Συζήτηση για τη λέξη "σερμαγιά / σιρμαγιά / συρμαγιά"

[Για τη λέξη έχουμε ξανασυζητήσει και παλαιότερα.
Συνοψίζω για να την εντάξουμε και αυτήν στο γλωσσάρι].

Την ακούμε και στο ρεμπέτικο: "Μου τα φάγανε στα ζάρια», Δ. Ευσταθίου
«…Έπαιξα ζάρια κι έχασα όλη τη σιρμαγιά μου…»

αλλά και σε νησιωτικά, π.χ.
«…ανάμεσα Τσιρίγο και Καβο-Μαλιά
*καράβι κινδυνεύει μ’ όλη τη *σιρμαγιά…»
“…κάτω στην Ικαριά μπρατσέρα κινδυνεύει, Παναγιά μου, μ’ όλη τη σιρμαγιά…”

  1. Κυριολ. : το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο που είναι αναγκαίο για την έναρξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας, το χρηματικό ποσό που είναι επενδυμένο ή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επένδυση, το απόθεμα. Γενικά, το βιός, το έχειν.

  2. Μεταφ.: τα εφόδια τα οποία διαθέτει κάποιος - πέρα από τα υλικά αγαθά - οι ικανότητες, οι γνώσεις, τα υλικά της εργασίας του κ.λπ.

[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. Sermaye < περσ. sarmāya] …

1 «Μου αρέσει»

Η έννοια Νο. 2, από πού προκύπτει; Το λεξικό μου γράφει κεφάλαιο και τίποτα άλλο, και στα σύνθετα – παράγωγα κεφαλαιοποίηση, κεφαλαιούχος, κεφαλαιαγορά, κεφαλαιοκρατία, καπιταλισμός.

Το ρεπερτόριο ενός μουσικού σιρμαγιά το ονομάζει η Αγγέλα Παπάζογλου, αλλά και ο Αλέξης Πολίτης στο βιβλίο “Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών " μιλά για "…πενήντα τραγούδια που αποτελούσαν μια διόλου ευκαταφρόνητη σιρμαγιά…”.

Η «φιλολογική μου σιρμαγιά» [τα βιβλία] , αναφέρεται αλλού.

Αλλού, τα ζώα, τα χωράφια λογίζονται ως σιρμαγιά, επισης.

1 «Μου αρέσει»

Νομίζω ότι πάλι κεφάλαιο σημαίνει, απλώς χρησιμοποιείται μεταφορικά.

Υπό τα συγκεκριμένα παραδείγματα τραγουδιών, είναι περιττή, κατά τη γνώμη μου, η σημασία (2) του λήμματος (που έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει στα λεξικά παρά είναι σε ειδική μεταφορική χρήση κατά περίπτωση)

Επίσης θα πρόσθετα στη σημασία: “γενικά τα χρήματα, η περιουσία”

Το είχαμε ξανασυζητήση και είχαμε δει, απ’ ό,τι θυμάμαι, ότι πέρα από το χρηματικό απόθεμα κλπ, στα τούρκικα σερμαγιά σημαίνει κυριολεκτικά το κεφάλαιο, σε βαθμό όπου, μάλιστα, το “Κεφάλαιο” του Μαρξ στην τουρκική του έκδοση τιτλοφορείται “Σερμαγιά”.
Μια λοιπόν που το κεφάλαιο σαν “πράγμα” δεν είναι μόνο χρηματικό, έχει επομένως θέση και η δεύτερη έννοια, της Αγγέλας, ότι ένας μουσικός έχει σαν “κεφάλαιο” το ρεπερτόριό του.
Εν πάση περιπτώσει, σερμαγιά = “κεφάλαιο”, αλλά το “κεφάλαιο” δεν είναι κατ’ ανάγκη χρηματικό.
(Ακόμα και οικονομικά, εκτός από το χρήμα, η έννοια περιλαμβάνει τα υλικά μέσα παραγωγής, μηχανήματα, πρώτες ύλες, κτίρια, γη κλπ κλπ. Ασχέτως, βέβαια, από το ότι όλα μπορούν να “μεταφραστούν” σε χρήμα: αυτό ισχύει και για πράγματα που δεν αποτελούν “κεφάλαιο”).

1 «Μου αρέσει»

Και στα παραδείγματα από τα νησιωτικά τραγούδια που παρατέθηκαν, σερμαγιά είναι και το πλήρωμα, πέρα από τα υλικά αγαθά που μετέφεραν τα καράβια.

Το πλήρωμα είναι το τσούρμο.

Περίπτωση να αποτελεί «σερμαγιά» το πλήρωμα δεν υφίσταται.

Η «σερμαγιά» αποτέλεσε μορφή χρηματοδότησης του θαλασσίως επιχειρείν από τα μεταβυζαντινά χρόνια και μετά. Στην εν λόγω εμποροναυτική πρακτική, η «σερμαγιά» είναι το συνεισφερόμενο χρηματικό εταιρικό κεφάλαιο, προκειμένου να ευοδωθεί μια θαλάσσια επιχείρηση. Τη «σερμαγιά» εισέφεραν είτε οι συμπλοιοκτήτες είτε και τρίτοι κεφαλαιούχοι. Στόχος της εκάστοτε εμπορικής επιχείρησης, με το κεφάλαιο που σχηματίζεται από τους εταίρους (τη «σερμαγιά» δηλαδή) είναι η αγορά, μεταφορά και μεταπώληση εμπορευμάτων.

Περί τα μέσα του 19ου αιώνα, ο όρος “σερμαγιά” αρχίζει να υποχωρεί χάριν του ταυτόσημου “καπιτάλια”, που είναι και πιο κατανοητός.