Συνδυασμός δρόμων για ταξίμια

@liga_rosa:

Τα άκουσα τα ταξίμια μεν αλλά δεν κατάλαβα την διαφορά που εννοείς, γιατί προφανώς ,μου λείπουν ακόμη οι κατάλληλες γνώσεις. Τά ’χω όμως υπ’ ‘οψιν μου για αργότερα.
Εγώ τουλάχιστον για το σημείο εξέλιξης που βρίσκομαι, θεωρώ τους δρόμου σαν κάτι βασικό.
Από εκει ξεκινάνε όλα, σε κάθε δρόμο διαφορετικά, και παίρνει το καθένα μια διαφορετική εξέλιξη.
Όταν παίζω π.χ. μερικά τραγούδια απανωτά στο σαμπά, παρατηρώ οτι μοιάζουν κάπως στον χαρακτήρα.
Εγώ εννοούσα κανονικά την νότα σεγκιάχ (ελαφρώς χαμηλωμένο Μι) σε αντίθεση με το σκέτο Μι (=μπουσελίκ). Αλλά τελικά το ίδιο βγαίνει μ’αυτό που είπες και συ.

@pepe:

“θα ακούγεται λάθος”
Εδώ νομίζω υπάρχει κάποια σύγχυση. Όπως λές και συ μεν, δεν υπάρχει σωστό από μόνο του…
Και εγώ εννούσα ότι το άκουσμα θα είναι λάθος όχι το Σεγκιάχ(Μι ένα κόμμα χαμηλότερα) η το Μπουσελίκ (σκέτο Μι).
Ίσως να εξαρτάται και από την παράδοση. Αλλά ίσως και εδώ να έχουμε και δύο παραδόσεις;
Και ίσως το παράδειγμα με βιολί και μουζούκι δεν ήταν το πολύ κατάληλο.
Ήθελα μόνο να έχω ένα ασυγκέραστο και ένα συγκερασμένο.
Αλλά για να μοιάζει περισσότερα και ο ήχος ας πάρουμε αντί για βιολί ένα Ουτι.
Δεν το άκουσα καμμιά φορά, αν πράγματι ακούγεται χάλια, μόνο το υποθέτω επειδή οι νότες δεν ταιριάζουν. Το Σεγκιάχ μεν δεν υπάρχει κάν στην ‘ελληνική’ μουσική.
Τότε μάλιστα το Σεγκιάχ είναι και απόλυτα λάθος νότα, ενώ το Μπουσελίκ (σκέτο Μι) υπάρχει (και) στην ελληνική μουσική.
Τέλος πάντων, αυτό φαίνεται να είναι μιά λεπτομέρια που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη απασχόληση.
Ειδικά για μένα που παίζω με συγκερασμένα όργανα.
Αυτό το αναρωτήθηκα όμως βλέποντας τον Βούλγαρη π.χ. με κάτι ασυγκέραστο να παίζει με τον Μυστακίδη (κιθάρα).

Νομίζω ότι το παράδειγμα με την στρατι ωτική παρέλαση δεν ταιριάζει και τόσο γιατί εδώ η βάση είναι ο ρυθμός και η παρέα σε αντίθεση με μιά ομάδα μουσικών περπατάει άρυθμα.
Αλλά μολαταύτα κατάλαβα τι θέλεις να πεις :slightly_smiling_face:

@alk:
Δηλαδή, αν κατάλαβα σωστά, αυτές μαλακές νότες συνήθως χρησιμοποιούνται για στολισμό και είναι περαστικές; Και έτσι τουλάχιστον για συγχορδίες δεν υπάρχει πρόβλημα…
Ναι, ίσως βιάζομαι και κοιτάω πολύ μακρυά στον μέλλον.
Ελπίζω αυτές οι απορίες να κατανοηθούν κάπως από μόνες τους με τον χρόνο.
Αυτό κάνω για την ώρα, ακούω πολλά και διάφορα που ονομάζουν οι Βούλγαρης/Βανταράκης και ο Αντρίκος. Καλά, δεν πρέπει να βιάζομαι. Η μελέτη πρέπει να γίνει σωστή και άσχετα με την διαρκεια:slightly_smiling_face:

