Στα πρώτα μηνύματα αυτής της πολυδαίδαλης συζήτησης, το ερώτημα ήταν «πώς να εξηγήσω σε ανθρώπους ξένης χώρας τι σημαίνουν οι στίχοι:
Αυτή η καρδιά που πλήγωσες στάζει ακόμα αίμα,
κι έβαψα το μαντίλι μου και το ‘στειλα σ’ εσένα.
Για την καρδιά που έσφαξες δε θέλω εγώ να κλάψεις,
κράτησε το μαντίλι μου τα χείλη σου να βάψεις. […]»
Ο ένας, Έλληνας, το μετέφρασε σε Γερμανούς και δεν κατάλαβαν τίποτε. Η άλλη είναι Γερμανίδα η ίδια, με πολύ καλή γνώση των ελληνικών, αλλά και πάλι δεν κατάλαβε. Βγήκε λοιπόν το συμπέρασμα ότι το εμπόδιο δεν είναι η γλώσσα, αλλά η παράδοση κάθε συγκεκριμένου λαού σε μεταφορές και άλλα ποιητικά τεχνάσματα.
Αναφέρθηκαν και άλλες περιπτώσεις, κυρίως από το δημοτικό τραγούδι, όπου το κείμενο στη στενή του κυριολεξία μοιάζει ανόητο, αλλά ο Έλληνας δε δυσκολεύεται καθόλου να περάσει στη μεταφορική του ανάγνωση και να το απολαύσει. Μεταξύ άλλων αναφέρθηκαν το «Κόκκιν’ αχείλι φίλησα» και ο τσιτσανικός αλλά δημοτικής προέλευσης στίχος «Άσπρο πουκάμισο φορώ».
Για μένα είναι προφανές ότι ο λόγος που τα καταλαβαίνουν οι Έλληνες είναι επειδή έχουν ξανακούσει πολλά παρόμοια. Αυτό ακριβώς σημαίνει «παράδοση κάθε συγκεκριμένου λαού σε μεταφορές και άλλα ποιητικά τεχνάσματα».
Ο λόγος που το ανακινώ είναι ότι από το 2003 που έγινε η συζήτηση μέχρι σήμερα μεσολάβησε η έκδοση ενός βιβλίου που ρίχνει φως σε τέτοια ζητήματα:
Μπουκάλας, Παντελής, Το αίμα της Αγάπης - Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση («Πιάνω γραφή να γράψω: Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι» #2), Άγρα 2017.
http://www.biblionet.gr/book/223151/Το_αίμα_της_αγάπης
Με κέντρο το δημοτικό τραγούδι, αλλά και με εξακτινώσεις προς το λαϊκό, τη λόγϊα ποίηση, ακόμη και την αρχαία ή την ξένη λογοτεχνία, ο Μπουκάλας αποδελτιώνει με εξαντλητική πληρότητα όλες τις εμφανίσεις τέτοιων αιματηρών μοτίβων, τις κατατάσσει και τις συγκρίνει.
Ο Μπουκάλας αναφέρει το συγκεκριμένο τραγούδι του Τσιτσάνη (σελ. 494). Δεν κάνει κάποια ιδιαίτερη ανάλυση, έχει όμως ενδιαφέρον το εξής σχόλιο:
Καθοριστική κι εδώ η μεσολάβηση του μαντιλιού, όπως στα τραγούδια «Κόκκιν’ αχείλι» και «του Δήμου».
Θυμίζω το τραγούδι του Δήμου:
Αυτά τα μάτια (Δήμο μ’) τα 'μορφα, τα φρύδια τα γραμμένα,
αυτά με κάνουν κι αρρωστώ, με κάνουν κι αποθαίνω.
Για βγάλε το σπαθάκι σου και βάλ’ το στην καρδιά μου
και μάσε και το γαίμα μου σ’ ένα φτενό μαντίλι,
και σύρε στα εννιά χωριά, στα δεκαπέντε κάστρα,
κι αν σε ρωτήσουν τ’ είν’ αυτό - το αίμα της αγάπης.
(Πρόκειται για το τραγούδι απ’ όπου είναι δανεισμένος και ο τίτλος του βιβλίου.)
Παρακάτω, γίνεται συσχετισμός με τα εξής τραγούδια ή αποσπάσματα:
Βάρει μου με το στιλέτο / κι όσο αίμα βγάλω πιε το
(Αναφέρεται ως ζακυνθινό και σκυριανό, εγώ όμως από κάπου το ξέρω και σαν ρεμπέτικο. Σχολιάζεται ότι εδώ το χυμένο αίμα θα υψωθεί σε μεταλαβιά.)
και:
Το αίμα τση καρδούλας μου θα βάλω στο ποτήρι
να σου το βάλω να το πιεις, να μη χαλάς χατήρι.
(Νάξου)
Αλλού (σελ. 169), με αφορμή ένα άλλο δημώδες δίστιχο, «Έβγα στο παραθύρι να δεις τι γίνεται / το αίμα της καρδιάς μου για σένα χύνεται», υποσημειώνεται:
Κληρονομημένο ή όχι από τη δημοτική ποίηση, το αίμα της καρδιάς, ό,τι πολυτιμότερο, κυκλοφορεί και στο λαϊκό τραγούδι. Δύο δείγματα εδώ:
Να σου 'στελνα ένα δάκρυ της ματιάς μου,
μια στάλα από το αίμα της καρδιάς μου,
κι ύστερα ας πεθάνω.
Ζωή χωρίς αγάπη,
τι να την κάνω;
(Στίχοι και μουσική Β. Τσιτσάνης) [… και ένα άλλο του Κολοκοτρώνη]
(σελ. 608, υποσ. 215)
Να προσθέσω εκ περιουσίας κι άλλα δύο γνωστά ρεμπέτικα μουρμούρικα δίστιχα:
Τράβα μαχαίρι, δώσ’ μου μια / και πλήγωσέ με στην καρδιά
και
Τράβα μαχαίρι, δώσ’ μου τρεις / για το χατήρι της μικρής.
Πιθανότατα να τα έχει ήδη κι ο Μπουκάλας, αλλά δεν ξέρω πώς να το τσεκάρω (το βιβλίο είναι αχανές, όπως φαίνεται και από τους αριθμούς σελίδων και υποσημειώσεων που έδωσα!).
Και, τέλος, ένα τσάκισμα που είναι μονός στίχος, όχι δίστιχο, σε καλύμνικο σκοπό: τράβα μαχαίρι, βάρει μου (παρεμβάλλεται ανάμεσα στις συλλαβές άλλων διστίχων).
Οπότε, πράγματι τεκμηριώνεται η αίσθηση ότι στην ελληνόφωνη λαϊκή ποίηση τέτοιες απροσδόκητα αιμοσταγείς ερωτικές αναφορές αποτελούν κοινό ποιητικό τόπο.