Το αστικό λαϊκό τραγούδι

Δίαβασα τυχαία ένα άρθρο το οπόιο θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.

http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&sid=440

Εγώ έχω πάρα πολλές διαφωνίες με αυτό το άρθρο. Περιμένω να διαβάσω και την γνώμη σας.

Απόστολε , μια και το ανεβασες , πες μας τα σημεια στα οποια διαφωνεις , για να γινει κουβεντουλα …
Εαν αφησεις την συζητηση ανεξελεγκτη , μπορει ο καθενας απο εμας , να διαφωνει και σε διαφορετικο
σημειο , οποτε θα επικρατησει Βαβυλωνια …(επικεντρωσε καπου την προσοχη μας) …

Επισης καλο ειναι να διευκρινιστει , πως ο Αλκιβιαδης του αρθου , ουδεμια σχεση εχει με τον κ.Μαυρο …

Αυτό που ανέβασε ο Απόστολος είναι αναδημοσίευση τμήματος μόνο του συνολικού δημοσιεύματος: “Η ιστορία”. Το σύνολο των άρθρων δημοσιεύεται σε άλλο ιντερνετικό περιοδικό (http://clubs.pathfinder.gr/jojef_MUSIC/129794) και περιλαμβάνει τις εξής ενότητες: Η προϊστορία, Η ιστορία, Οι απαρχές, Η ολοκλήρωση, Η αποθέωση, Φτάνοντας ως τις μέρες μας.

Όποιος τα διαβάσει (όλα όμως, κατά προτίμηση, όχι αποσπασματικά μόνο) μπορεί να δημοσιεύσει απόψεις, διαφωνίες ή κρίσεις του που ωραίο θα ήταν να τις συζητήσουμε. Όχι όμως της μορφής “αυτός εδώ λέει αυτά – copy +paste - Εσείς, τι λέτε;” Σωστά το θέτει η Πελαγία: συγκεκριμένα σημεία.

1)[FONT=Verdana][SIZE=2][FONT=Verdana][SIZE=2] Τα Αραβοπερσικά μακάμια [ οι μετέπειτα δρόμοι της λαϊκής μας μουσικής].

Νομίζω πως η ελλήνική μουσική και κυρίως τα ρεμπέτικα δεν έχουν κοντινή σχέση με τα αραβοπερσικά μακάμια.Προέρχονται από αρχαία ελληνική μουσική και βυζαντινή μουσική.Αν κάνω λάθος παρακαλώ διορθώστε με.

2)[/SIZE][/FONT][/SIZE][/FONT][FONT=Verdana][SIZE=2][FONT=Verdana][SIZE=2]Ο κάθε μάγκας διαθέτει εκτός από την συμμορία του, και τον προσωπικό του μουσικό, ο οποίος αναλαμβάνει να εξωραΐζει, να υμνεί και να προπαγανδίζει την φήμη του αρχηγού. Αυτός ο μουσικός ονομάζεται Ρεμπέτης, από το ρέμβομαι [=ατενίζω, περιφέρομαι ασκόπως]. Ο ρεμπέτης κάνει μια ανέμελη ζωή, με μόνο του σκοπό το “image making” του Μάγκα. Οι μάγκες έχουν και τα ιδιαίτερα στέκια τους. Καφενέδες και ταβερνεία που διαθέτουν μια κρυφή αίθουσα συνάθροισης. Εκεί μέσα οργανώνονται τα “κόλπα”, οι παράνομες δραστηριότητες τους. Εκει μέσα, γύρω από τον απαραίτητο Αργιλέ, συντίθενται τα πρώτα ρεμπέτικα τραγούδια, που λόγω της συνωμοτικότητας παίζονται με όργανα που δεν παράγουν οξύ και δυνατό ήχο. Εκέι μέσα φτιάχνονται το μπουζούκι, ο τζουράς κι ο μπαγλαμάς, τα κατεξοχήν όργανα του ρεμπέτη. Και είναι εξʼ αιτίας του Αργιλέ - εν γένει της χασισοποτείας - που αυτές οι μυστικές αίθουσες θα ονομαστούν Τεκέδες.

