Δράττομαι της ευκαιρίας (που λένε και οι λόγιοι) να πλατύνω λίγο τη συζήτηση σε ένα παρεμφερές θέμα. Πρόκειται για τα τραγούδια-μόδα, που κατά καιρούς μας έχουν απασχολήσει. Δε μιλάω βέβαια για τα χιτάκια της σύγχρονης παραγωγής ούτε για τα σουξεδιάρικα κάθε εποχής. Μιλάω για γνήσια λαϊκά τραγούδια, που στην πορεία απόκτησαν (κατά κάποιον τρόπο) μορφή σουξεδιάρικου.
Τα παραδείγματα είναι δεκάδες και απασχόλησαν αρνητικά όλους όσους βρίσκονται στο χώρο της γνήσιας λαϊκής μουσικής, είτε αυτοί είναι επαγγελματίες μουσικοί είτε αρασιτέχνες είτε ακόμα και απλοί ακροατές.
Ως πρώτη προσέγγιση (και κατά παράβαση μιας σωστής τοποθέτησης) δεν θα αναφερθώ στους λόγους που έκαναν μόδα αυτά τα τραγούδια, γιατί είναι και σύνθετοι, αλλά και διαφέρουν συχνά από τραγούδι σε τραγούδι.
Εχουμε λοιπόν και λέμε:
Το τραγούδι που για τουλάχιστον 30 χρόνια βάφτιζε “λαϊκό” το πρόγραμμα κάθε σκυλάδικου ήταν το “Μάγισσες φέρτε βότανα”, παιγμένο βέβαια όπως το τραγούδησε ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος κι όχι στην “κανταδόρικη” πρώτη εκτέλεση. Την ίδια φάση ήρθαν να υποστηρίξουν οι “Βεργούλες”, μετά την “Παραγγελιά” του Παύλου Τάσσιου και την “εξωτική” μαγκιά του Κοεμτζή.
Μετά το “Μινόρε της αυγής”, την τηλεοπτική σειρά του Φώτη Μεσθεναίου, έγινε μόδα το ρεμπέτικο συνολικά. Αφού κατακάθισε ο πρώτος ενθουσιασμός, έμεινε ένα στάνταρ κοινό, κυρίως στις νεαρές ηλικίες (φοιτητές κλπ.), που γέμιζαν και γεμίζουν ακόμα τα λεγόμενα ρεμπετάδικα (στην όλη υπόθεση εξαιρούμε πάντα τους μόνιμους φίλους του ρεμπέτικου). Εκεί ξεπεράστηκαν οι “Φραγκοσυριανές”, οι “Συνεφιασμένες Κυριακές” κλπ. και η μόδα εξειδικεύτηκε σε πιο “ψαγμένα ακούσματα”, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το “Πίνω και μεθώ”. Παράλληλα, στην ίδια εποχή και φάση, αναπτύσσεται και η περίπτωση των “βαστάτε με μη σφάξω όλο τον ντουνιά”, δηλαδή των σύγχρονων κουτσαβάκηδων, συνέχεια της κλασικής παράδοσης, μόνο που λόγω συνθηκών δεν κουσουμάρουν πια μαχαίρια. Το τραγούδι-μόδα που τους συνόδευσε από τη δεκαετία του ‘70 ήταν -κυρίως- το "Βαπόρι απ’ την Περσία". Στην πορεία (αναλογικά, όπως και παραπάνω) περάσαμε στα πιο ψαγμένα μάγκικα τραγούδια, με προτίμηση στα βαριά χασικλίδικα, που άρχισε με το “Φέρτε πρέζα να πρεζάρω” (βοήθησε και η διασκευή του Ξαρχάκου) και κατέληξε στις μέρες μας με την “Προύσσα” και το “Θεέ μου μεγαλοδύναμε”. Αν είσαι εντελώς ανυποψίαστος ή τέλος πάντων αλλοδαπός που ξέρει ελληνικά, θα μείνεις με την εντύπωση ότι οι νεαροί αυτοί έχουν καβάτζα στο σπίτι τους τουλάχιστον πέντε τσουβάλια φούντα κι ότι πίνουν το λιγότερο δέκα αργιλέδες τη μέρα…
Θα μου πεις: “Σε πειράζει που λύσσαξαν με αυτά τα τραγούδια;”.