@nikos_politis:
Α, ωραία τότε λοιπόν. Ε, ας πούμε ότι με τα διαστηματικά ασχολούμαι μόνο γιατί με ενδιαφέρει η ορθότητα των ελληνικών δρόμων. Ξέροντας τους φθόγγους στα μακάμια μπορώ να μεταφέρω τα μακάμια στους ελληνικούς δρόμους και να πω αυτό είναι το ουσάκ, αυτό το νιαβέντι κλπ. και όχι αυτό που νομίζουν πάρα πολλοί.
Αλλά ξέρω εν τω μεταξύ ότι εδώ δεν είναι το τέρμα αλλά η αρχή, η βάση.
Ξέρω ότι η τροπικότητα και οι φθόγγοι είναι πιο σπουδαία σε έναν δρόμο αλλά και η ονομασία των δρόμων θέλω να είναι σωστή και όχι χαοτική.

Ελπίζω να μην παραείδα κάτι σπουδαίο και σας ευχαριστώ όλους σας που διαθέσατε τόσο χρόνο για να απαντήσετε τις ερωτήσεις μου! Θα έχω όμως και άλλες :slightly_smiling_face:

Όχι δεν είπα οτι είναι απαραίτητα διαβατικές ή για στολισμό!
Είπα πως συχνά περιέχουν κάποια τονική ελαστικότητα παρά ένα απόλυτο τονικό ύψος!

Γιάννη, ίσως σου διαφεύγει ότι όλα τα νησιώτικα, τα ηπειρώτικα, τα θρακιώτικα, τα κρητικά, τα ποντιακά, και φυσικά τα μικρασιάτικα, είναι κατά βάση ασυγκέραστα.

Πάνω σ’ αυτό το «κατά βάση» έχουν γίνει και εξελίξεις, ανάλογες με του ρεμπέτικου: αλλού έχουν μπει ένα ή περισσότερα συγκερασμένα όργανα και συνεργάζονται με τα ασυγκέραστα, αλλού μπορεί σταδιακά όλο το παίξιμο (ακόμη και των άταστων όπως το βιολί) να συγκεράστηκε όπως έγινε με τα μπουζούκια, αλλού πάλι το αρχικό ασυγκέραστο διατηρείται ατόφιο.

Μια χαρά ελληνικές νότες είναι! Απλώς, όχι μόνο ελληνικές, ούτε οι μόνες ελληνικές.

@alk:
ΟΚ, τότε μάλλον λάθος το κατάλαβα. Δηλαδή οι νότες αυτές μπορεί να είναι και βασικές, δηλαδή να σταματάει η μελωδλια εκεί γύρο. Και τότε φυσικά αναρωτιέμει τι κάνει η κιθάρα σε μια τέτοια περίπτωση. Και φυσικά αυτό δεν με αφορά ακόμη, απλώς είναι μια θεωρητική ερώτηση.
@pepe:
Αυτό το σκέφτηκα μερικές φορές, γιατί σαν χοροδιδάσκαλος παραδοσιακών χορών θέλω που και που να παίζω και κανένα ωραίο κομμάτι παραδοσιακό με το μουζούκι :slight_smile:
Και εκεί μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι μερικές νότες δεν πιάνοται ακριβώς με το μουζούκι.
Καμμιά φορά σκέφτομαι και αναρωτιέμαι γιατί δεν μου έτυχε σαν μικρός να ασχοληθώ με την ποντιακή λύρα, γιατί η μάνα μου ήταν πόντια και είχα επαφές με πόντιους, αν και δυστυχώς όχι τόσο εντατικές :slight_smile:
Αλλά δεν υπήρχε και στην οικογένεια κανένας μουσικός. Όλοι τους μόνο χορεύανε.
Τέλος πάντων, είμαι ευτυχής που ασχολούμαι με το μπουζούκι και ειδικά με τα ρεμπέτικα :slight_smile:
Μεγάλο και αρκετό πλούτος.

Κάνει αυτό που σε μιαν άλλη μουσική θα χαρακτηριζόταν παραφωνία. Παίζει λ.χ. Ρε+ με τις νότες Ρε, Φα# συγκερασμένο, Λα, ταυτόχρονα με ένα Φα# όχι συγκερασμένο άλλου οργάνου.

Και ακούς δύο διαφορετικά Φα# ταυτόχρονα, και είναι μια χαρά. (Αν δεν ήταν, θα είχες προ πολλού παρατηρήσει την παραφωνία κι ας μην είχες ιδέα για όλα αυτά που συζητάμε σήμερα.)

Ξεφοβήσου το!

1 «Μου αρέσει»

Υπάρχουν τρόποι με βάση μαλακωμένες νότες όπως το σεγκιάχ και το χουζάμ. Ε, προφανώς αμα παίζει και ένας συγκερασμένος παρέα είναι δυνατον ο ασυγκέραστος να προσπαθεί να βρει τη νότα της βάσης του ένα κόμμα χαμηλότερα, γιατί εκει πρέπει; όχι φιλε Γιάννη, θα τα βρούνε και θα παίξουν μαζί…προχώρα

1 «Μου αρέσει»

Για άλλη μια φορά, Γιάννη, πάρε δυο αντίθετες απόψεις και βγάλε την άκρη μόνος σου! :slight_smile:

Λοιπόν, επειδή ο @alk μ’ έβαλε στη σκέψη «ρε μπας και δογματίζω χωρίς στοιχεία;», προσπάθησα να θυμηθώ συγκεκριμένα παραδείγματα που μ’ έχουν οδηγήσει στην άποψη που υποστηρίζω. Δεν είναι και τόσο εύκολο, αλλά πάντως βρήκα κάτι που είναι ενδεικτικό της περίπτωσης όπου οι μουσικοί δεν ασχολούνται με το αν παίζουν συγκερασμένα ή ασυγκέραστα:

Χουζάμ. Άκου το βιολί. Γλείφει τόσο πολύ τις νότες γύρω-γύρω, ώστε δεν έχει και πολύ νόημα να βρεις αν η υποτιθέμενη «κυρίως νότα» του, που την αγγίζει κάποια φευγαλέα στιγμή ανάμεσα σ’ όλο το εύρος του γκλισάντου του, είναι συγκερασμένη ή χαμηλωμένη - σίγουρα πάντως δεν ταυτίζεται σε όλη τη διάρκειά της μ’ εκείνην του λαούτου. Άκου το λαούτο: δεν παίζει συγχορδίες, ούτε πλήρεις (τρίφωνες) ούτε «ουδέτερες», παίζει μελωδία με ανοιχτές μαζί. Και φυσικά, είναι συγκερασμένο. Κι άκου και τη φωνή.

Μπορεί αυτό που γίνεται εδώ να μη γίνεται πάντα και παντού, πάντως είναι νομίζω σαφές ότι αίτημα ακριβούς και απόλυτης ταυτοφωνίας (γιατί αλλιώς θα ήταν φάλτσο) δεν υφίσταται.

1 «Μου αρέσει»

Χαρακτηριστικότατο του παλαιότερου ύφους, πολύ ωραία στιγμή κι ας είναι πρόχειρη η ηχογράφηση!

Δεν την ήξερα, αυτήν την Πολίτισσα. Πιθανότατα, του Γούναρη το αφτί κάτι να είχε πάρει, όταν «έγραφε» τη μελωδία τού «Σε είδα να κλαδεύεις». Το ρεφρέν, βέβαια (κι από τότε κοπελιά μου), το προσέθεσε ο ίδιος μάλλον…

@pepe:

Αυτό ήταν που νόμιζα ή νομίζω ότι θα πρέπει να ακούγεται ας πούμε ασυνήθιστα, για να αποφύγω τον ορισμό “λάθος”.

Στο παράδειγμα που μου έστειλες νομίζω ότο ο βιολιντζής τα καταφέρνει καλύτερα ενώ ο τραγουδιστής μου φαίνεται μερικές φορές φάλτσος. Ζήτημα συνήθειας είναι;
Μπορεί να είναι και σωστός μακαμίστικα, αλλά αυτό δεν μπορώ να το κρίνω γιατί μου λείπει η πείρα ή και το καλό αυτί…
Σαν αυτό το παράδειγμα υπάρχουν αμέτρητα παραδοσιακά (νησιώτικα, ποντιακά, κρητικά) με λύρα η βιολί, που ακούγονται παρόμοια…

Εγώ το φαντάστηκα ακριβώς όπως το περιγράφει και ο @alk.

Εντάξει, βασικά δεν κάνω κεφάλι γιαυτό. Αλλά απλώς ήταν μια απορία μου.

