Σχετικά με τα ντουζένια

Για την ιστορία, να επισημάνουμε ότι -σε ακαδημαϊκό επίπεδο- με τα ντουζένια ασχολήθηκε σε κάποιες σελίδες της διατριβής του (Westernisation and Modernisation in Greek Popular Music ) το 1999 ο Risto Pekka Pennanen.

Το Κεφάλαιο της διατριβής όπου περιλαμβανόταν και η πραγμάτευση των ντουζενιών («The organological development and performance practice of the Greek bouzouki») μεταφράστηκε επικαιροποιημένο στα ελληνικά:«Οργανολογική εξέλιξη και εκτελεστική πρακτική του ελληνικού μπουζουκιού» (μέρος Α΄), περιοδικό Πολυφωνία, τχ. 14 (άνοιξη 2009): σ. 38-91// μέρος Β΄ : περιοδικό Πολυφωνία, τχ. 15 (φθινόπωρο 2009): σ. 100-138.

1 «Μου αρέσει»

αναφερθήκαμε (παλαιότερα) για το βιβλίο του και εδω.

Για τα ντουζενια νομιζω, η γνωση δεν χαθηκε ποτε. Παντα καποιοι μπουζουξηδες τα ηξεραν, και αυτοι που ηθελαν να τα μαθουν, το εψαχναν και τα μαθαιναν. Για μενα μια πηγη ντουζενιων, ηταν και ο τυρναβος της δεκαετιας του 90’. Υπηρχε ενας κυκλος μουσικων εκει και προς λαρισσα μερια που τα γνωριζε. Ειχανε και αμεση σχεση με τον γνωστο θαναση παπακωνσταντινου που γνωριζε πολλα. Αυτο που παρατηρησα απο τοτε, ειναι η αδιαφορια των περισσοτερων να τα μαθουν, να τα παιξουν, αλλα και να τα ακουσουν απλα. Ακομα και τωρα που βγηκαν ολα στο διαδυκτιο αβερτα κουβερτα, δεν ειδα καποιον να παιζει ενα ντουζενι σε ζωντανη εμφανιση. Και ειμαι σιγουρος οτι τα ξερουν πολλοι. Τουλαχιστον οι ρεμπεταδες. Αφου δεν τα παιζουν ουτε αυτοι, φανταζομαι οι αλλοι επαγγελματιες μπουζουξηδες… εδω επιβεβαιωνονται οι παλιοι που λεγαν, αφου τα παιζεις ολα τωρα με το ευρωπαικο, και παιζεις και με ορχηστρα, τι να τα κανεις τωρα αυτα; αχρηστα ειναι. Πρακτικα εχουν ενα δικιο. Απ την αλλη, ειναι πολυ ωραιο να αλλαζεις κουρδισμα, αλλαζεις την χροια σε κατι διαφορετικο απο αυτο που εχεις συνηθησει. Σου αλλαζει τον ηχο στο αυτι και την μουσικη σου σκεψη. Αυτο που θελω να πω ειναι οτι, η γνωση παντοτε υπηρχε γι αυτους που ηθελαν και θελουν να μαθουν. Δεν αξιοποιηθηκε ποτε ομως μεχρι τωρα. Παρεμειναν μονο για το σπιτι και την στενη παρεα. Ευτυχως μας αφησαν ντοκουμεντα ομως, αντε να δουμε τι θα κανει νεα γενια…

4 «Μου αρέσει»

αυτο ακριβώς.
εγκαταλείφθηκαν με την κυριαρχία του 8κορντ το 60, οταν κυριαρχούσε Ideal και Fender.
τα ντουζενια δεν εχουν “νόημα”, οταν δεν υπάρχουν μερακλήδες 6χορδοι.
οταν επανήλθαν τα 6χορδα (μουσικά σχολεία), τα ντουζενια ειχαν ξεχαστεί.
και πρόβλημα ηταν το να αλλάζεις κούρδισμα σε " θορυβώδη" περιβάλλοντα.
την σήμερον με τα ψηφιακά κουρδιστήρια, το πρόβλημα δεν υφίσταται.
θελει βέβαια κάποιο χρόνο να"ξανα-κάτσει" το όργανο .
αντε ασχοληθείτε οι νεότεροι 6χορδοι!