Οχι, δε με περιάζει. Αλλωστε είναι σίγουρα καλύτερο να γίνεται μόδα το “Οποια και να 'σαι”, παρά το “Α πα πα πα…”. Με ενοχλεί όμως η επιδερμικότητα.
Τα στοιχεία που δείχνουν το πόσο επιφανειακά “άγγιξαν” αυτά τα τραγούδια φαίνονται χαρακτηριστικά στο ζεϊμπέκικο “Πίνω και μεθώ” που χορευόταν (και χορεύεται) τσιφτετέλι πάνω στα τραπέζια ή συρτό στις πίστες. Φαίνονται -αν θέλετε για τους πιο ψαγμένους- στο “οφ αμάν” που οι οι 999 στους χίλιους τραγουδούσαν ως “οχ αμάν”. Φαίνονται στο ότι διασκέδαζαν μόνο όταν το άκουγαν από σύγχρονες φωνούλες (να μη λέμε ονόματα τώρα), ενώ δεν τους έφτιαχνε η φωνάρα του Κασιμάτη. Φαίνονται στην επιμονή τους ν’ ακούνε το “Τι σου 'κανα και πίνεις” από την κάθε πιτσιρίκα και όχι από τη μεγάλη Πόλυ.
Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο για τους μουσικούς και τους τραγουδιστές, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, που είχαν τη δυστυχία να είναι αναγκασμένοι να παίξουν δεκάδες (να μην πω εκατοντάδες) φορές π.χ. το “Ζεϊμπέκικο της …Ευδοξίας” κ.ά., ανεξάρτητα με τη ροή του προγράμματός τους, ανεξάρτητα από τη διάθεσή τους, ανεξάρτητα γενικώς… Φτάσαμε (μουσικοί και ακροατές) τελικά να σιχαινόμαστε τεράστια τραγούδια όπως το “Μερτικό”.
Παράλληλα με τα παραπάνω, οι μουσικοί που ήθελαν να ξεχωρίσουν από τη …μάζα και να θεωρηθούν πιο “ψαγμένοι”, αναλώθηκαν σ’ ένα συναγωνισμό “ποιος θα παίξει το πιο άγνωστο τραγούδι”. Ετσι στα πιο “ψαγμένα” μαγαζιά έχεις περισσότερες πιθανότητες ν’ ακούσεις το “Διώξε τον Μπαξεβάνη σου” παρά το “Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά”. Το επιλέγονται τα τραγούδια με μόνο κριτήριο τη …σπανιότητά τους είχε σαν αποτέλεσμα να τσουβαλιάζονται τα εμπνευσμένα τραγούδια με τα λιγότερο εμπνευσμένα (για να μη χρησιμοποιήσω άλλο επίθετο). Γιατί, όπως και να το κάνουμε, οι παλιοί λαϊκοί δημιουργοί που γνωρίσαμε μέσα από τη δισκογραφία είχαν και καλές, και κακές στιγμές. Ανάλογα με την αξία τους ήταν και η ποσόστωση του καλού και του κακού (μοναδική ίσως εξαίρεση του κανόνα είναι ο Βαγγέλης Παπάζογλου, του οποίου αδυνατώ πραγματικά να ξεχωρίσω ένα του τραγούδι).
Σε όλα τα παραπάνω παίζει σημαντικό ρόλο η σύνθεση του κοινού. Η εμπειρία μου μέσα από την ταβερνιάρικη παρέα μας είναι πολύ διαφορετική. Στις ταβέρνες όπου γρατζουνάμε, οι λαϊκές παρέες γύρω μας είναι πιο αντιπροσωπευτικές. Μπαίνουν στο κλίμα με τη “Φραγκοσυριανή”, σιγοτραγουδούν το “Μ’ έχεις μαγεμένο”, ενώ θα συμμετέχουν στο “Λαθρέμπορα” και στο “Θέλω να πάψεις να γελάς”. Μ’ άλλα λόγια η άποψή τους για το λαϊκό τραγούδι είναι πολύ πιο συγκροτημένη από την αντίστοιχη άποψη πολλών άλλων που θέλουν να χαρακτηρίζονται “ψαγμένοι” ή ακόμα και “ειδικοί”.
Πού αποσκοπεί όλο το παραπάνω κείμενο;
Στο συμπέρασμα ότι, εκτός των άλλων, το ρεμπέτικο σήμερα παίζεται σε λάθος χώρους, από λάθος ανθρώπους, με λάθος ακροατήριο. Οι λιγοστές παρέες, τα λιγοστά μαγαζιά, όπου δεν επιβεβαιώνεται το παραπάνω συμπέρασμα, είναι φωτεινές εξαιρέσεις και ταυτόχρονα η ελπίδα που ίσως δείξει τη διέξοδο.