Δεν είναι μακαμίστικο παίξιμο αυτό έτσι κι αλλιώς. Καθαρά μακαμίστικο παίξιμο υπάρχει μόνο:
α) στα μακαμίστικα κομμάτια (δηλ. τα οθωμανικά)
β) σε ορισμένα παλιά σμυρναίικα, που μπορεί να είναι ρεμπέτικα ή αμανέδες κλπ.

Όπως καθαρά βυζαντινή είναι μόνον η βυζαντινή μουσική!

Όλη όμως η ελληνική μουσική παράδοση είναι τροπική και, κατά βάσιν, ασυγκέραστη. Τόσο η τροπικότητα όσο και το ασυγκέραστο είναι ευρύτερες έννοιες, στις οποίες υπάγονται ως επιμέρους περιπτώσεις το μακάμ και το βυζαντινό, και ένα σωρό άλλα.

Το καλύμνικο ήταν κυρίως παράδειγμα του ότι δύο διαφορετικά, ταυτόχρονα Φα# (ή Σι ή ό,τι είναι τέλος πάντων) δεν ακούγονται υποχρεωτικά φάλτσα: αν ακουστούν σ’ ένα συμφραζόμενο όπου κάτι τέτοιο συνηθίζεται, ακούγονται μια χαρά.

Αν ο τραγουδιστής σού ακούγεται φάλτσος, τότε είναι φάλτσος (νομίζω αυτός είναι ο καλύτερος ορισμός του φάλτσου: «ό,τι ακούγεται φάλτσο»). Βασικά ο Χούλλης είναι ένας όχι ηλικιωμένος Καλύμνιος μερακλής, γύρω στα 50 θαρρώ, που κατέχει τόσο βαθιά τους κώδικες της τοπικής μουσικής έκφρασης ώστε γίνονται γι’ αυτόν και δρόμοι της προσωπικής του έκφρασης. Αυτή πιστεύω πως είναι, άκρες μέσες, και η άποψη της καλύμνικης κοινής γνώμης γι’ αυτόν. Και, εφόσον δεν είναι κραυγαλέα παράφωνος, κανείς δεν έχει ασχοληθεί με το πόσο σωστός είναι στις φωνητικές λεπτομέρειες, γιατί πρόκειται για λεπτομέρειες στις οποίες δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Ακριβώς όπως και οι βιολιτζήδες και οι λαουτιέρηδες δεν έχουν ασχοληθεί με το αν παίζουν την κάθε νότα ίδια (συμβαίνει μάλιστα να ξέρω ότι και οι δύο οργανοπαίχτες της συγκεκριμένης ηχογράφησης παίζουν ο καθένας και το άλλο όργανο, ο δε Χούλλης παίζει τσαμπούνα).

Βλέπεις λοιπόν ότι σε μια παράδοση που διατηρεί τη λειτουργικότητά της (όπως συνέβαινε με τα ρεμπέτικα την εποχή που ζούσε και δρούσε λ.χ. ο Σαλονικιός, κι έπαιζε τη βιολάρα του μαζί με κιθαρίστες), υπεισέρχονται κριτήρια πολύ διαφορετικά από την τονική ακρίβεια:
Τι σε φέραμε εδώ;

  • Για να μας πεις τον πόνο σου (αυτό κάνει ο Χούλλης)
  • Για να μας διευκολύνεις να πούμε εμείς τον δικό μας (αυτό κάνουν οι άλλοι δύο)
  • Για να πεις τον πόνο σου κατά τρόπον ώστε να βγει προς τα έξω και ο δικός μας (αυτό μπορεί να το κάνει σε ειδικές συνθήκες ένας μεγάλος μερακλής)
  • Για να μας χορέψεις
  • Για να μας θυμίσεις τα παλιά
  • Για να …κλπ. (ό,τι μπορεί να περιλαμβάνεται σ’ ένα γλέντι)

Το κάνεις καλά; Είσαι σωστός μουσικός. Δεν το κάνεις καλά; Ε, τότε δε φταίει το intonation σου.