Τα ντουζένια δεν αναπτύχθηκαν σε περιβάλλον πάλκου ή γενικά επαγγελματικής μουσικής για ακροατές, αλλά στην ολιγοπρόσωπη συμμετοχική παρέα. Έχουν σύμφυτα μερικά στοιχεία που σ’ εκείνο το περιβάλλον ταίριαζαν αρμονικότατα, ενώ στη σκηνή αποτελούν πρόβλημα.

Επιγραμματικά, ή θα κουρδίζεις όλη την ώρα (όχι μόνο για ν’ αλλάξεις ντουζένι, αλλά και για να κάτσει το κάθε κούρδισμα που θα χαλάει εύκολα) ή θα παίζεις περιορισμένα και μονότονα πράγματα. Η μονοτονία εντείνεται και από το γεγονός ότι θα παίζεις μόνος σου ή σχεδόν, χωρίς κιθάρες, βασικά χωρίς ενορχήστρωση, αλλιώς η χάρη του ντουζενιού πάει χαμένη. Δε θα διαλέγεις τόνο ανάλογα με τις φωνές, πράγμα που στη συμμετοχική παρέα δεν τίθεται καν ως ζήτημα (σε ποια φωνή να πρωτοταιριάξεις;), το πολύ πολύ θα κουρδίζεις συνολικά λίγο παραπάνω ή λίγο παρακάτω, πράγμα αδιανόητο σήμερα.

Σήμερα, σε συνθήκες μονολογικής μουσικής, ορχήστρας, απόλυτου κουρδίσματος κλπ., ο μόνος συμβιβασμός που μπορεί να γίνει είναι ένα δεύτερο όργανο που για λίγο θα κάνει μικρές σφήνες, χωρίς ή και με συνοδεία, σε ένα και μόνο ντουζένι που να εξασφαλίζει τόνους για τους οποίυς έχεις ελέγξει προκαταβολικά ότι εξυπηρετούν τις φωνές. Δηλαδή μια πινελιά από «κάτι διαφορετικό», λίγο κουλέρ λοκάλ ως ποικιλία ανάμεσα στον κύριο όγκο του προγράμματος, με ρε-λα-ρε, επιλογή τόνων, και ενορχήστρωση.

Σ’ αυτό το επίπεδο δε γίνεται καμιά φορά;

Σε φουλ επίπεδο δεν είναι τεχνικά δυνατόν να σταθούν τα ντουζένια, παρά μόνον εάν:

  • φύγουμε τελείως από το πλαίσιο της μουσικής επιτέλεσης και μεταφερθούμε σ’ ένα άλλο πλαίσιο, όπου να μην υπάρχουν ακροατές αλλά μόνο συμμετέχοντες (δηλαδή στην παρέα), ή
  • στηθεί με πολλή μελέτη ένα πρόγραμμα που να ανταποκρίνεται μεν στις συνθήκες ακρόασης μονολογικής μουσικής, αλλά να αλλάζει τελείως την αισθητική, από την τρέχουσα που είναι οικεία στο κοινό σε μία εντελώς ειδική, που μόνο με συγκεκριμένους «μιλημένους» ακροατές μπορεί να λειτουργήσει (κι αυτό ακόμη, μπορώ να το φανταστώ σε παρουσίαση, σε εκδήλωση, δύσκολα όμως σε πρόγραμμα), ή τέλος
  • σπάσει και ξαναγίνει εντελώς από την αρχή το πράγμα, ενσωματώνοντας τα διάφορα ντουζένια και τις δυνατότητές τους σ’ ένα σημερινό ακροαματικό πλαίσιο, δηλαδή περίπου απορρίπτοντας όλη τη μέχρι σήμερα παράδοση του ρε-λα-ρε και δημιουργώντας μια καινούργια -πράγμα που προϋποθέτει και πολλή μελέτη, όπως και πριν, αλλά επιπλέον και πολλά όργανα.
3 «Μου αρέσει»

