Συζήτηση για το λήμμα σουπιατζής

Δίνουμε ως ερμηνεία: καταδότης, ύπουλος.

Και παραπέμπουμε στα στιχάκια:

_"…τον αίτιο το σουπιατζή _
και το καρφί
θα τονε σουγαδιάσω…"

τα οποία στιχάκια προέρχονται από το τρ. “Τη ζούλα μου ανακάλυψαν”, στο οποίο αναφέρεται ως στιχουργός και συνθέτης ο Π. Σκουρτέλης.

Μήπως είναι δημιούργημα, όμως, της προφορικής παράδοσης και το τραγούδι αυτό;
Ξέρουμε κάτι περισσότερο, μπορούμε να συμπληρώσουμε κάτι παραπάνω, γενικά;

Το τραγούδι το καταγράφουν ο Πετρόπουλος και ο Σχορέλης ως ας πούμε ¨μουρμούρικο"

https://books.google.gr/books?id=ygsLAQAAMAAJ&q=σουπιατζή&dq=σουπιατζή&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwiKs6KApqjtAhWolYsKHeX8DTMQ6AEwAHoECAAQAg

Εμένα μου δίνει την εντύπωση ψιλομούφας γενικότερα.

Όσο για τον όρο “σουπιατζής”, είμαι επιφυλακτικός για την αυθεντικότητά του, καθώς ήδη από τον Πικρό μέχρι τους επόμενους λεξικογράφους της πιάτσας μόνο ο όρος “σουπιά” παίζει για τον χαφιέ, καταδότη κλπ

Γιατί όμως; Η σουπιά αμολάει μελάνι, θολώνει τα νερά, και μέσα στη θολούρα εξαφανίζεται. Δεν μπορώ να συνδέσω αυτά της τα χούγια με τη ρουφιανιά και το χαφιεδιλήκι.

Ε, υποθέτω, όπως η σουπιά εκκρίνει το μελάνι, έτσι και ο χαφιές/καταδότης “ξερνάει”…

Η σουπιά αμολάει μελάνι αποκλειστικά και μόνο για να προστατευτεί από τον κυνηγό της το ροφό, που μπερδεύεται και δεν ξέρει πού να ρουφήξει. Φυσικά, και από τον ψαρά, που τη φοβίζει το καμάκι του. Ο χαφιές, είναι άλλο….

1 «Μου αρέσει»

Μπορεί ο “σουπιατζής” και το “καρφί”, δηλαδή ο χαφιές, να είναι διαφορετικά πρόσωπα. Πιθανά ο σουπιατζής να είναι ο ηθικός αυτουργός της πράξης αυτός που κινεί τα νήματα, αυτός που σπέρνει διχόνοια, ενώ το καρφί να είναι ο εντολοδόχος, αυτός που παραλαμβάνει την εντολή (να καρφώσει) και την υλοποιεί. Έτσι η λέξη σουπιατζής πλησιάζει πιο κοντά προς τα θολά νερά και τις πράξεις πίσω από την κουρτίνα…

Σουπιά πάντως (θηλυκό) λέμε έναν άνθρωπο που δεν μπορείς να τον στριμώξεις και να τον φέρεις προ των ευθυνών του. Μπορεί να ξέρεις ότι αυτός έχει κάνει τη λαδιά, αλλά δε θα σου επιτρέψει να το αποδείξεις.

Και λέγεται και σε πολύ αθώο επίπεδο, π.χ. παιδάκια που δεν παραδέχονται ότι αυτά έκαναν κάποια ζημιά. Ή και σε πιο χοντρό, π.χ. γυναίκα που κινεί κρυφά διάφορα νήματα για να χωρίσει κάποιος κάποιαν κλπ.

Δε μου πολυταιριάζει με αυτό:

…που αφορά το ακόμη πιο χοντρό επίπεδο.

Κατά το «σουπιά» πλάστηκε και ο «σουπιατζής», πιασάρικος ο όρος, εξαιρετική επιτυχία το τραγούδι- ειδικά με την ερμηνεία του Απ. Νικολαΐδη - οπότε έγινε και λήμμα στο γλωσσάρι.

Την ενέργεια της σουπιάς ακριβώς, να θολώνει τα νερά και να διαφεύγει, τη βρίσκουμε στο «Είμαι πρεζάκιας»: «…κι οι πολιτσμάνοι όταν θα με ιδούν, μελάνι αμολάω», έτσι απλά, χωρίς καμιά άλλη σύνδεση.

