Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Δύο παρατηρήσεις

  1.  Θεωρώ ότι καλό θα ήταν να μνημονευθεί και ο παρακάτω για την ετυμολόγηση αυτή (λήμμα [i]κασόμπρα[/i]):
    

http://www.scribd.com/doc/244463243/η-εν-πολλαίς-αμαρτίαις

  1. Από πού μας προκύπτει ότι «η λέξη “cassobra”, επιβίωσε στα ισπανικά και χρησιμοποιείται και σήμερα μέχρι και στη Λατινική Αμερική»; Αφενός, όντως όπως λέει ο Pepe δύο ss δεν υφίστανται στα ισπανικά, αφετέρου φίλος ισπανοθρεμμένος μού είπε ότι δεν έχει ξανακούσει να γίνεται λόγος για τέτοια λέξη. Έχουμε κανένα σχετικό τεκμήριο;

Σόρι, δεν προτίθεμαι να επενδύσω το χρόνο που απαιτείται για να διαβάσω το πολυσέλιδο αυτό πόνημα. Έχω κι άλλες δουλειές.

Και να σκεφτεί κανείς ότι απαιτούνται μόλις κάποια δευτερόλεπτα για να εντοπίσει κανείς το λήμμα (ήμουν σαφής ότι μίλησα για το συγκεκριμένο λήμμα που μας ενδιαφέρει κι όχι για το όλον πόνημα) και άλλα ολίγα δευτερόλεπτα να το διαβάσει…, αλλά με το ζόρι τίποτα δεν γίνεται

Μα δε λέει ετυμολογία! Αναφέρει λέξεις που μάλλον ο συγγραφέας θεωρεί ότι συνδέονται ετυμολογικά με το λήμμα, αλλά δεν εξηγέι πώς συνδέονται. Λέει π.χ.:

Στα αραβικά κασάρα σημαίνει σπάω, διακόπτω. Πρβλ. γαλλ. casser > concasser > κονκασέ: κομμένα ντοματάκια.

Ωραία, αλλά ποια ακριβώς είναι η σχέση; Η αραβική ρίζα έχει περάσει και στα γαλλικά; Το αντίστροφο; Το κασ- της κασόμπρας με ποιο σημείο της διαδρομής δένει; Ετυμολογία είναι όταν λες π.χ. «casser > concasser > κονκασέ»: αυτό βγαίνει από αυτό. Όταν απλώς παραθέτεις λέξεις δε βοηθάς.

(Πάντως αν εξαιρέσουμε τη μυστηριώδη αναφορά στο αραβικό κασάρα, μοιάζει να δίνει την ίδια ετυμολογια με την Ελένη, ιδίως στο δεύτερο συνθετικό -όμπρα για το οποίο είναι σαφής).

Χαίρομαι που και άλλοι (εκτός από εμάς τις δυο) απομακρύνονται από την ελληνική ετυμολογία (κασαύρα κ.λπ.) και στρέφονται προς τη λατινική.

Κοίταξέ το Ελένη και στα ιταλικά, εκτός από τις ισπανόφωνες χώρες.
Με μια αναζήτηση το βρίσκω με την έννοια του “φτηνού”, του “ευτελούς”.

Τα κάποια δευτερόλεπτα, τα ξόδεψα βεβαίως, και έπεσα πάνω σε δύο εκφράσεις: “έχει πέραση” και “παίρνει η μπογιά της”, που ο συγγράψας το πόνημα περί Πόρνης (πέρνημι = προσφέρομαι προς πώλησιν) εξηγεί, όταν αναφέρονται σε πόρνη, ως “μπορεί ακόμα να πουληθεί”. Με το λεπτό χιούμορ που φαίνεται ότι τον διακρίνει, εμπλέκει μάλιστα στο θέμα και το περιπαικτικόν “δεν περνάς κυρά Μαρία” των μικρών παιδιών. Αναρωτήθηκα: μα, δεν έχει ακούσει ότι η έκφραση δεν είναι “παίρνει η μπογιά της” αλλά περνάει; Δεν έχει ακούσει για τα κάλπικα κέρματα ότι “δεν περνάνε”, όχι δεν παίρνουν; (ή, έστω, παίρνονται).