Γενικά τα πράγματα είναι όπως τα λέει ο Περικλής.
Έχοντας δοκιμάσει με τον Σταύρο πρόγραμμα εβδομαδιαίο με ντουζένια, αν δεν ήταν ατυχής η μέρα (Σάββατο) θα πήγαινε καλά πιστεύω γιατί υπήρχε ενδιαφέρον.
Στη συνέχεια, βάζοντας εμβόλιμα ντουζένια σε κανονικό πρόγραμμα, όντως βοηθούσε να υπάρχει ένας μπαγλαμάς κουρδισμένος ρε-σολ και η μπουργάνα να αλλάζει εύκολα (και χωρίς καντίνι καμιά φορά).
Για άμεσα (και πολύ καλά) αποτελέσματα, ανά πάσα στιγμή η μεσαία ενός μπουζουκιού μπορεί να πέσει σε σολ για ρε-σολ-ρε (ίσιο για ραστ/νικρίζ) ή να ανέβει στο σιb για ρε-σιb-ρε (σεγκιάχ/χουζάμ/χιτζασκιάρ/πειραιώτικο). Επίσης, να γίνει προσομοίωση του καραντουζενιού παίζοντας μι ουσάκ στο ρε-λα-ρε.
Το καλό με την τελευταία τεχνική είναι ότι το πρόγραμμα δεν διακόπτεται, απλά ο μπουζουξής κάνει ένα μικρό κούρδισμα που μπορεί να περάσει και απαρατήρητο. Η ανταπόκριση είναι καλή γενικά, οι μυημένοι το πιάνουνε, οι υπόλοιποι απλά ευχαριστιούνται ένα καλοπαιγμένο κομμάτι.

(Ας διαχωριστεί το νήμα να πάει στα ντουζένια, είναι κρίμα να καρπώνεται τέτοια συζήτηση ο Π.Σ.)

2 «Μου αρέσει»

Γιατί, κουρδίζεις πιο γρήγορα αν είναι μικρή η διαφορά; Ή εννοείς απλώς ότι είναι τα μόνα ντουζένια που πειράζεις μία μόνο χορδή (ένα ζευγάρι…) αντί για δύο;

Αν είναι το δεύτερο, παίζει άραγε και η δυνατότητα, σε όργανο που να το επιτρέπει (κανέναν τζουρά), να ανέβεις ένα τόνο στο καντίνι και από ρε-λα-ρε να κάνεις μι-λα-ρε (= ρε-σολ-ντο +1τ) ;

Σε κάποια φάση πριν κάτι χρονάκια πήρα το μπαγλαμά του Ed Emery να παίξω και τον είχε σε κούρδισμα βιολιού/μαντολίνου, μι λα ρε από καντίνι, μάλλον για ευκολία του παρά σαν ντουζένι.

1 «Μου αρέσει»

Αυτό ακριβώς, μια μεσαία να αλλάξει δεν είναι τίποτα. Ειδικά σε αυτά που ανέφερα, +/- 1 τόνος δεν ζορίζει το όργανο και κάθεται εύκολα στο νέο κούρδισμα. Και το μι-λα-ρε που λες είναι καλή ιδέα, αλλά όντως μόνο σε τζουρά γιατί τα άλλα όργανα είναι οριακά στο ρε καντίνι.

