Πεστιμό»), με τον Δημήτρη Ατραΐδη, 1931, δίσκος Polydor Γερμανίας V-51045, δίστιχο: Τίποτα δεν φοβήθηκα σ’ αυτή την κοινωνία, / τον κόσμο τον διπρόσωπο και την αχαριστία.

Η ίδια ακριβώς όμως ηχογράφηση ξαναϋπάρχει στο ΣΛ, με άλλο τίτλο και τελείως άλλα στοιχεία, τα οποία μεταφέρω:

Ουσάκ νεβά Μανές. […] Σύνθεση, στίχοι Δ. Ατραΐδης, στο ούτι ο Γ. Σούλης. Η ηχογράφηση έγινε στο σπίτι του Μάρκου Δραγούμη, στην Αθήνα το 1960.

Η ηχογράφηση υπάρχει και στο ΥΤ, όπου δίνονται τα στοιχεία του δίσκου όπως στην πρώτη καταχώρηση του ΣΛ αλλά ο τίτλος είναι «Πεστιμο Ουσάκ Νεβά μανές», δηλαδή και οι δύο τίτλοι μαζί.

Μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι ηχογράφηση 78 στροφών με τίτλο «Πεστιμο μανές», με τον Ατραΐδη, και με αυτό το δίστιχο, υπήρξε όντως, γιατί τη δίνουν με τα ίδια στοιχεία και ο Μανιάτης και το φυλλάδιο ΣΛ και οι Ρεμπέτικοι Διάλογοι. Κανείς δε φαίνεται να γνωρίζει τον αριθμό μήτρας, και το φυλλάδιο ΣΛ ούτε τη χρονολογία, αλλά οι υπόλοιποι συμφωνούν στο 1931 και όλοι στον αριθμό δίσκου.

Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρόκειται οπωσδήποτε για τη συγκεκριμένη ηχογράφηση. Να σημειώσουμε ότι (όπως έχει ήδη διαπιστώσει ένας σχολιαστής στο ΥΤ) η διάρκεια είναι 4’34’’ (στο ΣΛ 4’38’'), κάτι ασυνήθιστο για δίσκο 78 στροφών αλλά νομίζω όχι αδύνατον. (Τεσσεράμισι λεπτά ήταν εφικτό με κάτι μεγαλύτερους δίσκους που τους ήξερα κυρίως ως αμερικάνικους, βάλε να 'χει η ψηφιοποίηση και λίγο κενό πριν και μετά…). Πέραν αυτού δε βρίσκω καμία ένδειξη που να καθιστά πιθανότερη τη μία ή την άλλη εκδοχή, δίσκος του '31 ή σπιτική καταγραφή το '60. Μόνο ίσως ότι, παρόλο που δεν ξέρω τι είναι το Ουσάκ Νεβά, δε νομίζω ότι αυτό που ακούω θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι, αφού είναι ένα Ουσάκ χωρίς καμία έμφαση στη βαθμίδα Νεβά (την 4η) αλλά, αντιθέτως, όλο στην 5η, το Χουσεϊνί (χωρίς όμως να είναι μακάμ Χουσεϊνί). Ο ουτίστας πράγματι προσφωνείται Γιάννης, όπως ο Σούλης, ο οποίος άλλωστε ήταν εξίσου μάχιμος και το '30 και το '60 (βιογρ.), αλλά το σπάνιο αυτό βαφτιστικό δεν ξέρω αν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλείς ταυτίσεις.

Για το αν είναι αυτοσχέδιος ή προσυντεθειμένος δεν μπορώ να αποφανθώ.

Τέλος, σημειώνω ότι ένας τελείως άσχετος μανές με τη Ρόζα, 1969 (τίτλος Σαμπάχ μανές, στο όνομα του Δημήτρη Μανησαλή, δίσκοι 45 στροφών RCA Victor 48g-2662 και OLYMPIC OE 75084), με το ίδιο δίστιχο, εμφανίζεται εσφαλμένα στο ΥΤ με τον τίτλο «Πεστιμό μανές (Σαμπάχ μανές)», και με τα σωστά στοιχεία κατά τα άλλα. Παραδρομή από κάποιον που συμβουλεύτηκε μεν τις πηγές αλλά δεν ήξερε να τις καταλάβει: βρήκε δηλαδή ότι αλλού υπάρχει και μανές με τίτλο «Πεστιμο» και με το ίδιο δίστιχο, δεν ήξερε όμως ότι επ’ ουδενί ο δισκογραφικός τίτλος ενός μανέ δε συνδέεται με τον στίχο αλλά με τη μουσική (καλά, δε λέμε βέβαια την περίπτωση που η αρχή του στίχου έχει χρησιμοποιηθεί αυτούσια ως τίτλος), που εδώ είναι τελείως άλλη.

2 «Μου αρέσει»