Τα μπεμόλια, η λογοκρισία του Μεταξά και η εμπλοκή του Τσιτσάνη

Οπως και να το κάνουμε ο Τσιτσάνης ξεκίνησε αντιγράφοντας το στυλ του Μάρκου και μετά προχώρησε σε δικό του στυλ με ματζορομίνορα το οποίο και ήθελε να πλασάρει… (και το πέτυχε)

Ο Τσιτσάνης νομίζω έδωσε την απάντηση:
«Η λογοκρισία υπήρχε πάντα…»
Ο συμβιβασμός με τους κρατούντες τα της δισκογραφίας ίσχυε και ισχύει. Τότε σε θέματα που θα οδηγούσαν στην εθνική καθαρότητα, άλλωτε και συνήθως σε θέματα καθοριστικά των προσδοκώμενων εισπράξεων και του ύφους που απαιτεί η μάζα των καταναλωτών.
Πόσοι από τους μουσικούς του φόρουμ δεν συμβιβάστηκαν γιά το νυχτοκάματο; Πόσοι δεν έπαιξαν γιά τον «αχώνευτο» στο πρώτο τραπέζι που όμως πληρώνει και το μαγαζί τον βάζει πάνω απ΄τον μουσικό;
Κυρίως από τους συμβιβασμούς εισπράττουμε κι όσοι δεν το ΄καναν(κάνουν) είναι ελάχιστοι και στη καλύτερη περίπτωση υπηρέτησαν(υπηρετούν) την υστεροφημία τους μόνο, βασανίζοντας τον εαυτό τους και τους λίγους που αντέχουν να μένουν δίπλα τους.

Απάντηση όμως έχει δόσει και ο Παπάζογλου, που δεν καταδέχτηκε να καταθέσει ούτε μία παρτιτούρα προς έγκρισιν, με αποτέλεσμα να πεθάνει άψιλος στην κόλαση της Κατοχής. Όσο για την υστεροφημία του, φρόντισαν για αυτήν οι κλέφτες που ενέσκηψαν ως επί δρυός πεσούσης και όχι ο ίδιος.

Αυτό που ψάχνω εγώ (και ο Κ. Φέρρης μου έδοσε την τεκμηρίωση που ήθελα) είναι στοιχεία για τον “εξευρωπαϊσμό” (είμαι αναγκασμένος να το βάλω σε εισαγωγικά) του ρεμπέτικου. Και με τίποτε δεν πρεσβεύω ότι είναι κακό αυτό, τα αριστουργήματα που βγήκαν και από τον Τσιτσάνη και από δεκάδες άλλους, υπό καθεστώς λογοκρισίας, είναι σήμερα ιστορία και μάλιστα ώραία ιστορία. Να μην παραβλέπουμε όμως και αυτήν την πλευρά του Τσιτσάνη, που και αυτή είναι ιστορία αλλά για μένα τουλάχιστον όχι ωραία.

Με αυτή τη λογική και χωρίς να παραβλέπω την άλλη όψη, την όχι «εντάξει» του Τσιτσάνη έγραψα πιό πάνω κύριε Πολίτη.
θεωρούσα όμως αυτονόητη την ύπαρξή της και χωρίς τα πράγματι εντυπωσιακά στοιχεία του Κώστα Φέρρη.
Η μη ύπαρξή της θα με παραξένευε.