Αρη ειναι “δυστυχως” πολυ σωστα ολα αυτα που παραθετεις αλλα νομιζω οτι καπου το βλεπεις το πραγμα λιγο πιο ρομαντικα και δινεις πιο πολυ σημασια απο οσο πρεπει.
Η ρεμπετικη,η rock και τα blues δεν “υπαρχουν” ουσιαστικά στις μερες μας, ως επικαιρα ειδη μουσικης. Οτι ακουμε κατα 95% ανηκει σε αλλες δεκαετιες οποτε αναγκαστικα σημερα ακουγονται μονο είτε απο υγιεις φανατικους του καθε ειδους ειτε απο μοδατους που απλα πιανουνε το ρευμα της εποχης και ακουνε-τραγουδανε οτι τους πουλανε.
Κανενας τυπικα δε φερει μεριδιο. Οι μεν νοσταλγουν και απολαμβανουν οι δε αλλοι θελουν στη νεοελληνικη διασκεδαση και τα ρεμπετικα για ποικιλια.
Πριν 10-15 χρονια ρομαντικοι ελληνες ροκαδες ακουγαν το rock n roll στο κρεβατι και το να μ’αγαπας του σιδηροπουλου και παθιαζονταν σημερα το συχενονται γιατι το τραγουδανε στα μπουζουκια και στα reality κρατοντας αναπτηρες. Πριν απο 20-25 χρονια οσοι ακουγαν Ξυλουρη, Παπακωνσταντινου, Λοιζο κ.α εμπνεονταν για μια επανασταση σημερα ειναι τα πιο in τραγουδια του Ψυρη συνοδεια με gourmet γευσεις.
Αρα τι περιμενεις απο την Τετραδα του Πειραια που ηταν πριν απο 40-50 χρονια…;;;ποσο να αντεξει.
Παντως για μενα δε φταει κανεις και ολα ειναι καλα.
Προς τους διαχειριστές:
Νομίζω ότι είναι “ατυχής” η μεταφορά του κειμένου μου σε άλλη ξεχωριστή ενότητα. Ανήκει στην ενότητα που το έγραψα, καθώς εν μέρει αποτελεί και τοποθέτηση για το “Θεέ μου μεγαλοδύναμε”, για το οποίο συζητούσαμε.
Παρακαλώ να επιστρέψει στη θέση του.
Aπό admin: To συγκεκριμένο θέμα το θεωρούμε σημαντικό και πρέπει να συζητηθεί. Υπό αυτή την έννοια δεν ήταν ατυχής η μεταφορά. :089:Για να υπάρχει η απάντησή σου και στην άλλη συζήτηση (με το παρεμφερές θέμα)έγινε copy το μήνυμά σου και μπήκε ξανά στη θέση του.
Και μεσα σε ολο αυτον το χαμο,να σημειωσω οτι το “Πινω και μεθω” νομιζω οτι δεν ειναι ζειμπεκικο,αλλα απταλικο επισης 9/8 που χορευεται και απο πολλους. Δυο,τεσσερις, κ.λ.π. αντικρυστα.Αλλα που τετοια στις μερες μας.Ισως γι αυτο να μπερδευονται οι θαμωνες στα “μαγαζια”.
Αρη, πιστεύω πως βάζεις ενα πολύ σοβαρό ζήτημα επι τάπητος με πολλές προεκτάσεις αλλα και απόψεις, τόσες αν θες, όσες θέσεις καθίσματα έχει το κάθε μαγαζί.
Φέτος ας πούμε, δουλεύουμε σε ένα λαικό μαγαζί, ταβέρνα, σε μια κατά παράδοση λαική γειτονιά, που οι πελάτες του, κατα το 60% είναι συντοπήτες, ενα 30% απο άλλες περιοχές εως και πολύ μακρυνές και ενα 10% άσχετοι, δηλαδή πέρασα είδα φως και μπήκα και αν μου αρέσει θα ξανάρθω. Οι ηλικίες είναι κατα διαβολική σύμπτωση το 60% μεταξύ 50 και 70, το 30% μεταξύ 18 και 30 και ένα μόλις 10% στην ηλικία των 30-40.
