Τι κάνει σκληρό ένα έγχορδο όργανο;

Μάνο ευχαριστώ για όλη την εξήγηση.
Απλά δεν ήξερα για την δυνατότητα ύπαρξης της κόκκινης γραμμής στο σκίτσο σου.
Ίσως να έχω πιάσει τέτοιο όργανο και να μην το κατάλαβα.
Νόμιζα ότι το μπουζούκι είναι μόνο η ευθεία από το μανικο η το πολύ με καμία τσάκιση.

Θα μιλήσω για το μπουζούκι.

Η τάση μιας χορδής, εφόσον παράγει έναν προσδιοριζόμενο σε Hz συχνοτικό ήχο σε ένα καθορισμένο μήκος, είναι η ίδια. Η ίδια χορδή λοιπόν, ας πούμε μια 11άρα μήκους “όπλισης” 67cm, σε όποιο μπουζούκι και να τη βάλουμε, για να παραγάγει οποιαδήποτε συχνότητα θέλουμε σε “ανοιχτή θέση”, απαιτεί την ίδια ακριβώς τάση. Όμως πράγματι είναι μεταβλητή η αίσθηση του πατήματος της χορδής, κοινώς απαιτείται άσκηση ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΔΥΝΑΜΗΣ για να φτάσει να πατήσει η χορδή στο τάστο. Αυτό ισχύει τόσο για διαφορετικά μεταξύ τους όργανα, όσο και για διαφορετικές περιοχές της ταστιέρας στο ίδιο όργανο. Οι κυριότεροι παράγοντες για αυτό είναι οι κάτωθι (παρατιθέμενοι αριθμητικά χωρίς ιεράρχηση σημαντικότητας):

  1. Η απόσταση μεταξύ χορδής-τάστου (το “action” της χορδής): η απόσταση αυτή δεν είναι ίδια καθ’ όλο το μήκος της ταστιέρας, διότι προς το κεφαλάρι κανονικά πρέπει να έχουμε χαμηλότερο action απ’ ότι προς την τρύπα του σκάφους (έστω και ελάχιστα).

  2. Η ελαστικότητα του μάνικου. Αυτή είναι που δίνει κατά το πλείστον στη χορδή τελικά μια αίσθηση ευκαμψίας, ελαστικότητας, σαν να μην έχουμε να κάνουμε με κάτι τόσο άκαμπτο (όσο ένα ατσαλόσυρμα τεντωμένο, που είναι μια χορδή) αλλά με κάτι πιο ελαστικό. Ο λόγος είναι διότι με την άσκηση της πίεσης στη χορδή, το μανίκι κάμπτεται σε κάποιο βαθμό, περίπου όπως ένα τόξο, και όσο πιο μαλακό είναι το σώμα αυτό του “τόξου”, τόσο πιο κινητικό είναι στο σύνολό του το ενιαίο σύστημα ξύλου-χορδής, και τόσο πιο αβίαστα μπορούμε να φέρουμε σε επαφή τη χορδή με το τάστο.

  3. Απόσταση του σημείου πίεσης από τα άκρα: όσο πιο κοντά στα δύο άκρα της χορδής πιέζουμε, δηλαδή όσο πιο κοντά στα δύο “κόκκαλα”, ή “ζυγούς”, τόσο πιο σκληρή είναι η αίσθηση. Φυσικά δεν έχουμε τάστα πολύ κοντά στον καβαλάρη, αλλά εάν είχαμε -εάν μπορούσαμε να διακόπταμε την ταστιέρα στην τρύπα και να τη συνεχίζαμε πάνω στο καπάκι, και με αντίστροφη τοποθέτηση των χεριών να παραγάγαμε εκεί ήχο, εκεί θα ήταν το σκληρότερο σημείο. Κατά κανόνα, στο κέντρο της χορδής η απαιτούμενη πίεση για την διεπαφή της χορδής με το τάστο είναι μικρότερη, εφόσον δεν υπάρχει σκέβρωμα του μάνικου και εφόσον το action είναι σωστά ρυθμισμένο (δεν υπάρχει δηλαδή μεγάλη διαφορά/απόκλιση στην απόσταση μεταξύ χορδής-τάστου από το πρώτο τάστο στο τελευταίο).