Να κι ένα παράδειγμα πιο κοντά στις αναζητήσεις μας. Στενά ρεμπέτικο δεν το λες βέβαια, αλλά εντάσσεται στον χώρο που γενικά ενδιαφέρει το φόρουμ (συγκεκριμένα ανήκει στο είδος που προσωπικά κατέληξα ότι θα θεωρώ «σμυρναίικο ελαφρό»):

Όλο το κλασικό σετ μακαμίστικων οργάνων, κανονάκι - πολίτικη λύρα - ούτι, ΣΥΝ κιθάρα. Συν τραγούδι βέβαια. (Φυσικά υπάρχουν δεκάδες τέτοια κομμάτια, αλλά συνήθως έχουν κιθάρα + ένα ή δύο από τα άλλα όργανα, εδώ έχουμε και τα τρία, γι’ αυτό το διαλέγω.)

Μόνο που εδώ το αφτί μου δε με βοηθάει πια να πω με βεβαιότητα ποιο από τα τρία συμβαίνει: τις μαλακές νότες τις σκληραίνουν οι άλλοι για να συμπέσουν με της κιθάρας, τις αφήνουν μαλακές αλλά τις αποφεύγει η κιθάρα για να μην παραφωνούν, ή τις παίζουν οι άλλοι μαλακά κι η κιθάρα ταυτόχρονα σκληρά;

Κάποιος με πιο λεπτή ακοή, αν θέλει, ας βοηθήσει.

Το ερώτημα υποδηλώνει την άγνοιά μου, αλλά γιατί το κανονάκι συγκαταλέγεται στα “μακαμίστικα όργανα”;
Περιλαμβάνει στην αρματωσιά του “μόρια” μεταξύ τόνων και ημιτονίων;
Κουρδίζεται ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της μελωδίας;
Έχει να κάνει με τον χειρισμό του παίχτη;

Σεβαστή η προσωπική θεώρηση, αλλά επίσης προσωπικά, ακούγοντας το τραγούδι, δεν θα τη συμμεριζόμουν.
Αν αυτό είναι “ελαφρύ”, ποιο θα μπορούσε να είναι το “βαρύ σμυρναίικο”;
(Το σχόλιο βέβαια ίσως θα ταίριαζε καλύτερα στη σχετική συζήτηση, ίσως ούτε κι εκεί - “απαγορευμένες ουσίες σε ταγκό κλπ” - την οποία αφενός δεν έχω παρακολουθήσει στις λεπτομέρειές της, αφετέρου τα σχόλιά μου γι’ αυτήν θα αφορούσαν καταρχάς το κερδοσκοπικό παιχνίδι των εταιριών με τη συγκεκριμένη θεματολογία. Το οποίο παιχνίδι, αν στο λαϊκό - υπαρκτό μεν - πατούσε σε μια πραγματικότητα που βίωναν οι δημιουργοί προσωπικά ή κοινωνικά, στο ελαφρό κοιτούσε κατευθείαν στους πίνακες των τσαρτ σύμφωνα με έναν ορολογιακό - και όχι ωρολογιακό - αναχρονισμό… Η διαφορά σε γενικές γραμμές φαίνεται και στα αντίστοιχα περιεχόμενα: από τη μια πάθος και νταλκάς, από την άλλη εξιδανίκευση και “ευωδίες”).

Ναι.
Έχει 8 χορδές στην οκτάβα, δηλαδή 8 διαφορετικές νότες, κι ένα μηχανισμό που ρυθμίζει το μήκος της καθεμιάς ανεβοκατεβάζοντας το ύψος της (τον τόνο) ανάλογα με το κάθε μακάμι, με ακρίβεια μορίου. Αυτό ρυθμίζεται για κάθε χορδή ανεξάρτητα από τις άλλες, και μπορεί να ξαναρυθμίζεται κατά βούληση ταυτόχρονα με το παίξιμο.

Και στην πράξη άλλωστε, το κανονάκι συμμετέχει σε οθωμανικές ορχήστρες, δηλ. στα καθαυτού «μακαμίστικα». Θα έλεγα μάλιστα ότι αυτή είναι η παράδοση όπου κυρίως ανήκει. Λαϊκοί κανονιέρηδες ποιοι ήταν; Λάμπρος, Μαργαρώνης, Στεφανίδης, πες άλλοι 3-4 που μου διαφεύγουν, πες άλλοι 10-20 που δεν τους ξέρω: μια χούφτα άνθρωποι μέσα σ’ έναν αιώνα. Και δεν ξέρω αν ήταν αμιγώς λαϊκοί ή έπαιζαν και οθωμανικά. (Μια χούφτα βέβαια χωρίς να υπολογίζουμε τους σύγχρονους, τώρα που το όργανο έχει μπει σ’ ένα νέο κύκλο αναβίωσης μαζί με ούτια κλπ.)