Ας θεωρήσουμε ως πάγιο δεδομένο, πως ο μαγαζάτορας θέλει γεμάτο το μαγαζί χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι στατιστικές περι πληθυσμιακής ηλικίας.
Ας θεωρήσουμε επίσης, πως θέλει το μαγαζί να παραμείνει γεμάτο μέχρι το τέλος της σεζόν.
Δύο πράγματα μπορούν να συμβούν για το μουσικό που θα αναλάβει το πάλκο. Το πρώτο είναι να πάει να κάνει τη δουλειά του με τα τραγούδια που ξέρει χωρίς να τον ενδιαφέρει το πελατολόγιό του, σε όποιον αρέσουμε δηλαδή και το δεύτερο, να “αφουγκραστεί” το χώρο και να πράξει-παίξει, ανάλογα.
Η ηλικία των 50-70 που έχει ψιλο- εως πολυ-συμμαζέψει τη ζωή της και το κουμπαρά της, έχουνε παντρέψει τα παιδιά τους, έχουνε σε τάξη τους λογαριασμούς τους και τους περισσεύει για ένα κιλό παϊδάκια με κρασί, θα πάρουνε τη καρδιακή παρέα τους και θα βγούνε για να διασκεδάσουνε. Τα τραγούδια που τους φτιάχνουνε το κέφι είναι τα αλλέγκρο ρεμπέτικα, τα αρχοντορεμπέτικα που ακούγανε στη γειτονιά τους τότε που ήταν νέοι και στα λαικά, κάπου εκεί στο “Του κόσμου το περίγελο”, θα κάνουνε και τη “ζημιά” στο μαγαζί που όταν τη βλέπει ο μαγαζάτορας γελάνε και τα μουστάκια του που λέει ο λόγος.
Η ηλικία των 18-30, παρατηρεί αμήχανη για το που βρίσκουνε το κέφι οι “παππούδες” και τα σπάνε. Μιλάνε μεταξύ τους συνεχώς και κάνουν φασαρία αλλα μετά απο 3 κιλά κρασί, θυμούνται που βρίσκονται, ζηλεύουν τους “παππούδες” που παραδίπλα “τα σπάνε”, σου ζητάνε το “Βαπόρι απ΄τη Περσία” και φυσικά το “Πίνω και μεθώ”, τους τα λες, σε γράφουνε, πληρώνουνε, αλλα φευγουνε ευχαριστημένοι και ξανάρχονται για να σου ζητήσουνε τα ίδια ακριβώς τραγούδια.
Η πονεμένη ηλικία των 30-40 -γενικά- απουσιάζει. Είναι η ηλικία που δεν σου περισσεύουν, η ηλικία που είσαι απασχολημένος με τα χρέη του καινούργιου σπιτιού, το καινούργιο αυτοκίνητο, τα παιδιά που δεν έχεις που να τα αφήσεις κλπ. κλπ. Είναι η ηλικία που όταν βγεί έξω, ως επι το πλείστον και για ενα λόγο που δεν κατάλαβα ποτέ μου, θα τσακωθεί. Θές γιατι συνήθως η σύσταση της παρέας τους είναι οι “απο υποχρέωση” παρέα? Θές γιατι το πρωί ο προιστάμενος τους, τους τά ΄χωσε και κάπου πρέπει να ξεσπάσουν? Δεν ξέρω. Αυτή η ηλικία όμως είναι και η ηλικία που γυρίζει, και “όποιος γυρίζει μυρίζει” έλεγε η γιαγιά μου. Αυτό σημαίνει πως έχουν και πιο “ψαγμένα” ακούσματα. Αν τύχει να έρθουνε στο κέφι λοιπόν, θα σου ζητήσουν το “Μανώλη” (που το λατρεύω) ή το “Πέντε Ελληνες στον Αδη” άλλα πρέπει να τα βάλεις μεσα στο πρόγραμμα χωρίς να διαταράξεις τις ισορροπίες, να τους έχεις και όλους ευχαριστημένους και ειδικά το μαγαζάτορα που αν ξεφύγει το πρόγραμμα στο βαρύ όλο και κάποια τραπέζια θα αδειάσουν και θα αρχίσει η γκρίνια.
