Συζήτηση για τη λέξη "δοντιά"

Από τα «Μαστούρια» του Μοντανάρη

"…και τον γιομίσανε δοντιές…"

Κάπως σαν υπολογισμός μιας ποσότητας χασίς, όσος χωρούσε δηλαδή σε μια δαγκωματιά, μου φαίνεται πως εννοεί.

Ένας εντελώς πρόχειρος και πρόσφορος τρόπος υπολογισμού και μέτρησης ποσότητας για τη χρήση, τη διάθεση ή την πώλησή του.

Δηλαδή, ισοδυναμούσε με μια δόση και η φράση «μια δοντιά» θα ήταν συνώνυμη της μικροποσότητάς του.

Το χασίσι διεκινήτο ως μία εύπλαστη μάζα, όχι όμως μαλακιά όσο ένα λουκούμι π.χ. Για να αποσπαστεί μία δόση, ο πρόχειρος τρόπος ήταν να πλακουτσωθεί στα γρήγορα η μάζα και να κοπεί ένα μικρό κομμάτι με τα δόντια. Αν τώρα έχεις πράμα να φαν κι οι κότες, όπως οι μάγκες της ιστορίας μας, κάνεις τη σπατάλη να «γιομίσεις το λουλά δοντιές», οπότε και δίνεται η δυνατότητα να μαστουριάσουν μπόλικοι φίλοι με τη μία.

1 «Μου αρέσει»

Η δοντιά ως στάνταρ όρος για την ποσότητα που κόβεις με τα δόντια είναι καταγεγραμμένη. Δε θυμάμαι πού το έχω διαβάσει, λογικά μάλλον σε κανένα του Πετρόπουλου, ή μπορεί και του Τσιφόρου. Δεν ήξερα ότι υπάρχει και σε τραγούδια, και γι’ αυτό ήμουν λίγο επιφυλακτικός για τη γνησιότητά της.

Το χασίς δεν είναι κατ’ ανάγκην εύπλαστο. Μπορεί να είναι από σκληρό περίπου όσο η σοκολάτα έως μαλακό όσο περίπου η πλαστελίνη. Υποθέτω ότι στη δεύτερη περίπτωση δε χρειάζεται αν το κόψεις με τα δόντια.

Υπάρχει στην πραγματικότητα, μπορώ να σε διαβεβαιώσω.

Σχεδόν σαν σοκολάτα είναι, ελάχιστα πιο μαλακό.

1 «Μου αρέσει»

«Μόλις το ‘ψηνες γινόταν σαν μαστίχα, χρώμα μαύρο καφέ […] Εβάζαμε μέσα σ’ ένα λαδόχαρτο και το τυλίγαμε καλά στο λαδόχαρτο και μετά τυλίγαμε απ’ έξω άλλο χαρτάκι πιο πολύ. Κι αυτό το τριγυρίζαμε πάνω από το μαγκάλι, τη φωτιά, το κάναμε έτσι, μέχρι που να καταλάβουμε ότι είχε ζεσταθεί κι έχει σφίξει. […] ύστερα το πατάγαμε. Το βάζαμε έτσι πακεταρισμένο που ήτανε κάτω στη γης και το πατάγαμε πολύ δυνατά. Και μόλις κρύωνε ήταν δεμένο, ψημένο. Κι ύστερα εκόβαμε δοντιές απ’ αυτό, με τα δόντια, και το βάζαμε στο λουλά».

(Αυτοβιογραφία Μάρκου, σελ. 117)

1 «Μου αρέσει»

Έγινε και λήμμα στο γλωσσάρι:

δοντιά (η)

ο υπολογισμός μιας ποσότητας χασίς, όσος χωρούσε σε μια δαγκωματιά.

Ένας εντελώς πρόχειρος και πρόσφορος τρόπος υπολογισμού και μέτρησης ποσότητας για τη χρήση, τη διάθεση ή την πώλησή του.

Ισοδυναμούσε με μια δόση και η φράση «μια δοντιά» ήταν συνώνυμη της μικροποσότητάς του.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Μαστούρια» (1932)

στ., μουσ, : Μοντανάρης

ερμην.: Μαρίκα Πολίτισσα

"… Τρεις τζούρες πήραν πλύνανε

και το λουλά πατήσανε

και τον γιομισανε δοντιές

και καμμιά δεκαριά φορές…»