Νομίζω πως όλο αυτό είναι μια λάθος αντίληψη της έννοιας του ρεμπέτη που τόσες φορές έχουμε συζητήσει.

Αυτά για αρχή και μετά ίσως σχολιάσω κι άλλα.
[/SIZE][/FONT][/SIZE][/FONT]

1: κάνεις μεγάλο λάθος, Απόστολε. Ολόκληρη η λεγόμενη “ανατολική μουσική”, από Ατλαντικό (Μαρόκο) μέχρι Ινδία, είναι κοινή παράδοση στην οποία όλοι οι πολιτισμοί της περιοχής συνέβαλαν, τις τελευταίες 5 – 6 μάλιστα χιλιετίες αποδεδειγμένα. Η αρχαία Ελληνική μουσική ήταν και αυτή τμήμα της ανατολικής μουσικής παράδοσης, αλλά οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που ασχολήθηκαν και θεωρητικά και καθόρισαν διαστήματα, κλίμακες και τα κατέγραψαν. Η μουσική αυτή συνέχισε την πορεία της με συνεχείς αλληλοεμβολιασμούς και σε νεώτερες χιλιετίες προέκυψαν η αποκληθείσα Βυζαντινή, η Αραβοπερσική, η Οθωμανική ως σύντηξη των δύο προηγουμένων, η μουσική των ανατολικών χωρών (Αφγανιστάν,Ινδία, Πακιστάν), καθώς βεβαίως και η δυτική μουσική, που πέρασε στη (χριστιανική) Ρώμη μέσω πρώϊμου Βυζαντίου και ακολούθησε δική της εξέλιξη, αποκοπτόμενη από τις ανατολικές. Τα προδρομικά του ρεμπέτικου τραγούδια (μάγκικο κλπ. καθώς και τα Σμυρναίικα) πατάνε ακριβώς πάνω στα αραβοπερσικά μακάμια, που ουσιαστικά ταυτίζονται με τους βυζαντινούς ήχους και την αρχαία ελληνική μουσική.

2: έχεις απόλυτο δίκιο, η άποψη αυτή είναι προσωπική του συγγραφέα που όμως, δεν την τεκμηριώνει. Μερικά μάλιστα στοιχεία, όπως “εκεί (στους τεκέδες του 19ου αιώνα) φτιάχνονται το μπουζούκι, ο μπαγλαμάς και ο τζουράς” είναι 1000% ανιστόρητα, αφού τα τρίχορδα μακρυμάνικα λαουτοειδή πέρασαν από τη Μεσοποταμία στην Ελλάδα (με το ασσυριακό όνομα Πανδουρίς, που μετεξελίχθηκε σε ταμπούρι, ταμπουράς κλπ.) κοντά δύο χιλιετίες νωρίτερα και συνέχισαν να εξελίσσονται μέχρι το σημερινό μπουζούκι.

Έχετε δίκιο για το 2ο.
Για το 1ο, απλώς δεν είχα σκεφτεί να πάω την σκέψη μου τόσο πίσω αλλά σκεφτόμουν μέχρι 2-3 χιλίαδες χρόνια πίσω.Το ότι υπάρχει επιροή από πολλές περιοχές είναι λογικότατο.

Κάποιες (πολύ “μικρές”) κουβέντες για αυτό το θέμα έχουν γίνει στην ομάδα των ΔΡΟΜΩΝ. Σε ορισμένες πειρπτωσεις έχει γίνει και η “αντιστοίχισή” τους.

Δὲν ξέρω ἂν βρῆκα τὸ σωστὸ σημεῖο, γιὰ νὰ δημοσιεύσω τὸ παρακάτω κείμενο (οἱ διαχειρισταὶ ἂς διορθώσουν, ἂν χρειάζεται), οὔτε ξέρω ἂν θὰ εἶναι χρήσιμα γιὰ τὰ μέλη. πρόκειται γιὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ ἀνέκδοτη ἐργασία μου. τὰ παραθέτω ἁπλῶς ὡς ἔνδειξι εὐχαριστιῶν, διότι ἔχουν γενικώτερα σχέσι μὲ τὴν θεματολογία αὐτοῦ τοῦ φιλόξενου διαδικτυακοῦ τόπου. εὔχομαι χρόνια πολλὰ καὶ καλὰ Χριστούγεννα σὲ ὅλα τὰ μέλη.