Το έχουν αυτό τα “εξωτικά” φρούτα :wink:

Εδώ κοτζάμ Άνθιμος Γαζής εμπνεύστηκε τρελά και λεξικογραφικά (Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης τρίτομον, 1835), όταν, στο λήμμα “ανακίνησις”, αναφερόμενος “εν γένει στο προοίμιον”, ανοίγει παρένθεση και γράφει: “(όταν οι μουσικοί παίζουν μικρά τινα πριν να αρχίσουνˑ το ιταλ. πρελούντιο, τουρκοβ. ντουζένι”)

2 «Μου αρέσει»

Λοιπόν, αυτό μού θύμισε μιαν άλλη εμφάνιση της λέξης ντουζένι με παρόμοια σημασία, που είχε εμφανιστεί σε κάποια συζητηση και μου είχε φανεί λανθασμένη. Δεν ήταν του Άνθιμου Γαζή, ούτε της εποχής του, αλλά δε θυμόμουν περισσότερα.

Βλέπω τώρα άλλο σημερινό παράθεμα του Άνθιμου (όχι του Γαζή!), και σαν να μου φαίνεται ότι ήταν αυτό:

Και στις δύο περιπτώσεις φαίνεται να εννοεί ταξίμι.

Εξακολουθώ να είμαι επιφυλακτικός ως προς την ορθότητα αυτής της χρήσης της λέξης, αλλά πάντως αντικειμενικό γεγονός παραμένει ότι τη συναντάμε δύο φορές σε διάστημα ενός αιώνα και κάτι.

Nα ξεκινήσω σημειώνοντας ότι δεν κατανοώ τί ακριβώς σημαίνει το “φιόρο” σε συνδυασμό με το “γιαρεδάκι”. Σε ό,τι όμως αφορά το δεύτερο, με τη λέξη “γιαρεδάκι” δεν υπονοείται ταξίμι. Η λέξη “γιαρέι” ή “γιαράι”* που συχνά συνοδεύεται από τη λέξη “αμάν”, σημαίνει απλά “αγάπη μου” και “γιαρεδάκι” είναι απλά το υποκοριστικό της. Έτσι λοιπόν, συχνότατα σε αμανέδες βρίσκουμε το επιφώνημα “γιαρέι αμάν” (έλεος, αγάπη μου) που ευκολότατα μπορεί να παράξει τη λέξη “γιαρεδάκι”, συνώνυμο κατά κάποιον τρόπο της λέξης “αμανές”.

Οπότε, κατά την δική μου προσέγγιση, η έκφραση “τό ΄σκασα το γιαρεδάκι μου” απλά σημαίνει “είπα τον αμανέ μου”. Το “φιόρο” παραμένει προς εξέτασιν.

*τα φωνήεντα α και ε συχνότατα εναλλάσσονται μεταξύ τους, στην τουρκική γλώσσα

Ασφαλώς όχι. Νομίζω όμως ότι ταξίμι υπονοείται με τη λέξη ντουζένι. Το γιαρεδάκι ήταν ο αμανές που ακολούθησε. Φιόρο σημαίνει βέβαια λουλούδι, οπότε καταλαβαίνω ότι μάλλον εννοεί ότι έριξε έναν αμανέ - κόσμημα.

Διάβασε όλο το παράθεμα και αντικατάστησε νοερά το «ντουζένι» με «ταξίμι»: ακόμη κι αν το σημείο με το φιόρο μείνει κάπως ασαφές (κι εμένα μού είναι κάπως ασαφές, αλλά δεν είναι αυτό που ψάχνουμε), το υπόλοιπο βγάζει αρτιότατο νόημα που, εξάλλου, στέκει και πραγματολογικά: αρχίζεις ένα ταξίμι, με όλο το πλουμίδι κλπ. που περιγράφει, και όταν «ο καημός σου αψηλώσει» σκας το γιαρεδάκι. Ακόμη και η λεπτομέρεια με την κεφαλή στην παλάμη είναι μια εικόνα που την έχω δει συχνά, τόσο από κοντά όσο και σε βιντεάκια και φωτογραφίες με σημερινούς γηραιούς λαϊκούς αμανετζήδες (και μάλιστα μόνο στον μανέ, όχι σε άλλα τραγούδια!).

