Σαντουριέρηδες της ορχήστρας ΣΔΕΜ (Σ. Καρά)

Ε λοιπόν, φαίνεται πως ναι!

Ιδού τι λέει ο ίδιος ο Μόσχος:

Το Αγρίνιο κατά το μεσοπόλεμο ήταν μια ακμάζουσα πολιτεία. Ήτανε οι αντιπροσωπείες ξένων εταιρειών καπνών. Όταν το κρέας είχε 4 δραχμές, αυτά είχαν 120 η οκά. Λεφτά. Ο πατέρας μου είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του στην Πεντάλοφο 400 στρέμματα χωράφια. Τα πούλησε, πήγε στο Αγρίνιο κι έκανε επιχειρήσεις. Είχε δυο κέντρα. Ένα καφέ-αμάν κι ένα καφέ-σαντάν. Στο πρώτο παίζανε Πολίτες, Σμυρνιοί, Αρμένηδες. Στο άλλο υπήρχε ευρωπαϊκή ορχήστρα της εποχής εκείνης.

Το κείμενο λέει κι άλλα, επίσης ενδιαφέροντα. Σταχυολογώ:

απέκτησα και ρεπερτόριο, άρχισα να τα παίζω όλα. Έπαιζα κι ευρωπαϊκά κομμάτια πολλά. Όλα θυμάμαι του Σουγιούλ, του Χαιρόπουλου, του Αττίκ, τανγκό, κουμπαρσίτες. Το Αγρίνιο δεν ήταν δα και μια πολιτεία που θέλανε μόνο δημοτικά. Θέλανε ό,τι κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη.

Και κάτι απρόσμενο:

Το πιο άσχημο όμως ήταν πως οι μαέστροι δε μου φέρνανε νότες να διαβάσω. Κανένας. Μια φορά πήρα το σαντούρι μου κι έφυγα. Πήγα για πρόβα και μου λέει “παίξτο, δεν τ’άκουσες;”. Λέω “τι παίξτο; μαγνητόφωνο είμαι; μπορεί να μην άκουσα καλά. Δώσμου μια παρτιτούρα”, επειδή είχανε κακομάθει με τους περισσότερους λαϊκούς μουσικούς".

Πηγή: epoxi.gr/persons19.htm

1 «Μου αρέσει»

Α, αυτό είναι άλλο: Το σαντούρι στο Αγρίνιο ως εξωτικό όργανο μιάς εξωτικής και ξενόφερτης μοδάτης μουσικής, αυτό ναι.

1 «Μου αρέσει»

Μα σάμπως ήταν ποτέ και κάτι άλλο το σαντούρι; Μπορεί να υπήρξαν κατά καιρούς διάφοροι μουσικοί εξειδικευμένοι κυρίως ή και αποκλειστικά στα δημοτικά του τόπου τους, αλλά το ίδιο το όργανο δεν είναι ούτε δημοτικό ούτε τοπικό.

Ας με διορθώσει όποιος ξέρει καλύτερα, αλλά ποτέ δεν έχω ακούσει για τοπικές παραλλαγές στο σαντούρι, ιδιαιτερότητες στο μέγεθος ή στο κούρδισμα κλπ. όπως σε άλλα δημοτικά όργανα, αλλά ούτε καν στο παίξιμο.

Τι λέει και το υπόλοιπο βιογραφικό του Μόσχου; Αμερικές, Γερμανίες, Μαρκόπουλο (τον συνθέτη, όχι το χωριό των Μεσογείων). Ντάξει, ας πούμε ότι ο συγκεκριμένος ξεφεύγει λίγο από τα όρια της εμβέλειας ενός συνηθισμένου λαϊκού οργανοπαίχτη, υπήρξε σταρ, και τέλος πάντων δεν ξέρω αν τα παραφουσκώνει και λίγο, αλλά νομίζω ότι πιο πολλά βιογραφικά σαντουριέρηδων θα βρούμε σ’ αυτό περίπου το στυλ παρά «εμείς παιδάκι μου το 'χαμε αυτό το όργανο πάππου προς πάππου στο χωριό μας».

Μάλλον όχι, όμως στο βιβλιαράκι Μυτιληνιό σαντούρι του Δ. Κοφτερού, εντοπίζεται πρώτη αναφορά για σαντούρι στη Λέσβο το 1897 (σ. 13). Εντάξει, δεν είναι και χιλιετίες, αλλά κάποια παράδοση δημιούργησε στο νησί. Και το κλαρίνο, δεν είναι κι αυτό πολύ παλαιότερο…

Μυτιληνιό σαντούρι, ε; Μάλιστα, αυτό δεν το είχα σκεφτεί (δεν ξέρω το βιβλίο του Κοφτερού).

Αλλά θα έχεις ακούσει Νίκο τι έπαιζαν τα σαντούρια στη Μυτιλήνη (Λέσβος Αιολίς, Μουσικά Σταυροδρόμια στο Αιγαίο): σμυρναίικα, οπερέτες, … το λεγόμενο «τα πάντα»! Ό,τι δηλαδή και οι ορχήστρες στις οποίες ανήκαν, τα φυσερά δηλαδή.

