Το ρεμπέτικο, ο Πειραιάς, το γιαχνί σοκάκι

Κι άλλο «ξεκρέμαστο» κομμάτι βρήκα σήμερα, ας το αναρτήσω και αυτό προσωρινά εδώ, στο φιλόξενο χώρο του Ρεμπέτικου φόρουμ…

Το ρεμπέτικο, ο Πειραιάς, το γιαχνί σοκάκι

Κέντρο του Πειραιά, Γιαχνί σοκάκι, πιο κέντρο δεν γίνεται. Οι γεροντότεροι, όπως εγώ , θυμούνται τον παλιό Πειραιά, ιδιαίτερα το κέντρο της πόλης, στο οποίο δέσποζε βέβαια το «Ρολόι», το κτήριο του δημαρχείου. Γκρεμίστηκε δυστυχώς, σε κάποιαν άτυχη για τον παλιό Πειραιά στιγμή της ιστορίας του και ο χώρος ισοπεδώθηκε. Έφυγαν και οι αναρίθμητες, για το μυαλουδάκι μου ως μικρού παιδιού, καρέκλες του καφενείου, όπου περιμέναμε να έρθει το όποιο βαπόρι, απολαμβάνοντας βεβαίως το «υποβρύχιό μας», ένα κουταλάκι με γλυκό μαστίχας βουτηγμένο σε ένα ποτήρι κρύο νερό και με θέα το Ρολόι και τα καράβια.
Γκρεμίστηκε επίσης και ένα μεγάλο κτίριο που η πρόσοψή του έβλεπε το λιμάνι, αλλά η προς το εσωτερικό της πόλης πλευρά του ήταν πάνω στο Γιαχνί σοκάκι, η «οικία Μιαούλη» όπως λεγόταν (Ακτή Μιαούλη!). Πράγματι, ο ναύαρχος Μιαούλης το έχτισε για να κατοικήσει εκεί αλλά δεν πρόλαβε, πέθανε πριν ολοκληρωθεί το κτίριο. Οι δεισιδαιμονίες της εποχής ήθελαν τους καλόγερους της μονής Αγίου Σπυρίδωνος, που δεν υπήρχε πλέον, να παραπονούνται σε οραματικές τους εμφανίσεις, ότι ο ναύαρχος τους χαλάει τη θέα και, πράγματι, όταν το κτίριο κάποτε γκρεμίστηκε, η εκκλησία είδε επιτέλους το λιμάνι.
Ο Πειραιάς ξεκίνησε τη σημερινή του, δεύτερη ζωή ως μία ερημική, άνυδρη και άδενδρη περιοχή που όμως διέθετε κάποιο προσόν: έναν μεγάλον όρμο, προφυλαγμένο από τους ανέμους και πολύ κατάλληλο για αγκυροβόλιο. Έτσι οι Βενετσιάνοι, κατακτητές της ευρύτερης περιοχής για αρκετά μεγάλη περίοδο, ονόμασαν το λιμάνι αυτό Πόρτο Λεόνε, με σήμα βεβαίως ένα μαρμάρινο λιοντάρι που ο Μοροζίνι δεν παρέλειψε, πάντως, να το κουβαλήσει στη Βενετία όπου και συνεχίζει τη «ζωή» του ως σήμερα. Αλλά και στα τούρκικα, η ονομασία της περιοχής ήταν Ασλάν λιμάν. Άλλη μία ονομασία που καταγράφηκε είναι η «δογάνα», αφού κάποια στιγμή, επί Ενετών, το λιμάνι απέκτησε και τελωνείο, στα ιταλικά dogana και, τέλος, υπήρξε και η ονομασία Πόρτο Δράκο ή σκέτο Δράκος. Ο Πειραιάς, σε όλη τη διάρκεια της βενετσιάνικης κατοχής αλλά και επί τουρκοκρατίας, ποτέ δεν έγινε οικισμός ή έστω, μικρό χωριό. Με τη μεταφορά, όμως, της πρωτεύουσας του μικρού μας και νεαρού βασιλείου από το Ναύπλιο στην Αθήνα, η περιοχή έμελλε να αλλάξει. Προγραμματίστηκε εδώ ένα κανονικό, χτιστό λιμάνι και πόλη ολόκληρη, που θα στηρίξει τη λειτουργία του. Η ονομασία τους: Πειραιάς, ξεθαμμένη από τα αρχαία μας μεγαλεία.