Ας είναι… Αρκετά.

Ιδού και οι δύο προσεγγίσεις, για να τις έχουμε προ οφθαλμών:

κασόμπρα

Φαίνεται πως τελικά η λέξη προέρχεται από το λατινικό cassus = μάταιος, άσκοπος (και άδειος) και το oberro = περιπλανιέμαι, τριγυρίζω άσκοπα.
Η “cassa oberra”, αρχικά, “περιπλανιέται”, “τριγυρίζει άσκοπα” και μετέπειτα, παίρνει και άλλες, αρνητικές, σημασίες:"… η τιποτένια, η άσχημη, η χαμηλής νοημοσύνης, η κακοντυμένη και με κακούς τρόπους γυναίκα…"
(ΕΛΕΝΗ)

Aπό το CASSUS και QUASSUS μάταιος, άχρηστος, αδρανής, κουνημένος, κουνιστός
Η κατάληξη -ομπρα δεν φαίνεται να σχετίζεται με το λατινικό… αλλά με το λατινικό
oberro =περιπλανώμαι, ρεμβάζω, αλητεύω, πηγαινοέρχομαι
Άρα CASSA & OBERRA = CASSOBERA > CASSOBRA = άχρηστη και πλανόδια πόρνη
(ΣΤΟΥΓΙΑΝΝΙΔΗΣ)

Ιδού και η κατά Κουνάδη πιθανολόγηση της προέλευσης της λέξης: «πιθανόν η λέξη να προέρχεται από τις ιταλικές cassa (κιβώτιο) και ombra (σκιά, φάντασμα), δηλαδή σκιά που πρέπει να μπει στην κάσα (φέρετρο)» (ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ, τόμος 05, σελ. 27, εκδ. ΤΑ ΝΕΑ 2010)

Υπενθυμίζω και το ερώτημα: από πού μας προκύπτει ότι «η λέξη “cassobra”, επιβίωσε στα ισπανικά και χρησιμοποιείται και σήμερα μέχρι και στη Λατινική Αμερική»;

Ξαναπιάνω το νήμα από παρεμφερή κουβέντα με αφορμή το γλωσσάρι του Τσιφόρου, μια που εδώ είναι το κατάλληλο σημείο, εισηγούμενος παρατηρήσεις στο Ρεμπέτικο Γλωσσάρι (εφεξής ΡΓ).

Γενικές παρατηρήσεις Το ΡΓ είναι ένα αυτόνομο/αυτοτελές αρχείο και ως τέτοιο προσφέρεται στον αναγνώστη αλλά και στον κάθε επίδοξο -και ανεύθυνο- «μεταφορέα» του υλικού του στα πέρατα του διαδικτύου. Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να αναμένουμε, νομίζω, από τον αναγνώστη να ανατρέχει στην τεράστια συζήτηση που έχει προηγηθεί, για να αντλήσει τις απαιτούμενες πληροφορίες για το ΡΓ. Ποιες λοιπόν κατʼ εμέ είναι οι απαραίτητες πληροφορίες που θα έπρεπε να είναι ενσωματωμένες στο ΡΓ; [u]

Πρώτον[/u], ένα ευσύνοπτο αλλά στιβαρό προλογικό σημείωμα όπου θα δίνονται οι απαιτούμενες εξηγήσεις και οροθετήσεις περί του τι περιλαμβάνεται στο ΡΓ, με ποια κριτήρια κλπ. Εδώ π.χ. θα είχαν θέση και σχετικές διευκρινήσεις περί του πώς ένα ως ΡΓ επιγραφόμενο περιλαμβάνει λέξεις όχι μόνο από ρεμπέτικα ηχογραφήματα αλλά και από λαϊκά, ελαφρολαϊκά, παραδοσιακά, νησιώτικα, έντεχνα κλπ τραγούδια. [u]

Δεύτερον[/u], δεδομένου ότι τα ερμηνεύματα και οι ετυμολογήσεις αντλήθηκαν από πηγές (εξαιρώ τις περιπτώσεις όπου ερμηνεύματα/ετυμολογήσεις οφείλονται ενδεχομένως στο Φόρουμ, αλλά και πάλι θα έπρεπε να μνημονεύονται αυτές οι πρωτότυπες συμβολές), οπωσδήποτε σε Παράρτημα οφείλουν να αναφέρονται οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν, αλλά επιπλέον και σε κάθε λήμμα που παρουσιάζεται μια ερμηνεία διάφορη από το λεξικογραφικό consensus, καλό είναι να αναφέρεται (π.χ. ο Δαγκίτσης σημειώνει και αυτό). Οι πηγές εντός των λημμάτων συντομογραφημένες για εξοικονόμηση χώρου. Στο σημείο αυτό δεν συμμερίζομαι την απάντηση της Ελένης («Στην ενότητα “ρεμπέτικη φρασεολογία” από όπου ξεκίνησε αυτή η προσπάθεια αναφέρθηκαν από την αρχή οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν και οι οποίες περιλαμβάνουν όλων των ειδών τα λεξικά (παλιότερα και νεότερα), λογοτεχνικά κείμενα, χρονογραφήματα, κείμενα από τη λαογραφία και βέβαια και το γλωσσάρι του Τσιφόρου που μνημονεύθηκε κ.λπ.») και διότι, είπαμε, δεν μπορούμε να απαιτούμε από τον αναγνώστη του ΡΓ να ψάχνεται στο χάος και διότι, όσο μπόρεσα να διασταυρώσω περιδιαβάζοντας ολόκληρη την ενότητα «Ρεμπέτικη Φρασεολογία», δεν είδα να έγινε ποτέ (και διορθώστε με) συγκροτημένος λόγος εκεί σε συγκεκριμένο σημείο και απαρίθμηση λεπτομερής και συγκεκριμένη των πηγών. [u]

Τρίτον[/u], θεωρώ δεδομένο ότι η όλη δουλειά έχει γίνει ως εξής: πρώτα αποδελτιώνω από το διαθέσιμο corpusκαι όταν βρω κάποια λέξη δυσνόητη για τους πολλούς σε ένα δισκογραφημένο τραγούδι, τότε πάω να ψάξω στις πηγές μου τι σημαίνει. Αυτό, διαπιστώνω σε κάποιες περιπτώσεις ή ότι δεν έχει γίνει ή ότι, κι αν έχει γίνει, πάντως δεν έχει μπει μαζί με το λήμμα και ο στίχος όπου απαντά το λήμμα. Για αυτό και δεν καλύπτομαι από την απάντηση της Ελένης σχετικά («Έχουν συμπληρωθεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό[και κατά το δυνατόν ()]τα περισσότερα λήμματα με τους αντίστοιχους στίχους.[ Επειδή, ειδικά αυτό το κομμάτι το έχω αναλάβει εξ ολοκλήρου μόνη μου, όποιος μπορεί και θέλει να διαθέσει χρόνο και κόπο, ευπρόσδεκτη η οποιαδήποτε βοήθεια») διότι προϋποτίθεται ότι είναι εξ αρχής δεδομένοι οι στίχοι όπου απαντά το λήμμα, οπότε τους βάζω εκ των προτέρων και δεν τους αναζητώ εκ των υστέρων… Αλλιώς, πόθεν έσχον το λήμμα; Ως προς το άλλο ζήτημα που θίγεται, ότι η Ελένη έχει αναλάβει μόνη αυτόν τον ρόλο ή ενδεχομένως και κάποιον άλλο σχετικό με το ΡΓ ρόλο, νομίζω ότι έπρεπε να είχε ήδη λυθεί σε συνεννόηση με την συντονιστική ομάδα, ώστε να μην περιμένει το ΡΓ πότε θα ευκαιρήσει από τις τρέχουσες υποχρεώσεις του ο μοναδικός που έχει πρόσβαση σε ένα κατʼ ουσίαν «κλειδωμένο» αρχείο να περάσει διορθώσεις ή συμπληρώσεις ή να θέσει προς διαβούλευση νέα λήμματα (αν και αυτό το τελευταίο το κάνει ο καθένας). [u]

Ειδικές παρατηρήσεις[/u]

*Ερώτημα: οι παρακάτω λέξεις απαντούν σε ρεμπετολαϊκά τραγούδια, και σε ποια; Δερβέναγας, Ζορμπάς, Ζορμπαλίκι, Καπάνταης, Μετρέσα, Σβαρνίζω, Σβαρνώ, Τσαγκλί, Ατζαμής, Γκιαούρ Ισμίρ, Γκιαούρης, Γιαραμπί, Μπαϊρακτάρης, Μπαϊράκι, Μπερεκέτι, Νταραβέρι, Ραμολί, Ροσσόλι, Ρούγα, Ταρσανάς

*Επίσης, κάπου χάνεται η αλφαβητική σειρά στο Λημματολόγιο.

Αβάντα: «Για να ξέρεις αλανιάρη» ο σωστός τίτλος και πρώτος στίχος Αβέρτα: Ερμηνεία του τραγουδιού: Γ. Νταλάρας, όχι Μητσάκης
Α.Χ.Ε.Π.Α.: Στ. - : Σ. Αλέκου (=Αλέκου Σακελλάριου) και όχι Φακίνου
Γιαρές, Τζαρές και πιο κάτω άλλο λήμμα Τζαρές: και τα δύο λήμματα είναι λάθος, καθώς έχει γίνει σύγχυση μεταξύ της λέξης γιαρές (<yara=τραύμα, ντέρτι, βάσανο) και της λέξης τζαρές (<ηare=θεραπεία, γιατρειά, λύση, τρόπος, μέσον, διέξοδος). Εξάλλου, «τζαρές» λέει ο Στράτος στο παράδειγμα. Βλ. επίσης και τραγούδι του Μίγκου με τίτλο «Πες μου να βρω τον τζαρέ μου». Καταγράφεται και από τα δύο αργκοτικά λεξικά Δαγκίτση και Καπετανάκη με τις σημασίες: δουλειά, κέρδος, θεραπεία, γιατρειά, τρόπος, λύση κλπ. Την ίδια σύγχυση κάνει και ο Κουνάδης (ίσως αντιγράφοντας το ΡΓ, αλλά τον σώζει κάπως ένα «ίσως»). Στον τόμο 12 (ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ: σελ. 64) αναφέρει: «τζαρές: ίσως είναι η λέξη γιαρές, η οποία προέρχεται από την τουρκική yara (πληγή) και σημαίνει τον ψυχικό πόνο, αλλά και ερωτικό ανατολίτικο τραγούδι που ερμηνεύεται με πάθος»
Δεφτέρι: Παράδειγμα στίχων: καμμία σχέση ο Ρουμελιώτης του 1938 με τον Ρεπάνη…
Καλάρω: (Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη): αντιδ. <ιταλ. Calare «κατεβάζω, χαλαρώνω το σχοινί»< υστλατ. Calare «κρεμώ»< αρχ. χαλώ «χαλαρώνω, αφήνω να πέσει» Καρφωτήδες: Με φιλντισένιο μπαγλαμά με λάμες και με ζάρια /θα πω στους καρφωτήδες μου σαν θα βγω, τι χαμπάρια («Επιάσανε το Μπάτη» Ροβερτάκη/Κάβουρας) 1936
Κασαβέτι: το «Σαν πουλί πετώ» δεν είναι παραδοσιακό αλλά του Αχιλλέα Ματζίρη (1983)
Κατσιβέλα, (Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη): Μεσν<αρωμουν. Cacivel<υστλατ *captivellus, υποκορ. του λατ. Captivus «αιχμάλωτος»- (κατʼ επέκτ.) άθλιος, ταλαίπωρος, δυστυχής.
Κονιόρος (Ακούγεται σε μια παραλλαγή της "Μόρτισσας χασικλού"1933,Στ., μουσ. και ερμηνεία: Βαμβακάρης): τι είδους παραλλαγή είναι αυτή και πού απαντά;
Κοντραπάντο ή κοντραμπάντο (Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη): μεσν.<ιταλ. Contrabbando<contro (a) + bando «διάταγμα, διαταγή»
Κουλαντρίζω (Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη): αλβ. Kullandris = τακτοποιώ, κανονίζω Κουμπούρας (Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη): μσν.
Κουμπούρι =θηκάρι-φαρέτρα <τουρκ. kubur
Κουνελάκη: Πολυσυζητημένο θέμα. Τουλάχιστον ας διορθωθεί το πρόδηλο λάθος «Πάμε ʽκει στου Κουνελάκη» σε «Πάνʼ εκεί στο…» και να τεκμηριωθεί το «τοπωνύμιο» (σημ.:επίκληση αποκλειστικώς προφορικής μαρτυρίας γερόντων δεν γίνεται δεκτή, αλλιώς θα γεμίζαμε τις περιοχές μας ο καθένας με υψωματάκια κατʼ επίκληση γεροντικής προφορικότητας…)
Μέγκλα :Το τραγούδι είναι «Γεια σου Λόλα μερακλού»
Μόρτης, Μόρτισσα ίσως προέρχεται από το ιταλ. Morti: “νεκροθάφτης”: ο Μπαμπινιώτης αναφέρει morto=νεκρός Μουρμούρης (Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη): όψιμ. Ελνστ μορμυρίζω<μορμύρω
Μούσμουλα: υπάρχει τραγούδι “Η Υπόγα” του 1910;
Μπαγιαντέρα (Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη):Πορτ balhadeira<balhar χορεύω<υστ. Λατιν. Ballare αρχ. <βαλλίζω Μπαξίσι τουρκ. Bahsis, όχι baksis
Μπουγιουρντί (Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη): buyurdi γ ενικό αορ. Του ρ. buyurmak πρβ buyuruldi διάταγμα Μπουκάρω (Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη): βενετ imbocare πβλ ιταλ imboccare<im + λατ. Bucca στόμιο
Νταμίρα =άλλη ονομασία για το χασίς. Καμμία σχέση με φυτό Datura stramonium, που άλλωστε δεν τεκμηριώνεται καθόλου στο λήμμα
Ντορβάς, Τορβάς: δεν νομίζω ότι ακούγεται η λέξη στο τραγούδι “Ο λαθρέμπορας” (1934) Παπάζογλου Οντουλάρω: ο στίχος χωρίς το «σου» και στοιχεία τραγουδιού: «Το μπαρμπεράκι» Μπάτης 1935
Παπάζι, Παπάτζι, Παπάκι Φέσι με χρυσή φούντα. Στο Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη: <τουρκ. Papaz«είδος υφάσματος» Ερώτημα: υπάρχει παπάκι ή και παπάτζι; Επίσης, γιατί χρυσή φούντα;
Πετσί (Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη): μεσν πετσίν<υποκ. ιταλ. Pezzo «κομμάτι
