Ολοι εμείς που πρωτομάθαμε το ρεμπέτικο είτε μέσα από φθαρμένους δίσκους
των 78 στροφών είτε μέσα απο κακοαντιγραμμένες κασσέτες σε μονοφωνικά
κασσετόφωνα,ήταν φορές που αδυνατούσαμε να κατανοήσουμε κάποιες
λέξεις,φράσεις,ακόμη και ολόκληρους στίχους.Δούλευε δηλαδή “χαλασμένο
τηλέφωνο” με αποτέλεσμα επώνυμοι και ανώνυμοι να πέφτουμε σε παρανοήσεις
και να υπάρχουν καταγραφές περίεργες και απόψεις διασκεδαστικές.
Λογικό ήταν λοιπόν η φράση “'ισα ρε σεις μπιλαντέρια να μετατρέπεται σε
“μην ψαρέψεις μπιλαντέρια”.Ακόμη η φράση “την ξερή γαλέτα αρπάνε” στους
σφουγγαράδες"του Μπάτη να μετατρέπεται σε"στην ξερή καλέ τ’αρπάνε”.
Ο φίλος μου ο γέρο"Μπάτης"-παρατσούκλι-διάσημος ουζάκιας το πάλαι,
υπεστήριζε ότι"μες στον τεκέ της Μαριγώς" δεν εμπούκαρε ένας μυστικός
αλλά ένας κ υ ν η γ ό ς!Τώρα λαγοκυνηγός ήτανε,μπεκατσοκυνηγός,θα σας
γελάσω…Επίσης διατείνεται μετ’ επιτάσεως ότι ο Κωστής στην"Υπόγα",
όταν επαναλαμβάνει την φράση"γειά σου ρε Μήτσο στραβοκάνη",το αλλάζει
κάπως το πράμα και προφέρει"στραβοκα@λη"!!
Τραβιόμουνα κι εγώ για δεκαετίες με το τραγούδι"Απόψε θα περάσω" του
Περιστέρη και συγκεκριμένα με τους στίχους
" να παίξω μη-α-η γυρεύω και τον καιρό μου να περνώ
δυό χρόνια σένανε λατρεύω τσαχπίνικο μελαχροινό"
Ακουγα λοιπόν δεκαεξάρης τότε κάτι σαν " να παίξω μήλα μη γυρεύω" και δεν
εβγαζα νόημα.Ο μακαρίτης ο Πετρόπουλος έγραφε"να παίξω μαζύ σου δεν
γυρεύω.“Απορριπτέο.Απορριπτέα και η καταγραφή “να παίξω μηχανή γυρεύω”.
Οταν έχεις καλό σκοπό όπως λέει το τραγούδι ,δεν γυρεύεις να παίξεις
μηχανή.Πιό ικανοποιητική ήταν η εκδοχή “να παίξω μη θαρρείς γυρεύω"Μόνο
που εκείνο το σίγμα του “θαρρείς” εγώ δεν το άκουγα πουθενά.
Τελικά μετά από πολλές ακροάσεις του τραγουδιού,ξελαμπικαρισμένου πιά
από τα"χρατσ-χρουτσ”,ξεβούλωσε το αυτί μου και ξεδιάλυνα τί ακούγεται
ακριβώς.“Να παίξω μ ή γ α ρ ι γυρεύω” λέει.Δηλαδή"γιατί δεν θέλω να παίξω”.
Εσείς τι γνώμη έχετε,έχω δίκιο ή μήπως χρειάζομαι ψυχίατρο,συγγνώμην,
ωτορινολαρυγγολόγο ήθελα να πω!..
Έχω το «απόψε θα περάσω» από τη συλλογή «Ανθολογία Ρεμπέτικου Τραγουδιού 1933-1940 vol. 1» (Ελλαδος Αρχειον). Στην έκδοση αυτή έχει και τους στίχους και εκεί γράφεται το «να παίξω μηχανή γυρεύω» που όπως λες και συ είναι μάλλον απορριπτέο. Εν τω μεταξύ, πράγματι στην ηχογράφηση αυτή δεν ακούγεται καλά το «ς». Στην έκδοση αυτή τα περιλαμβανόμενα τραγούδια έχουν υποστεί επεξεργασία για αποθορυβοποίηση. Μήπως η διαδικασία αυτή οδηγεί και σε απώλεια κρίσιμων ήχων; Δεν ξέρω τα τεχνικά αυτά θέματα. Το τραγούδι το ξέρω πολύ πριν ακούσω την πρώτη ρεμπέτικη ηχογράφηση, από τα σιφνέικα γλέντια στα οποία έχει ενσωματωθεί. Εκεί οι σιφνιοί λέμε «να παίξω μη θαρρείς γυρεύω». Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι είναι και το σωστό. Π.χ. στο «Εάν είχα εκατό χιλιάδες λίρες» του Κατσαρού, ο «Λιντζερίνος» στα σιφνέικα γλέντια γίνεται «πιτσιρίκος». Το «θαρρείς» πάντως «θαρρώ» ότι είναι αρκετά αποδεκτό. Για το «μηγαρι» δεν έχω άποψη.