Η σύνδεση σουπιάς – χαφιεδισμού απαντά στους λεξικογράφους της πιάτσας, απαντά στον Πετρόπουλο, αλλά και σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Απογευματινή», το 1926:

«…Τι τα θέλεις, κύριέ μου, εκεί μέσα τίποτε δεν χάνεται, λέγουν οι προϊστάμενοι, και όμως όλα εξαφανίζονται· από το πορτοφόλι μέχρι του φαγητού για τίποτε δεν είνε κανείς βέβαιος, ότι θα είνε αφεντικό και την άλλη μέρα και παρ’ όλο το ξύλο που προσφέρεται σε ’κείνους που πιάνονται επ’ «αυτοφώρω» ή αν καμμιά «σουπιά» «αμώλησε μελάνι»……»

Βρήκα και αυτό, αλλά νομίζω πως δεν θα ήταν ευρύτερα γνωστό:

“…Μια φορά, Φλεβάρης μήνας και ψαρεύανε σουπιές. Είχανε βρει μια θηλυκιά, τον « ρουφιάνο» , όπως την λέγανε. Την αγκιστρώσανε και την σέρνανε πίσω με την μισινέζα. Έτσι γίνεται το ψάρεμα της σουπιάς. Όπως σέρνουνε την θηλυκιά πάει το αρσενικό και την αγκαλιάζει. Βουτάει ο άλλος την απόχη, τις ανεβάζει επάνω, ξεκολλά το αρσενικό, τον κόβει επάνω στην γλύκα και την θηλυκιά με την μισινέζα την ξαναρίχνει στην θάλασσα…”

Πηγη: http://www.arxeion-politismou.gr/2019/01/psarema-soupias.html

Επειδή πρόκειται για προϊόν πρωτογενούς έρευνας και επειδή όλο το κείμενο έχει ενδιαφέρον, καλό θα ήταν να μνημονευτεί η πηγή:

1 «Μου αρέσει»

Αυτό δεν έχει σχέση με κάποια ιδιότητα της σουπιάς. Και σε κυνήγι πουλιών γίνεται το ίδιο τέχνασμα.

Εδώ, αντίθετα, μιλάνε σαφώς γι’ αυτό που μας ενδιοαφέρει. Αμόλησε μελάνι = κατέδωσε. Απλώς εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τον συσχετισμό ανάμεσα στο μελάνι και τη σημασία της φράσης. Το άλλο παράδειγμα, όπου «αμολάω μελάνι» σημαίνει ότι με τον Α ή Β τρόπο προσπαθώ να μη γίνω πιαστός (είτε εξαφανίζομαι, είτε κάνω τον ανήξερο…) το καταλαβαίνω πολύ καλύτερα:

Σωστά και λάθος μου που μου ξέφυγε η πηγή.

Η φράση «αμολάω μελάνι» (και κυριολεκτικά και μεταφορικά) περιγράφει το μέσο αποφυγής δυσάρεστων καταστάσεων, εν προκειμένω τη σύλληψη, την αποφυγή του εχθρού.

Το ερώτημα που μας απασχολεί είναι πώς αυτό το μέσο άλλαξε και - από τη στοχευμένη, γρήγορη αντίδραση και την επιδεξιότητα των κινήσεων - υπονοείται πια (για τους ανθρώπους) και η ρουφιανιά, αποδεδειγμένα ή μη.

Ίσως, όμως, εξαντλούσαν τα όποια αποθέματα πονηριάς διέθεταν ή δεν επαρκούσαν αυτά και κατέφευγαν στο χαφιεδισμό.

Ακριβώς.

Δέχομαι ότι υπάρχει ή υπήρχε αυτή η έννοια, δεν έχω κανένα λόγο να το αμφισβητήσω (άλλωστε στο πασίγνωστο τραγούδι με τον σουπιατζή ανέκαθεν αυτό καταλάβαινα, και δε νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο να καταλάβει κανείς άλλο), απλώς απορώ.

Και εγώ άκουγα <<σουφιατζή>>… Πώς όμως φτάνουμε από την <<σουπιά>> στον <<σουπιατζή>>, τι θα πει <<σουπιατζής>>, κυριολεκτικώς πρώτα-πρώτα;

Πολλές φορές έχω χρησιμοποιήσει την έκφραση «Μην περιμένεις καλλιγραφία απ’ της μυλωνούς τον κώλο», να αναφερθώ σ’ αυτήν άλλη μια φορά! Αγαπητέ Ζαράζ, το επίπεδο του συγκεκριμένου καλλιτέχνη είναι γνωστό. Σουπιά ήθελε να πει, αλλά το μέτρο του τραγουδιού οδήγησε στο «σουπιατζή». Ε, τί σουπιά, τί σουπιατζής, για τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη….

Υ.γ.: η σουπιά: ο ρουφιάνος

Όμως κύριε Πολίτη το τραγούδι δεν είναι <<αυτού του επιπέδου>>, μας ακούγεται έτσι εξαιτίας των δυνατών ντραμς και των συνειρμών που προκαλεί ο τραγουδιστής. Οι στίχοι μόνον τσαπατσούλικοι δεν είναι, είναι μάλλον αρκετά καλοφτιαγμένοι. Να πλάστηκε ο <<σουπιατζής>> ως τσαπατσουλιά; πιο πιθανόν θα ήταν να υπήρχε <<σουπιατζής>> και μετά να χρησιμοποιήθηκε ως επιτατικό ή μεγεθυντικό του <<σουπιά>>, όπως το <<ψαράς>> για <<ψάρι>> στο στρατό.