᾿Απὸ τὰ ψαλτήρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως πέρασαν περίφημοι ῞Ελληνες μουσικοί, πρωτοψάλτες καὶ μουσικοδιδάσκαλοι, ἐπάξιοι συνεχιστὲς καὶ ἐκπρόσωποι τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ῾Ρωμιοσύνης· πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς κατέλαβαν μία θέσι ἀκόμη καὶ στὰ ἀναλόγια τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ ἢ γενικῶς ἔχουν καίρια θέσι στὴν ἱστορία τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, ἐνῷ ἄλλοι γενικώτερα θὰ λέγαμε ὅτι σφραγίζουν μὲ τὴν παρουσία τους τὴν ἔντονη καὶ μοναδικὴ προσφορὰ τῶν ῾Ρωμιῶν μουσικῶν καὶ συνθετῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σὲ αὐτὸ ποὺ σήμερα μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε «ἔντεχνη κοσμικὴ καὶ λαϊκὴ μουσικὴ τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου».

Ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ ἐδῶ μία σύντομη παρέκβασι, γιὰ νὰ ἐξηγήσω ὅτι χρησιμοποιῶ αὐτὸν τὸν –ἀνεπαρκῆ ἴσως– ὅρο «ἔντεχνη κοσμικὴ καὶ λαϊκὴ μουσικὴ τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου» σὰν γενικὸ τίτλο, γιὰ νὰ στεγάσω κάτω ἀπὸ αὐτὸν τὰ διάφορα εἴδη μουσικῆς ποὺ ἀναπτύχτηκαν σὲ αὐτὸν τὸν γεωγραφικὸ χῶρο κυρίως ἀπὸ τὸν 17ο ὣς τὸν 20ὸ αἰῶνα. τὰ εἴδη αὐτὰ ἀνὰ ἐποχὲς καὶ κατὰ τόπους εἶναι γνωστὰ μὲ διάφορα ὀνόματα·
ἐξωτερικὴ μουσική,
μεταβυζαντινὴ κοσμικὴ μουσική,
ἀστικὴ λαϊκὴ μουσικὴ τῶν ῾Ρωμιῶν (τραγοῦδι γιαννιώτικο, πολίτικο, σμυρναίικο κ.λπ.)
ἔντεχνη ἀστικὴ ἢ λόγια μουσικὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως,
ἀραβοπερσικὴ μουσική,
ἀνατολικὴ μουσική,
ὀθωμανικὴ μουσική,
κλασσικὴ (ἢ «παλαιὰ») ἀνατολικὴ μουσική (τὸ «ἀνατολικὴ» ἀντικαθίσταται συχνὰ σήμερα ἀπὸ τὰ «ἀραβικὴ» «περσικὴ» ἢ «τουρκικὴ» ἀναλόγως),
ποντιακὴ μουσική,
ἑλληνικὴ δημοτικὴ μουσική (ἑλληνικὸ δημοτικὸ τραγοῦδι),
νησιώτικη μουσικὴ (ὅπου τὸ «νησιώτικη» σημαίνει κατ᾿ ἀρχὰς καὶ κυρίως ἑλληνική
),
σμυρναίικη μουσική (σμυρναίικο τραγοῦδι),
ῥεμπέτικη μουσική (ῥεμπέτικο τραγοῦδι),
λαϊκὴ μουσική (λαϊκὸ τραγοῦδι, ἐλαφρολαϊκό), κ.λπ…

ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο γεωγραφικὸ χῶρο καὶ τὴν σχεδὸν ταυτόχρονη ἢ πάντως ἀλληλοδιάδοχη χρονικὴ στιγμή, ὅπου ἀναπτύχτηκαν ὅλα αὐτὰ τὰ εἴδη, ἔχουν καὶ ἄλλα κοινὰ χαρακτηριστικά, ὅπως τὴν μεγάλη σχέσι τους μὲ τὴν ψαλτικὴ τέχνη ἢ ἐκκλησιαστικὴ «βυζαντινὴ» μουσική (μία σχέσι ἄλλοτε πασιφανῆ ἄλλοτε λιγώτερο φανερή, πάντοτε ὅμως ὑπαρκτή), ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ εἴδη εἶναι κυρίως ἢ ἀρχικῶς φωνητικὴ μουσική, ᾆσμα, τραγοῦδι· ἡ ὀργανικὴ μουσική τους διάστασι ἢ εἶναι σὲ δεύτερη θέσι (μὲ τὴν ἔννοια ὅτι συνοδεύει τὴν φωνητικὴ μουσικὴ) ἢ ἕπεται χρονικὰ καὶ ἀναπτύσσεται σὰν ἐξέλιξι καὶ προέκτασι τῆς φωνητικῆς μουσικῆς καὶ κατὰ μίμησιν ἐκείνης. γι᾿ αὐτὸ ἀκόμη καὶ μέχρι τὶς ἡμέρες μας συμβαίνει συχνὰ οἱ ψάλτες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀναλογίου νὰ ὑπηρετοῦν παράλληλα καὶ κάποιο εἶδος τέτοιας κοσμικῆς μουσικῆς ἢ νὰ περνοῦν σχετικὰ εὔκολα ἀπὸ τὸ ἕνα εἶδος στὸ ἄλλο.

Σημείωσι

  • Στὴν πραγματικότητα «νησιωτικὴ» χαρακτηριζόταν γενικώτερα ἡ μουσικὴ τόσο τῆς ἑλληνικῆς πολυνησίας τοῦ Αἰγαίου ὅσο καὶ τοῦ λοιποῦ ἑλλαδικοῦ χώρου τῶν τριῶν χερσονήσων (ἢ «ἀκτῶν» κατὰ τὸν ῾Ηρόδοτο) τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου (Μικρὰ ᾿Ασία, ῾Ελλάς, καὶ ᾿Ιταλία), διότι ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ἀρχαιότερα ὀνόματα τῶν ῾Ελλήνων καὶ τῆς ῾Ελλάδος εἶναι «Αἱ Νῆσοι», Τὰ Νησιά (Ψα 71,10· ᾿Ησ 24,15· 41,1· 42,10· 42,12· 45,16· 49,1· 49,22· 51,1· 60,9· 66,19· Σο 2,11· ᾿Ιε 2,10· 38,10· ᾿Ιζ 26,15· 26,18· 27,7· Δα 11,8) [τὸ ἄλλο ὄνομα εἶναι τὸ «Ἴωνες – ᾿Ιωνία»]· ἀργότερα καὶ κυρίως στὰ νεώτερα χρόνια ὁ ὅρος νησιωτικὴ περιωρίστηκε στὴν ἑλληνικὴ μουσικὴ τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου.