  4. Ελαστικότητα στο καπάκι: Το καπάκι μπορεί να απορροφά μέρος της πίεσης που ασκείται προς τα κάτω. Είναι μικρή αυτή η απορρόφηση, αλλά είναι υπαρκτή, πόσω μάλλον εφόσον έχουμε να κάνουμε με ένα λεπτό καπάκι και ευέλικτα καμάρια (πχ. αλά Ζοζέφ, “σάγμα” που λέει και ο Σπουρδαλάκης).

  5. Ελαστικότητα στο κεφαλάρι: όταν το κεφαλάρι είναι λεπτότερο, συνεπώς πιο ευέλικτο, μπορεί και αυτό να απορροφά μέρος της δύναμης που ασκείται για την επαφή χορδής-τάστου. Στην ουσία το κεφαλάρι είναι το άκρο του τόξου, και ένα τόξο έχει μεγαλύτερη ελαστικότητα στα άκρα του παρά στο κέντρο του.

  6. Η γωνία που σχηματίζει η χορδή τόσο στον ένα όσο και στον άλλο ζυγό · βασικά μας ενδιαφέρει ποια κλίση έχει το κεφλάρι, αν έχει οριζόντια ή κάθετα κλειδιά στο καφαλάρι, πόσο ψηλός είναι ο καβαλάρης και αν το καπάκι είναι “τσακισμένο”, δηλαδή με κλίση το πίσω μέρος του ή όχι (σχήμα Μ. Τουρπάλη). Όσο πιο μικρές αυτές οι γωνίες, τόσο πιο σκληρή αίσθηση έχει το παίξιμο. Επίσης, τα τσακισμένα καπάκια έχουν συνήθως μεγαλύτερη ακαμψία, λόγω διαφορετικής αρματωσιάς καμαριών.

Υπάρχει και το εξής ζήτημα όμως: η αίσθηση σκληρότητας μπορεί να αφορά και το χέρι που κρατά το πλήκτρο, την πένα. Για παράδειγμα, όταν πλήττουμε τη χορδή εγγύτερα στον καβαλάρη, η αίσθηση γίνεται όλο και πιο σκληρή (το ίδιο και ο παραγόμενος ήχος), ενώ αν η νύξη των χορδών πραγματοποιείται προς το τέλος της ταστιέρας, στο άλλο άκρο της οπής δηλαδή, η αίσθηση (ακροατικά και απτικά) είναι σαφώς πολύ “μαλακότερη”. Αυτό σχετίζεται και πάλι με τον παράγοντα 3. που αναπτύχθηκε παραπάνω, αλλά η αίσθησή μας επηρεάζεται και από την απόσταση μεταξύ του σημείου νύξης των χορδών και του σημείου διεπαφής της χορδής με το τάστο: Αν η απόσταση αυτή είναι μεγαλύτερη, η αίσθηση στο δεξί χέρι είναι μαλακότερη, όσο όμως μειώνεται, η αίσθηση γίνεται σκληρότερη.

Άφησα εσκεμμένα τα εξής δεδομένα στην άκρη, ώστε να παρουσιάσω το θέμα από μια σταθερή οπτική γωνία:

  1. Το υλικό και τη διατομή της χορδής.
  2. Το μήκος “όπλισης” (απόσταση σημείων προσάρτησης της χορδής στο όργανο: χορδιέρα-κλειδί)
  3. Το μήκος “κουρδίσματος” (απόσταση μεταξύ ζυγών).

Το 2. και το 3. αφορούν ξεκάθαρα την κατασκευή του οργάνου. Για την επιλογή του βέλτιστου σετ χορδών πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν όλες αυτές οι παράμετροι, ή μάλλον να γίνεται πειραματικός προσδιορισμός του, και μάλιστα αυτός να εκτελείται με κάποια σχετική τακτικότητα (τα όργανα συχνά δεν έχουν τις ίδιες ιδιότητες στο πέρασμα του χρόνου).

1 «Μου αρέσει»