Ο Σουπιάς, ο σουπιατζής. Κι όμως ακριβώς αυτού του επιπέδου είναι.
Τώρα σουπιά απ ότι έχω διαβάσει δεν είναι ο ρουφιάνος αλλά ο πανούργος που θα χρησιμοποιήσει θεμιτούς και αθέμιτους τρόπους για να πετύχει αυτό που θέλει και θα καρφώσει αν χρειαστεί.
Το μελάνι όμως είναι το ένα χαρακτηριστικό της σουπιάς. Το άλλο είναι η παραλλαγή με το περιβάλλον. Με την έννοια ότι δεν την βλέπεις - δεν ξέρεις από που σου έρχεται. Περιγράφει συνήθως κάποιον που στη φέρνει ενώ δεν το περιμένεις.

Βασικά, αυτό.

«Ψαράς» στον στρατό σημαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που θα ήταν αναμενόμενο: αφού ψάρια είναι οι ψαρωμένοι νέοι, ψαράς θα έπρεπε να είναι αυτός που τους «ψαρεύει». Αλλά δεν είναι αυτό: ψαράς είναι απλώς ο ψαρωμένος νέος.

Έτσι, ίσως, και με τον σουπιατζή.

Δε χρειάζεται να υποθέσουμε ότι το έφτιαξε από κακοτεχνία ο συγκεκριμένος στιχουργός. Είναι από τα πράγματα που κάλλιστα θα μπορούσαν να λέγονται χωρίς να έχουν αφήσει άλλα ίχνη σήμερα.

Πάντως το τραγούδι φέρεται ως δημιουργία του Παναγιώτη Σκαρπέλη στην γνωστή ηχογράφηση του '73 με Απόστολο Νικολαΐδη, ενώ ο Πετρόπ. γράφει ότι είναι <<πιθανότατα>> του Χοντρονάκου και γραμμένο το '44. Ο Πετρόπ. πιθανολογεί επίσης ότι ο δημιουργός <<ίσως να χρησιμοποίησε μερικούς στίχους από παραδοσιακά μουρμούρικα της φυλακής>> (πράγμα μάλλον πιθανότατο, νομίζω κάθε δίστιχο εδώ θα μπορούσε να σταθεί αυτόνομα). Ο Πετρόπ. δημοσιεύει τους στίχους με μικροπαραλλαγές (όπως <<μοδιστρούλες>> αντί <<χασικλούδες>>), και δύο στροφές επιπλέον

Καλύτερα τη ζούλα μου
κανένας να μην ξέρει
Βρώμα να βγάλει δεν μπορεί (βρε, το καρφί!)
ούτε και να τη φέρει

και

Καλύτερα να πούλαγα
καρύδες κι ανανάδες
Παρά που πήγα κι έμπλεξα (μάγκα μου!)
μέσα στους πουσταράδες

Ο Θύμιος Στουραΐτης λέει και μια ακόμη στροφή:

Πέντ’-έξι σπόρια φύτεψα
στην άκρη στο ποτάμι
Και πήγε και μου τά ‘βγαλε (ο μπαγλαμάς!)
και μ’ άφησε χαρμάνη

Υπάρχει και studio με τον Δημήτρη Ευσταθίου, δεν βρίσκω χρονιά, από την οποία δυστυχώς υπάρχουν μόνο 40’’ στο τιουμπ. Του ΑΝ όμως θα πρέπει να είναι η πρώτη, εκτός ίσως αν και ο ΔΕ είχε κάνει Αμερική.

Τώρα για τη σουπιά ως ρουφιάνο, θα μπορούσε ίσως να προέρχεται από συσχετισμό της διασποράς μελάνης με την διάδοση πληροφορίων, λόγω γραφής και τυπογραφίας, και να σχετίζεται ίσως και με το <<βγάζω βρώμα>>;

Εδώ μία εντυπωσιάζει ως φύκια:

Τελικά δεν είναι και τόσο παράλογος ο παραλληλισμός της σουπιάς που βγάζει μελάνι με το ρουφιάνεμα. Μπορεί κανείς να σκεφτεί διάφορες εξηγήσεις. Εκτός από τις προαναφερθείσες, εγώ θυμήθηκα τώρα και το «βγάζω βρώμα»: δεν είναι μεν ρουφιανιά, και πάλι όμως λες λόγια που θα έπρεπε να τα κρατήσεις. Επίσης, αν κάποιος πιεστεί να καταδώσει, ή γενικώς να αποκαλύψει μυστικά, «κελαηδάει» (οκέι, επιτατικό του «μιλάει») ή «ξερνάει» (τα βγάζει από μέσα του): αυτό το δεύτερο δεν είναι πολύ μακριά από το να αμολησει μελάνι.

Ο λόγος που αρχικά δυσπιστούσα ήταν ότι ήδη έχουμε ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις (σουπιά και αμολάω μελάνι) με διαφορετική σημασία. Κι αυτή εδώ όμως η σημασία δικαιολογείται.

σχετικα με τον δημιουργό του
“την ζουλα μου ανακαλυψαν”
σε τρεις κυκλοφορίες με ερμηνευτές

Δούκισσα
Δημ Ευσταθίου
Αποστ Νικολαΐδη

οι στίχοι και η μουσική , αποδίδονται στον
Σαλονικιό Χοντρονάκο.
( Κιουπρούλης Στέφανος)