Ο Πειραιάς σχεδιάστηκε, στο αρχικό του μικρό μέγεθος, από τους γνωστούς αρχιτέκτονες της βαυαρικής αυλής Κλεάνθη και Σάουμπερτ και η εξέλιξη του μέχρι να γίνει μια μεγάλη πόλη, ήταν γρήγορη. Σύντομα απέκτησε όψη σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλης, με τα νεοκλασικά του στο κέντρο (τα σπίτια του Τσίλερ στο Πασαλιμάνι άφησαν ιστορία) αλλά και τις φτωχογειτονιές, που χτίστηκαν, όχι βέβαια με αρχιτεκτονικό σχεδιασμό αλλά με τον ιδρώτα και το αίμα των μελλοντικών τους κατοίκων, που άρχισαν να καταφτάνουν στο λιμάνι προσδοκώντας να βρουν - … ένα κομμάτι ψωμί. Σε αυτούς προστέθηκε, μετά το 1922, και μεγάλος αριθμός προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά, σήμερα Νίκαια, και σε άλλες περιοχές.
Για να δούμε όμως, πώς συνδέθηκε ο Πειραιάς με το ρεμπέτικο τραγούδι. Συνδέθηκε; Όχι μόνο συνδέθηκε αλλά, Πειραιάς και ρεμπέτικο πάνε παρέα. Όπου και αν βρισκόταν κανείς, από την εποχή με τους μάγκες τους παλιούς, μέσ’ στο Γιαχνί Σοκάκι και σχεδόν μέχρι σήμερα, αλλά και παντού στην πόλη, στις συνοικίες εκείνες βέβαια, όπου τα σπίτια δεν ήταν δίπατα και τρίπατα και δεν είχαν πιάνο, μπουζούκι θα άκουγε. Μπουζούκια και μπαγλαμάδες, παιγμένα από εκατοντάδες αφανείς λαϊκούς μουσικούς, που έπαιζαν τα γνωστά από τις αρχές του 19ου αιώνα, ίσως και νωρίτερα, τραγούδια που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως μουρμούρικα (γιατί τα μουρμούριζαν με χαμηλή φωνή οι φυλακισμένοι), αλλά και με άλλα ονόματα όπως αντάμικα (αντάμ = ο άντρας στα τούρκικα, δηλαδή αντρικά τραγούδια), κουτσαβάκικα, σερέτικα (βαρειά, σέρτικο τσιγάρο) που έφτιαξαν το υπόστρωμα πάνω στο οποίο ο Μάρκος Βαμβακάρης και εκείνοι που ακολούθησαν, έστησαν το ρωμαλέο και χαρακτηριστικό είδος λαϊκού τραγουδιού που σήμερα ονομάζουμε Πειραιώτικο Ρεμπέτικο.
Πράγματι ο Μάρκος Βαμβακάρης, που του έμελλε να γίνει αυτό που λέμε πιά «Πατριάρχης του Ρεμπέτικου», το έσκασε από το πατρικό του σπίτι στη Σύρο και ήρθε κρυφά στον Πειραιά το 1917, σε ηλικία 13 χρόνων. Εγκαταστάθηκε σε όποια τρύπα κατάφερε να βρει και άρχισε να δουλεύει όπου έβρισκε, για να επιζήσει. Κάρβουνο κουβάλαγε, χαμάλης έγινε και παραλίγο να τον πατήσει και το τραμ, μαζί με το κρεβάτι που κουβάλαγε στην πλάτη του, εκδορέας στα σφαγεία κατέληξε. Την καλλιτεχνική φλέβα όμως την κουβαλούσε μέσα του από βρέφος και έτσι, όταν κάπου στα 19 – 20 χρόνια του άκουσε έναν παλαιό ερασιτέχνη μουσικό, φίλο του πατέρα του, κάποιον Νίκο Αϊβαλιώτη, να παίζει μπουζούκι, ορκίστηκε να σπάσει τα δάχτυλα των χεριών του με την τσατήρα του χασάπη, αν δεν καταφέρει να μάθει και αυτός μπουζούκι. Δεν χρειάστηκε βέβαια, σύντομα έγινε ο Μάρκος που ξέρουμε και ο ίδιος ο μπαρμπα Νίκος παραδέχτηκε ότι ο ίδιος δεν παίζει τόσο καλά.