Στέλιος (ἢ Στελλάκης) Περπινιάδης. γεννήθηκε τὸ 1899 στὴν Τῆνο καὶ ἦταν τὸ τελευταῖο παιδὶ μιᾶς ἑνδεκαμελοῦς οἰκογενείας· ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Στέλιο ἔζησαν μόνο τὰ δύο πρῶτα ἀδέρφια, ὁ ᾿Ηλίας καὶ ἡ Εὐγενία. ἀπὸ τὸ 1900 ὣς τὸ 1908 ἔζησε στὴν ᾿Αλεξάνδρεια, καὶ ἀπὸ τὸ 1908 ὣς τὸ 1919 στὴν Κωνσταντινούπολι, ὅπου παράλληλα μὲ τὸ σχολεῖό του ἐργαζόταν καὶ σὲ ἀρτοποιεῖο. ἐπειδὴ ἡ μητέρα του ἦταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μεστὰ τῆς Χίου, ὁ μικρὸς Στελλάκης ἐκκλησίαζε τακτικὰ στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τῶν Χίων στὸν Γαλατᾶ, ὅπου διδάχτηκε καὶ τὴν ψαλτικὴ δίπλα στοὺς φημισμένους ψάλτες τοῦ ναοῦ. ἀναφέρεται μάλιστα ὅτι διετέλεσε καὶ πρῶτος κανονάρχης τοῦ Νηλέως Καμαράδου (τὴν λεπτομέρεια αὐτὴ ἀναφέρει ὁ Τάκης Καλογερόπουλος στὸ «Λεξικὸ τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς».). στὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα (1908-1919) βρέθηκε δίπλα στοὺς ὀνομαστοὺς ψάλτες τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννη τῶν Χίων, ἤ τοι στοὺς Νηλέα Καμαράδο, Νικόλαο Μαυρόπουλο, Γεώργιο Βινάκη, καὶ Μᾶρκο Τσολάκογλου τὸν οὐτιέρη, ἐνῷ ἄκουσε καὶ τὶς τετραφωνίες τοῦ εὐρωπαϊστῆ Σταματίου Σταματιάδη. ἑπομένως στὴν περίοδο 1908-1919 ὁ Στελλάκης Περπινιάδης ἔψελνε κατὰ καιροὺς πάνω στὰ ἀναλόγια τοῦ προαναφερθέντος ναοῦ ὡς βοηθὸς καὶ κανονάρχης. ὅλες αὐτὲς οἱ μουσικὲς ἐμπειρίες καὶ γνώσεις ἀσφαλῶς ἀποδείχτηκαν πολὺ χρήσιμες γιὰ τὴν μετέπειτα πορεία του. τὸ 1919 ἐπιστρατεύτηκε καὶ ὡς στρατιώτης (βοηθητικὸς) τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ βρέθηκε στὴν Σμύρνη, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὴν κατάρρευσι τοῦ μικρασιατικοῦ μετώπου τὸν αὔγουστο τοῦ 1922. τὸ ἴδιο ἔτος ἔφτασε στὸν Πειραιᾶ καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν περιοχὴ τῆς Δραπετσώνας. ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος σὲ χρωματοπωλεῖο καὶ ἀναφέρεται ὅτι συνέχισε νὰ ψάλλῃ (στὴν ἁγία Ζώνη) μέχρι τὸ 1925. ἐκείνη τὴν χρονιὰ γνωρίστηκε μὲ κύκλους τοῦ λαϊκοῦ τραγουδιοῦ καὶ ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ Μικρασιᾶτες ῥεμπέτες, ὁπότε ἀκολούθησε πλέον ἄλλη πορεία· γρήγορα ἔγινε γνωστὸς ὡς λαϊκὸς τραγουδιστὴς καὶ ἑρμηνευτὴς τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ὡς ἄριστος ἐκτελεστὴς μπουζουκιοῦ καὶ κιθάρας, καθὼς καὶ ὡς συνθέτης κυρίως τοῦ «ῥεμπέτικου» τραγουδιοῦ (θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς αὐθεντικοὺς ἐκπροσώπους του). γιός του ἦταν ὁ ἐπίσης γνωστὸς λαϊκὸς τραγουδιστὴς Βαγγέλης Περπινιάδης. ὁ Στέλιος (Στελλάκης) Περπινιάδης πέθανε στὶς 4 σεπτεμβρίου 1977 στὴν ᾿Αθήνα.

Φίλε Διονύση,

  1. Ευχαριστούμε.

  2. Ίσως έχεις δίκιο ότι δεν είναι εδώ η σωστή θέση: ο τίτλος του θέματος μάλλον δε σημαίνει ότι θα μιλήσουμε γενικά για το αστικό λαϊκό τραγούδι αλλά για ένα κείμενο που ονομάζεται «Το αστικό λαϊκό τραγούδι».

  3. Αν μπορείς να χρησιμοποιείς μεγαλύτερη γραμματοσειρά. Θέλει λίγη προσπάθεια για να βγάλει κανείς τις λέξεις, κι έτσι χάνει το συνολικό νόημα.

