Τι κάνει το Μάρκο Βαμβακάρη ξεχωριστό;

Ίσως πολλά περισσότερα από αυτά που έχω αποκρυσταλλώσει στη σκέψη μου, τα οποία είναι δύο:

Πρώτον, 100% ουσία. Πέρα από τα όντως απαραίτητα, δεν έχει ούτε μια πενιά, ούτε ένα λύγισμα της φωνής, ούτε μια παραπανήσια λέξη, που να μπαίνουν για στολίδι ή για μπούγιο.

Αυτό φαίνεται και στην Αυτοβιογραφία του, που είναι λόγος εντελώς γυμνός. Περιγράφει ιστορίες που μπορεί να είναι ευχάριστες, δυσάρεστες, αστείες, ντροπιαστικές, αλλά πουθενά δεν καθοδηγεί τον αναγνώστη με σχόλια όπως «τι ωραίο, τι άσχημο, τι αστείο, τι ντροπή», μόνο του παραδίδει το γεγονός που θέλει να περιγράψει και τον αφήνει να νιώσει μόνος του ό,τι θέλει.

Δεύτερον, ο Βαμβακάρης έχει βαθιά χωνεμένη την προϋπάρχουσα παράδοση, και εφοδιασμένος μ’ αυτή τη γνώση προχωράει σε πρωτότυπη δημιουργία που, αν και παραδοσιακή, είναι πλήρως προσωπική. Με άλλα λόγια, γνωρίζει άριστα την παλαιά παραδεδομένη γλώσσα στην οποία θα πει ό,τι έχει να πει, συνάμα όμως έχει και κάτι δικό του να πει. Αυτό νομίζω ότι το αντιλαμβάνεται ασυναίσθητα ακόμη και ο ακροατής που δεν ξέρει ποια είναι αυτή η γλώσσα και τι είχε ειπωθεί σ’ αυτήν πριν τον Μάρκο, αλλιώς θα άρεσε μόνο σε εξειδικευμένους ρεμπετοδίφες και μουσικολόγους - αλλά δεν αρέσει μόνο σ’ αυτούς! (Όπως το αντιλαμβάνεται και ο ακροατής που δεν ξέρει σε τι κουρδίσματα έπαιζε ο Μάρκος, για να αναφερθώ λίγο και στα παλιότερα σχόλια της παρούσης, ή που δεν ξέρει χρονολογικά όλη την ιστορία του ρεμπέτικου ώστε να διαπιστώσει μόνος του ποιανών «πατέρας» υπήρξε.)

2 «Μου αρέσει»