Έτσι λοιπόν ο Μάρκος ξεκίνησε να γράφει τραγούδια δικά του, που τα έπαιζε για τους φίλους του στους ντεκέδες. Ναι, στον Πειραιά λειτουργούσαν, κρυφά απ’ την αστυνομία συνήθως, πολλά από αυτά τα στέκια στα οποία οι άνθρωποι που η «καθωσπρέπει» κοινωνία δεν είχε θελήσει να τους δεχτεί, βρίσκονταν, προσπαθούσαν όλοι μαζί να ξεχάσουν τον πόνο τους καπνίζοντας το διεγερτικό χόρτο, το χασίς, έπαιζαν και τραγούδαγαν τα δικά τους τραγούδια. Δεν ήταν μόνος του. Το μεράκι αυτό το είχαν πολλοί, στις φτωχικές γειτονιές του Πειραιά. Κάποιοι, ελάχιστοι όπως ο Σπαχάνης με τ’ όνομα, κατάφεραν να φτάσουν και στις δισκογραφικές εταιρίες και να καμαρώσουν και δίσκο γραμμοφώνου με τ’ όνομά τους.
Η αγορά όμως, δεν ήταν ανοιχτή σε αυτά τα άγνωστα φτωχόπαιδα, που μπορούσαν να γρατζουνάνε το μικρό αυτό οργανάκι. Ανήκε στα «μεγαθήρια» της εποχής: Τον Περιστέρη, τον Τούντα και άλλους πολλούς, της λεγόμενης Σμυρναίικης σχολής, των τραγουδιών δηλαδή που αντιπροσώπευαν κυρίως το ύφος που ήξεραν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες πολύ καλά και το μετέφεραν στις νέες, αναγκαστικές τους πατρίδες. Ένα ύφος χαρακτηριστικό των Ελλήνων της Σμύρνης (αλλά και της Κων/λης, που λες και μουσικολογικά τις συνέδεε αερογέφυρα), με τραγούδια γραμμένα πάνω στα μακάμια της Οθωμανικής μουσικής, χωρίς εκείνο το βαρύ επίσημο ένδυμα της οθωμανικής αυλικής παράδοσης αλλά σε ύφος ανάλαφρο και πεταχτό. Ένα ύφος ανατολίτικο αλλά και ελληνικό συγχρόνως, από μουσικούς σπουδαγμένους, που ήξεραν στα δάχτυλα και την ανατολίτικη και την ευρωπαϊκή μουσική, και όχι σπάνια ταξίδευαν καλεσμένοι από ευρωπαϊκά ωδεία να παίξουν ως σολίστες μαζί με καθιερωμένες ορχήστρες ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων.
Έτσι, όταν ο Μάρκος κατάφερε και αυτός, μαζί με το φίλο και συμπαίκτη του Γιώργο Τσώρο ή, όπως όλοι τον ήξεραν, Αμπάτη ή Μπάτη, να περάσει το κατώφλι του φωνοληπτικού στούντιο και να γράψουν κάποια από τα τραγούδια τους, δεν βρήκαν από τις φωνογραφικές εταιρίες την αποδοχή που θα ήθελαν. Οι ηχογραφήσεις τους έμειναν στα ράφια των εταιριών, που δίσταζαν να βγάλουν στην αγορά κομμάτια με πρωταγωνιστή το μπουζούκι, το λαϊκό όργανο που οι αστοί είχαν ταυτίσει με τους τεκέδες και τις παραβατικές συμπεριφορές. Μόνο όταν ένα οργανικό κομμάτι, ηχογραφημένο στην Αμερική από Έλληνες μετανάστες έσπασε ταμεία, μόνο τότε άρχισαν οι αρμόδιοι των εταιριών να ψάχνουν για εκείνο το ψηλό ομορφόπαιδο που τον έλεγαν Μάρκο, που οι ηχογραφήσεις του θύμιζαν το ύφος του κομματιού «Το μινόρε του τεκέ», με τον Ιωάννη Χαλικιά στο μπουζούκι και τον Σοφοκλή Μιχελίδη στην κιθάρα.
