Το Λαούτο - Μικρή ιστορία

Η πόρτα της ντουλάπας μας δεν κλείδωνε, δεν έκλεινε καν. Για να μπορέσουμε να την κλείσουμε, πιάναμε ένα μανίκι απʼ τα πουκάμισα που κρεμόταν μέσα. Είχαν να το λένε για την μητέρα. Χρυσή γυναίκα, αλλά δεν ξέρει να σιδερώνει.
Εμένα αυτό το τσάκισμα, το πιάσιμο στο μανίκι, μου άρεσε, ιδιαίτερα στα λευκά και στα ανοιχτογάλαζα πουκάμισα του πατέρα. Ήταν το πιάσιμο μου, από ʽκει κρεμιόμουν για να με σηκώσει ψηλά στον ουρανό.
Ήταν μια ντουλάπα ορθογώνια, με ένα τεράστιο καθρέφτη στην πρόσοψη, με το χάλκινο χερούλι της, τσαμπί σταφύλι – εικόνα του Ζεύξιδος για την μικρή μου αδερφή…
Πέρασαν χρόνια, οι περισσότεροι από αυτούς που φορούσαν τα πουκάμισα δεν υπήρχαν πια, εν αντιθέσει με τα ίδια, που βασίλευαν σε άλλα κορμιά και ορισμένα από αυτά μάλιστα εξακολουθούσαν να κρατούν την πόρτα της ντουλάπας κλειστή. Πέρασαν χρόνια και μια μέρα, καθώς προσπαθούσα να κλείσω την ντουλάπα, με ένα πουκάμισο λευκό δικό μου, με ρώτησε η μητέρα: Ξέρεις γιατί δεν κλείνει αυτή η ντουλάπα από μόνη της; Όχι. Αλήθεια δεν έχει κλειδί; ρώτησα. Είχε και παραείχε μάλιστα, χρυσό κλειδί, μαλαματένιο και κλειδαριά εφτάψυχη, αλλά την έσπασε ο θείος σου, τον αδερφό μου το μακαρίτη, που τραγουδούσε και έπαιζε λαούτο; Όταν γυρνούσε από τους γάμους και τα πανηγύρια, κλείδωνε το λαούτο του στην ντουλάπα, που είναι προίκα μου - αγορασμένη με χρυσές λύρες - , για να είναι σίγουρος μην του το κλέψουν, έπαιζε αγγελικά και τον ζήλευαν. Εμένα με εμπιστευότανε. Εγώ κρατούσα το κλειδί. Μια Κυριακή του Θωμά είχε γάμο, παντρευόταν ο καλύτερος του φίλος σε διπλανό χωριό και έπρεπε να πάει να παίξει και να τραγουδήσει. Μου ζήτησε το κλειδί, κλειδί πουθενά. Τι το έκανα; μου έπεσε στην στέρνα; Θα το άκουγα, θα το έβλεπα. Φάγαμε τον κόσμο, κλειδί πουθενά και η ώρα περνούσε, δεν μπορούσε να πάει χωρίς λαούτο. Θα σπάσουμε την κλειδαριά, μου λέει. Εγώ με κρύα καρδιά συμφώνησα. Θα την σπάσουμε και αύριο που θα κατέβω στην πόλη, θα σου φέρω άλλη, με κλειδί ολόχρυσο σ΄το υπόσχομαι. Την έσπασε, πήρε το λαούτο, με φίλησε και έφυγε τρέχοντας για να προλάβει το γάμο.
Το γάμο τον πρόλαβε αυτός δεν πρόλαβε. Γύρισε άρρωστος από εκείνον το γάμο. Έμεινε μήνες στο κρεβάτι και ύστερα έσβησε…Αργότερα μάθαμε πως ο καλύτερος του φίλος παντρευόταν την κοπέλα που αγαπούσε ο θείος σου.
Δεν πήρα άλλη κλειδαριά , δεν αγόρασα κλειδί, περίμενα χρόνια, περίμενα να σηκωθεί από τον τάφο του και να μου το φέρει. Μου το είχε υποσχεθεί, όπως στο τραγούδι… Και αυτός από τραγούδια ήξερε…

Θοδωρής Γκόνης.

Χρόνια πολλά, με υγεία.
Τάσος

υπέροχη ιστορία… Κλασσική αλλα πάντα υπέροχη και καλογραμμένη