Πέρσι δουλεύαμε σε μεζεδοπωλείο, παρεϊστικο, σε τραπεζάκι χωρίς μικρόφωνα. Εκεί ανθούσε η νεολαία που στη πλειοψηφία της, ότι και να της πεις, απο το ενα αυτί μπαίνει και απο το άλλο βγαίνει. Οπότε κάναμε το πρόγραμμά μας με μεγαλύτερη άνεση. Πριν τρία χρόνια δουλεύαμε σε μαγαζί που το ρεμπέτικο και δη το ψαγμένο, ήταν προαπαίτηση, δηλαδή “Ζιγκουάλες” αλλα και “Μερτικό” (που τα λατρεύω επίσης) δεν κάνανε ούτε για ορντερβ.
Που θέλω να καταλήξω, οτι αν παίζονται λάθος τραγούδια, σε λάθος μαγαζιά, με λάθος κοινό, τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρει ο μουσικός. Επειδή ανέφερες το “Τι σου ΄κανα και πίνεις”, όταν το λέγαμε στο πάλκο πριν 10 χρόνια, δεν ίδρωνε ιδιαίτερα και κανενός το αυτί, απο το big brother και μετά έγινε σουξέ και το ζητάνε πολλαπλοί θαμώνες και καλά κάνουν, γιατί είναι θαυμάσιο τραγούδι. Επειδή επίσης, είναι απο αδύνατο εως ακατόρθωτο να έχεις μια Πόλυ Πάνου στο μαγαζί σου πια, τουλάχιστον οφείλω ως τραγουδίστρια να το “περάσω” απο την εκτέλεση της Πάνου και σε καμμία περίπτωση απο τους “Απέναντι”. Δεν εννοώ βέβαια ούτε την αντιγραφή της φωνής της, ούτε το ηχόχρωμα της. Εννοώ το ύφος και το χαρακτήρα του τραγουδιού, αλλα με το δικό μου ηχόχρωμα. Πάντως, η μουσική παιδεία που σερβίρεται στους εκάστοτε θαμώνες είναι στο χέρι του μουσικού για το αν θα είναι politically correct ή απο καρδιάς και (έν)ψυχα δωσμένη. Είτε ανήκει στο ρεμπέτικο ρεπερτόριο, είτε στο λαικό καλό θα ήταν να είναι διαλεχτή και ο τρόπος απόδοσης με κέφι, όχι αποστεωμένα. Οσες φορές και να χρειάζεται να παίξεις την “Ευδοκία” ας πούμε, οφείλεις να της δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό και όποιος σε κατάλαβε…σε κατάλαβε.
Ένα άλλο σημείο που αποτελεί παγίδα αλλά και αντίδοτο στην αδιαφορία και την ασχετοσύνη είναι η ένταση της μουσικής. Ένας καλός μουσικός αν δεν ακουστεί και βρεθεί σε μια παρέα άσχετη από πιτσιρικάδες που ρουφάνε ρακόμελα και γελάνε, έχασε το παιχνίδι από τα αποδυτήρια. Αν έχει ενίσχυση τότε μπορεί να γοητεύσει και να παρασύρει και τον πιο επιφυλακτικό(όχι τον προκατειλημμένο ή τον συνειδητό εχθρό του λαικού και θιασώτη άλλων ειδών).
Από κεί και έπειτα εναπόκειται στον καλλιτέχνη να νερώσει λίγο το κρασί του (βρισκόμενος απέναντι σε ένα μη εξοικειωμένο ακροατήριο) και να επιλέξει ένα πιο συμβατικό ρεπερτόριο οπότε παίζοντας δυό τσιφτετέλια ( Το κορίτσι απόψε θέλει, Το Ελενάκι), δύο ζειμπέκικα (Το κουρασμένο βήμα σου, Άνοιξε γιατι δεν αντέχω) “πιασάρικα” να σώσει την παρτίδα. Αν μπεί βέβαια σε πολύ φασόν πρόγραμμα ( Άγαλμα κλπ) δεν κερδίζει τους μερακλήδες. Απ την άλλη πολλές ταβέρνες δεν θέλουν να ακούγεται και πολύ η μουσική, από άποψη υποτίθεται, για να μη βομβαρδίζουν με ντεσιμπέλ το ακροατήριο. Εξάλλου δεν θέλουν να κρατήσουν κόσμο μέχρι τις τρείς-τρεισήμισυ. Γιατί όμως? Δεν ξέρω, αλλά είναι λάθος.