Αυτό ακριβώς, όμως, το γεγονός του 1932 ήταν εκείνο που έμελλε να αλλάξει το ύφος της ελληνικής λαϊκής μουσικής: Από τα σαντουρόβιολα των Σμυρναίικων, ερχόμαστε στο πειραιώτικο ύφος και την ξακουστή τετράδα του Πειραιώς, τους Μάρκο Βαμβακάρη, Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή και Ανέστο Δελιά. Ο δρόμος άνοιξε και, πλέον, τίποτα δεν σταμάτησε την πορεία του καινούργιου ύφους: μόλις δύο καλοκαίρια αργότερα, στο μεγαλύτερο κέντρο λαϊκής μουσικής της Ελλάδας, τη «Μάντρα του Σαραντόπουλου» στην Ανάσταση του Πειραιά, η ορχήστρα με τα σαντουρόβιολα παύεται και στη θέση της παίζουν, για ολόκληρο το καλοκαίρι, τα παιδιά της «ξακουστής τετράδας». – «Μεγάλη δουλειά!», σημειώνει με συνείδηση της σοβαρότητας της επιτυχίας τους αυτής, ο ίδιος ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του.
Ο δρόμος άνοιξε, λοιπόν. Και δεν άργησαν πλέον να εμφανιστούν, ο ένας μετά τον άλλον, όλοι εκείνοι που συνέβαλαν στην παγίωση του ύφους και τη στερέωση του νέου είδους λαϊκού τραγουδιού: Ο Δημήτρης Γκόγκος, γνωστός ως Μπαγιαντέρας (επειδή του άρεσε η όπερα «Λα μπαγιαντέρα» (η χορεύτρια), ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ό Στέλιος Κερομύτης, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Μανώλης Χιώτης, ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Στέλιος Χρυσίνης και τόσοι άλλοι ακόμα, σημαντικότατοι μουσικοί. Αργότερα, μετά την Κατοχή, προστίθενται και άλλοι πολλοί σημαντικοί μουσικοί όπως οι Γιώργος Μητσάκης, Απόστολος Καλδάρας, Σταύρος Τζουανάκος… Το ρεμπέτικο βρίσκεται πλέον στην πρώτη θέση, με μεγάλη διαφορά, στις πωλήσεις δίσκων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι αποκτά πολλούς εχθρούς: Τα σωματεία των μουσικών ζητούν επιτακτικά από την πολιτεία να εξαφανίσει αυτό το «χυδαίον μουσικόν είδος, το αδόμενον υπό χασισοποτών και άλλων αποβρασμάτων της κοινωνίας». Βέβαια, γιατί έβλεπαν να χάνουν το καθημερινό τους ψωμί, που τους το έκλεβαν κάποιοι που δεν ήξεραν ούτε τα ονόματα των φθόγγων, από ντό μέχρι σι… Από την άλλη όμως, εμφανίστηκε ξαφνικά ένας νεαρότατος (24 ετών!) ταλαντούχος και ανερχόμενος συνθέτης της ελαφράς μουσικής, που άκουγε στο όνομα Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος με μία διάλεξή του, ένα βράδυ του Ιανουαρίου του 1949, υπερασπίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι και το συνδέει ευθέως με τη βυζαντινή μουσική. Αυτά συμβαίνουν στο «προπύργιον» της αθηναϊκής μεγαλοαστικής τάξης, το θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Να σημειώσουμε, αξίζει να το προσέξουμε αυτό, ότι ο Χατζιδάκις κάλεσε, να παίξουν και να τραγουδήσουν στο πλαίσιο της διάλεξής του, τον Μάρκο Βαμβακάρη και την νεαρή αλλά ικανότατη τραγουδίστρια Σωτηρία Μπέλου. Δυστυχώς, πάντως, ενώ το κείμενο της διάλεξης διασώθηκε, δεν ξέρουμε ποια τραγούδια παίχτηκαν / τραγουδήθηκαν, κάτι που σίγουρα θα είχε επιβλέψει ο επιμελέστατος από τότε, σε αυτά, Χατζιδάκις.
Άρχισαν λοιπόν, μετά τη διάλεξη αυτή, να ενδιαφέρονται για το μέχρι τότε αποδιοπομπαίο, για την αστική τάξη, μουσικό αυτό είδος, αρκετοί διανοούμενοι της εποχής. Ακολούθησαν όλοι όσοι επιλέγουν τον μιμητισμό για να εκφραστούν και έτσι, δεν είναι περίεργο που μέσα στο 1949 κυκλοφορεί δίσκος του Μάρκου, που τονίζει το σημαντικότατο για κείνον γεγονός ότι από το Κολωνάκι ξεκινούν κούρσες της πολυτελείας, με επιβάτες κύριους της αριστοκρατίας και νόστιμες κοπέλες διαλεχτές, να κατεβούν στις Τζιτζιφιές για να ακούσουν τις καλύτερες πενιές. Ούτε μας ξενίζει το ότι σύντομα εμφανίζεται μία καινούργια υποκατηγορία στο είδος αυτό, τα λεγόμενα «αρχοντορεμπέτικα».
Η συνέχεια είναι, λίγο πολύ, γνωστή: στη δεκαετία του 50, όπως βέβαια και σ’ εκείνην του ΄40, βγαίνουν αριστουργήματα. Όμως από το 60 και μετά, πολύ χοντρικά, το ύφος αλλάζει, το τετράχορδο μπουζούκι διαδίδεται ταχύτατα, και σε λίγο κανείς πλέον δεν θα θυμάται τους παλιούς, τον Μάρκο, τον Μπάτη, τον Κερομύτη και τους άλλους. Μπήκαμε πλέον στην εποχή των λαϊκών, όπως επικράτησε να λέγονται, με τον Καζαντζίδη (τον Στελλάρα) να σαρώνει τους πάντες και τα πάντα. Και πλέον, η ταπεινότητά μου δεν είναι ο κατάλληλος άνθρωπος να συνεχίσει την περιγραφή για τα μουσικά τεκταινόμενα της εποχής.
Να μην παραλείψουμε όμως, να πούμε και δύο λόγια για το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε τούτην εδώ τη στιγμή. Αν σηκώσουμε λίγο τα μάτια μας, θα δούμε μίαν επιγραφή να γράφει «Οδός Αγίου Σπυρίδωνος». Όμως, κανένας παλιός Πειραιώτης δεν χρησιμοποιούσε αυτό το όνομα. Γιαχνί σοκάκι λεγόταν ο δρόμος και έτσι τον ήξεραν όλοι. Και βέβαια δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί δόθηκε αυτή η ονομασία: σε αρκετά μεγάλο μήκος του εμπορικού αυτού δρόμου υπήρχαν μαγέρικα, που σέρβιραν μαγειρευτό φαγητό που βεβαίως, από μακριά σε τράβαγε η μυρωδιά του. Πόσο παλιά, όμως, είναι η ονομασία αυτή; Έψαξα και δεν βρήκα πουθενά κάποια μαρτυρία