Όχι μόνο που σαφώς συγκαταλέγεται το κανονάκι στα ασυγκέραστα όργανα αλλά επιπλέον, πριν την εφεύρεση του *γιαϊλί ταμπούρ ( * ) ήταν το όργανο με τις σωστότερες δυνατότητες απόδοσης των διαστημάτων με μεγάλη ακρίβεια: κάθε χορδή έχει στην άκρη της μέχρι και επτά (!) μανταλάκια, σειρά μικρών κινητών «καβαλάρηδων», που με ένα μοχλό μπορούν είτε να πλαγιάζουν, οπότε είναι ουσιαστικά εκτός, ή να ακουμπάν στην χορδή (ένας μόνο, κάθε φορά) αλλάζοντας το μήκος της και δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον παίκτη να αλλάζει συχνότητα ήχου και κατά τη διάρκεια της παράστασης, κάτι που δεν μπορεί να γίνει με π.χ. τη μετακίνηση ενός μπερντέ πάνω στο μάνικο κάποιου νυκτού οργάνου (ταμπούρ, λαούτο πολίτικο κ. ά.).

Να θυμίσουμε, με την ευκαιρία, ότι η ονομασία κανονάκι προέρχεται από το αραβικό quanun, απόδοση στα Αραβικά του Κανόνος του Πυθαγόρα, του μονόχορδου με το οποίο έκανε τα πειράματά του για τις σχέσεις της μουσικής με τα μαθηματικά.

( * ) Το γιαϊλί ταμπούρ εφευρέθηκε αν όχι στις αρχές του 20ού αιώνα, το πολύ στον όψιμο 19ο. Με μήκος μάνικου ιδιαίτερα μεγάλο, γύρω στα δύο μέτρα, θεωρείται σήμερα το ακριβέστερο σολιστικό τοξωτό όργανο της Οθωμανικής ορχήστρας, με μία και μοναδική χορδή για το παίξιμο της μελωδίας (οι άλλες δύο απλά συνηχούν) για την όσο γίνεται ακριβέστερη απόδοση των μικροδιαστημάτων. Είναι τοξωτό (yay = τόξο), αλλά με ασύγκριτα ακριβέστερη (λόγω του μήκους των χορδών του) ακρίβεια από π.χ. την πολίτικη λύρα.

Αν, Άγη, ακούσεις αυστηρά κλασική Οθωμανική μουσική, που ακολουθεί ένα αυστηρά προσδιορισμένο τυπικό (Ταξίμι, πρώτος Οίκος (χανέ), τεσλίμ, δεύτερος (και περισσότεροι) οίκος, τεσλίμ, ταξίμι), έχει περίπλοκους ρυθμούς, ή μουσικά μέτρα που χρειάζονται μέχρι και 28, 32, 56 ή και περισσότερους χτύπους για να ολοκληρωθούν, θα καταλάβεις γιατί κομμάτια όπως αυτό στο οποίο (ευστοχότατα!) αναφέρθηκε ο Περικλής μπορούμε άνετα να τα θεωρήσουμε «ελαφρά» μουσική.

Η αλήθεια είναι ότι την κατηγορία «σμυρναίικο ελαφρό» δεν τη σκεφτόμουν ως «ο ελαφρός κλάδος του σμυρναίικου», σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο πιο βαρύ, αλλά το αντίστροφο: «ο σμυρναίικος κλάδος του ελαφρού» σε αντιδιαστολή προς τον ευρωπαϊκό, δηλ. τα ταγκό κλπ. Και βέβαια, όταν λέμε Σμύρνη το λέμε εντελώς συμβατικά, αφού οι μουσικοί ήταν κι από άλλες πόλεις ενώ το σμίξιμο μεταξύ τους έγινε εν πολλοίς στην Αθήνα.

Περισσότερα σχετικά στην άλλη συζήτηση.