  4. Η δυσκολία στην ανάγνωση, σε συνδυασμό με το ότι πρόκειται για αποσπάσματα από διάφορα σημεία του κανονικού σου κειμένου, πιθανώς να με οδήγησαν σε λάθος κατανόηση. Με αυτή την επιφύλαξη, μια παρατήρηση που έχω να κάνω είναι η εξής:
    Ο κατάλογος ονομάτων για μουσικά είδη που παραθέτεις είναι ετερόκλητος. Ενώ ορισμένα ονόματα είναι εναλλακτικά άλλων για το ίδιο περίπου πράγμα ή περιγράφουν κατηγορίες που ανήκουν στην ίδια ευρύτερη υπερκατηγορία ή, τέλος, περιγράφουν ευρύτερες και στενότερες κατηγορίες, άλλα ονόματα είναι ταξινομικώς ακατανόητα. Τι σημαίνει «ποντιακή, ελληνική δημοτική και νησιώτικη» μουσική; Τα ποντιακά δεν είναι ελληνικά δημοτικά; Και τα νησιώτικα επίσης; Και πού κολλάει η υποσημείωση για την ειδική σημασία που είχε επί Ηροδότου η λέξη «νησιωτικό», όταν εξετάζεις την περίοδο από τον 17ο μέχρι τον 20ό αιώνα;

Ομολογώ ότι η διάκριση «δημοτικά / νησιώτικα», όσο κι αν είναι άκυρη, έχει όντως χρησιμοποιηθεί. Οπότε, αφού κι εσύ γράφεις « τὰ εἴδη αὐτὰ ἀνὰ ἐποχὲς καὶ κατὰ τόπους εἶναι γνωστὰ μὲ διάφορα ὀνόματα», είσαι κατά μία έννοια καλυμμένος. Αλλά πού έχει χρησιμοποιηθεί; Σε μαρκίζες μαγαζιών με ζωντανή μουσική, σε ράφια δισκάδικων, γενικά σε χώρους όπου το ζητούμενο είναι να περιγραφεί ένα εμπορικό προϊόν με όρους που, ορθοί ή όχι, σημαίνουν κάτι για τον καταναλωτή: δημοτικό = κλαρίνο και τσάμικο, δεν το λέει ο Πάριος, νησιώτικο = βιολί και συρτό, το λέει ο Πάριος. Σκοπός μου δεν είναι να τους υποτιμήσω: η εμπορική διάσταση της μουσικής είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραβλεφθεί, και που σε μια επιστημονική εργασία δεν είναι σωστό να αξιολογηθεί ούτε θετικά ούτε αρνητικά, απλώς να ληφθεί κι αυτή υπόψιν. Είναι όμως όροι που δεν έχουν καμία κοινή βάση με τους υπόλοιπους ώστε να στέκει η αντιδιαστολή μεταξύ τους.

Αν δεν τα ξαναπούμε, καλά Χριστούγεννα.

Πολύ ενδιαφέροντα τα αποσπάσματα αυτά κ. Διονύση. Σας ευχαριστούμε.

Καλές γιορτές σε όλους!

Γιὰ τὴν θέσι τοῦ μηνύματος οἱ διαχειρισταὶ μπορεῖτε νὰ τὸ τοποθετήσετε ὅπου νομίζετε καλλίτερα. ἡ ἐμφάνισι τοῦ μεγέθους τῆς γραμματοσειρᾶς νομίζω ὅτι ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ ἄλλους παράγοντες ὅπως ἀπὸ τὶς ῥυθμίσεις τοῦ κάθε ὑπολογιστοῦ ἢ τῆς ὀθόνης του. ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὸ τί εἶδος γραμματοσειρὰ ἐμφανίζει. στὴν δική μου ὀθόνη φαίνονται σὰν ἑλβέτικα καὶ ἐξαιρετικὰ ἀκαλαίσθητα, τόσο ποὺ θὰ ἐπιθυμοῦσα μία καλλίτερη γραμματοσειρά, ἂν εἶχα τὴν δυνατότητα (ἐννοῶ κάποια συγκεκρικμένη πολυτονικὴ γραμματοσειρὰ σὰν αὐτὴν ποὺ χρησιμοποιῶ στὴν ἱστοσελίδα μου). τὸ μέγεθος τὸ ἔχω ἀφήσει στὸ ἐξ ὁρισμοῦ τοῦ ἱστοχώρου. δὲν ξέρω καὶ ποιό εἶναι, ὥστε νὰ ἐπιλέξω κάποιο μεγαλείτερο. μπορῶ ὅμως εὔκολα (τοὐλάχιστον στὸ firefox, ποὺ χρησιμοποιῶ) νὰ μεγεθύνω ἢ νὰ μικραίνω τὸ ἐμφανιζόμενο διαδικτυακὸ κείμενο, ὥστε νὰ γίνεται πιὸ εὐανάγνωστο. τέλος οἱ ὀνομασίες τῶν συγκεκριμένων μουσικῶν εἰδῶν δὲν παρατίθενται ταξινομικῶς οὔτε ἄλλως πως ἐπιστημονικῶς· πρόκειται γιὰ ἁπλῆ παράθεσι χρησιμοποιουμένων ἢ χρησιμοποιηθέντων ὅρων. οὔτε ὁ κατάλογος εἶναι πλήρης καὶ ἐξαντλητικός. καὶ φυσικὰ κάποια ἀπὸ τὰ ἀναφερόμενα εἴδη εἶναι ὑποκατηγορίες εὐρύτερων εἰδῶν. ἀλλὰ δὲν ἀσχολοῦμαι μὲ αὐτὰ παρὰ μόνο παρεμπιπτόντως, ὁπότε γίνεται ἡ συγκεκριμένη ἀναφορά.