Γειά χαρά κι από εμένα. Άργησα αλλά εντόπισα αυτό το πολύ ενδιαφέρον- και σχεδόν καθόλου μελετημένο- ζήτημα της λογοκρισίας, του ρεμπέτικου τραγουδιού επί μεταξικού καθεστώτος (σκεφτόμουν μάλιστα να ανοίξω και εγώ το συγκεκριμένο ζήτημα, μιας και έχω δουλέψει πάνω σε αυτό παλαιότερα). Θεωρώ πολύ χρήσιμο σε ένα τέτοιο φόρουμ το συγκεριμένο “ιστορικό”- πλέον- ζήτημα για το ρεμπέτικο, να είναι ανοιχτό και συνεχώς διαπραγματεύσιμο. Θα ήθελα, λοιπόν, να θέσω κάποια ερωτήματα εδώ που θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν αρχικό “σκελετό” κίνησης του ζητήματος για τη λογοκρισία προπολεμικά και μεταπολεμικά:
Α. οι δισκογραφικές εταιρίες της περιόδου τι στάση κράτησαν απέναντι στη λογοκρισία; Υπάρχουν κάποια αρχεία που να δειχνουν κάτι; Οι γνώστες θα γνωρίζουν τη μελέτη του νορβηγού μουσικολόγου Πένανεν, ο οποίος παραθέτει το γράμμα των αδερφών Λαμπρόπουλων στη βρετανική Γκράμοφων, σύμφωνα με το οποίο δεν μπορούσαν να εκτελέσουν μια παραγγελιά που τους ζητήθηκε. Εκτός αυτού έχουμε άλλα στοιχεία που να αποκαλύπτουν κάτι άλλο; Δηλαδή, οι δισκογραφικές το αντιμετώπισαν απλά ως μείωση πωλήσεων ή κάποια στελέχη τους μπορεί συμφωνούσαν και ιδεολογικά με το καθεστώς; (πολύ εξειδικευμένο το ζήτημα, αλλά δεν είναι χρήσιμο να το θέσουμε;)
Β. Ο Μεταξάς, ως γνωστόν, απαγόρευσε τον αμανέ στα πλαίσια του Γ’ ελληνικού πολιτισμού που ήθελε να επιβάλλει (σαν γνήσιος δικτάτωρ). Γιατί τα μεταπολεμικά χρόνια δεν έχουμε ξανά ηχογράφηση αμανέδων; Οφειλόταν στην τότε λογοκρισία ή στο θάνατο πολλών εκ των συνθετών της λεγόμενης Σμυρναίικης σχολής εντός του πολέμου; (ας μην ξεχνούμε εδώ τον ρόλο κάποιων από αυτών στις δισκογραφικές: ο Σκαρβέλης και ο Τούντας ήταν καλλιτεχνικοί διευθυντές της Κολούμπια και άρα οι επιλογές τους και η αισθητική τους ήταν παρούσα στις ηχογραφήσεις. Ο Παπάζογλου, επίσης, από όσο γνωρίζουμε από κάποιες πηγές, είχε αρκετά δημοφιλή τραγούδια). Γενικότερα ας σκεφτούμε γιατί δεν έχουμε ξανά ηχογράφηση σμυρναίικων μεταπολεμικά;
Γ. Ποιοι συνθέτες διαφώνησαν έντονα με τις απαγορεύσεις; (όπως πληροφορούμαστε από τις αφηγήσεις της Αγγέλας Παπάζογλου, ο Παπάζογλου αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή μετά τις απαγορεύσεις). Εκτός αυτού έχουμε άλλους;
Δ. Από τους διανοούμενους της εποχής ποιοι συμφώνησαν και ποιοι όχι; (σημείο αναφοράς το άρθρο του Ζαχαρία Παπαντωνίου για τον αμανέ, τον οποίο και απαξιώνει). Αρκετές αναφορές έχουμε και στα βιβλία του Κ. Βλησίδη. Απλά το θέτω μήπως κάποιος γνωρίζει κάτι διαφορετικό.
Ε. Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα είναι η στάση των διάφορων πολιτικών ιδεολογιών για το ρεμπέτικο τραγούδι μετά τον πόλεμο. Συνιστά και αυτό ένα είδος λογοκρισίας, ευρύτερα, καθώς, άπ’ όσο ξέρουμε, το κανονιστικό πλαίσιο του Κ.Κ.Ε. αντιμετώπιζε με εξαιρετική αυστηρότητα τον ρεμπέτικο στίχο. (έχουμε αναφορές του Χ. Μίσσιου αλλά και σε κείμενο του Παναγή Παναγιωτόπουλου με θέμα “Οι έγκλειστοι κομμουνιστές και το ρεμπέτικο τραγούδι: μια άσκηση ελευθερίας”).

Φυσικά υπάρχουν ακόμα ένα κάρο ερωτήματα. Εγώ απλά θέτω μερικά για να έχουμε μια βάση να πατήσουμε και γιατί ήθελα να εκθέσω το λησμονημένο αυτό θέμα στην γνώση των πολλών.

Αναμένω τις αναφορές σας και το ενδιαφέρον σας.