Εκτιμώ ότι ένας καλός δεξιοτέχνης και μερακλής μουσικός αν του δώσεις όπλα (λίγη ενίσχυση για να ακούγεται και να μην παιδεύεται) θα το κάνει το γκόλ. Ωραία η ταβερνοκατάσταση αλλά αν έρθουν και κάποιοι πιο αργά για να πιούν και φτιάχνονται ακούγοντας τον βαλέ, που έχεις στο μαγαζί σου? Τους συμφέρει να έχουν έναν δεύτερο μουσικό που στηρίζεται στην πεπατημένη με σουξεδάκια και πάλι δεν τραβάει ή μήπως θα ήταν πιο επιτυχημένο να βάλεις ένα μπουζούκι γκράν, ακόμη και φίρμα, να παίξει δυνατά και μπροστά με γκάζια και να κάνει τη διαφορά?
Θέλω να καταλήξω δηλαδή ότι πέρα από το ρεπερτόριο και την συνεκτίμηση του ακροατηρίου ίσως η τελική ισορροπία να πετυχαίνεται με τη βοήθεια και πιο ασήμαντων-σημαντικών παραγόντων, που ενδεχομένως οι επιχειρηματίες του χώρου τους βλέπουν τελείως γραμμικά χωρίς δυνατότητα ελιγμών αλά κάρτ.
Συμπληρώνοντας τον Παναγιώτη, που έχει δίκιο οταν λέει οτι και ενα καλό τραγούδι αν δεν μπορεί να ακουστεί, όπως και ένας καλός μουσικός, πάει χαμένο, υπεραμύνομαι και εγώ τη μικροφωνική. Βασικά και κύρια γιατι στα σκέτα, για να ακουστείς, τραγουδάς ή παίζεις δυνατά, με αποτέλεσμα το σύνολο να σκληραίνει και να συμπληρώνει το χάος που ήδη επικρατεί στα μαγαζιά, με πολλές παράπλευρες απώλειες όπως πχ. σπουδαία τραγούδια να μην επιλέγονται γιατι σε χαμηλούς τόνους δεν ακούγονται, αλλα και σπουδαία τραγούδια γραμμένα για υψηλούς τόνους να μη παίζονται γιατι στα δυνατά “τσιρίζουν” αλλα και δεν μπορείς και να τα κατεβάσεις γιατι χάνουν στα όργανα. Τώρα όσο αφορά στα ωράρια μιας ταβέρνας, πιστεύω οτι είναι απόλυτα φυσιολογικό μια ταβέρνα να μη μπορεί να κρατήσει ως τις πρώτες μικρές ώρες το προσωπικό της λόγω κόστους, αλλα και επειδή οι ταβέρνες στερούνται το βασικότερο όλων, είτε σκέτα, είτε με μικρόφωνα, την ηχομόνωση. Το κόστος επίσης είναι υπεύθυνο και για το σύνολο της ορχήστρας. Η “φίρμα”, θέλει και τη δικιά της ορχήστρα και όλα αυτά ανεβάζουνε τα κόστη, άσε που οι “φίρμες” δεν παίζουνε σε ταβέρνες οχι απο σνομπισμό -είμαι σίγουρη για αυτό-, αλλα ακριβώς για τα χαμηλά μεροκάματα.
Γιατί να πάς για 60άρια-70άρια όταν αλλού παίζεις για 150άρια?
Υπάρχουν πολλοί καλοί οργανοπαίχτες στην αγορά, αρκεί να βρεθούν την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος και ο μαγαζάτορας συνήθως τους προτιμά. Μακάρι να υπήρχαν περισσότερα μαγαζιά με την σωστή υποδομή για να βγαίνει προς τα έξω ενα καλό σύνολο. Δυστυχώς αυτά είναι και πολύ λίγα για το σύνολο των καλών μουσικών που έχουμε και πιασμένα απο επίσης πολύ καλούς μουσικούς.
…και μιλώντας για καλά μαγαζιά, πολύ θα επιθυμούσα μαγαζιά ανθρώπινα, καλό φαγητό και καλό κρασί ή καθαρά ποτά, όχι τσουβάλιασμα ο ένας πάνω στον άλλον, οξυγόνο, φυσικό ήχο, όχι εκκωφαντικές ρυθμίσεις και βασικά οχι υποταγμένες, ξενυχτισμένες και κουρασμένες ορχήστρες για το υπερκέρδος των μαγαζατόρων μέχρι τις 6:00 το πρωί…αλλα πού?