(Λίγο αργότερα…)

Κοιτάζω στο ίντερνετ για το βιβλίο του Κοφτερού. Έκδοση με σιντί και εκτενές ένθετο. Τα 13 κομμάτια του δίσκου είναι όλα του ευρύτερου «παραδοσιακού» χώρου της Μ. Ασίας, Πόλης, και κάποια τοπικά. Και στις εκδόσεις που ανέφερα, αυτό το ρεπερτόριο κυριαρχεί ποσοτικά, ωστόσο εκπροσωπούνται και τα «πάντα». Νομίζω ότι η προτίμηση για ζεϊμπέκικα, καρσιλαμάδες και χασάπικα έναντι οπερετικών και λοιπών «πάντων» έχει πιο πολλή σχέση με τις προτιμήσεις του σημερινού κοινού τέτοιων εκδόσεων παρά με τη μουσική πραγματικότητα του νησιού στον καιρό που ήκμαζε η μουσική του δραστηριότητα.

Καθώς δε τα Μουσικά Σταυροδρόμια στο Αιγαίο αποτελούν μια μνημειώδη, ακριβή και αντιεμπορική έκδοση που δεν απευθύνεται τόσο στον μέσο ακροατή όσο στον εξειδικευμένα ενδιαφερόμενο, εκεί είναι που βρίσκουμε και το μεγαλύτερο μερίδιο μη «παραδοσιακού» ρεπερτορίου.

Στο βιβλιαράκι του Κοφτερού αναφέρονται 26 (!) ονόματα Μυτιληνιών σαντουριέρηδων, εν οις φυσικά και ο Μπινταγιάλας. Από τα κομμάτια, Νο 1 είναι το «τοπικό» Τα ξύλα, που βέβαια όλοι μας ξέρουμε απ’ το Λέσβος Αιολίς ότι κατάγεται από την κεντρική Ασία.

Καλησπέρα! Δεν νομίζω ότι το σαντούρι στη Ρούμελη ήταν ακριβώς “εξωτικό όργανο”. Σαντούρια έχουμε πολύ διαδεδομένα σε πολλές περιοχές της Ρούμελης. Συγκεκριμένα στην Ευρυτανία ήταν ιδιαίτερα αγαπητό. Και δεν έπαιζε σμυρνέικα και άλλα της μόδας, αλλά καθαρά ρουμελιώτικα. Στη ρουμελιώτικη ζυγιά λειτουργούσε ως συνοδευτικό όργανο και είναι πολύ ενδιαφέρον να ακούσεις τη συνοδεία του σε τσάμικα και καλαματιανά. Άλλη τεχνική παιξίματος λοιπόν από το μικρασιάτικο σαντούρι.

Περικλή, νομίζω εδώ κάνεις λάθος. Έχουμε μία τέτοια εντύπωση, γιατί κάποιοι σολίστες έγιναν φίρμες, με κυριότερο τον Μόσχο. Ωστόσο τα σαντούρια της Αγιάσου δεν λειτουργούσαν ως εξωτικά όργανα ενός δεξιοτέχνη. Έπαιρναν μέρος κανονικά στα δρώμενα της κοινότητας και επομένως δεν μπορείς παρά να τα πεις τοπικά και παραδοσιακά.

Επίσης, υπάρχει το πολύ κραυγαλέο παράδειγμα της Λέρου, όπου το σαντούρι είναι πολύ βασικό όργανο της τοπικής ζυγιάς. Δεν συνοδεύει πάντα, αλλά μπορεί να παίξει και ως “πρίμο”, δηλαδή πρώτο όργανο της ζυγιάς, αντικαθιστώντας στον ρόλο αυτό το βιολί και συνοδευόμενο μάλιστα από λαούτο! Δηλαδή ζυγιά σαντούρι-λαούτο. Οπότε και στη Λέρο το σαντούρι είναι σαφώς τοπικό παραδοσιακό όργανο. Σαντούρι παιζόταν σπάνια σε Κω και Κάλυμνο, αλλά ήταν βασικό όργανο νομίζω και στους Λειψούς. Προφανώς στην σχέση αυτή σε Λέρο και Λειψούς με το σαντούρι παίζει ρόλο η γεωγραφική εγγύτητα της Σμύρνης. Αλλά η εισαγωγή του σαντουριού γίνεται στα τέλη του 19ου αιώνα. Την ίδια δηλαδή περίοδο περίπου που εισάγεται και το λαούτο και το βιολί.

Ναι, αλλά ο Μόσχος δεν έμαθε ποτέ αυτό το είδος συνοδευτικού παιξίματος, μάλλον θα το σνομπάριζε κιόλας. Ο Μόσχος είδε το σαντούρι ως όργανο «σταρ» της «σμυρναίικης» κομπανίας και αυτό τον εντυπωσίασε, όταν μάλιστα ήρθε και κάποιος σαντουριέρης Ρουμάνος, εκεί πίεσε τον πατέρα του και τελικά κατάφερε να πάρει σαντούρι και να μαθητεύσει στον Ρουμάνο. Προσοχή όμως, πάντα ως «εξωτικό» όργανο.

Σωστά. Μάλλον έτσι το αντιμετώπισε ο Μόσχος, διαφορετικά από ό,τι οι υπόλοιποι σαντουριέρηδες της Ρούμελης.

Παιζόταν σπάνια, ή παίχτηκε κατ’ εξαίρεση; Στο επίπεδο του κατ’ εξαίρεση έχουμε και σαντούρι στη Χάλκη, και κλαρίνο στην Κίσσαμο, και φυσικά κάθε εισαγόμενη καινοτομία έτσι ξεκίνησε, και άλλοτε έπιασε, και τώρα το λέμε παράδοση, κι άλλοτε δεν έπιασε.

Στην Κάρπαθο θυμούνταν έναν σαντουριέρη, τον μόνο που φαίνεται να πέρασε από κει, που στις πατινάδες κρέμαγε το σαντούρι στην πλάτη του λυράρη και περπατούσε πίσω του παίζοντας!

Ασφαλώς η Μυτιλήνη δεν είναι τέτοια περίπτωση. Και αφού το λες, ούτε και η Λέρος (δεν έχω ιδίαν άποψη).

Στην Κω υπάρχουν καταγεγραμμένοι 2-3 σαντουριέρηδες που μπήκαν στις ζυγιές. Οι ζυγιές ήταν πάρα πολλές στο νησί. Ωστόσο αυτοί έπαιζαν σαντούρι. Δεν ήταν δηλαδή ένας που βρέθηκε κάποια στιγμή και έπαιξε για να κάνουν χάζι οι ντόπιοι. Άρα, μάλλον το “σπάνια” ισχύει.

Απ’ τη Λέρο είναι οι περίφημοι Χατζηδάκηδες, που χωρίς σαντούρι δεν θα υπήρχαν.

Σωστό. Αλλά κατεξοχήν δε θα υπήρχαν χωρίς τραγουδίστριες, ενώ υποθέτω ότι δεν υπήρχε, τότε τουλάχιστον, τέτοιο πράγμα στην παράδοση του νησιού. (Δεν είναι θέμα φύλου, είναι θέμα τραγουδιστή που να αναλαμβάνει μονολογικά αυτό τον ρόλο.)

Θέλω να πω, οι Χατζηδάκηδες δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της τοπικής λαϊκής παράδοσης. Απλώς εκεί στηρίζονταν.

(Αν και για το σαντούρι μάλλον είναι, επαναλαμβάνω.)

για τις διαφορές τσίμπαλου και σαντουριού, εχει πολλά ενδιαφέροντα εδω.
καξ οι δυο μουσικοί τυγχάνουν “πατριωτάκια” μου.
η μάσκα ειναι προφανώς Gibson :sunglasses:

1 «Μου αρέσει»

Στα δημοτικά πανηγύρια και στα κέντρα με άλλους οργανοπαίχτες που στην ορχήστρα υπήρχε κλαρίνο και βιολί, αν δεν έπαιζε συνοδευτικό σαντούρι, τι έπαιζε; Στις δεκαετίες 1950 και 1960 κυρίως με αυτόν τον κόσμο δούλευε. Παραθέτω και μια φωτογραφία που συμμετέχει και ο ίδιος σε δημοτικό μαγαζί της Αθήνας το 1962.


Διακρίνω ότι κάθεται και στην πίσω σειρά του πάλκου και όχι μπροστά. “Σταρ” νομίζω την είχε δει ό ίδιος από το 1985 και μετά, που βρήκε τρόπο να ανοίξει τη σχολή και να προβάλλεται στα κανάλια.

Οι λαουτιέρηδες συχνά άρχισαν να χρησιμοποιούν κιθάρα, εξ ου και ο όρος λαουτοκιθάρα.

Νομίζω ότι λαουτιέρηδες έτσι κι αλλιώς υπήρχαν πάντα. Ένα διάστημα κάποιοι το γύρισαν σε λαουτοκιθάρα (λαούτο που μοιαζει σαν κιθάρα στην εμφάνιση), κάποιοι το κρατάνε ακόμα, κάποιοι γύρισαν σε κανονική κιθάρα, άλλοι πάλι δεν έφυγαν ποτέ μέχρι σήμερα από το κλασικό παραδοσιακό λαούτο. Πάντως η θέση του συνοδού δε χήρευε, είτε υπήρχε σαντούρι είτε όχι.

1 «Μου αρέσει»

Για το Αριστείδη Μόσχο ήταν το ερώτημα, μιάς και ειπώθηκε αυτο

Έχω δει τον Ηπειρώτη λαουτιέρη Χριστόδουλο Ζούμπα, σε φωτογραφία δεκαετίας 1960, να παίζει με τέσσερις διπλές χορδές πάνω σε ηλεκτρική κιθάρα.Δηλαδή με κούρδισμα λαούτου.

2 «Μου αρέσει»

Κατά Καρακάση, η λαουτοκιθάρα είναι κιθάρα κουρδισμένη λα ρε σολ ντο. Δηλαδή , ντρέπονταν να εμφανίζονται με λαούτο.