Βεβαίως και είναι πολύ ενδιαφέρον το θέμα που ωραία θέτεις, Taras, και χρειάζεται διερεύνηση. Δεν είναι πάντως από όλους λησμονημένο. Εμένα με έχει απασχολήσει και έχω κάνει και ανακοίνωση σχετική, που βρίσκεται εδώ:

http://www.geocities.com/hydragathering/2005politis-barbara.html

Είναι βεβαίως στα αγγλικά, αφού παρουσιάστηκε στο Λονδίνο, σε αγγλόφωνο κοινό. Δυστυχώς δεν βρήκα ακόμα το χρόνο να το μεταφράσω.

Τα βιβλία του Βλησίδη έχουν αρκετά στοιχεία, όπως και εσύ παρατηρείς, αλλά υπάρχει χώρος για περαιτέρω διερεύνηση. Θα με ενδιέφερε πολύ το άρθρο του Pennanen που αναφέρεις, δεν το έχω πετύχει. Θα σου στείλω και πμ. Κάποια πάντως από τα ερωτήματά σου τα έχω πραγματευτεί και εγώ.

Έχει δυστυχώς από πολλά χρόνια φύγει ένας άνθρωπος – κλειδί που θα μπορούσε να διευκρινήσει αρκετά ερωτήματά μας. Θείος μου (αδελφός του πατέρα μου), ο Γ. Ν. Πολίτης έτυχε να εργάζεται επί Μεταξά στο Υπουργείο (υφυπουργείο Τύπου) και διορίστηκε, θέλοντας και μη, μέλος της επιτροπής λογοκρισίας. Το αρχείο του δεν έχει μελετηθεί επαρκώς, αλλά φαίνεται ότι δεν περιέχει κάτι αξιόλογο σχετικά. Η μοναδική σχετική πληροφορία που έχω είναι ότι «διόρθωνε τις χασμωδίες του Τσιτσάνη» (προφορική πληροφορία μέσω του αδελφού μου Αλ. Πολίτη).

Θα μελετήσω το κείμενο σας, σύντομα, και θα σχολιάσουμε τα σημεία του. Οσο αφορά το άρθρο του Πένανεν: Risto Pekka Pennanen, “Greek music policy under the Dictatorship of General Ioannis Metaxas (1936-1941)”, Grapta Poikila I, Papers and monographs of the Finnish Institute at Athens, vol. VIII (edited by Leena Pietila- Castren and Marjaana Vesterinen) Helsinki 2003. Εγώ το βρήκα στο αρχείο της Α.Ε.Π.Ι. όπου και έκανα, κάποτε, την πρακτική μου άσκηση σα φοιτητής. Γενικότερα είναι δύσκολο να το εντοπίσει κάποιος και δεν γνωρίζω αν υπάρχει ψηφιοποιημένο. Και μια διόρθωση εδώ: ο Πένανεν είναι Φινλανδός και όχι Νορβηγός όπως αναφέρω.
Από εκεί και πέρα βιβλιογραφικά έχει μεγάλη σημασία να κοιτάξουμε τα δημοσιευμένα κείμενα στον ημερήσιο τύπο της εποχής. Παραπέμπω στη σελίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, όπου και έχουμε κάποιες από τις εφημερίδες ψηφιοποιημένες: www.nlg.gr. Όποιος έχει χρόνο μπορεί να ψάχνει σε μικρές και μεγάλες βιβλιοθήκες της χώρας να βρει υλικό. Κάτι επίπονο και χρονοβόρο όπως και γενικότερα η έρευνα για το ρεμπέτικο τραγούδι.

Θα επανέλθω σύντομα.