Το ερώτημα είναι αν ορθώς χρησιμοποιεί τη λέξη ντουζένι γι’ αυτό που εννοεί. Μέχρι πρότινος, θα απαντούσα «δεν το έχω ξανακούσει ποτέ». Τώρα λέω «δεν το έχω ξανακούσει ποτέ, εκτός από το παράθεμα του Α. Γαζή από το 1835».

Τι σημείναι η συντομογραφία «τουρκοβ.»;

Προσωπικά ξέρω βεβαίως πολύ καλά, όπως όλοι μας, τί σημαίνει η λέξη “ντουζένι”. Απλά, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο Σκαρίμπας δεν ήξερε τί σημαίνει η συγκεκριμένη λέξη. Φαίνεται να θεώρησε ότι σημαίνει ταξίμι.

Όσο για το “τουρκοβ.” απλά θεωρώ ότι υπονοείται “τουρκοβαρβαριστί”.

γιαρές:είδος παθητικού ανατολικού άσματος (Κουυκίδης, Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της τουρκικής, 1960)

γιαρεδάκι: αρχή του αμανέ (Βλαστού: Συνώνυμα και συγγενικά, 1931)

Τουρκοβ.: τουρκοβαρβαριστί

Κι εδώ ωραία φάση μπουζουκο-γιαρέδικη:

" Και χτυπούσε τα παλαμάκια να ‘ρθεί το παιδί να του φέρει το αγαπημένο του γλύκισμα. Γιατί, αλήθεια, σπίρτα δεν έπινε ποτέ του ο Γιαννάκης ο Ξεφλούδας. Κρασάκι, μάλιστα! Ρετσίνα, να μοσκοβολάς πεύκο και να σε βλέπει ο Θεός, παιδί μου. Να κάθεσαι, που λες, κάτω από τη μουριά του Ρουκουνιώτη και να φυσάει το βραδινό αεράκι στα φύλλα φρρρρρ… να τσιμπάς το μεζέ σου και να ‘ρχεται η μισή να γουργουλίζει ψηλοκρεμαστά στα ποτήρια, ρρρρ… Έπειτα, να το κουρντίζει το γλέντι, να λες το ‘να και τ’ άλλο με τους φίλους, ώσπου ν’ αριβάρει το μπουζουκάκι, το γιαρεδάκι και τα λοιπά… Όλα τα ευχάριστα.
Και να σε πηγαίνουν ύστερα κρατητόνε στην κυρα-Ξεφλούδαινα.
Ε, και τι; απολογιόταν ο Γιάννης περήφανα. Μη δεν είμαι άντρας;
Άντρες το πίνουν το κρασί,
κι άντρες το μολογάνε!
Κι έτσι η ζωή του αλέγρου μουζικάντη κυλούσε ποταμάκι γάργαρο"
(Στέφανος Δάφνης, “Ο Ξεφλούδας και η κλαπαδόρα του”, περ. ΜΠΟΥΚΕΤΟ, Αύγουστος 1930)

Όπου η σκαριμπολόγος πανεπιστημιακός και επιμελήτρια του τόμου “Ο κύριος του Τζακ” του Σκαρίμπα στο Γλωσσάρι έχει:
ντουζένι (τουρκ.): αρμονία, τραγούδι

Ευχαριστώ.

(και κάποιο επιπλέον μπλα μπλα, για να συμπληρωθούν οι απαραίτητοι χαρακτήρες)

Αρμονία, ναι. Τραγούδι, όχι.

Σα να λέμε: "έπαιξα μια αρμονία, έναν σκοπό, μια μελωδία, έναν χαβά, ένα ταξιμάκι, ένα τραγουδάκι κ.ο.κ

Δεν χρειάζεται, Άνθιμε, να μου μάθεις τί είναι ντουζένι. Μουσικός είμαι, της ανατολικής μουσικής, και ξέρω. Ο Σκαρίμπας δεν ήξερε.