῾Η ὑποσημείωσι εἶναι πολὺ σχετικὴ μὲ τὸ θέμα ὑπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία ποὺ τὸ θέτω, διότι στὴν πανάρχαιη καὶ ἑνιαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὰ προϊστορικὰ χρόνια μέχρι σήμερα ἔχουν διασωθῆ ὄχι μόνον ἴδιες λέξεις ἀλλὰ καὶ ἴδιες σημασίες λέξεων. ἡ ἐκ νέου ἐπισήμανσι αὐτῶν τῶν δεδομένων εἶναι ἀσφαλῶς πολὺ σημαντικὴ γιὰ τὴν κατανόησι τῆς κληρονομιᾶς μας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας. μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια καὶ μὲ βάσι ὅσα ἀναφέρω καὶ στὴν ὑποσημείωσι θεωρῶ χρήσιμο νὰ ξέρουμε ὅτι ἀρχικὰ ἦταν νησιωτικὴ μουσικὴ = δημοτικὴ μουσικὴ = λαϊκὴ μουσικὴ = μουσικὴ τῶν κατοίκων τῆς συγκεκριμένης χώρας, δηλ. τῆς ῾Ελλάδος, ἀσχέτως ἂν αὐτὴ ἡ μουσικὴ ἦταν κατὰ περιόδους ἡ ἀρχαία μουσική, τὰ μεσαιωνικὰ γαμήλια ἢ θρηνητικὰ ᾄσματα, τὰ ἐκκλησιαστικὰ τροπάρια, τὰ ἀκριτικὰ τραγούδια, τὰ κλέφτικα ἢ τὰ λαϊκά κ.λπ… ἐπικεντρώνομαι δηλαδὴ στὸ γεγονὸς ὅτι καὶ ἡ περιοχὴ ποὺ σήμερα ἀπὸ ἐμᾶς δὲν θεωρεῖται νησιωτικὴ ἀλλὰ στεριανὴ ῾Ελλάδα, κάποτε λεγόταν ἐπίσης «νῆσος». κάτω ἀπὸ τὶς τρέχουσες χρήσεις τῶν λέξεων ὑπνώττουν, ὑποβόσκουν καὶ ἐπιβιώνουν, ἔστω καὶ χωρὶς τὴν συνείδησι τοῦ ζῶντος χρήστη, πανάρχαιες σημασίες τους. οἱ λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε καθημερινῶς ἔχουν πολὺ εὐρύτερη νοηματικὴ δυναμική ἀπὸ αὐτὴν ποὺ συνήθως τοὺς προσδίδουμε. ἄθελά μας λέμε καὶ ὁμολογοῦμε ἀκόμη ἀλήθειες ποὺ ἔχουμε «ξεχάσει» ἀπὸ τὴν ἐνσυνείδητη ἱστορική μας μνήμη.

᾿Ελπίζω νὰ μὴν κούρασα πολύ.

Καλὰ χριστούγεννα.