Κάθε φορά που ανακαλύπτω κάτι για τον Τσιτσάνη δεν μου πάει σε καλό.Συλλογίζομαι οτι είμαι στο ρεμπέτικο φόρουμ,οτι τραγουδούσα και θα τραγουδάω μάλλον τα τραγούδια του,αλλά σαν άνθρωπος -ω ρε μάνα μου-,γιατί έτσι;
Σχεδόν όλοι αναγκάστηκαν στην λογοκρισία που υπήρχε στην χωρά μας αν μετρήσετε σχεδόν 40 χρόνια μέχρι και την Χούντα ν αλλάξουν κάτι απο τα τραγούδια τους.Είναι αυτό που κάποιος πιο πάνω είπε οτι είναι η ανάγκη της επιβίωσης.Λογικό.Δεν μπορώ να το κρίνω αυτό για εκείνους τους καλλιτέχνες θα ήταν λάθος,αν και στον Παπάζογλου(γνωστή η ολη ιστορία,όλος ο διάλογος θέλω να πω με του λογοκριτές) πρέπει θαυμασμός!!
Απο εκεί και πέρα να διαβάζουμε απο αυτόν τον άνθρωπο οτι η λογοκρισία έκανε καλό;Πάει πολύ.Και ο συγκεκριμένος δεν την είχε ανάγκη.Μην μου πείτε το “όταν συμβεί στα Πέριξ”.Είχε τον Μουσχουντή.Έλεος!
Για τους άλλους της εποχής καλλιτέχνες που μάλλον τους ένοιαξε και πολύ,έκανε κακό η λογοκρισία.Μόνο για τον Τσιτσάνη έκανε καλό;
Μην παραπλανήσει κανέναν που προτιμάω τον Βαμβακάρη απ’οτι φαίνεται στο προφίλ μου.Δεν έχει να κάνει σχέση.Αντικειμενικά τελείως τα βλέπω.Εκτως αν δεν ξέρω κάτι καλά,η αμα δεν ξέρω για κάποιον άλλον.Και ο Βαμβακάρης τα είχε καλά στην Κατοχή -Εμφύλιο με ολα τα στρατόπεδα-επιβίωση-αλλά οχι και έτσι.
Η ολη τους αυτή προσπάθεια για τον εξευρωπαϊσμό της μουσικής μας(απ τα δημοτικά μας κιώλας ξεκίνησε,τα έρμα) έβγαλε σύμφωνοι, μέγαλα τραγούδια.Αλλά…
Τελειώνοντας γιατί δεν είναι μόνο ο ρόλος του στην λογοκρισία(θα ήθελα πραγματικά κάποιος να μου πει απο πρώτο χέρι την γνώμη που είχαν για αυτόν οι άλλοι μεγάλοι της εποχής.Και οχι για τραγούδια αυτά τα ξέρουμε και μας αρέσουν)
διάβασα για τον δίσκο(χρυσός-χαρτί που γράφει πιο πάνω ο κ.Φέρρης),για το επίδομα…
Άστα να πάνε.
Μάλλον πρέπει να σταματήσω να διαβάζω.Θα διαφωνήσει αρκετός κόσμος το ξέρω αλλά τι να κάνω ήθελα να τα γράψω.

Μπράβο για το μήνυμά σου, Νίκο, γιατί δίνει το έναυσμα για πολλές παράλληλες συζητήσεις…

Πέρα από το πρωτοφανές, για τα δεδομένα, καθεστώς της λογοκρισίας που επιβλήθηκε ακόμα και στη μουσική…
Πότε και κυρίως γιατί η μικρασιατική φλέβα θα απουσιάσει εντελώς από το ρεμπέτικο, μαζί με τα σαντουροβιόλια, το ίδιο και οι Μικρασιάτες δημιουργοί, οι οποίοι θα μπουν επίσης στο περιθώριο, τουλάχιστον όσοι δεν ενέδωσαν στα νέα δεδομένα ;
Γιατί από την κυριαρχία των καφέ - αμάν, από αυτό το “ανατολίτικο παραλήρημα” για το οποίο έγραφαν οι λόγιοι της εποχής (μέχρι περίπου και το 1886) φτάσαμε και πότε και κάτω από ποιες περιστάσεις στον αποκλεισμό της λαϊκής μουσικής από την επίσημη κουλτούρα ;

Είναι μερικά από τα ερωτήματα βέβαια και η απάντησή τους χρειάζεται μελέτη, ιστορική, κοινωνιολογική, πολιτική, μουσική κ.λπ. κ.λπ…

Αν ενδιαφέρει κανέναν, νομίζω ότι το θέμα της λογοκρισίας “ταξινομείται” σε τρία κεφάλαια:
α) Η λογοκρισία γενικά. Δηλαδή η ύπαρξή της ως μηχανισμού.
β) Η λογοκρισία στο στίχο.
γ) Η λογοκρισία στη μουσική.
Το γράφω αυτό προκειμένου να μην δημιουργηθεί σύγχυση σε ενδεχόμενη συζήτηση πηδώντας από τα “μπεμόλια” στο “όταν συμβεί στα πέρξ” κι από κει πάλι πίσω με μιά ενδιάμεση στάση στο “κάνε λιγάκι υπομονή” και στης “κοινωνίας της διαφορά”.