Φυσικά και είναι πιο σωστό έτσι, αφού δεν υπήρξε «βαρύς κλάδος σμυρναίικου». Υπήρξε βέβαια «βαρύς κλάδος πολίτικου», η οθωμανική μουσική ακριβώς, αλλά κανείς δεν ονομάτισε έτσι κανένα υπάρξαν μουσικό είδος. Για τους σημερινούς Τούρκους πολίτες, τους κάποτε δηλαδή μουσουλμάνους υπηκόους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπήρξε ο «βαρύς» κλάδος μουσικής, η Οθωμανική, αυτό που οι σημερινοί Τούρκοι ονομάζουν «Κλασική Τουρκική Μουσική» που υπηρετείτο ανέκαθεν στο σουλτανικό παλάτι και το Fasil, ένας ελαφρότερος κλάδος αυτής της μουσικής, που παιζόταν στους Μεϋχανέδες, τις ταβέρνες της Κων/λης, από τις γνωστές «ορχήστρες λεπτών οργάνων» (απόδοση του Ince saz ensemble, σε αντίθεση με τα «βαρειά» ζουρνάδες και ανακαράδες του στρατού. Φυσικά, η μουσική που αποδόσαμε στην “Σμυρναίικη σχολή” της Αθήνας, είχε πάρα πολλά κοινά με την μουσική fasil της Κων/λης, μην ξεχνάμε ότι η σμυρναίικη εστουδιαντίνα Τα πολιτάκια ονομάστηκε έτσι επειδή οι ιδρυτές της (Αριστείδης Περιστέρης και Βασιλάκης Σιδερής) μετακόμισαν στην Σμύρνη από την Πόλη. Και βεβαίως και ο Σκαρβέλης, δημιουργός του κομματιού που στάθηκε αφορμή για αυτές τις τελευταίες μας συζητήσεις, Πολίτης ήταν κι αυτός.

Αυτό είναι και το είδος που είχα κατά νου σαν “ελαφρύ σμυρναίικο”, αν θα χρειαζόταν τέτοια ταξινόμηση. Κατά τα άλλα βέβαια κατανοητά τα κριτήρια που περιγράφετε ο καθένας από την οπτική γωνία του, Νίκο και Περικλή.

Άγη μου, στην τελική όλα είναι αποτέλεσμα κάποιας σύμβασης. Όλοι ξέρουμε τί είναι Λεωφορείο, όμως το συγκοινωνιακό αυτό μέσο δεν φέρει λαόν και μάλιστα ολόκληρον τον λαόν, τμήμα του μόνο και κάθε φορά άλλο τμήμα του μεταφέρει. Δεν λέμε βέβαια Τμηματολεωμεταφορείον, συμφωνήσαμε να λέμε αυτό που λέμε και να εννοούμε αυτό που εννοούμε. Έτσι λοιπόν, μεταφέροντας (και όχι φέροντας!:laughing:) το παράδειγμα αυτό στα καθ’ ημάς, θα κατορθώσουμε κάποτε να λέμε για το κάθε είδος αστικής λαϊκής μουσικής που υπήρξε ή συνεχίζει να υπάρχει, κάθε φορά την κατάλληλη, συμφωνημένη απ’ όλους λέξη.

(φοβάμαι πως όταν, με το καλό, θα συμβεί αυτό, δεν θα έχω μπορέσει εγώ, τουλάχιστο, να χαρώ παρατηρώντας το….)

Κατ’ αρχήν, δε μίλησα για ελαφρύ : αυτή η λέξη παραπέμπει κυρίως στην κυριολεξία της έννοιας της ελαφρότητας, οπότε είναι εύλογο να διερωτάται κανείς ποιο είναι το βαρύ. Ενώ το ελαφρό είναι καθιερωμένος όρος (έστω και συμβατικά) για το είδος αυτό.

Το δε σμυρναίικο , μ’ όλη του την ανακρίβεια, είναι κι αυτό καθιερωμένος όρος, επομένως εύκολα κατανοητός, γι’ αυτό και τον προτίμησα. Διατηρώ παρά ταύτα τις επιφυλάξεις μου. Θυμάμαι ότι σε παλιότερη σχετική συζήτηση είχαμε αναφέρει τον όρο που προτείνει εναλλακτικά ο Πένανεν: μουσική των καφέ αμάν . Έχει κάποια πλεονεκτήματα, θα μπορούσε κανείς να έχει και τις αντιρρήσεις του, πάντως για την οπτική του ελαφρού τραγουδιού με ευρωπαϊκό και ανατολίτικο κλάδο δεν εξυπηρετεί.