Ακριβώς η σειρά που αναφέρεις, Γιάννη – Κουτρούφι, έχει υποστεί το χειρότερο “πετσόκομμα” που έχω ποτέ ακούσει σε ψηφιοποιήσεις. Για να αφαιρεθεί ο ενοχλητικός θόρυβος από τους πολυπαιγμένους δίσκους, ο άπειρος επεξεργαστής αφαίρεσε ένα πολύ μεγάλο φάσμα συχνοτήτων, με αποτέλεσμα να μειωθεί η ποιότητα του ακούσματος.
“Μήγαρις έχω άλλο στο νού μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;” απαντάει ο Ποιητής στον Σοφολογιότατο (καθαρευουσιάνο δάσκαλο) στο Διάλογο του Σολωμού. Από το αρχαίο μη γαρ: Μήπως (σάματις) έχω; Αδυνατώ όμως να εξηγήσω τι είχε στο δικό του νου ο στιχουργός του Περιστέρη.
Τουλάχιστον στα ρεμπέτικα οι παρανοήσεις προκύπτουν στην ακρόαση από τη φθορά του δίσκου. Τι να πεις για άλλους στίχους άλλων, νέων στιχουργών που δεν έχουν νόημα. Για παράδειγμα: “Ακριβό μου διθέσιο καλό μου αμάξι, που περνάς απ’ τ’ απαίσιο ξυστά”. Δηλαδή, είναι τόσο καλό που και δίπλα -μέσα- στο κακό και απαίσιο περνά ξυστά;;; Όμως, γιατί κάτι που είναι τόσο ακριβό και καλό, προσεγγίζει τόσο κοντά (ξυστά) το απαίσιο;;; Αμ το άλλο, “Τα παλιά γκαρσόνια ξέρουν πως να ψήνουν τον καφέ”. Και γεννώνται τα εύλογα ερωτήματα: Φαντάσου δηλαδή ο ίδιος ο καφετζής πόσα ξέρει. Επίσης, και ο παλιός μαραγκός, σοβατζής, τορναδόρος ξέρει καλύτερα την τέχνη, αλλά δεν είναι και λόγος να γίνει τραγούδι αυτό, ότι δηλ. ο έμπειρος είναι καλύτερος από τον άπειρο… Ή μήπως χρειάζονται τέτοια περισπούδαστα και “σοφίες” της συμφοράς για να πεις ότι παλιά ήταν πιο μερακλήδικη εποχή και υπήρχε μεράκι…;;;
Όσον αφορά τα ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια, νομίζω ότι ο bilad ήθελε να το προσεγγίσει λίγο σκωπτικά το θέμα. Είναι κλασσικό παίγνιο των μουσικών να παραφράζουν τους στίχοι. Για παράδειγμα,
“Ντύσου καλά κι μ’ εγκατέλειψες…”
“Άραβες τι έχει κάνει και το κλείσαν φυλακή…”
“Αβοκάντο χτες τα κάναμε…”
“Όταν κοιμάται ο ενισχυτής , κανείς μην τον ανοίξει…”
“Μανώλης ξεκινήσαμε, ρεστάρισε ο Μπάτης…”
και πολλά άλλα.
Όσον αφορά τα νεότερα, ένα υπερκυριαρχεί των πάντων.
"Πάνω στην κυτταρική δομή σου
σκαρφαλώνει η ζωή
είναι η ερωτική ροή σου
βόλτα του Θεού στη γη
Εγώ κατάθεση ψυχής
κι εσύ ταξίδι αναψυχής
παίρνω απ΄το σώμα σου οσμή
κι εφεδρικό σου είμαι κλειδί".
Ευκολότερα αναλύεις Καρυωτάκη…
Όσον αφορά στα παλιά λαϊκά τραγούδια, ευτυχώς υπάρχει ο Τσάρλυ Χάουαρντ.
Ανακάλυψε στα αρχεία της His Master’s Voice στο Λονδίνο το αρχείο με όλους τους δίσκους που είχε εκδώσει η εταιρεία και τα επανέκδοσε σε ψηφιακούς δίσκους με εξαίρετο ήχο, με άψογη ηχητική επεξεργασία.