Πινόκλης: «Τσόκλης» όχι «Οινόκλης»
Ρέστος, ρεστάρω (Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη): ιταλ. Resto«υπόλοιπος»< ρ. restare«παύω, σταματώ, μένω , απομένω
Σακουλεύομαι sakulόχι sakal
Σελέμης «Άρθρον πρώτο, ποτέ να μη πλερώνεις/Σελέμη σαν σε λεν’ να καμαρώνεις» («O Σελέμης» Καμβύσης-Κυριακός 1932)
Σερέτης στην ετυμολόγηση έχει γίνει σύγχυση με το σέρτικος. Το ορθό είναι :<τουρκ. Sirret «δύστροπος, εριστικός»<αραβ. Sirrat “κακοήθης, αχρείος»
Σουρμελίδικα (μάτια) είναι μαύρα μάτια; ή απλώς βαμμένα; Παράδειγμα στίχων: «Γλυκά μάτια» Μπαρούση με Σωφρονίου 1930: «Άφησε πια μικρό μου τα γινάτια/με τα σουρμελίδικά σου μάτια»
Σπαρματσέτο(Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη): αντιδάνειο< ιταλ. Spermaceti «σπέρμα φάλαινας», ελληνογενές λατ. Sperma+ cetus<κήτος αρχ
Στάμπα: πού ακούγεται η λέξη στο τραγούδι με τον Κατσαρό;
Στράφι παράδειγμα στίχων: «Ας την κρίνει ο θεός» Νίνου-Μάνεση-Περπινιάδης 1949 («Τόσες θυσίες που ʼκανα επήγαν όλες στράφι»
Στραπατσάρω: παράδειγμα στίχων: «Εσένα και τον άντρα σου θε να σε στραπατσάρω» ( «Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο») 1935
Ταπί(Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη): αντιδάν. <γαλλ. Tapis «τάπητας<υστερολατ. Tapitium<ελνστ. Ταπήτιον, υποκρ. Τάπης. Χαρτοπ. Όρος tapis vert «πράσινη τσόχα», όπου δηλώνεται ότι ο παίκτης δεν έχει άλλα χρήματα να ποντάρει στην πράσινη τσόχα
Τουμπεκί: από πού προκύπτει ότι ο πειθαρχικός ουλαμός έκλεισε το 1936; Στον Ριζοσπάστη (1/1/1935) γίνεται αναφορά στη «σιωπηλή κατάργηση του κάτεργου του Καλπακιού που έγινε τον περασμένο χρόνο»… (για τέτοιους και άλλους λόγους η παραπομπή σε πηγές είναι απαραίτητη)
Τουρσέκι ή ντουρσέκι: παράδειγμα « Στο ντουρσέκι» Μάτσας- Ρούκουνας 1933
Τσαλαπάτημα: παράδειγμα στίχων: «Μα είναι και θεός» Τζουανάκος-Παπαγιαννοπούλου 1953 «Κι αν τσαλαπάτημα είμαι καθενός/ Και μες στον βούρκο που με πέταξες κυλιέμαι /Μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά/ Και με την σκέψη αυτή παρηγοριέμαι»)
Φιντάνι: Στο παράδειγμα στίχου δεν υπάρχει η λέξη «φιντάνι» αλλά «αλάνι», οπότε το λήμμα πρέπει να τεκμηριωθεί με άλλο στίχο

