Το χασίσι διεκινήτο ως μία εύπλαστη μάζα, όχι όμως μαλακιά όσο ένα λουκούμι π.χ. Για να αποσπαστεί μία δόση, ο πρόχειρος τρόπος ήταν να πλακουτσωθεί στα γρήγορα η μάζα και να κοπεί ένα μικρό κομμάτι με τα δόντια. Αν τώρα έχεις πράμα να φαν κι οι κότες, όπως οι μάγκες της ιστορίας μας, κάνεις τη σπατάλη να «γιομίσεις το λουλά δοντιές», οπότε και δίνεται η δυνατότητα να μαστουριάσουν μπόλικοι φίλοι με τη μία.
Η δοντιά ως στάνταρ όρος για την ποσότητα που κόβεις με τα δόντια είναι καταγεγραμμένη. Δε θυμάμαι πού το έχω διαβάσει, λογικά μάλλον σε κανένα του Πετρόπουλου, ή μπορεί και του Τσιφόρου. Δεν ήξερα ότι υπάρχει και σε τραγούδια, και γι’ αυτό ήμουν λίγο επιφυλακτικός για τη γνησιότητά της.
Το χασίς δεν είναι κατ’ ανάγκην εύπλαστο. Μπορεί να είναι από σκληρό περίπου όσο η σοκολάτα έως μαλακό όσο περίπου η πλαστελίνη. Υποθέτω ότι στη δεύτερη περίπτωση δε χρειάζεται αν το κόψεις με τα δόντια.
«Μόλις το ‘ψηνες γινόταν σαν μαστίχα, χρώμα μαύρο καφέ […] Εβάζαμε μέσα σ’ ένα λαδόχαρτο και το τυλίγαμε καλά στο λαδόχαρτο και μετά τυλίγαμε απ’ έξω άλλο χαρτάκι πιο πολύ. Κι αυτό το τριγυρίζαμε πάνω από το μαγκάλι, τη φωτιά, το κάναμε έτσι, μέχρι που να καταλάβουμε ότι είχε ζεσταθεί κι έχει σφίξει. […] ύστερα το πατάγαμε. Το βάζαμε έτσι πακεταρισμένο που ήτανε κάτω στη γης και το πατάγαμε πολύ δυνατά. Και μόλις κρύωνε ήταν δεμένο, ψημένο. Κι ύστερα εκόβαμε δοντιές απ’ αυτό, με τα δόντια, και το βάζαμε στο λουλά».