Πάντως το θέμα δεν είναι εύκολο ακόμα και για όποιον -όπως κι εγώ- μπορεί να δηλώνει ότι είναι αντίθετος με κάθε λογοκρισία. γιατί όπως είναι γνωστό, ακόμα και όταν δεν υπάρχει θεσμοθετημένη λογοκρισία, λειτουργούν χίλιοι μηχανισμοί που “αυθόρμητα” προωθούν ένα “ύφος και ήθος” και θάβουν ένα άλλο, μηχανισμοί προσαρμογής, αυτολογοκρισίας κλπ κλπ.

Σε ότι αφορά τη λογοκρισία που επιβλήθηκε στο στίχο το 36 (ή και τη μεταπολεμική λογοκρισία), έχει κι αυτή δύο πλευρές: η μιά αφορά την λογοκρισία που ασκείται για την προστασία της “καθεστηκυίας τάξης” και θέλει να εξαφανίσει “επκίνδυνες” νύξεις με κοινωνικο και πολιτικό περιεχόμενο.
Η άλλη πλευρά αφορά τη λογοκρισία που ασκείται για την προστασία, ας πούμε, της “ηθικής υγείας” της κοινωνίας.
Η πρώτη πλευρά είναι φαινομενικά ευκολότερο να εκτιμηθεί, και ακόμα και στην εποχή της θα ήταν αρκετά σαφές το ποιος ήταν υπέρ της ύπαρξης της και ποιός κατά…
Σε σχέση με τη δεύτερη πλευρά η σύγχυση είναι μεγαλύτερη… Κατά τη γνώμη μου η πλευρά αυτή συνιστούσε το νομιμοποιητικό πρόσχημα γιά την επιβολή λογοκρισίας γενικά και γιά την ύπαρξη λογοκριτικού μηχανισμού… [li]
[/li]Εννοείται ότι εδώ εντάσσεται περισσότερο από όλα, εκείνη την εποχή, η λογοκρισία που αφορούσε τα “χασικλήδικα” κλπ.
Όπως γράφω και παραπάνω ανήκω σε εκείνους που είναι “εναντίον κάθε λογοκρισίας”.
Τη θέση αυτή δεν την αναιρεί το ότι -ακόμη και σήμερα που υποτίθεται έχει προστεθεί μιά δόση φολκόρ- δεν διασκεδάζω στην πραγματικότητα, ούτε μπορώ πανηγυρίσω, ούτε να ταυτιστώ με το μάγκα που κουβάλαγε στα τρύπια του τακούνια ηρωίνη ως τα μπούνια.
Τη θέση αυτή επίσης δεν την αναιρεί, παρ’ όλα αυτά όμως την “υπονομεύει” και κατά κάποιο τρόπο την “αντιστρέφει” το γεγονός (σύμφωνα με μαρτυρίες των οποίων δεν θυμάμαι την πηγή), ότι από κάποιο σημείο κι έπειτα τα λεγόμενα χασικλήδικα φωνογραφούνταν από τις εταιρίες επί παραγγελία απλώς επειδή πουλούσαν. Μέσα σε αυτές τις μαρτυρίες που έχει συγκρατήσει η μνήμη μου είναι κι αυτή, όπου ο αρμόδιος της εταιρίας ζητά από τον Παπάζογλου, που γυρεύει να φωνογραφήσει κανένα τραγούδι του, να του φέρει κανένα χασικλήδικο. Κι αυτός, ο ίδιος που έχει γράψει τραγούδια όπως “αργιλέ μου παινεμένε”, με τους “μάγκες που συζητούνε στο μπαρμπούτι να ριχτούνε μέχρι να καθαριστούνε και τον αργιλέ να θυμηθούνε” (τραγούδι που γιά μένα με τη μουσική του και με την ερμηνεία του Περπινιάδη βρίσκεται σε πολύ ψηλό επίπεδο αισθητικής, με όλη τη σημασία της λέξης, δηλαδή σαν “ενότητα μορφής και περιεχομένου”), ο ίδιος λοιπόν άνθρωπος όταν η εταιρία τού παραγγέλνει “χασικλήδικο”, τους πηγαίνει τον “ξεμάγκα”: Βαρέθηκα τον αργιλέ, σιχάθηκα τη μαύρη… Τις όμορφες θα κυνηγώ κρασί και σαντουράκι κι όχι το παλιομπούζουκο και το μπαγλαμαδάκι… Φύγε από με κουτόχορτο, χάσου κι εσύ τσιμπούκι… Γιατί όσο σε φουμάριζα κι έπαιζα και το ζάρι…
…Και θ’ ακολουθήσει αργότερα μιά εποχή όπου θα γίνει “διακύβευμα” για το λαϊκό τραγούδι, αν θα έχει στο επίκεντρό του το χασίς και το ζάρι ή τη φτώχια και τα κοινωνικά προβλήματα. Νομίζω ότι η περιγραφή που κάνει ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του για τη στάση που τηρούσαν απέναντί του οι χίτες και οι ελασίτες, αυτό το “διακύβευμα” αφορά σε τελική ανάλυση.