Προχείρως και χωρίς όλη την τεκμηρίωση που ζητάς, νομίζω ότι άλλο ο γιαρές και άλλο ο γιαράς.
Ο γιαράς είναι η πληγή, και βγαίνει από το yara. Νομίζω ότι τα τούρκικα ουσιαστκά που λήγουν σε φωνήεν, εξελληνιζόμενα, κρατάνε το ίδιο φωνήεν, άρα ο γιαράς δεν έχει λόγο να γίνει γιαρές.

Ο γιαρές πάλι είναι το ερωτικό ανατολίτικο τραγούδι, δηλαδή ο αμανές. Παρ’ ότι ο στίχος (από την Τζαμάλ) με τους αμανέδες σου και με τους γιαρέδες σου αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα, ωστόσο αυτό δεν είναι και υποχρεωτικό (καιροί και ζαμάνια, κόσμος και ντουνιάς, …πολλές φορές εκφραστικά χρησιμοποιούμε δύο συνώνυμα μ’ αυτό τον τρόπο). Ο γιαρές λοιπόν, περιπαθές ανατολίτικο άσμα που μάλλον ταυτίζεται με τον αμανέ, βγαίνει από το επιφώνημα γιαρέμ, που εφόσον στα ελληνικά δεν έχει ετυμολογική διαφάνεια και επιπλέον χρησιμοποιείται (μαζί με το αμάν και πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι κυρίως στίχοι του αμανέ) στους φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς, συχνά αλλοιώνεται σε γιαρέ (και γιαρέι). Το γιαρέμ με τη σειρά του προέρχεται από το τούρκικο yarem, που δεν είναι καθόλου επιφώνημα: σημαίνει «αγαπημένε μου». Το σκέτο γιαρ (<yar), «αγαπημένε», επίσης χρησιμοποιείται ως επιφώνημα στους αμανέδες, σπανιότερα δε και σε άλλα τραγούδια, κυρίως στο σύμπλοκο γιαρ αμάν.
Χωρίς να γνωρίζω τούρκικα, υποθέτω ότι το γιαρ με τον γιαρά δεν πρέπει να έχουν ετυμολογική συγγένεια.

Οκ, αλλά η παρατήρησή μου αφορούσε τη σύγχυση στο ΡΓ μεταξύ τζαρέ και γιαρέ. Καμμία σχέση ο τζαρές με τον γιαρέ, αυτό ήθελα να τονίσω.

Ναι, δεν φαίνεται να υπάρχει ετυμολογική συγγένεια μεταξύ γιαρά και γιαρέ. Κι εγώ τείνω να υποθέσω ότι δεν θα έπρεπε να μιλάμε για ιδιαίτερο τύπο τραγουδιού “ο γιαρές”, αλλά για κάποιον μάλλον άτυπο προσδιορισμό που απαντάται σε ελάχιστες περιπτώσεις: η παρουσία του στο “Γκιούλ Τζαμάλ” (Με τους αμανέδες μου και με τους γιαρέδες μου…) μάλλον πρόχειρο τρόπο να ταιριάξει το μέτρο του στίχου προδίδει και, στο δικό μου μυαλό τουλάχιστο, δεν έρχεται κάποια δεύτερη περίπτωση χρήσης της λέξης για τον προσδιορισμό συγκεκριμένου είδους τραγουδιού. Πάντως, ειδικά σε αμανέδες, ακούγεται συχνά και το επιφώνημα “γιαρέι – αμάν”.

Α, να προσθέσω και κάτι που αξιώθηκα μόλις σήμερα να δω (λήμμα ικιτέλι): σε πολύ ενδιαφέρον άρθρο [«Μία νύκτα εις τον Παλαιόν Στρατώνα», Εικονογραφημένος Παρνασσός,φύλλο 45 (4/3/1912)], διαβάζουμε: «…παρέκει ηκούοντο οι μελαγχολικοί ήχοι της κίταλης, μικρού όσον ένα φλιτζάνι του καφέ διχόρδου μπουζουκιού […]».

 Έχω την εντύπωση ότι πρώτη φορά συναντάμε τη λέξη, και μάλιστα στο θηλυκό.

Ναι, μάλλον έτσι πρέπει να είναι. Όμως, μήνες (ίσως) αργότερα, το 1913, σε μελέτη στην οποία παραπέμπω σε ομιλία μου του 2006*, ο μελετητής γράφει επί λέξει (τα εν παρενθέσει, δικό μου σχόλιο), αναφερόμενος σε αποκρηάτικο έθιμο στη Σύρο: “…Εις παλαιοτέραν εποχήν τα όργανα άτινα συνόδευον τον χορόν ήσαν: δύο κιντέλια, είδος μπουζουκιού με δύο χορδάς (πρόκειται για το ικι -τέλι), μία τραμπούκα και έν τέφιον. Σήμερον όμως χρησιμοποιείται η λατέρνα»”. Επομένως, η χρήση των δύο “κιντελιών” στη Σύρο είναι προγενέστερη από το άρθρο του “Παρνασσού” αλλά και από τον καιρό όπου ο πιτσιρικάς Μάρκος χόρευε ζεϊμπέκικο στην Άνω Σύρα. Βέβαια, ο συντάκτης του άρθρου μάλλον μπερδεύει ικιτέλι και μπαγλαμαδάκι, το ικιτέλι είχε μέγεθος περίπου τζουρά, όχι φλυτζανιού του (τούρκικου!) καφέ.

*Η μελέτη: Ι. Π. Σιδέρης, ΟΙ ΖΕΪΜΠΕΚ, έθιμα των απόκρεω εν Σύρω, Λαογραφία 4 (1913 ).
Η ομιλία: “Η εμμονή στους χορούς Ζεϊμπέκικο και Χασάπικο στο «πειραιώτικο» και μεταγενέστερο ρεμπέτικο τραγούδι”, παρουσιάστηκε στο 20ό παγκόσμιο συνέδριο χορού, Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, Οκτώβριος 2006. Δυστυχώς δεν μπορώ να παραπέμψω αυτή τη στιγμή στην “Κλίκα”, όπου έχει αναδημοσιευτεί.

Μπα, δεν μου φαίνεται να μπέρδεψε τα όργανα ο συντάκτης του Παρνασσού: μιλάει για δίχορδο μπουζούκι και η αναφορά στο μέγεθος πρέπει να αφορά το σκάφος. Άλλωστε σε άλλο σημείο του ρεπορτάζ, όταν μπαίνει στην πτέρυγα των χασικλήδων, μια χαρά αναγνωρίζει και ονομάζει τα μπαγλαμαδάκια: «Κάθε κρεβάτι και από ένα μπαγλαμαδάκι, κάθε χάραγμα τοίχου και δαπέδου και από μία κάμα»
Όσο για το ποια ικιτέλια ήταν παλιότερα, δεν ξέρω. Η Παλιά Στρατώνα όμως κρύβει πολύ μπουζουκομπαγλαμαδοκατάσταση από πολύ παλιά…

*Ο συγγραφέας των Απόκρεω είναι Σιδερής και ο τόμος της Λαογραφίας είναι του 1914.

Ε, το σκάφος του ικιτελιού είναι πολύ μεγαλύτερο από μπαγλαμά, σκαφτό μάλιστα, όπως τον συνήθιζαν οι φυλακισμένοι. Έχουμε αρκετές εικονογραφήσεις, δεν αξίζει όμως τον κόπο της όποιας αντιπαράθεσης.

Σιδερής, λάθος μου, αλλά Λαογραφία 1913 – 14.

Ποια αντιπαράθεση; Να καταλάβω προσπαθώ: ο συντάκτης -πάνω στη σύγχυσή του- ονόμασε το μπαγλαμαδάκι «κίταλη» (ικιτέλι) και στη συνέχεια κάθε μπαγλαμαδάκι -που έβλεπε σε κάθε κρεβάτι- το ονόμαζε «μπαγλαμαδάκι».

Λήμμα: [b]ντουζένι

[/b]Πληροφορία από τον Τύπο των αρχών της δεκαετίας του 1920: ο όρος ντουζένι ήταν επίσης και μια άλλη ονομασία για το βλάμικο τραγούδι (με παράδειγμα: “Αν είσαι μάνα και πονείς/έλα στ’ Ανάπλι να με δεις”)

Καλό θα ήταν, εδώ, να δούμε τί ακριβώς αναφέρεται στο σχετικό δημοσίευμα. Πιθανότατα να πρόκειται για παρερμηνεία του δημοσιογράφου, που δεν ήταν και επαΐων στα περί ντουζενιών.

Λίγο περίεργο μου φαίνεται. Σαν κάποιος δημοσιογράφος ή χρονογράφος να προσπάθησε να ερμηνεύσει όπως μπορούσε, στα σκοτεινά, λέξεις από ένα περιβάλλον που του ήταν ανοίκειο.
Αλλά για να μην καταδικάζω στα τυφλά, Παρασάνταλε, έχεις παράθεμα; Στην τελική μπορεί ο χρονογράφος να ήξερε και κάτι που εμείς αγνοούμε.