Να συμπληρώσω πέρα από τα σύγχρονα λαϊκό - σουξέ με τους απίθανους στίχους,
και μερικά << << έντεχνα >> >>, του στυλ:
“…Να μπορούσα στα σύννεφα να’ χα εγώ … βενζινάδικο,
στο κενό να κινδύνευα για τ’ αστέρι μου …τ’ άδικο” …
Ευχαριστώ όλους τους φίλους για τις μέχρι τώρα απαντήσεις.
Κύριε Πολίτη έχετε δίκιο!Μένω μεταξεταστέος και στα αρχαία και στα νέα
Ελληνικά!Πράγματι η λέξη μήγαρι-μηγαρις σημαίνει σάματις,μήπως.Συνεπώς
όποια απ’τις δύο εκδοχές και να χρησιμοποιήσουμε η φράση"να παίξω---------
γυρεύω" απευθύνει ερώτηση και η απάντηση έρχεται αμέσως στην συνέχεια
“δυό χρόνια σένανε λατρεύω τσαχπίνικο μελαχροινό”.
Εύχομαι χρόνια πολλά για την αυριανή γιορτή σας!
Ένας στίχος που δεν ακούγεται σε τραγούδι του Μάρκου υπάρχει στο ζεϊμπέκικο “μόρτισσα μερακλού”:
Λέει, κατά τη γνώμη μου, σε κάποιο σημείο: Τον μάγκα τον μαστούριασες, πιο που 'παρχε (που υπήρχε, το πλάθει έτσι περίεργα και λίγο άτσαλα ο Μάρκος για να του βγεί ομαλά στο μέτρο) ντερβίση. Όχι “πιο κούπα και ντερβίση” που έχει γραφεί ότι λέει. Και αυτό το λέω γιατί ακούγεται “πιο…ου…πα…χε ή ου…πα…ρχε”. Αν το ακούσετε με το μυαλό συγκεντρωμένο στην εκδοχή “που 'παρχε” βγαίνει και θα συμφωνήσετε νομίζω.
Άλλη μία περίπτωση όπου δεν μπορούμε πια να βγάλουμε άκρη. Εντάσσεται και αυτή στα περί χαμένου τρένου που έγραφα σε άλλο θέμα, πριν λίγες μέρες.
Ο Κουνάδης δεν κατάλαβε, και αυτός: γράφει “(τον) πιο “κούπα” και δερβίση” και δικαιολογείται με δήθεν χαρτοπαικτικούς όρους όπου η κούπα είναι, λέει, το ισχυρό χρώμα της τράπουλας. Ειλικρινέστερο θα ήταν να έγραφε “…, λέξη δυσνόητη”.
Τον μάγκα τον μαστούριαζες
κι όπου’ παρχε ντερβίσι
νερό του εκουβάλησες
απ’του κουλού τη βρύση
Το ύπαρχε αντί του υπήρχε έχω ακούσει να το λένε ηλικιωμένοι
συντοπίτες μου κυρίως αγροτικής καταγωγής.
Ρε παιδιά ποιά είναι αυτή η μυστηριώδης βρύση του κουλού ;;;
Η βρύση του κουλού κατά Κουνάδη ήταν δημόσιος κρουνός ύδρευσης στη Δραπετσώνα. Δεν έχει (από εμένα, τουλάχιστον) διασταυρωθεί.
Όποιαν ερμηνεία και αν δώσουμε σήμερα, που έχουν εκλείψει ο Μάρκος και οι συνομήλικοι σύντροφοί του, για την επίμαχη λέξη στο εν λόγω τραγούδι, θα είναι απλά υπόθεση.
Εμένα με έχει πονοκεφαλιάσει ο Καϊξής. ‘‘μες στου χαρεμιού τη …’’ Εσείς τι ακούτε; Εγώ πάντως ακούω λήθη κι ας με ξενίζει η χρησιμοποίηση μιας δύσκολης λόγιας λέξης σε ένα ρεμπέτικο τραγούδι.
“… μέσ’ στου χαρεμιού τη λίμνη…”
Από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου μπορεί να βρεθεί αυθεντική απάντηση:
Η συζήτηση αναφέρεται στην παλιά ηχογράφηση του 1940, με Χατζηχρήστο-Βαμβακάρη-Παπαϊωάννου. Αλλά το 1969 το ξαναηχογράφησε ο Βαμβακάρης, κι εκεί ακούγεται ολοκάθαρα «να παίξω μη θαρρείς γυρεύω». Μάλιστα στο σχόλιο του Σίλαμπς βλέπω ότι πιθανολογείται να είναι στην πραγματικότητα δικό του, οπότε σίγουρα ήξερε τους στίχους! (Αλλά έτσι κι αλλιώς τους ήξερε, αφού τους είχε ξανατραγουδήσει ο ίδιος. Το 1940 τα σαρδάμ από στιγμιαία αμηχανία μοιραία πέρναγαν στον δίσκο, το '69 όμως η τεχνολογία ήταν άλλη.)