Γράφει παραπάνω ο Φέρρης, ότι ανέτρεψε τον μύθο πως ο Μεταξάς απαγόρευσε το μπουζούκι. Πράγματι ο Μεταξάς δεν απαγόρευσε το μπουζούκι. Αργότερα, μάλλον, έγινε γνωστό και το περιστατικό που αφηγείται ο Παπαϊωάννου, ότι πήγε ο ίδιος και έπαιξε μπουζούκι στο Μεταξά και του άλλαξε τη γνώμη γιά το όργανο.
Εγώ πάλι νομίζω ότι ο Μεταξάς, ηθελημένα ή άθελά του, όχι απλώς τελικά δεν απαγόρευσε το μπουζούκι, αλλά στην πραγματικότητα το καθιέρωσε.
Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν από την τότε λαϊκή μουσική η μεταξική (εγώ εν προκειμένω θα έλεγα γενικότερα η “αστική”) λογοκρισία εξωβελίζει την καθαυτό ανατολή, τους δρόμους της και τα όργανά της, κάνοντας πολλαπλά προφητικό το στίχο του Παπάζογλου για το σαντουράκι στον ξέμαγκα;
Εν πάση περιπτώσει, η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αυτού του είδους η λογοκρισία που ασκήθηκε πάνω στην ίδια τη μουσική, ήταν η χειρότερη μορφή λογοκρισίας από όλες τις μορφές λογοκρισίας που ασκήθηκαν.
Η λογοκρισία στον στίχο μπορεί άμεσα να φαίνεται σαν η πιό καταπιεστική, αλλά αρκεί μια στιγμιαία λχ πολιτική ανατροπή για να “διορθωθεί”. Η λογοκρισία πάνω στη καθαυτό μουσική αποτέλεσε όμως μορφή λοβοτομής του λαϊκού πολιτισμού. Αποτέλεσε υλοποίηση της γνωστής φράσης που υποτίθεται πως εκστόμισε αργότερα ο Κίσινγκερ για τη μέθοδο που πρέπει ν’ ακολουθήσεις αν θέλεις να νικήσεις ένα λαό. Η διαδρομή από τη μικρασιαστική καταστροφή έως το δόγμα “ανήκομεν εις της δύσιν” περνά μέσα από αυτή τη μορφή λογοκρισίας…

[li] Δέν ξέρω πόση σημασία έχει σε αυτό το σημείο και η μαρτυρία του Ζαμπέτα (από την αυτοβιογραφία του), όπως την θυμάμαι από μνήμης: Η μαρτυρία αφορά τη σχέση της τότε εξουσίας με την παραβατικότητα που η ίδια θεσμοθετούσε. Όπου στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, στο κέντρο όπου βρισκόταν ο Ζαμπέτας, εμφανίστηκε κάποιος μεγαλοσχήμονας του καθεστώτος με τη λιμουζίνα του και τη συνοδεία του. Άκουσε “απ’ όλα”, και αναχωρώντας πρόσφερε και την (φυσικά ποτέ χωρίς αντάλλαγμα) προστασία του: Αν σας πειράξει κανένας να ‘ρθείτε σ’ εμένα.
[/li]
ΥΓ Τώρα σε ό,τι αφορά τις απόψεις που εκφράζει ο Τσιτσάνης γιά τα “μπεμόλια”, κατά κάποιο τρόπο η ιστορία “εκδικήθηκε” γι’ αυτές: Ήρθε ο καιρός που κι ο Τσιτσάνης (ο πιό “δυτικός” ή “πιό ελληνικός” όπως θα έλεγε) ένιωσε κι αυτός παραγκωνισμένος από την επέλαση των “ινδοπρεπών” τραγουδιών. Η ανατολή επέστρεφε άσχετα που έπεφτε σαν σκούφος πάνω στο δυτικό καπέλο όταν το κεφάλι είχε αδειάσει από τα μπεμόλια των “τουρκόσπορων”, που όχι μόνο τους ξερίζωσαν από τον τόπο τους αλλά θέλησαν να τους ξεριζώσουν και την ψυχή τους (μουσικολογικώς πάντα).

Και μιά εξήγηση που νιώθω να χρωστάω:
Το μουσικό έργο του Τσιτσάνη το θεωρώ στο σύνολό του αξεπέραστο. Όπως και το έργο κι άλλων παλιότερων και σύγχρονών του. Το “αξεπέραστο” με την έννοια του κάθε φορά μοναδικού.
Απλώς, όμως, δεν έχει ανάγκη από τέτοιες θεωρητικοποιήσεις, δεν έχει ανάγκη από ψηλό καπέλο… Ας μου επιτραπεί να εκφραστώ έτσι :slight_smile:

Άγη, σχετικά με ένα μηνυμά σου πιο πάνω που γράφεις για το παραγκωνισμό του Τσιτσάνη στην εποχή των ινδοπρεπών ασμάτων.Δεν ξέρω αμα το κατάλαβα καλά αλλά δες μια συνεντευξη του Τσιτσάνη στο Γεραμάνη το 1980 που αναφέρεται στο λόγο που υποχρεώθηκε να γράψει τραγούδια που είχαν ανατολίτικο ή ινδικό χαρακτήρα:
“Ήταν και κατεύθυνση σιωπηλή απο την φωνογραφική εταιρία,γιατί αυτά πουλούσαν τότε.Αναγκάστηκα και το έκανα. “Τα λιμάνια”, “Η Φαρίντα” και κάποια άλλα ηταν αποκομένα απο τις δικές μου,καθαρές μουσικές εμπνευσεις.” Συμβιβασμός στα κελεύσματα της μόδας;;
Ο,τι έχει να κάνει με το ίδιο το έργο του Τσιτσάνη ναι είναι μεγάλο.Και καπέλο πάλι συμφωνώ δεν εχει ανάγκη.Αλλα η κριτική(με στοιχεία) δεν είναι χωρίς λόγο.Ούτε αξιώνει κάτι μεγάλο.
Δεν είμαι σε φάση να γράψω άλλα για τον Τσιτσάνη θα ήταν κρίμα.
Καλησπέρα

Όπως, φαντάζομαι, κατάλαβαν όσοι διάβασαν το Νο. 1 του νήματος αυτού, πρόκειται για εκ των υστέρων (30 χρόνια μετά!) ενημέρωση που είχε την καλοσύνη ο Κ. Φέρρης να μου κάνει σχετικά με μία συνέντευξη του Βασίλη Τσιτσάνη για την εκπομπή «Το παρασκήνιο» της ΕΡΤ. Είναι φυσικό ο κ. Φέρρης να μην θυμάται, 30 χρόνια μετά, πώς ακριβώς είχε εξελιχθεί η συνέντευξη: Δεν χρειάστηκε κανένας Τσιτσάνης, να βοηθήσει τον Μάρκο ώστε να «διορθωθεί» το κομμάτι από νιχαβέντ σε μινόρε, ως μινόρε ηχογραφήθηκε, αλλά προ λογοκρισίας. Για την αποκατάσταση λοιπόν των πραγμάτων, δημοσιεύω δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα αυτής της συνέντευξης, που βρήκα πριν κάποια χρόνια στο διαδίκτυο. Τα συμπεράσματα, δεν θα τα βγάλω φυσικά εγώ.

Τα ηχητικά

4 «Μου αρέσει»

Τα πράγματα έχει αποκαταστήσει ο Γιώργος Παπαδάκης ήδη από το 1983 («Λαϊκοί πραχτικοί οργανοπαίχτες», εκδ. ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ 1983: σελ. 22):

Ασφαλώς και δεν ήξερα ότι έχει δημοσιευτεί. Ωστόσο, μια επιφύλαξη για το παρακάτω:

Δεν αποκατέστησε το συγκεκριμένο που αναφέρει ο Νίκος στο παράθεμα που έβαλα:

Όταν ο Τσιτσάνης λέει «έγραφε φέρ’ ειπείν ο Βαμβακάρης», δίνει ένα υποθετικό παράδειγμα. Δεν το έγραψε ποτέ όντως ο Βαμβακάρης έτσι. Αν ο Βαμβακάρης το είχε γράψει έτσι, και είχε περάσει λογοκρισία, θα είχε διορθωθεί έτσι όπως περιγράφει ο Τσιτσάνης, όπως (απ’ ό,τι καταλαβαίνω) συνέβη με άλλα τραγούδια, όχι όμως με το συγκεκριμένο.

Όλο αυτό έχει βέβαια ήδη γίνει σαφές εδώ στο φόρουμ, όχι όμως στο παράθεμα του Παπαδάκη.

Και υπάρχει και ορθογραφικό λάθος στην παρτιτούρα. Το Λα ύφεση έπρεπε να είναι Σολ δίεση. Ίσως όποιος έκανε την καταγραφή να παρασύρθηκε από τον όρο μπεμόλια (κυριολ. = υφέσεις).

1 «Μου αρέσει»

Εμ, πού να φανταστεί ότι ο Φέρρης δεν θα ήξερε ότι το τραγούδι είναι προ λογοκρισίας; :face_with_hand_over_mouth:

Φέρρης:

Παπαδάκης:

Βασίλης Τσιτσάνης - μαγνητοφ. συνέντευξη στο Γ. Παπαδάκη, 1977

Τελικά ποιος πήρε τη συνέντευξη;

ἀλλ᾽ οἱ λόγοι γε καταπαλαίουσιν λόγους :person_fencing:

Αδυνατώ να καταλάβω το νόημα της δημοσίευσης του Άνθιμου. Όταν, στο #18 μου, καταπιάστηκα όντως να «αποκαταστήσω κάποια πράγματα», αυτά ήταν κάποιες συγκεκριμένες ανακρίβειες που περιλαμβάνονται στο σημείωμα που κάποτε μου έδωσε ο Κ. Φέρρης και με το οποίο άνοιξε τούτο το νήμα. Ο Γιώργος Παπαδάκης, το 1983, στον (30 σελίδων) πρόλογο του βιβλίου του αναφέρθηκε πάρα πολύ σύντομα (μισή σελίδα) και σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα τραγουδιού (Αλανιάρα απ’ τον Περαία του Μάρκου) για να καταδείξει ότι η επιβληθείσα απ’ τον Μεταξά λογοκρισία άλλαζε στοιχεία της μουσικής ρεμπέτικων τραγουδιών, με στόχο την «εξυγίανση» του λαϊκού τραγουδιού. Ο Κ. Φέρρης, στο σημείωμά του προς εμένα, βάζει τον Τσιτσάνη να λέει ότι το σολ δίεση του ΣΕ περιμένω «είναι μπεμόλι, γιαυτό βοήθησα το Μάρκο και του το διόρθωσα, οπότε του πέρασα και το κομμάτι απ’ τη λογοκρισία. Όπως όμως καταδεικνύεται από το ηχητικό 05 The discussion about the ‘anatolitiko’ note του #18 μου, ο Τσιτσάνης δεν είπε αυτά που ο Φέρρης είπε ότι ο Τσιτσάνης είπε. Είπε συγκεκριμένα Βέβαια είναι πρό της λογοκρισίας αυτό το τραγούδι. Δεν είχε ανάγκη λογοκρισίας διότι είναι απ’ το Μάρκο γραμμένο και καθαρό ελληνικό. Ε, αυτό ήθελα να αποκαταστήσω.

Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να δημοσιευτεί η συγκεκριμένη αναφορά; Λέει άλλα από αυτά που περιέχονται στα δύο ηχητικά του #18: Δεν το έβγαλε ο Τσιτσάνης το «μπεμόλ» (τη δίεση στο σολ εννοεί). Και βεβαίως, ο κ. Παπαδάκης ήταν παρών μεν στην συνέντευξη, αλλά το σημείωμα του Κ. Φέρρη 30 χρόνια μετά, δεν το είδε. Ακόμα περισσότερο, το τμήμα της μελωδίας που παρατίθεται σε πεντάγραμμο (κάθε βράδυ θα σε περιμένω) δεν τραγουδήθηκε έτσι στην ηχογράφηση, με το σολ δίεση δηλαδή, και όποιος διαβάσει προσεκτικά και το #1 μου και το #18 μου, θα καταλάβει τί ακριβώς εννοώ. Το λέει καθαρά ο Τσιτσάνης: Βέβαια, είναι πρό της λογοκρισίας αυτό το τραγούδι (ηχογράφηση 1935, προσθέτω εγώ).