αξιόπιστη, που να μας φωτίσει για το πότε περίπου εγκαταστάθηκαν εκεί τα μαγέρικα, που σέρβιραν γιαχνί. Κάποιοι υποθέτουν ότι μπορεί να τα άνοιξαν Σμυρνιοί ( ; ) πρόσφυγες, άρα μετά το 1922. Το θεωρώ κι εγώ λογικό. Αν όμως είναι πράγματι έτσι, τότε ο στιχουργός του μοναδικού ρεμπέτικου όπου γίνεται αναφορά στο Γιαχνί Σοκάκι, δεν μας τα λέει καλά: Το τραγούδι, που το τραγούδησε ο Πρόδρομος Τσαουσάκης το 1963, γράφτηκε αρχές δεκαετίας 60 και μιλάει, αρχικά, για το Βαρβάκειο, την Βαρβάκειον Πρότυπον Σχολήν, που ήταν το δεσπόζον κτίριο απέναντι από τη δημοτική αγορά της Αθήνας, στην οδό Αθηνάς, που γκρεμίστηκε περί το τέλος της δεκαετίας 50 και κλείστηκαν και τα κουτούκια. Στο δεύτερο κουπλέ μιλάει για τους μάγκες τους παλιούς, μέσ’ στο Γιαχνί σοκάκι, που τα ντερβίσια φόραγαν ανάριχτο σακάκι. Άρα, υπονοεί τους κουτσαβάκηδες που από το σακάκι τους φόραγαν μόνο το ένα μανίκι, οπότε ο περίφημος διευθυντής της αστυνομίας Δημήτριος Μπαϊρακτάρης τους ψαλίδιζε το αφόρετο, εξευτελίζοντάς τους. Και το μουστάκι τους ψαλίδιζε, και τη μύτη των μακρύμυτων παπουτσιών τους, αλλά αυτά όλα συνέβαιναν στην Αθήνα, κυρίως, και περί το τέλος του 19ου αιώνα, που το Γιαχνί Σοκάκι ήταν απλά και μόνο ένας πολυσύχναστος εμπορικός δρόμος, ο πρώτος εσωτερικός παράλληλος μετά τον μεγάλο δρόμο του λιμανιού, κάτι συνηθέστατο σε όλα τα ελληνικά μεγάλα λιμάνια της εποχής.
Πρέπει πάντως να σημειώσουμε εδώ ότι, ενώ η ονομασία Γιαχνί σοκάκι (για τμήμα της Αγίου Σπυρίδωνος) παρέμεινε ζωντανή ολόκληρη τη δεκαετία του 60, αφού ο Κώστας Βίρβος την αναφέρει και αυτός σε τραγουδάκι που τραγούδησε ο Μπιθικότσης, με τίτλο «Πειραιώτης», που ξεκινάει με το στίχο «Στον Πειραιά μεγάλωσα, μέσ’ στο γιαχνί σοκάκι». Και πρέπει να σημειώσουμε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: Το γιαχνί σοκάκι βρίσκεται ακριβώς δίπλα στην περιοχή με την πασίγνωστη ονομασία «Τρούμπα», της οδού Φίλωνος, όπου μεταπολεμικά άρχισαν να εγκαθίστανται κακόφημα μπαρ για ναυτικούς που τα καράβια τους ναυλοχούσαν προσωρινά στον Πειραιά. Έτσι, ολόκληρη η Τρούμπα και βεβαίως και το Γιαχνί Σοκάκι μετατράπηκαν, από μαγέρικα με τις γαργαλιστικές μυρωδιές σε χώρο όπου τα βράδια ναύτες του λιμανιού έψαχναν για γυναίκες ελαφρών ηθών, των οποίων οι μάγκες «προστάτες» δεν πρέπει να βρίσκονταν και πολύ μακριά …. Γιαυτό λοιπόν, στις νεότερες εποχές, Τρούμπα και Γιαχνί σοκάκι συνδέθηκαν με τις κοινωνικές δραστηριότητες που γίνονται σε όλα τα λιμάνια όλου του κόσμου τις νυχτερινές ώρες.
Αυτά λοιπόν για το ρεμπέτικο, τον Πειραιά και το Γιαχνί σοκάκι. Σας ευχαριστώ.

[memoΤο Βαρβάκειο 1963 Σαράντος Τσιλιβέρδης
Ο Πειραιώτης Βίρβος ]

(Διαβάστηκε στο Γιαχνί σοκάκι του Πειραιά (σήμερα Οδός Αγ. Σπυρίδωνος) την 6/6/2018, σε εκδήλωση της Πρωτοβουλίας πολιτών του Πειραιά στο πλαίσιο των Ημερών Θάλασσας 2018 υπό την αιγίδα του Δήμου Πειραιά)

7 «Μου αρέσει»

Δηλαδή τότε έδεναν πλοία στο Πασαλιμάνι και στην Ζεα ?

Όχι Πάνο. Μιλώντας για θέα του «Ρολογιού» και των καραβιών υπονοώ την περιοχή του Δημαρχείου, στο κεντρικό λιμάνι του Πειραιά, δημαρχείου που γκρεμίστηκε επί δημαρχίας Σκυλίτση (1968). Έξω απ’ το δημαρχείο και πολύ κοντά στο λιμάνι υπήρχαν καφενεία όπου πολλοί κάθονταν, περιμένοντας να έρθει το καράβι με το οποίο ήθελαν να ταξιδέψουν. Από τα καφενεία αυτά φαίνονταν και το Δημαρχείο με το Ρολόι του, και το λιμάνι του Πειραιά με τα καράβια του.

image

Στο χώρο όπου εικονίζεται το δημαρχείο, σήμερα υπάρχουν μόνο τσιμεντόπλακες και στύλοι φωτισμού.

5 «Μου αρέσει»

Στο βάθος δεξιά είναι το Σιλό του Πειραιά?

Ναι, αλλά δεν υπάρχουν ακόμα οι τεράστιοι κυλιόμενοι γερανοί αριστερά του, που ούτε σήμερα υπάρχουν, μεταφέρθηκαν στο Πέραμα, στο σημερινό εμπορικό λιμάνι.

1 «Μου αρέσει»

Ωστόσο, εφόσον το κείμενο της διάλεξης διασώθηκε, πώς και δεν ξέρουμε;

Και βέβαια ξέρουμε:

«Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλλnνικης λαϊκής μουσικής· τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος) Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω.

Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου» (τραγούδι). Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρn σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου» (τραγούδι). Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo**) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα».** Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του (τραγούδι). Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι». Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε – άνοιξε» του Παπαϊωάννου […]»

Και εδώ ενδιαφέρον κείμενο του ντόπιου δημοσιογράφου Βασίλη Κουτουζή για το Γιαχνί Σοκάκι:
http://www.koutouzis.gr/giaxni.sokaki.htm

Επίσης ενδιαφέρον κείμενο για το Γιαχνί από Πειραιώτη γνώστη:

5 «Μου αρέσει»

«για το Βαρβάκειο […], που γκρεμίστηκε περί το τέλος της δεκαετίας 50»

Όχι περί το τέλος της δεκαετίας, αλλά στο μέσον, το 1955.

«Στο δεύτερο κουπλέ μιλάει για τους μάγκες τους παλιούς, μέσ’ στο Γιαχνί σοκάκι, που τα ντερβίσια φόραγαν ανάριχτο σακάκι. Άρα, υπονοεί τους κουτσαβάκηδες που από το σακάκι τους φόραγαν μόνο το ένα μανίκι, οπότε ο περίφημος διευθυντής της αστυνομίας Δημήτριος Μπαϊρακτάρης […].»

Εδώ έχω κάποιες επιφυλάξεις: «Ανάρριχτο» σακάκι, είναι αυτό που φοράμε γύρω από τους ώμους, το «αναπεταρίκι», “καλτανκανάτι”, οπότε είναι παρακινδυνευμένο να αναφερόμαστε σε Μπαϊρακτάρη κλπ (1895), καθώς τότε το φοράγανε μισοφορεμένο με το ένα μανίκι και όχι αναπεταρίκι.

2 «Μου αρέσει»

Αξίζει να σημειωθεί πως εκείνη τη βραδιά (31/1/1949) της διάλεξης Χατζιδάκι, πέραν των 5 τραγουδιών που έπαιξε η ρεμπέτικη ορχήστρα, παίχτηκαν τα ίδια, ως φαίνεται, τραγούδια σε διασκευή Χατζιδάκι, με τον ίδιο στο πιάνο και τον Χρονόπουλο στο βιολοντσέλο.

2 «Μου αρέσει»