Ακούγεται ελαφρώς ασύντακτο, αλλά το βρίσκω αποδεκτό, αν θυμηθούμε ότι σε ερώτηση λέμε «θαρρείς γυρεύω να παιξω;», χωρίς να προσθέτουμε κατ’ ανάγκην «πως» ή «ότι».
Οι δύο ηχογραφήσεις: rebetiko.sealabs.net - Αρχική Συζητήσεων
Διαφωνώ, Περικλή. Κάθε άνθρωπος με μητρική γλώσσα τα Ελληνικά, θα έλεγε εδώ, ακριβώς όπως λες κι εσύ: "να παίξω, μη θαρρείς πώς (ή, ότι)γυρεύω και αν δεν του ΄βγαινε το μέτρο, θα κοίταζε να κόψει το λαιμό του να βρεί κάτι άλλο. Στη δε ηχογράφηση με Χατζηχρήστο – Βαμβακάρη ακούγεται
Να παίξω μη ;αρεί γυρεύω
χωρίς καθόλου να ακούγεται το (αναγκαιότατο για τη δική σου εκδοχή!) σ.
Δεν είναι αθέμιτο, σε λογοτεχνικό κυρίως συγκείμενο, να απαλείφεται το «ότι/πως». Στο πλαίσιο αυτής της παράδοσης, μια χαρά στέκει η φράση «να παίξω μη θαρρείς γυρεύω» και κανένα προβληματισμό δεν γεννά. Ίσα ίσα. Κερδίζει σε πυκνότητα και ευθυβολία.
«Θαρρείς ποτέ δεν έμαθε σα δουλευτής να σκύβη»
«Θαρρείς οι άλλοι εντύνονταν φτωχά και ξεσχιμένα»
«Θαρρείς και τα πεισματικά καλό ‘ναι στην αγάπη;»
https://books.google.gr/books?id=0zY_AQAAIAAJ&q="θαρρείς"&dq="θαρρείς"&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwjD4sSUiezyAhUrQ_EDHZ5ICmM4FBDoATAIegQICxAC
«Θαρρείς δεν πονάνε κείνα; […] Θαρρείς δεν έχω το νου μου στα πατήματα; […] Θαρρείς δεν ξαγρυπνώ νύχτες και νύχτες; […] Θαρρείς δεν το βλέπω;»
https://books.google.gr/books?id=iAEwAQAAMAAJ&q="θαρρείς"&dq="θαρρείς"&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwiEzLnoiezyAhXaQ_EDHau5B704HhDoATACegQICxAC
Πράγματι. Κι επειδή αυτό δε βγάζει νόημα, κι ούτε είναι ίδιο με της δεύτερης ηχογράφησης, θεωρώ ότι δεν είναι αυτό που θέλανε να πούνε, ότι είναι σαρδάμ ή πρόβλημα φθοράς του δίσκου ή οτιδήποτε, και ότι το σωστό το είπε ο Βαμβακάρης τη δεύτερη φορά.
Όσο για το καλοσυνταγμένο ή όχι της φράσης, όπως το πάρει κανείς. Εγώ είπα τι θεωρώ. Η αλήθεια είναι ότι του Άνθιμου τα παραδείγματα είναι μεν κοινά και αποδεκτά από τον καθένα αλλά είναι λίγο διαφορετικές φράσεις: κι εγώ θα έλεγα «θαρρείς δεν πονάνε κείνα;» αλλά «μη θαρρείς πως δεν πονάνε κείνα», αλλά για το τι είπε ο Βαμβακάρης τη δεύτερη φορά δε χωράει αμφιβολία.
«Και μη θαρρείς σε ξέχασα, Καλχίτσα»
«Μη θαρρείς κάτι ηξεύρεις»
«μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξεις»
«μη θαρρείς θα φας τον κόσμον όλο»
https://books.google.gr/books?id=HAAjAQAAMAAJ&q="μη+θαρρείς"&dq="μη+θαρρείς"&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwiwmZywl-zyAhVFSvEDHXsxDek4jAEQ6AEwA3oECAoQAg
Α, λέγεται λοιπόν και με το «μη θαρρείς». Δεν το ‘χα πολυακούσει, γι’ αυτό ήμουν επιφυλακτικός: